Ο όρος Εικονομαχία αναφέρεται στην θεολογική και πολιτική διαμάχη που ξέσπασε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία κατά το μεγαλύτερο μέρος του 8ου και το πρώτο ήμισυ του 9ου αιώνα, αναφορικά (σε πρώτο επίπεδο) με τη λατρεία των χριστιανικών εικόνων. Η Εικονομαχία διαίρεσε τους κατοίκους της αυτοκρατορίας σε Εικονομάχους ή Εικονοκλάστες και αντιΕικονομάχους, Ορθοδόξους ή Εικονολάτρες. Οι όροι επηρεάζονται από την οπτική του γράφοντος (1).
Μετά τήν πολιτική ἀλλαγή τήν ὁποία ἐπέφερε ἡ αὐτοκράτειρα Θεοδώρα, σύζυγος τοῦ Θεοφίλου, κυρία πλέον τῆς ἐξουσίας μεταξύ τῶν ἄλλων μέτρων πρός τήν κατεύθυνση τῆς ἀποκαταστάσεως τῆς Ὀρθοδοξίας, φρόντισε τό 842 μέσῳ τῆς συνόδου τοῦ πατριαρχείου, στήν ἀντικατάσταση τοῦ πατριάρχου Ἰωάννου Γραμματικοῦ καί τήν ἐκλογή τοῦ ἐξορίστου Μεθοδίου. Ὁ τελευταῖος συνέδραμε τά μέγιστα τήν αὐγούστα Θεοδώρα στήν πλήρη ἀποκατάσταση τῆς Ὀρθοδοξίας καί στήν ἀναστήλωση τῶν εἰκόνων μέ πανηγυρικό τρόπο τήν Α´ Κυριακή τῶν Νηστειῶν, τήν 11η Μαρτίου 843. Μεταξύ τῶν ἄλλων προτάσεων τοῦ πατριάρχου Μεθοδίου ἦταν καί ἡ ἀπόδοση τιμῆς στόν θανόντα ἐν ἐξορίᾳ μεγάλο ἐκκλησιαστικό ἄνδρα τῆς Β´ εἰκονομαχίας, πατριάρχη Νικηφόρο μέ τήν ἀνακομιδή τοῦ λειψάνου του στήν Βασιλεύουσα, μία τετραετία μετά τήν ἀνάρρησή του (2).
Το αποστολικό ανάγνωσμα της Κυριακής, από την προς Ρωμαίους επιστολή του Απ. Παύλου, είναι σε Νεοελληνική μετάφραση το εξής: «Αδελφοί, όσοι έχουμε δυνατή πίστη οφείλουμε να ανεχόμαστε τις αδυναμίες αυτών που έχουν αδύναμη πίστη, και να μην κάνουμε ο,τι αρέσει σ’ εμάς. Η συμπεριφορά του καθενός μας να είναι αρεστή στον πλησίον, ώστε να τον βοηθάει να προκόβει στο αγαθό κι έτσι να συντελεί στην οικοδομή της εκκλησίας. Άλλωστε, κι ο Χριστός δεν έζησε για να ευαρεστήσει τον εαυτό του, αλλά, όπως λέει η Γραφή, οι ύβρεις όσων σ’ έβριζαν, Θεέ, έπεσαν πάνω μου. Να ξέρετε ότι όσα γράφτηκαν στις Γραφές, έχουν γραφτεί για να μας διδάσκουν. Έτσι, με την υπομονή και την ενθάρρυνση που δίνει η Γραφή, θα στηριχτεί η ελπίδα μας. Είθε ο Θεός, που χαρίζει την υπομονή και την ενθάρρυνση, να σας δώσει την ομόνοια σύμφωνα με το θέλημα του Ιησού Χριστού. Έτσι, όλοι μαζί με μία φωνή θα δοξάζετε τον Θεό, τον Πατέρα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Να δέχεστε ο ένας τον άλλο, όπως δέχτηκε κι εσάς ο Χριστός, για να δοξάζεται ο Θεός» (Ρωμ.15,1-7).
Χαρακτηριστικό γνώρισμα της χριστιανικής ανθρωπολογίας είναι η συνύπαρξη του χριστιανού με τον άλλον αδελφό εντός της εκκλησιαστικής κοινότητας, εντός της κοινωνίας γενικότερα. Η συνύπαρξη των αδελφών δημιουργεί αυτονόητα καθήκοντα, υποχωρήσεις και υποχρεώσεις. Η ελευθερία του ανθρώπου, που αποτελεί θεμελιώδη διδασκαλία του Απ. Παύλου, δεν σημαίνει με κανένα τρόπο ασυδοσία και ανυπαρξία περιορισμών. Ο περιορισμός που θέτει ο Απ. Παύλος συνίσταται στον σεβασμό της ελεύθερης προσωπικότητας του αδελφού. Για να κατανοήσουμε τα όσα γράφει ο Απόστολος στην περικοπή αυτή πρέπει να λάβουμε υπόψη τις ιστορικές συνθήκες που προϋποθέτει η επιστολή.
Ο Παύλος την εποχή που γράφει την επιστολή αυτή έχει ήδη κηρύξει το ευαγγέλιο του Χριστού «από την Ιερουσαλήμ ως την Ιλλυρία» (Ρωμ.15,19), φιλοτιμούμενος να ευαγγελίζεται σε τόπους «όπου δεν είχε ακόμη ακουστεί το όνομα του Χριστού, γιατί δεν ήθελε να οικοδομεί πάνω σε θεμέλια άλλων» (Ρωμ. 15,20). Πρόκειται σε λίγο να κατευθυνθεί στην Ιερουσαλήμ για να φέρει τα βοηθήματα που συγκέντρωσαν οι χριστιανοί της Μακεδονίας και Αχαίας για τους αδελφούς των Ιεροσολύμων και κατόπιν να ικανοποιήσει την «από ικανών ετών» σφοδρή επιθυμία του να δεί τους χριστιανούς της Ρώμης και να «προπεμφθή» απ’ αυτούς στην Ισπανία (Ρωμ.15,23-26• βλ. και Πραξ 23,11). Όλα αυτά τα στοιχεία μας επιτρέπουν να συμπεράνουμε ότι ο απόστολος βρίσκεται προς το τέλος της γ΄ περιοδείας του και μάλιστα στην Κόρινθο (έτος 57). Εκεί γράφει την προς Ρωμαίους, μετά από πλούσια ιεραποστολική και συγγραφική δραστηριότητα. Έχει ήδη κηρύξει το ευαγγέλιο στο ανατολικό μέρος της αυτοκρατορίας και μετά το ταξίδι του στα Ιεροσόλυμα σκοπεύει να μεταθέσει την ιεραποστολική του δραστηριότητα στη Δύση με πιθανό κέντρο την Ρώμη.
Την καρδιά του Παύλου συνέχει η σκέψη της υποδοχής που θα έχει στα Ιεροσόλυμα («Τώρα πηγαίνω στην Ιερουσαλήμ, μη γνωρίζοντας τι θα συναντήσω εκεί», Πραξ. 20,22) και της πρώτης επαφής του με την Εκκλησία της Ρώμης. Σε σχέση με τα δύο αυτά ταξίδια πρέπει να εξεταστεί ο σκοπός για τον οποίο γράφει την προς Ρωμαίους επιστολή. Θέλει απλώς να προετοιμάσει το έδαφος για τη μελλοντική επίσκεψή του στη Ρώμη, εκθέτοντας το ευαγγέλιο που κηρύττει; Θέλει να απολογηθεί έναντι των Ιουδαιζόντων υπογραμμίζοντας τη σπουδαιότητα του Νόμου μέσα στη λυτρωτική οικονομία του Θεού και τον προσωρινό χαρακτήρα της απόρριψης του Χριστού εκ μέρους του Ισραηλιτικού λαού; Η μήπως παίρνει θέση έναντι των ελευθεριαζόντων που παρανοούν τη διδασκαλία του και την τοποθέτησή του ως προς το Νόμο και τονίζει έναντι αυτών τις ηθικές συνέπειες που απορρέουν από το βάπτισμα (Ρωμ.6,1 εξ.); Και οι τρεις αυτές υποθέσεις υποστηρίζονται από πολλούς ερευνητές.
Πολύ ενδιαφέρουσα είναι και η άποψη, η οποία τοποθετεί τον σκοπό συγγραφής της επιστολής μέσα στα πλαίσια των ιστορικών γεγονότων της εποχής. Η ιουδαική κοινότητα της Ρώμης ήταν ισχυρή και πολυάριθμη, όπως μαρτυρείται εκτός των άλλων και από τις πολλές συναγωγές και τα κοιμητήρια του 1ου αιώνα που έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη στη Ρώμη. Με το διαταγμα του αυτοκράτορα Κλαυδίου το έτος 49 μ.Χ., πολλοί Ιουδαίοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη Ρώμη και την Ιταλία και μαζί με αυτούς και πολλοί ιουδαιοχριστιανοί, γιατί φυσικά οι Ρωμαικές αρχές δεν μπορούσαν ακόμη να διακρίνουν μεταξύ Ιουδαίων και Χριστιανών. Μετά τον θάνατο του Κλαυδίου (54 μ.Χ.) πολλοί Ιουδαίοι και ιουδαιοχριστιανοί επανήλθαν στη Ρώμη και τότε είναι ενδεχόμενο οι εθνικοχριστιανοί της Εκκλησίας της Ρώμης, που ήταν φαίνεται οι περισσότεροι, να έδειξαν υπεροπτική και περιφρονητική στάση προς τους ιουδαιοχριστιανούς που επέστρεψαν (βλ. Ρωμ.11,17-25. 14,3 10. 15,25-27). Ο Παύλος, που μπορούσε βέβαια να έχει τις πληροφορίες του όπως συνέβαινε και με άλλες Εκκλησίες, ακόμη και μ’ αυτές που δεν ίδρυσε ο ίδιος αλλά ένας συνεργάτης του (π.χ. Κολοσσές), ήθελε να οδηγήσει σε αμοιβαία παραδοχή και σε αλληλοσεβασμό τους ιουδαιοχριστιανούς και εθνικοχριστιανούς της Ρώμης. Έτσι εξηγούνται οι εκφράσεις «δυνατοί» αδελφοί και «αδύνατοι» η «ασθενούντες» (Ρωμ.15,1. 14,1-2), καθώς και η προτροπή του τελευταίου στίχου του αναγνώσματος «Να δέχεστε ο ένας τον άλλο, όπως δέχτηκε κι εσάς ο Χριστός, για να δοξάζεται ο Θεός». Έτσι εξηγούνται επίσης και η συχνή χρήση των όρων Ιουδαίοι και Έλληνες στην επιστολή (βλ. Ρωμ.1, 14-16. 2,9• 10. 3,9-29. 9,23. 10,12. 11,13-25).
Βέβαια δεν έχουμε άλλα στοιχεία η πληροφορίες για να δεχτούμε την άποψη αυτή ως τη σωστότερη, είναι όμως άξια προσοχής. Ακόμη και στην περίπτωση που συνέβαινε κάτι τέτοιο στην Εκκλησία της Ρώμης δεν μπορούμε να αποκλείσουμε και την πρόθεση του Παύλου να προετοιμάσει με την έκθεση αυτή του «ευαγγελίου» του την επίσκεψή του στη Ρώμη. Άλλωστε από την εξέλιξη των γεγονότων διαπιστώνουμε ότι ο σκοπός αυτός του Παύλου εκπληρώθηκε: Όταν αργότερα, μετά τη σύλληψή του στην Ιερουσαλήμ, πηγαίνει στη Ρώμη για να δικαστεί, ήλθαν οι αδελφοί από τη Ρώμη να τον συναντήσουν: «Οι χριστιανοί εκεί άκουσαν για μας και βγήκαν να μας προϋπαντήσουν ως την Αγορά του Αππίου και τις «Τρεις Ταβέρνες». Όταν τους είδε ο Παύλος, ευχαρίστησε τον Θεό και αναθάρρησε» (Πραξ 28,15).
Σύμφωνα με την παραπάνω πιθανή υπόθεση η υπεροπτική στάση των εξ εθνών χριστιανών έναντι των εξ ιουδαίων οδήγησε σε ανάρμοστες συμπεριφορές των πρώτων που θέλει να διορθώσει ο Παύλος λέγοντας ότι το να αισθάνεται κάποιος δυνατός στην πίστη και να περιφρονεί τον αδύναμο και ασθενέστερο δεν είναι σύμφωνο με τις χριστιανικές αρχές. Ο δυνατός μπορεί να αισθάνεται ελεύθερος έναντι νομικών διατάξεων που ίσως τηρούσαν οι εξ Ιουδαίων χριστιανοί, η ελευθερία όμως αυτή έχει όρια και τα όρια βρίσκονται στον σεβασμό της συνειδήσεως του αδελφού χριστιανού.
Σήμερα δεν υφίσταται στην κοινωνία μας το πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο Παύλος, η απάντηση όμως που δίνει υπερβαίνει το πρόβλημα της εποχής του και ισχύει διαχρονικά: Η ελευθερία του χριστιανού – που ως γενική αρχή τονίζεται ιδιαίτερα στις επιστολές του Παύλου – έχει κάποιο όριο και το όριο αυτό είναι ο σεβασμός της προσωπικότητας και της συνειδήσεως του αδελφού.
Κυριακή Ζ’ Ματθαίου, 23 Ιουλίου 2023 (Ματθ. 9, 27-35).
Στην πόλη της Καπερναούμ, είδαμε την προηγουμένη Κυριακή, ο Χριστός να θεραπεύει έναν παράλυτο που τον κατέβασαν με σχοινιά οι φίλοι του από την οροφή έμπρος στον Χριστό στο σπίτι όπου δίδασκε. Στην ίδια πόλη, σήμερα βλέπουμε τον Χριστό να θεραπεύει δύο τυφλούς και αργότερα έναν κωφάλαλο δαιμονισμένο.
Οι δύο τυφλοί κατόρθωσαν να ανακαλύψουν τον Χριστό εκεί που περπατούσε και να τον ακολουθήσουν· φώναζαν μάλιστα με όλη τη δύναμη τους συνεχώς από πίσω του, «σπλαχνίσου μας Υιέ του Δαβίδ». Όταν έφτασε ο Χριστός στο σπίτι όπου έμενε τον πλησιάσαν οι δύο τυφλοί και τότε τους ρώτησε, «πιστεύετε πως μπορώ να το κάνω» και αυτοί με μια φωνή απάντησαν, «Ναι, Κύριε». Ο Χριστός, τότε άγγιξε τα μάτια τους και είπε, «όπως πιστεύετε να σας γίνει»· πράγματι, τα μάτια ανοίχθηκαν αμέσως και για πρώτη φορά είδαν το φως του ηλίου και τα χρώματα της φύσεως. Η χαρά κι ο ενθουσιασμός πλημμύρισαν την καρδιά τους και παρά την προσταγή του Χριστού «να μη το μάθει κανείς», εκείνοι αμέσως έπραξαν το αντίθετο· τρέχοντας στους δρόμους και τις πλατείες διαλαλάσουν ότι ο Χριστός είναι εκείνος που τους θεράπευσε.
Την ώρα που έβγαιναν από το σπίτι οι δύο θεραπευμένοι τυφλοί, συνάντησαν στην είσοδο μια ομάδα ανθρώπων να προσπαθούν με κόπο να φέρουν μέσα στον Χριστό έναν κωφάλαλο δαιμονισμένο. Ο Χριστός έδιωξε το δαιμόνιο και ο άνθρωπος αμέσως μίλησε, πράγμα που προκάλεσε την εντύπωση όλων των παρισταμένων. Ο απλός κόσμος με θαυμασμό ομολογούσε ότι «ουδέποτε τέτοια θαυμαστά πράγματα είχαν φανεί στον Ισραήλ» και δόξαζε τον Θεό, ενώ οι κακεντρεχείς Φαρισαίοι με κακία έλεγαν, φυσικά χαμηλόφωνα διότι φοβούνταν τον λαό, ότι «με την δύναμη του άρχοντα των δαιμονιών διώχνει τα δαιμόνια». Στην τελευταία σκέψη των Φαρισαίων, με άλλη ευκαιρία, ο Χριστός τους είχε ερωτήσει, χωρίς φυσικά να πάρει απάντηση, «αν ο σατανάς εκβάλλει τον σατανά, τότε πως είναι δυνατό να σταθεί η βασιλεία του… καλά εγώ τα κάνω όλα με τον Βεελζεβούλ οι μαθητές μου που είναι δικά σας παιδιά με την δύναμη ποιανού τα κάνουν» (Ματθ. 12, 26- 27· Μαρκ. 3, 26-27).
Η πραγματικότηα είναι πολλή απλή· υπάρχουν τυφλοί που βλέπουν καλύτερα από πολλούς βλέποντες, όπως επίσης και κουφοί που πιάνουν καλύτερα την πραγματικότητα από πολλούς θεωρητικά ακούοντες, διότι έχουν ευαισθησία και λεπτότητα με την οποία μπορούν να κατανοήσουν αυτά που αδυνατούν να κάνουν άλλοι. Εκείνο που καθορίζει την ζωή μας δεν είναι πόσα ή τι έχουμε, αλλά τι θέλουμε να γίνουμε. Ο Χριστός, όπως είδαμε, πάντοτε ρωτούσε τους ανθρώπους που ζητούσαν την βοήθειά του, «τι θέλουν» να τους κάνει. Δεν ήταν αυτονόητο ότι οι τυφλοί ήθελαν το φώς τους, όπως δεν ήταν αυτονόητο ότι αυτά που έβλεπαν όλοι τα κατανοούν με τον ίδιο τρόπο, απόδειξη οι Φαρισαίοι.
Όσα κι αν μας προκύψουν στη ζωή μας, εμείς δίνουμε νόημα σε αυτά. Ο κόσμος όλος περνά μέσα από τα φίλτρα που έχουμε· βλέπουμε κι ακούμε ό, τι θέλουμε. Τα μάτια δεν βλέπουν· τα μάτια καθρεπτίζουν αυτά που έχουμε μέσα μας.
Είμαστε αυτό που σκεφτόμαστε. Γινόμαστε αυτό που πιστεύουμε. Η ζωή μας είναι αυτό που οραματιζόμαστε. Η ζωή μας είναι αυτό που αποφασίζουμε.
Γιαυτό προσευχόμαστε στον Θεό να μας φωτίζει· «Κύριε επισυνάγαγε τον διεσκορπισμένο μου νου και φώτισέ μου το σκότος».
Κυριακή 16 Ιουλίου 2023, «των Αγ. Πατέρων της Δ´ Οικουμενικής Συνόδου 451 μ.Χ.», (Τιτ. 3, 8-15)
Το σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα, είναι αφιερωμένο στους Πατέρες της Δ´ Οικουμενικής συνόδου (451)· το ίδιο ανάγνωσμα ακούμε συνήθως όταν τιμώνται Πατέρες της Εκκλησίας. Το χαρακτηριστικό της περικοπής αυτής είναι ότι παρουσιάζει το πρότυπο του Πατρός της Εκκλησίας, ή με άλλα λόγια του Εκκλησιαστικού ηγέτου, όπως το εκφράζει ο απόστολος Παύλος στον μαθητή του και επίσκοπο Κρήτης, Τίτο.
Γράφει, λοιπόν, ο απόστολος Παύλος, με όλη τη δύναμη της καρδιάς του και το βάρος του προσωπικού παραδείγματος, ότι ο καλός ποιμένας είναι αυτός που πρώτος δίνει το παράδειγμα των καλών έργων ώστε να δουν οι πιστοί και να μιμηθούν. Δεν λέγει ο Παύλος στον Τίτο, απλά να κάνουν καλά έργα, αλλά να προΐστανται που θα πει να είναι ευρηματικοί και πρωτοπόροι στα έργα ευποιίας αυτοί που πιστεύουν στον Θεό. Οι Χριστιανοί, επειδή ζουν τη ζωή του Αναστημένου Χριστού και έχουν παραμερίσει από την ζωής του τον φόβο του θανάτου που παραλύει κάθε δράση από τους άλλους ανθρώπους είναι οι πλέον κατάλληλοι για μεγάλα και σπουδαία έργα· τα έργα της αγάπης. Οι άλλοι άνθρωποι που δεν έχουν την ελπίδα του Θεού μέσα τους είναι καθηλωμένοι από τον φόβο του θανάτου, ο οποίος τους αδρανοποιεί και τους κάνει να κλείνονται ζηλότυπα στον εαυτούλη τους μη τυχόν και χάσουν τα λίγα ψιχουλα ζωής που τους έχουν απομείνει, με συνέπεια να μη ξέρουν και να μη μπορούν να αγαπήσουν, δηλαδή να βγουν για λίγο έξω από τον εαυτό τους. Ο φόβος του θανάτου, άλλωστε, είναι το καλύτερο σημάδι μιας λαθεμένης, δηλαδή κακής, αποτυχημένης ζωής. Μόνον αυτός, λοιπόν, που έχει ξεπεράσει τον φόβο του θανάτου μπορεί να αγαπήσει, γιατί είναι γενναίος και δεν φοβάται να μοιρασθεί αυτά που έχει με τους συνανθρώπους του.
Οι Χριστιανοί που «μετέβησαν από τον θάνατο στην ζωή» μπορούν να τολμούν για μεγάλα και σπουδαία έργα· έργα ζωής μιας και έχουν μάθει να μοιράζονται τα πάντα με τους άλλους. Ξέρουν ότι η ζωή τους είναι χάρισμα και δωρεά από τον Χριστό, συνεπώς δεν έχουν να φοβηθούν τίποτα όταν την μοιράζονται, αφού δεν τελειώνει ποτέ. Ξέρουν ότι ζωή που δεν μοιράζεται είναι ζωή κλεμμένη και γιαυτό σκορπούν απλώχερα σε όλους αυτή την δύναμη και την ελπίδα που τους χάρισε ο Χριστός, «τά σά ἐκ τῶν σῶν».
Το νέο και πρωτόγνωρο ήθος που εξέφραζαν οι Χριστιανοί μέσα κοινωνία ήταν συνέπεια της πίστεως και της ελπίδος στον Χριστό που ζέσταινε τις καρδίες τους και σαν άλλοι ήλιοι σκορπούν το φως τους στην κοινωνία που ζουν. Το παράδειγμα των Χριστιανών ήταν πάντα η δύναμη του Χριστιανισμού. Τέτοια φωτεινά παραδείγματα ήταν οι Πατέρες της Εκκλησίας, ιδιαιτέρως οι Πατέρες της Ζ´ Οικουμενικής συνόδου, οι οποίοι με θάρρος και παρρησία αντιμετώπισαν την λαίλαπα της Εικονομαχίας, τις διώξεις και τα μαρτύρια από τους κακοδόξους αυτοκράτορες. Οι Πατέρες αυτοί αναβίωσαν ημέρες δόξας των πρώτων Χριστιανών, διότι όπως εκείνοι οι πρώτοι Χριστιανοί απτόητοι και με πρωτόγνωρη δύναμη στεκόντουσαν μπροστά στους διώκτες τους και ομολογούσαν Χριστόν Εσταυρωμένον, έτσι και αυτοί αντιμετώπισαν τις διώξεις και τους χλευασμούς για χάρη της Ορθοδοξίας.
Πάντοτε, και σήμερα, η δύναμη της πίστεως εμπνέει μάρτυρες και ήρωες σε κάθε εποχή, οι οποίοι διακρίνονται σαν φωτεινά μετέωρα επειδή τα έργα τους λάμπουν σαν τον ήλιο. Ό, τι καλό υπάρχει στον κόσμο οφείλεται στην δύναμη και στις πρωτοβουλίες των Χριστιανών, η ιστορία το έχει αποδείξει άλλωστε· εκεί που οι άλλοι είχαν παραιτηθεί, εκεί οι Χριστιανοί συνέχισαν να προχωρούν επειδή ατένιζαν με ελπίδα τον Σταυρό του Χριστού.
Aρχιμανδρίτης Παντελεήμων Τσορμπατζόγλου, ΔρΘ
Κυριακή 16 Ιουλίου 2023, «των Αγ. Πατέρων της Δ´ Οικουμενικής Συνόδου 451 μ.Χ.», (Ματθ. 5, 14-19)
Στην επί του Όρους ομιλία ο Ιησούς Χριστός παρομοιάζει τους Χριστιανούς με το φως του κόσμου. Ως γνωστόν στη ζωή το φως του κόσμου είναι ο ήλιος, ο οποίος λόγω της θέσεώς του φωτίζει όλη τη γη σε δύο φάσεις, ημέρας και νύκτας. Ο ήλιος είναι ψηλά γιαυτό φωτίζει τον κόσμο, έτσι και την νύκτα στο σπίτι μας τοποθετούμε το λυχνάρι, εκείνη την εποχή, τον ηλεκτρικό λαπτήρα σήμερα, σε μέρος υψηλό ώστε να φωτίζει καλά τον χώρο. Αν, λέγει ο Χριστός, τοποθετήσουμε το λυχνάρι ή το κάθε φως, κάτω από ένα δοχείο ή κουβά τότε μη περιμένουμε να φωτισθεί το σπίτι· έτσι, λοιπόν, είναι και η συμπεριφορά των Χριστιανών, είναι σαν τον ήλιο τον χώρο όπου κι αν βρεθούν. Μια πόλη που βρισκέται πάνω σε ένα βουνό φαίνεται κι ελέγχεται από αυτούς που ζουν κάτω στη πεδιάδα· έτσι κι η ζωή των Χριστιανών φαίνεται από παντού και ελέγχεται.
Με την παρομοίωση των Χριστιανών με το φως του κόσμου ο Χριστός προσδίδει τεράστια σημασία στη πρακτική όψη της ζωής των Χριστιανών και των ευθυνών που αναλαμβάνουν μέσα στον κόσμο. Ο ήλιος φωτίζει, θερμαίνει, ζωογονεί τον κόσμο με τις ακτίνες του και αποτελεί την πηγή της ζωής για την πλάση όλη· είναι αδιανόητη η ζωή μας δίχως τον ήλιο, έτσι είναι αδιανόητος κι ο κόσμος δίχως τους Χριστιανούς. Ο Χριστός είναι παρών με τους Χριστιανούς παντού και πάντοτε. Ο κόσμος που δεν μπορεί να δει ή να γνωρίσει τον Χριστό, αφού δεν τον άκουσε, βλέπει όμως και γνωρίζει τα έργα των Χριστιανών με τους οποίους συναναστρέφεται καθημερινά· έτσι, λοιπόν, η όποια εκτίμηση για την δράση των Χριστιανών έχει αντίκτυπο στον Χριστό. Όχι, ότι ο Χριστός ευθύνεται ή περιορίζεται από την συμπεριφορά των Χριστιανών, αλλά γίνεται αυτή αιτία να δοξάζεται ή να βλασφημείται το όνομα Του. Με τον τρόπο αυτό δείχνει ο Χριστός την ευθύνη που αναλάμβάνουν οι Χριστιανοί μέσα στον κόσμο· είναι οι πρεσβευτές που φανερώνουν ποιος είναι ο Χριστός και διακονούν την καταλλαγή, την συμφιλίωση των ανθρώπων με τον Θεό (Β´ Κορ.5, 18- 21). Δυστυχώς, όμως, πολλές φορές παρουσιάζουμε έναν Χριστό που δεν έχει καμμία σχέση με τον Λυτρωτή Κύριο μας· έτσι, λοιπόν, υπάρχουν κακοί και καλοί Χριστιανοί, αν ήταν δυνατό ποτέ να υπάχει κακός Χριστός!
Την προέκταση των λεγομένων από τον Χριστό, στην επί του Όρους ομιλία, βρίσκουμε στον απόστολο Παύλο στο σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα. Το οποίο είναι αφιερωμένο στους Πατέρες της εν Χαλκηδόνι Δ´Οικουμενικής συνόδου (451)· το ίδιο ανάγνωσμα ακούμε συνήθως όταν τιμώνται Πατέρες της Εκκλησίας και μνήμες Οικουμενικών Συνόδων. Το χαρακτηριστικό της περικοπής αυτής είναι ότι παρουσιάζει το πρότυπο του Πατρός της Εκκλησίας, ή με άλλα λόγια του Εκκλησιαστικού ηγέτου, όπως το εκφράζει ο απόστολος Παύλος στον μαθητή του και επίσκοπο Κρήτης, Τίτο.
Γράφει, λοιπόν, ο απόστολος Παύλος, με όλη τη δύναμη της καρδιάς του και το βάρος του προσωπικού παραδείγματος, ότι ο καλός ποιμένας είναι αυτός που πρώτος δίνει το παράδειγμα των καλών έργων ώστε να δουν οι πιστοί και να μιμηθούν. Δεν λέγει ο Παύλος στον Τίτο, απλά να κάνουν καλά έργα, αλλά να προΐστανται που θα πει να είναι ευρηματικοί και πρωτοπόροι στα έργα ευποιίας αυτοί που πιστεύουν στον Θεό. Οι Χριστιανοί, επειδή ζουν τη ζωή του Αναστημένου Χριστού και έχουν παραμερίσει από την ζωή του τον φόβο του θανάτου που παραλύει κάθε δράση από τους άλλους ανθρώπους είναι οι πλέον κατάλληλοι για μεγάλα και σπουδαία έργα· τα έργα της αγάπης. Οι άλλοι άνθρωποι που δεν έχουν την ελπίδα του Θεού μέσα τους είναι καθηλωμένοι από τον φόβο του θανάτου, ο οποίος τους αδρανοποιεί και τους κάνει να κλείνονται ζηλότυπα στον εαυτούλη τους μη τυχόν και χάσουν τα λίγα ψιχουλα ζωής που τους έχουν απομείνει, με συνέπεια να μη ξέρουν και να μη μπορούν να αγαπήσουν, δηλαδή να βγουν για λίγο έξω από τον εαυτό τους. Ο φόβος του θανάτου, άλλωστε, είναι το καλύτερο σημάδι μιας λαθεμένης, δηλαδή κακής, αποτυχημένης ζωής. Μόνον αυτός, λοιπόν, που έχει ξεπεράσει τον φόβο του θανάτου μπορεί να αγαπήσει, γιατί είναι γενναίος και δεν φοβάται να μοιρασθεί αυτά που έχει με τους συνανθρώπους του.
Οι Χριστιανοί που «μετέβησαν ἀπό τόν θάνατο στήν ζωή» μπορούν να τολμούν μεγάλα και σπουδαία έργα· έργα ζωής μιας και έχουν μάθει να μοιράζονται τα πάντα με τους άλλους. Ξέρουν ότι η ζωή τους είναι χάρισμα και δωρεά από τον Χριστό, συνεπώς δεν έχουν να φοβηθούν τίποτα όταν την μοιράζονται, αφού δεν τελειώνει ποτέ. Ξέρουν ότι ζωή που δεν μοιράζεται είναι ζωή κλεμμένη και γιαυτό σκορπούν απλώχερα σε όλους αυτή την δύναμη και την ελπίδα που τους χάρισε ο Χριστός, «τά σά ἐκ τῶν σῶν». Το νέο και πρωτόγνωρο ήθος που εξέφραζαν οι Χριστιανοί μέσα κοινωνία ήταν συνέπεια της πίστεως και της ελπίδος στον Χριστό που ζέσταινε τις καρδίες τους και σαν άλλοι ήλιοι σκορπούν το φως τους στην κοινωνία που ζουν. Το παράδειγμα των Χριστιανών ήταν πάντα η δύναμη του Χριστιανισμού.
Πάντοτε και σήμερα η δύναμη της πίστεως εμπνέει μάρτυρες και ήρωες σε κάθε εποχή, οι οποίοι διακρίνονται σαν φωτεινά μετέωρα επειδή τα έργα τους λάμπουν σαν τον ήλιο. Ό,τι καλό υπάρχει στον κόσμο οφείλεται στην δύναμη και στις πρωτοβουλίες των Χριστιανών, η ιστορία το έχει αποδείξει άλλωστε· εκεί που οι άλλοι είχαν παραιτηθεί, εκεί οι Χριστιανοί συνέχισαν να προχωρούν επειδή ατένιζαν με ελπίδα τον Σταυρό του Χριστού.
Όταν κανείς πιστεύει σε έναν τόσο μεγαλοπρεπή Θεό, ο οποίος «ἐκένωσεν ἑαυτόν» και έγινε άνθρωπος για να μας σώσει από όλες τις ανάγκες μας, φυσικό είναι να φιλοτιμηθούμε κι εμείς να ανταποκριθούμε στην θυσία Του. Ο μόνος τρόπος για να φανούμε κι εμείς αντάξιοι Του είναι να αναλάβουμε πρωτοβουλίες για χάρη των αδελφών μας, «μανθανέτωσαν δὲ καὶ οἱ ἡμέτεροι καλῶν ἔργων προΐστασθαι εἰς τὰς ἀναγκαίας χρείας, ἵνα μὴ ὦσιν ἄκαρποι» (Τιτ. 3,14). Η ασκητική του Χριστιανισμού είναι η ενάσκηση της αγάπης μας προς τους αδελφούς μας.
Όταν, στην δευτέρα Παρουσία, θα μας καλέσει ο Θεό για τον απολογισμό της ζωής μας, εμείς θα του δείξουμε τα χέρια μας και θα του πούμε, να «Κύριε τα χέριά μας είναι καθαρά από τα αίματα των άλλω»ν, κι ο Θεός θα μας πει, «μπορεί νάναι καθαρά, αλλά είναι άδεια. Τα χέρια σας είναι τρύπια από αυτά τα καλά που δεν κάνατε!»
Χειροπιαστά παραδείγματα αποτελούν οι Πατέρες της Εκκλησίας, ιδιαιτέρως οι Πατέρες της Δ´ Οικουμενικής συνόδου, οι οποίοι με θάρρος και παρρησία αντιμετώπισαν την λαίλαπα της Μονοφυσιτικής αιρέσεως. Οι Πατέρες αυτοί αναβίωσαν ημέρες δόξας των πρώτων Χριστιανών, διότι όπως εκείνοι οι πρώτοι Χριστιανοί απτόητοι και με πρωτόγνωρη δύναμη έτσι και αυτοί στεκόντουσαν μπροστά στις ισχυρές πιέσεις των αιρετικών, οι οποίοι είχαν και την αυτοκρατορική εύνοια εν πολλοίς, και ομολογούσαν Χριστόν Ἐνσαρκωμένον. Αποτέλεσαν παραδείγματα Ορθοδοξίας και Ορθοπραξίας.
Aρχιμανδρίτης Παντελεήμων Τσορμπατζόγλου, ΔρΘ
Κυριακή 16 Ιουλίου 2023, «των Αγ. Πατέρων της Δ´ Οικουμενικής Συνόδου 451 μ.Χ.»,
Η Δ´ Οικουμενική σύνοδος Γ. Mαρτζέλος, Γένεση και πηγές του Όρου της Xαλκηδόνας. Συμβολή στην ιστορικοδογματική διερεύνηση του Όρου της Δ’ Oικουμενικής συνόδου, Θεσσαλονίκη 1986
Ο Αρχιμανδρίτης της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών (Ι.Ν Αγίων Αναργύρων Ψυρρή), Δρ. Θεολογίας – Βυζαντινολόγος, Παντελεήμων-Γεώργιος Τσορμπατζόγλου, στο Ραδιόφωνο της ΕΡΤ «Η Φωνή της Ελλάδας», στην εκπομπή «Έλληνες παντού», με τον Θανάση Χούπη: «Έχουμε μέλλον!!… Την Ιστορία την γράφουν οι Ιδέες!! Το πνεύμα της Αναστάσεως, που συγκινεί και αναζωογονεί τους ανθρώπους».
Παρακάτω, ολόκληρη η συζήτηση με τον Αρχιμανδρίτη της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών, η οποία ανίχνευσε το μήνυμα της Αγίας και Μεγάλης Εβδομάδας για όλη την ανθρωπότητα, αλλά ειδικά γι΄ αυτούς που, η Γλώσσα και η Κληρονομιά τους, έγινε το όχημα για την εξάπλωση του Ευαγγελίου στον κόσμο.
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.