Kυριακή 19 Μαΐου 2024, «των Μυροφόρων», (Πραξ. 6, 1-7)
Στο αποστολικό ανάγνωσμα της Κυριακής των Μυροφόρων, το οποίο λαμβάνεται από τις Πράξεις των Αποστόλων, διαβάζουμε για ένα πρόβλημα που είχε παρατηρηθεί στην νεοσύστατη Εκκλησία σχετικά με την καθημερινή διακονία των χηρών και των ορφανών. Από την διαπραγμάτευση του θέματος με έκπληξη διαπιστώνουμε την ειλικρίνεια με την οποία περιγράφει ο ευαγγελιστής Λουκάς το πρόβλημα, αλλά και την άμεση λύση που δοθηκε από την Εκκλησία.
Ο ευαγγελιστής Λουκάς, αν και γράφει προς έναν ειδωλολάτρη τον «κράτιστο Θεόφιλο», δεν αποκρύπτει την αλήθεια για λόγους, που θα λέγαμε σήμερα προπαγανδιστικούς. Δεν παρουσιάσει μία εξωραϊσμένη εικόνα της Εκκλησίας όπου όλα δήθεν λειτουργούσαν άψογα, ως να ήταν μία «κοινωνία αγγελικά πλασμένη», αλλά περιγράφωντας το πρόβλημα θέλει να δείξει την ανθρώπινη πλευρά της Εκκλησίας, η οποία είναι πάντοτε παρούσα, αλλά πολύ περισσότερο να υπογραμμίσει τον τρόπο πως ευρίσκονται οι λύσεις μέσα στην Εκκλησία, με τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος και το φρόνημα της αγάπης και ταπεινώσεως.
Για την κατανόηση του προβλήματος θα πρέπει να σημειώσουμε εηαρχής τα εξής: η Παλαιστίνη, την εποχή του Χριστού, ήταν δίγλωσση κατά το μεγαλύτερο μέρος της· ανάλογα με την γλώσσα που μιλούσαν οι Ιουδαίοι διακρίνονταν στους «Εβραίους» και στους «Ελληνιστές». Οι «Εβραίοι» κατοικούσαν ως επί το πλείστον στην Παλαιστίνη και ήταν περισσότερο προσκολλημένοι στις πατρώες παραδόσεις και μιλούσαν την Αραμαϊκή, ένας είδος Εβραϊκής της εποχής, ως μητρική γλώσσα. Οι «Ελληνιστές» ανήκαν στον μεγάλο όγκο της Ιουδαϊκής «∆ιασποράς» και ευρίσκονταν κάτω από την επίδραση του ελληνικού πνεύματος και του ελληνικού πολιτισμού· είχαν υιοθετήσει, μάλιστα, ως μητρική τους γλώσσα την Ελληνική. Για την εξυπηρέτηση των θρησκευτικών αναγκών του μεγάλου αριθμού αυτών των Ιουδαίων, ιδιαιτέρως της Αιγύπτου, οι οποίοι δεν είχαν καμμία επαφή με την Εβραϊκή ή την Αραμαϊκή γλώσσα, έγινε η πρώτη μετάφραση των βιβλίων της Παλαιάς ∆ιαθήκης στην Ελληνική, η γνωστή Μετάφραση των Εβδομήκοντα (Ο´). Oι «Ελληνιστές» αυτοί ανήκαν στην Ιουδαϊκή «Διασπορά», όμως ένας σημαντικός αριθμός από αυτούς ήταν μετεγκαταστημένοι στην Παλαιστίνη. Πολλοί από αυτούς ζούσαν στα πλέον εξελληνισμένα τμήματα της Παλαιστίνης όπου υπήρχαν αποικίες από τους Έλληνες του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των Διαδόχων του, όπως η ∆εκάπολη, η Τύρος και η Σιδώνα, αλλά ακόμη και στα Ιεροσόλυμα. Για την εξυπηρέτηση των λατρευτικών τους αναγκών είχαν ιδιαίτερες συναγωγές οι Ελληνιστές, γνωστές συνήθως με του τόπους καταγωγής.
Τις πρώτες πληροφορίες για τους «Ελληνιστές», δηλαδή τους Ιουδαίους της «Διασποράς», τις συναντούμε στη διήγηση της Πεντηκοστής (Πράξ. 2, 1-13). Ανάμεσα στο πλήθος, το οποίο συγκεντρώθηκε κάτω από το σπίτι, ήταν Εβραϊκής καταγωγής Πάρθοι, Μήδοι, Ελαμίτες, κάτοικοι της Μεσοποταμίας και της Καππαδοκίας, του Πόντου και της Ασίας, της Φρυγίας και της Παμφυλίας, της Αιγύπτου και από τα μέρη της Λυβικής Κυρήνης, Κρητικοί και Άραβες και οι Ελληνιστές από τα διάφορα μέρη της διασποράς που μνημονεύει ο Λουκάς (Πράξ. 2, 9-11). Γιαυτό η αναφορά του Πέτρου στο τέλος του λόγου του ότι η επαγγελία του Θεού απευθύνεται στους Ιουδαίους της Παλαιστίνης και τα παιδιά τους, παράλληλα και σε όλους που βρίσκονται μακριά στην «Διασπορά», Ελληνιστές και εθνικούς-προσηλύτους, και πως θα τους προσκαλέσει ο Κύριος να γίνουν πιστοί του (Πράξ. 2, 39), ήταν πρόκληση προς όλο το ακροατήριο. Προφανώς, μεταξύ των τριών χιλιάδων ανθρώπων που δέχθηκαν την ημέρα εκείνη το λόγο του Θεού και βαπτίστηκαν θα συμπεριλαμβάνονταν και πολλοί «Ελληνιστές», (Πραξ. 2, 41).
Η Εκκλησία των Ιεροσολύμων, η οποία στην αρχή αριθμούσε εκατόν είκοσι άτομα (Πράξ. 1,15), εκείνη αυξήθηκε κατά τρεις χιλιάδες άτομα.
Η πρώτη χριστιανική κοινότητα των Ιεροσολύμων αποτελούνταν, λοιπόν, από τις δύο παραπάνω ομάδες, τους «Εβραίους» και τους «Ελληνιστές». Ο σταδιακά αυξανόμενος αριθμός των μαθητών, που έφτασαν τους πέντε χιλιάδες, (Πράξ. 4, 4), μας οδηγεί στο 6ο κεφ. των Πράξεων, όπου η παρουσία των Eλληνιστών, ανάμεσα στο μεγάλο αριθμό των μαθητών, είναι σεβαστή και υπολογίσιμη. Η μαρτυρία, άλλωστε του Λουκά δεν αφήνει περιθώρια για άλλες σκέψεις, «πληθυνόντων τῶν μαθητῶν ἐγένετο γογγυσμὸς τῶν ῾Ελληνιστῶν πρὸς τοὺς ῾Εβραίους, ὅτι παρεθεωροῦντο ἐν τῇ διακονίᾳ τῇ καθημερινῇ αἱ χῆραι αὐτῶν», (Πράξ. 6, 1).
Η αύξηση του αριθμού των μαθητών προκάλεσε και ταυτόχρονη αύξηση των πρακτικών προβλημάτων, όπως ήταν συνέπεια. Δημιουργήθηκε, λοιπόν, η εντύπωση στους «Ελληνιστές» ότι στο φιλανθρωπικό σύστημα, που είχε πρωτοποριακά οργανώσει η Εκκλησία υπήρχε, μία εύνοια προς του «Εβραίους». Οι Απόστολοι δεν άφησαν το θέμα να χρονίσει και αμέσως πρότειναν μία λύση που ικανοποίησε όλους· να εκλέξουν, δηλ. από ανάμεσά τους επτά κατάλληλους και ικανούς άνδρες για να αναλάβουν το έργο της διανομής των βοήθειας στους πιστούς, ώστε απερίσπαστοι οι Απόστολοι να επιδοθούν στο κύριο έργο τους, το κήρυγμα. Πράγματι, άρεσε ο λόγος των Αποστόλων και αμέσως εξέλεξαν, «Στέφανον, ἄνδρα πλήρη πίστεως καὶ Πνεύματος ῾Αγίου, καὶ Φίλιππον καὶ Πρόχορον καὶ Νικάνορα καὶ Τίμωνα καὶ Παρμενᾶν καὶ Νικόλαον προσήλυτον ᾿Αντιοχέα», (Πράξ. 6, 5).
Η Εκκλησία θέλει να δείξει με την σημερινή περικοπή την μεριμνά που εκφράζει για την συνολική σωτηρία του ανθρώπου, όπως αυτό φαίνεται από την φιλανθρωπία που εφαρμόζει από τα πρώτα βήματά της, παράλληλα με το κήρυγμα. Δεν υπάρχουν αδιάφορα θέματα για την Εκκλησία· όλα ιεραρχούνται σύμφωνα με τις εντολές του Κυρίου, πρώτα τα πνευματικά κι ύστερα τα λοιπά. Ακόμη, η ανάδειξη με άμεση εκλογή των αντιπροσώπων για την φιλανθρωπική διακονία αυτή αποτελεί απόδειξη του δημοκρατικού πνεύματος που χαρακτηρίζει τους θεσμούς της Εκκλησίας.
Τέλος, το σπουδαιότερο μήνυμα της σημερινής περικοπής είναι το νέο και πρώτογνωρο ήθος που αποκαλύπτεται στην κοινωνία με την δράση της Εκκλησίας.
Ο Αναστημένος Χριστός εμπνέει όλες τις πτυχές της ζωής των Χριστιανών. Αν και για πρώτη φορά βρίσκονται σε μία σύναξη τόσο διαφορετικής προελεύσεως άνθρωποι, ομονοούν και αντιμετωπίζουν τα όποια προβλήματά τους με πνεύμα αγάπης και αδελφικότητος. Προβλήματα πάντα θα υπάρχουν μέσα στην Εκκλησία, αφού είμαστε άνθρωποι, αλλά σαν Χριστιανοί έχουμε σταθερή πυξίδα το λυτρωτικό έργο του Χριστού ώστε να βρίσκουμε λύσεις και να ξεπερνούμε τις δυσκολίες με σοφία και σύνεση.
Ας μη ξεχνούμε, ότι τα έργα του Θεού επιτελούνται με τον τρόπο του Θεού.
Aρχιμανδρίτης Παντελεήμων Τσορμπατζόγλου, ΔρΘ
Kυριακή 19 Μαΐου 2024, «των Μυροφόρων», (Μαρκ. 15, 43-16, 8)
Η απόδειξη του θανάτου του Ιησού Χριστού είναι η ταφή, καθώς και η απόδειξη της Αναστάσεώς Του, οι πάμπολλες εμφανίσεις, όπως εξηγεί ο απόστολος Παύλος (Α´ Κορ. 15, 3-5).
Την Παρασκευή, ημέρα της Σταυρώσεως το απόγευμα πριν αρχίσει επισήμως η ημέρα του Σαββάτου που ξεκινούσε με την δύση του ηλίου, ο Ιωσήφ «τολμήσας», ένα ευηπόληπτο πρόσωπο της Ιουδαϊκής κοινωνίας, μέλος του Μεγάλου Συνεδρίου, ζήτησε το σώμα του Ιησού που λίγες ώρες ενωρίτερα είχε σταυρωθεί στον Γολγοθά από τον Ρωμαίο Επίτροπο τον Πιλάτο με την κατηγορία του επαναστάτη. Στο εγχείρημα αυτό ο Ιωσήφ δεν ήταν μόνος του, τον συνεπικουρούσε και ο Νικόδημος, άλλο γνωστό πρόσωπο της κοινωνίας, συνάδελφός του στο Μεγάλο Συνέδριο. Οι δύο μαζί, αψηφώντας την γνώμη και την εντύπωση που θα δημιουργούσαν, όταν θα παρουσιάζονταν μπροστά στο Πιλάτο ότι έχουν σχέση με έναν καταδικασμένο παράνομο, ζήτησαν να ενταφιάσουν το σώμα του Ιησού.
Ο Πιλάτος συγκατένευσε και παρεχώρησε το Σώμα· ο ενταφιασμός έγινε σε ένα καινούργιο τάφο, ιδιοκτησίας του Νικοδήμου, στον παρακείμενο κήπο της Γεθσημανής, λόγω του κατεπείγοντος του χρόνου επειδή άρχιζε ο εορτασμός του Πάσχα!
Κατά το έθιμο της εποχής οι συγγενείς του νεκρού, οι γυναίκες κυρίως, έπρεπε να επισκεφθούν τον τάφο προκειμένου να ραντίσουν με αρώματα το σώμα ώστε η δυσοσμία να μη προκαλεί την δυσαρέσκεια των περαστικών και έτσι να βλασφημείται η μνήμη του τεθνεώτος. Στην προκειμένη όμως περίπωση, του θανάτου του Ιησού, επειδή μεσολάβησε το Σάββατο, όπου συνέπιπτε με το Πάσχα εκείνη την χρονιά, αναγκάσθηκαν, οι γυναίκες του συγγενικού και φιλικού περιβάλλοντος να πράξουν τούτο την επομένη ημέρα, «τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων», δηλαδή την πρώτη ημέρα της εβδομάδος, την δική μας Κυριακή.
Το ερώτημα που βασάνιζε τον όμιλο των γυναικών, με προεξάρχουσα την Μαρία την Μαγδαληνή, καθώς προχωρούσαν προς το μνήμα, ήταν ποίος θα αποκυλίσει τον λίθο, ο οποίος έφραζε τήν είσοδο του σπηλαιώδους τάφου. Δέν χρειάσθηκαν όμως την βοήθεια κανενός, διότι ο βαρύς λίθος βρέθηκε να έχει μετακινηθεί. Και όταν έντρομες εισήλθαν στον τάφο ένας λευκοντυμένος άγγελος τους προϋπάντησε αναγγέλοντας το απίστευτο νέο, ότι αυτόν που αναζητούσαν δεν ευρισκόταν εκεί, διότι αναστήθηκε και να σπεύσουν να αναγγείλουν τον νέο αυτό στους άλλους μαθητές και τον Πέτρο, πράγμα που έκαναν αμέσως! Από τους μαθητές μόνον ο Πέτρος και ο Ιωάννης τόλμησαν να σπεύσουν να ελέγξουν τα λεγόμενα των γυναικών. Πρώτος έφθασε ο Ιωάννης, αλλά δεν τόλμησε να εισέλθει, όταν έφθασε κι ο Πέτρος τότε εισήλθαν και είδαν τα σάβανα στο πλάι και τον τάφο κενό και τότε πίστεψαν σε όσα είπαν οι γυναίκες, ότι δηλαδή δεν υπήρχε το σώμα του Ιησού.
Η Μαρία η Μαγδαληνή, όμως, δεν μπορούσε να δεχθεί το γεγονός ότι δεν βρήκε το σώμα του Ιησού, πίστεψε ότι το έκλεψαν και γι᾽ αυτό παρέμεινε στον τάφο και έκλεε απαρηγόρητη, όταν ξαφνικά διέκρινε δύο αγγέλους να κάθονται στα άκρα του τάφου και τότε άκουσε να της απευθύνουν τον λόγο· γιατί κλαίει; Στην προσπάθειά της να εξηγήσει τι συνέβη κάνει να φύγει και ξαφνικά εμφανίζεται εμπρός της ο Χριστός με μορφή κηπουρού, τον οποίο δεν αναγνώρισε, αλλά άκουσε να την προσφωνεί με το όνομά της και με τον γνωριμό τόνο της φωνής Του! Η χαρά της Μαρίας Μαγδαληνής ήταν απερήγραπτη· γεμάτη χαρά καί αγαλλιάση τρέχοντας έσπευσε να μεταφέρει το συγκλονιστικό νέο στούς μαθητές, «ὅτι ἑώρακε τόν Κύριον».
Οι αναφορές από τους ευαγγελιστές των ονομάτων των Μυροφόρων γυναικών, καθώς και των ενδοιασμών που είχαν, αλλά και την δυσπιστία των μαθητών, ονομαστικώς, είναι απόδειξη της ιστορικότητος των γεγονότων και της κυρίας αιτίας της αλλαγής τους· είδαν τον Αναστημένο Χριστό γι᾽ αυτό κι άλλαξαν στάση και συμπεριφορά! Ο ευαγγελιστής Ιωάννης εξηγεί ότι οι μαθητές δεν πίστευαν ακόμη στην Ανάσταση του Χριστού, γι αυτό έπρεπε να εμφανισθεί πολλές φορές και με ποικίλους τρόπους για να πιστέψουν. Στην ίδια θέση ήταν και ο Θωμάς· απλώς είχαν προηγηθεί οι εμφανίσεις του Αναστάντος στους λοιπούς μαθητές…
Μέχρι την Ανάληψη και για σαράντα ολόκληρες ημέρες εμφανιζόταν συνεχώς, «δι᾽ ἡμερῶν τεσσαράκοντα ὀπτανόμενος αὐτοῖς», (Πράξ. 1, 3), ώστε να εμπεδωθεί στους μαθητές η Ανάστασή Του, όχι μόνο στους δώδεκα, αλλά και στους πεντακόσιους και τέλος στον απόστολο Παύλο (Α´Κορ. 15, 5-8). Το τελευταίο είναι το καλύτερο επιχείρημα που χρησιμοποιεί ο Παύλος για να δείξει ότι όσοι αναζητούν τον Χριστό θα αξιωθούν να τον δουν.
Ο ίδιος ο Χριστός, άλλωστε, βεβαιώσε ότι, «ὁ δὲ ἀγαπῶν με ἀγαπηθήσεται ὑπὸ τοῦ πατρός μου, καὶ ἐγὼ ἀγαπήσω αὐτὸν καὶ ἐμφανίσω αὐτῷ ἐμαυτόν», (Ιωάν, 14, 21).
Κυριακή 12 Μαΐου 2024, «του Θωμά», (Πράξ. 5, 12-20)
Από την Κυριακή του Πάσχα μέχρι και της Πεντηκοστής τα αποστολικά αναγνώσματα, αγαπητοί αδελφοί, είναι από το βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων και ο λόγος είναι προφανης· να καταδειχθεί πως και πόσο ρίζωσε το κήρυγμα της Αναστάσεως και τι επακόλουθα προκάλεσε. Η συγγραφή του βιβλίου των Πράξεων ομοφωνώς από την παράδοση αποδίδεται στον ευαγγελιστή Λουκά. Πιθανός δε χρόνος συγγραφής θεωρείται το χρονικό διάστημα της φυλακίσεως του αποστόλου Παύλου στη Ρώμη, ή αμέσως μετά, δηλαδή μεταξύ των ετών 62 και 64.
Ο Λουκάς ήταν μαθητής του Παύλου καί από το όνομα φαίνεται ότι ήταν ρωμαίος πολίτης, μάλλον Αντιοχέας, και στο επάγγελμα ιατρός. Αναφέρεται για πρώτη φορά στο βιβλίο των Πράξεων μετά το όραμα της Τρωάδος, (Πράξ. 16, 10-11). Από το σημείο αυτό αρχίζει ο Λουκάς να διηγείται σε πρώτο πρόσωπο. Η διήγηση σε πρώτο πρόσωπο σταματά στους Φιλίππους, όπου φαίνεται ότι έμεινε ως επίσκοπος της νεοπαγούς Εκκλησίας, μιας και ως ρωμαίος πολίτης θα ήταν πλέον κατάλληλος μετά τα παθήματα, και την αποκάλυψη, των άλλων δύο ρωμαίων πολίτων Παύλου και Σιλά. Ξαναεμφανίζεται πάλι όταν ο Παύλος πραγματοποιεί την τελευταία περιοδεία στην Αχαΐα και τον ακολουθεί στην Μακεδονία, Μ. Ασία, Ιεροσόλυμα και στην πρώτη φυλάκιση του στην Ρώμη (Πράξ. 20, 4-28, 31). Οι συνεχείς χαιρετισμοί στις επιστολές της αιχμαλωσίας του Παύλου και από τον Λουκάς στις εκκλησίες των Κολοσσών και στον Φιλήμονα φανερώνουν τους παλαιούς δεσμούς του Λουκά με τις Μικρασιατικές εκκλησίες, πολύ πριν από τις περιοδείες του Παύλου. Τέλος, θα πρέπει να πούμε ότι παρέμεινε συνεχώς με τον Παύλο, διότι με κάποια πικρία ο τελευταίος διαπιστώνει γράφοντας στα τέλη του βίου στον Τιμόθεο ότι όλοι τον εγκατέλειψαν, αλλά «Λουκᾶς ἐστι μόνος μετ᾿ ἐμοῦ» (Β´Τιμ 4,10).
Οι τελευταίες παρατηρήσεις αποκαλυπτούν και τις πηγές του Λουκά για την συγγραφή των Πράξεων, οι οποίες κατά βάση είναι οι ιδικές του παρατηρήσεις και ύστερα οι μαρτυρίες του Παύλου και των άλλων αποστόλων, αλλά και της Θεοτόκου, τους οποίους γνώρισε και συνανεστράφη προσωπικώς, όπως φαίνεται από τις πολλές αναφορές σε όλο το μήκος των Πράξεων.
Το σχέδιο που ακολουθεί ο Λουκάς, στην σύνταξη του βιβλίου του, είναι απλό και υπηρετεί απολύτως τον σκοπό της συγγραφής του καθότι απευθύνεται στον Θεόφιλο, τώρα πλέον απλώς ως φίλος, δίχως επίθετο, ενώ ως «κράτιστος» στο Ευαγγέλιο (Λουκ. 1, 1), και στοχεύει να καταδείξει την εξάπλωση της Εκκλησίας, ως επιβεβαιώσεως της εντολής του Κυρίου, «ἔσεσθέ μοι μάρτυρες ἔν τε ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ἐν πάσῃ τῇ ᾿Ιουδαίᾳ καὶ Σαμαρείᾳ καὶ ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς», (Πράξ. 1,8) πρώτα στην περιτομή, στους Ιουδαίους, (κεφ. 1-9) και ύστερα στην ακροβυστία, στους ειδωλολάτρες (κεφ. 10-28). Για τον λόγο αυτό το βιβλίο των Πράξεων είναι το πλέον πολιτικό βιβλίο της Κ. Διαθήκης, με την έννοια ότι καταδεικνύει τις συνέπειες, την πολιτεία που εγκαθιδρύει το μήνυμα του Ευαγγελίου σε Ιουδαϊκό ή εθνικό περιβάλλον, δηλαδή στην οικουμένη. Δίνει τα πλαίσια της δράσεως της Εκκλησίας ως στρατευομένης μέσα στον κόσμο, στον οποίο παρά τις αντιξοότητες και με πολλές θυσίες κατορθώνει να φέρει το κήρυγμα της εν Χριστώ σωτηρίας σε όλο τον κόσμο. Το γεγονός της Εναθρωπήσεως και Αναστάσεως του Ιησού Χριστού δημιουργεί μία παράδοση η οποία διαχέεται στον κόσμο χάρη στο κήρυγμα των αυτοπτών μαρτύρων, δηλαδή των Αποστόλων, και κάτι περισσότερο, το κήρυγμα αυτό δημιουργεί μία νέα πραγματικότητα την Εκκλησία, δηλαδή μία καινή πολιτεία στην οποία πνέει ένας άλλος αέρας και επικρατούν καινοφανείς όροι. Λέγοντας όλα τα παραπάνω κατανοούμε ότι δεν είναι οι Πράξεις των Αποστόλων γενικά η ιστορία των Αποστόλων, αλλά η Ιστορία των αποτελεσμάτων της δράσεως των Αποστόλων, που είναι η εγκαθίδρυση της Εκκλησίας.
Στο σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα βλέπουμε πώς το κήρυγμα της Αναστάσεως δημιούργησε ήδη από την πρώτη στιγμή θαυμαστά αποτελέσματα.
Ο βασιλιάς Ηρώδης, άρχισε τον διωγμό εναντίον της Εκκλησίας. Πρώτα αποκεφάλισε τον Ιάκωβο, ο οποίος ήταν επίσκοπος της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων, τον αδερφό του Ιωάννη. Όταν είδε ότι αυτό άρεσε στους Ιουδαίους, αποφάσισε στην συνέχεια να συλλάβει και τον Πέτρο. Αυτό έγινε τις μέρες του Πάσχα (του 44 μ.Χ.). Τον συνέλαβε και τον έριξε στην φυλακή, κι έβαλε να τον φυλάνε τέσσερις ομάδες φυλάκων διαδοχικά από τέσσερις στρατιώτες στην κάθε μία, σκοπεύοντας να τον φέρει σε δημόσια δίκη μετά το Πάσχα. Ενώ ο Πέτρος ήταν στην φυλακή, η εκκλησία προσευχόταν αδιάκοπα στο Θεό για την σωτηρία του.
Ας δούμε όμως πως αναλύει τα γεγονότα ο μεγάλος ερμηνευτής αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος στην 26η Ομιλία του στις Πράξεις (εκδ. ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1984)
Κυριακή 12 Μαΐου 2024, «του Θωμά», (Ιωάν. 20, 19-31)
Ο απόστολος κι ευαγγελιστής Ιωάννης αρχίζει το Ευαγγέλιο του με την περικοπή που ακούσαμε στην Λειτουργία της Αναστάσεως, δηλώντας εξαρχής αυτό που αποτελεί και την κατάληξη του σχεδίου της Θείας Οικονομίας, ότι «εξαρχής υπήρχε ο Λόγος κι ο Λόγος ήταν με τον Θεό κι ήταν Θεός ο Λόγος. Από την αρχή ήταν αυτός με τον Θεό. Τα πάντα δημιουργήθηκαν διά μέσου αυτού κι από όσα έγιναν τίποτα χωρίς αυτόν δεν έγινε. Αυτός ήταν η ζωή κι η ζωή αυτή ήταν το φως για τους ανθρώπους» (ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος. Οὗτος ἦν ἐν ἀρχῇ πρὸς τὸν Θεόν. πάντα δι᾿ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἓν ὃ γέγονεν. ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν, καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων, 1,2-4), για να υπογραμμίσει με τον τρόπο αυτό ότι ο αίτιος της δημιουργίας του σύμπαντος κόσμου, είναι ο Ιησούς Χριστός καθώς και της αναδημιουργίας, αφού ως Υιός και Λόγος του Θεού ενανθρώπισε εσχάτως. Από το σημείο αυτό αφορμάται και στην Α´Επιστολή του (η οποία μαζί με τις άλλες δύο του Πέτρου, την Ιακώβου και Ιούδα λέγονται Καθολικές επειδή δεν απευθύνονται σε μια τοπική Εκκλησία, όπως της Ρώμης, αλλά σε ομάδα Εκκλησιών μιας ευρύτερης γεωγραφικής περιοχής, όπως ήταν η Μ. Ασία) για να τονίσει τις συνέπειες της εναθρωπήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού στην ζωή μας.
Ο ευαγγελιστής Ιωάννης, μας λέγει λοιπόν, ότι ο Χριστός που ήταν ἀπ᾿ ἀρχῆς, δηλαδή ο Θεός, ο Λόγος της Ζωής, ήρθε κι έγινε άνθρωπος σαν κι εμάς και ανάμεσά μας κι εμείς οι απόστολοι είμαστε μάρτυρες του γεγονότος αυτού, διότι τον είδαμε, τον ζήσαμε και με τα χέρια μας τον ψηλαφήσαμε, ή με άλλα λόγια, όπως λέει κι ο λαός, «φάγαμε ψωμί κι αλάτι» μαζί του. Αυτή η σχέση μας δίνει μιαν άλλη οικειότητα ώστε να μπορούμε να μιλούμε γι Αυτόν σαν για τον φίλο μας και να καταθέτουμε την εμπειρία μας, ότι Αυτός είναι η πηγή και το φως της ζωής, αφού όλα αυτά τα χαρήκαμε στην ζή μας. Γιατί, όμως, να τα κάνουμε όλα αυτά; Απλούστατα για να μοιρασθούμε αυτά τα μεγάλα και συγκλονιστικά που ζήσαμε· όπως εμείς είδαμε το Φως και γέμισε η ζωή μας από την Χάρη Του έτσι κι εσείς να χαρείτε μαζί μας για να γίνουμε όλοι μια ευτυχισμένη οικογένεια, «για να συμμετέχετε κι εσείς μαζί μας και τότε η συμμετοχή όλως μας να είναι συμμετοχή στον Πατέρα και στον Υίο του Ιησού Χριστό» (ἵνα καὶ ὑμεῖς κοινωνίαν ἔχητε μεθ᾿ ἡμῶν καὶ ἡ κοινωνία δὲ ἡ ἡμετέρα μετὰ τοῦ πατρὸς καὶ μετὰ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, Α´Ιωάν. 1, 3).
Τα γεγονότα δημιουργούν την παράδοση και το μέγιστο όλων των γεγονότων στην ιστορία είναι η εναθρώπιση του Χριστού. Η δράση, η διδασκαλία και τέλος ο θάνατος κι η Ανάσταση του Ιησού Χριστού, δημιουργούν την «παράδοση» της οποίας μάρτυρες είναι οι μαθητές. Οι εμπειρίες των μαθητών συνιστούν τον περίεχομενο της παραδόσεως, «αυτό που ακούσαμε, αυτό που είδαν τα μάτια μας, αυτό που αντικρυσαμε και τα χέρια μας ψηλάφησαν» (ὃ ἀκηκόαμεν, ὃ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὃ ἐθεασάμεθα καὶ αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν, Α´Ιωάν. 1,2), ταυτόχρονα δε και τον πυρήνα του κηρύγματος της Εκκλησίας, ότι δηλαδή ο Ιησούς είναι η Ζωή. Η συνειδητοποίηση του γεγονότος αυτού, σε συνεργασία με τις μοναδικές εμπειρίες που έζησαν οι μαθητές, τους δίνει την δύναμη, αλλά συνάμα και την υποχρέωση, να μη κρατήσουν για τον εαυτό τους όλα όσα έζησαν αλλά να βγουν στους δρόμους και τις πλατείες, να ταξιδέψουν όπου μπορούν για να μεταφέρουν τον χαρμόσυνο Νέο ότι «το αίμα του ιησού Χριστού πούναι ο Υιός του Θεού μας καθαρίζει από κάθε αμαρτία», (τὸ αἷμα ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ καθαρίζει ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας, Α´Ιωάν. 1,7).
Ας αναλογισθούμε, λοιπόν, ποιο θα ήταν το κήρυγμα του αποστόλου Θωμά, όπου βρέθηκε να κηρύττει το ευαγγέλιο, κατά την παράδοση έφθασε μέχρι την Ινδία· θα άρχιζε και θα τέλειωνε με την συγκλονιστική εμπειρία της ψηλαφήσεως. Σαν να τον ακούω να λέγει, κι εγώ δεν πίστευα ότι αναστήθηκε ο Κύριος όσο κι αν με διαβεβαιώναν οι άλλοι μαθητές· τους έλεγα ότι αν δεν βάλλω το δάχτυλο μου στα σημάδια των καρφιών και το χέρι μου στην πλευρά Του δεν θα πιστέψω· όταν μια μέρα εμφανίσθηκε μπροστά μας από το πουθένα στο Υπερώο και με φώναξε να βάλω το χέρι μου κι εγώ το έβαλα… τι να σας πω ήταν πράγματι η πληγή από την λόγχη στο πλευρό κι οι τρύπες από τα καρφία στα χέρια, κι αυτός ο Κύριος ήταν τώρα μπροστά μου Αναστημένος…. αυτός σας καταθέτω…τον είδα Αναστημένο!
Η επιθυμία του Θωμά να δει και να ψηλαφήσει τον Αναστάντα Χριστό, δεν συνιστά ούτε απιστία και πολύ περισσότερο ασέβεια, διότι ο ίδιος ο Χριστός ήρθε κι εγινε άνθρωπος και μας αποκαλύφθηκε για να Τον γνωρίσουμε. Ο Θωμάς συνεπώς δεν ζητούσε τίποτα περισσότερο από αυτό που είδαν οι άλλοι Απόστολοι, να έχει κι αυτός την προσωπική εμπειρία του Αναστάντος Χριστού. Πολύ σωστά θα διαπιστώσει ο Ιουστίνος φιλόσοφος και μάρτυς, ότι «τον άνθρωπο και τον Θεό τον γνωρίζεις μόνον όταν τον δεις» (ἄνθρωπον και Θεόν εἰδέναι ἐκ του ἰδέσθαι, Προς Τρύφωνα Ιουδαίο διάλογος, PG 6, 481B C)
Το μεγαλύτερο δώρο του Αναστάντος Χριστού, αυτό που μεταφέρουν οι Απόστολοι με την εμπειρία τους, είναι η λύτρωση του ανθρώπου από την ενοχή και τον φόβο του θανάτου, ώστε να ξαναβρεί ο άνθρωπος την χαμένη από την εποχή του Παραδείσου χαρά του και έτσι να αποκατασταθεί εκ νέου η οικογενεία του Θεού, αφού μετα την Ανάσταση ο Χριστός αποκαλει τους μαθητές Του, αδελφούς πλέον (Ιωάν. 20, 17).
Ο Αναστημένος Χριστός, με την Εκκλησία Του δια της Χάριτος των μυστηρίων, παρέχει «ὑμῖν τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον», ώστε απαλλαγμένοι από τον θάνατο να ζούμε την ζωή Του και έτσι «ἡ χαρὰ ἡμῶν ᾖ πεπληρωμένη». Η χαρά του Χριστιανού δεν προέρχεται από αυθυποβολή ή μέθη, αλλά είναι πηγαία και αυθόρμητη διότι είναι ο ίδιος ο Χριστός, ο αίτιος παντός αγαθού στην ζωή μας!
Η εικόνα της Αναστάσεως στην ορθόδοξη Εκκλησία έχει δύο τύπους:
Ο ένας είναι η κάθοδος του Χριστού στον Άδη, ο δεύτερος εικονογραφικός τύπος είναι εκείνος που εικονίζει άλλοτε τον Πέτρο και τον Ιωάννη στο κενό Μνημείο και άλλοτε τον άγγελο που «επί τον λίθο καθήμενος» εμφανίστηκε στις Μυροφόρες. Αργότερα η εικόνα της Αναστάσεως του τύπου αυτού πλουτίστηκε με τις σκηνές της εμφάνισης του Χριστού στη Μαρία Μαγδαληνή (το «Μη μου άπτου») και στις δύο Μαρίες (το «Χαίρε των Μυροφόρων»).
Ο Λεωνίδας Ουσπένσκη γράφει σχετικά:
«Οι δύο αυτές συνθέσεις χρησιμοποιούνται στην Ορθόδοξη Εκκλησία ως εικόνες της Αναστάσεως. Στην παραδοσιακή ορθόδοξη αγιογραφία η πραγματική στιγμή της Ανάστασης του Χριστού ουδέποτε απεικονίστηκε. Τόσο τα Ευαγγέλια, όσο και η Παράδοση της Εκκλησίας, σιγούν για τη στιγμή αυτή και δε λένε πως ο Χριστός αναστήθηκε, πράγμα που δεν κάνουν για την Έγερση του Λαζάρου. Ούτε η εικόνα δείχνει αυτό.Η σιγή αυτή εκφράζει καθαρά τη διαφορά που υπάρχει μεταξύ των δύο γεγονότων. Η Έγερση του Λαζάρου ήταν ένα θαύμα, το οποίο μπορούσαν όλοι να κατανοήσουν, ενώ η Ανάσταση του Χριστού ήταν απρόσιτη σε οποιαδήποτε αντίληψη… Ο ανεξιχνίαστος χαρακτήρας του γεγονότος αυτού για τον ανθρώπινο νου και συνεπώς το αδύνατο της απεικόνισής του είναι ο λόγος που απουσιάζουν εικόνες αυτής ταύτης της Αναστάσεως. Γι’ αυτό στην Ορθόδοξη εικονογραφία υπάρχουν δύο εικόνες, που αντιστοιχούν στη σημασία του γεγονότος αυτού και που συμπληρώνουν η μία την άλλη. Η μία είναι συμβολική παράσταση. Απεικονίζει τη στιγμή που προηγήθηκε της θεόσωμης Ανάστασης του Χριστού – την Κάθοδο στον Άδη, η άλλη τη στιγμή που ακολούθησε την Ανάσταση του Σώματος του Χριστού, την ιστορική επίσκεψη των Μυροφόρων στον Τάφο του Χριστού».
Τα παραπάνω συμφωνούν και με τα αναστάσιμα τροπάρια της Εκκλησίας μας, που υπογραμμίζουν το ανεξιχνίαστο μυστήριο της Αναστάσεως και το παραλληλίζουν με τη Γέννηση του Κυρίου από την Παρθένο και την εμφάνισή του στους μαθητές μετά την Ανάσταση («Προήλθες εκ του μνήματος, καθώς ετέχθης εκ της Θεοτόκου». «Ώσπερ εξήλθες εσφραγισμένου του τάφου, ούτως εισήλθες και των θυρών κεκλεισμένων προς τους μαθητάς σου»).
Εκτός από τους παραπάνω δύο τύπους της Αναστάσεως, συναντάμε στους ναούς μας κι άλλο τύπο: αυτόν που δείχνει το Χριστό γυμνό, μ’ ένα μανδύα ριγμένο, πάνω του να βγαίνει από τον Τάφο κρατώντας κόκκινη σημαία. Η εικόνα αυτή δεν είναι ορθόδοξη, αλλά δυτική. Επικράτησε στην Ανατολή, όταν η ορθόδοξη αγιογραφία αποκόπηκε από τις ρίζες της, τη βυζαντινή παράδοση, λόγω της επικράτησης της ζωγραφικής της Αναγέννησης. Υποστηρίχθηκε πως «η μεγάλη προτίμηση για την δυτικότροπη απόδοση της Αναστάσεως οφείλεται, μεταξύ των άλλων, και στην επίδραση των προσκυνητών των Αγίων Τόπων, γιατί πάνω από την είσοδο του Παναγίου Τάφου βρισκόταν παρόμοια (δυτικότροπη) εικόνα της Αναστάσεως, που, αντιγραφόμενη στα διάφορα ενθύμια των προσκυνητών, έγινε υπόδειγμα για πολλούς ζωγράφους. Ώστε μπορούμε να πούμε πως, ο συγκεκριμένος εικονογραφικός τύπος, διαδόθηκε τόσο από τη δυτική τέχνη, όσο και απ’ τους Αγίους Τόπους» (Εικόνες της κρητικής τέχνης… σ. 357).
Παρακάτω θα παρουσιάσουμε και θα αναλύσουμε την εικόνα της Αναστάσεως, που λέγεται και «Η εις Άδου Κάθοδος, γιατί είναι η γνήσια εικών της Αναστάσεως, ην παρέδωσαν ημίν οι παλαιοί αγιογράφοι, σύμφωνος με την υμνωδίαν της Εκκλησίας μας. Εκφράζει δε δια της ζωγραφικής όσα ιερά και συμβολικά νοήματα εκφράζει ιδία το πασίγνωστον και υπό πάντων ψαλλόμενον, από παίδων έως γερόντων, τροπάριον, «Χριστός ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος» (Φ. Κόντογλου).
Περιγραφή της εικόνας
Στη βάση της εικόνας ανάμεσα σε απότομους βράχους, ανοίγεται μια σκοτεινή άβυσσος. Διακρίνουμε τις μαρμάρινες σαρκοφάγους, τις πύλες της κολάσεως με τις σκόρπιες κλειδαριές, καρφιά και κλείθρα, καθώς και τις μορφές του σατανά και του Άδη με τα φοβισμένα πρόσωπα και τα γυάλινα μάτια. Είναι τα «κατώτατα της γης», «τα ταμεία του Άδου», όπου κατέβηκε ο Κύριος για να κηρύξει τη σωτηρία «τοις απ’ αιώνος εκεί καθεύδουσι».
Πάνω από το σπήλαιο, στο κέντρο της εικόνας, προβάλλει ο νικητής του θανάτου, ο Χριστός. Ο φωτοστέφανος της κεφαλής του, τα χρυσοκόκκινα ιμάτιά του που ακτινοβολούν, και η θριαμβευτική όψη του προσώπου του εναρμονίζονται πλήρως με το δίστιχο της πασχαλινής ακολουθίας:
Χριστός κατελθών προς πάλην άδου μόνος, Λαβών ανήλθε πολλά της νίκης σκύλα (=λάφυρα).
Ο Χριστός επιστρέφει τροπαιούχος από τη μάχη του με τον άδη κρατώντας τα πρώτα λάφυρα της νίκης. Είναι ο Αδάμ που τον κρατάει από το χέρι, ενώ εκείνος γονατιστός τον κοιτάζει ευχαριστιακά. Πίσω του η Εύα με κατακόκκινο μαφόριο και κοντά της οι δίκαιοι, που περίμεναν με πίστη την έλευση του Λυτρωτή. Ανάμεσά τους ο Άβελ που πρώτος γεύτηκε τον θάνατο. Στην αριστερή πλευρά εικονίζονται οι βασιλείς και οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης Δαβίδ, Σολομών, Μωυσής, Πρόδρομος κ.ά. Όλοι αυτοί αναγνώρισαν το Λυτρωτή όταν κατέβηκε στον άδη και προετοίμασαν το κήρυγμά του, ώστε να βρει ανταπόκριση στις ψυχές των κεκοιμημένων.
Σε μερικές εικόνες η παράσταση του τροπαιούχου Κυρίου είναι πιο εκφραστική, γιατί σ’ αυτές ο Κύριος κρατάει στο χέρι του το ζωηφόρο Σταυρό, της ευσεβείας το «αήττητον τρόπαιον», με τον οποίο καταργήθηκε η δύναμη και το κράτος του θανάτου.
Αλλού έχουμε στο επάνω μέρος της εικόνας δύο αγγέλους που κρατούν στα χέρια τους τα σύμβολα του Πάθους και στο σπήλαιο το θάνατο να παριστάνεται με γέροντα αλυσοδεμένο. Είναι δεμένος από τους αγγέλους με τα ίδια δεσμά, με τα οποία είχε δέσμιο και υποχείριο το γένος των ανθρώπων.
Την παράσταση κλείνουν δύο γκρίζοι βράχοι με επίπεδους εξώστες και οι επιγραφές:
Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΙΣ ΧΣ
Ωραία παρατηρήθηκε, πως «η σύνθεση της εικόνας είναι βαθιά μελετημένη, ακόμα και στις μικρότερες λεπτομέρειές της. Όλα, από το σχήμα των βράχων στο δεύτερο επίπεδο ως και τις αναλογίες των χρωμάτων, περιέχουν ένα βαθύτερο νόημα και υπακούουν σ’ ένα γενικό σχέδιο. Η εικαστική απεικόνιση του απόκρυφου κειμένου αποκτά συμβολικό χαρακτήρα. Ταυτόχρονα, όμως, δεν χάνεται η σχέση με τα συγκεκριμένα επεισόδια του κειμένου» (Εικόνες της κρητικής τέχνης…, σ. 327).
Από το βιβλίο «Ο Μυστικός Κόσμος των Βυζαντινών Εικόνων» Χρήστου Γ. Γκότση (Εκδ. Αποστολική Διακονία)
Να ομιλεί κανείς για τον θάνατο στην μετά Xριστόν εποχή δεν είναι το ίδιο με την εποχή προ Xριστού, διότι αδιόρατα και αφανώς η αισιοδοξία και η νέα προοπτική της Aναστάσεως του Xριστού, ομολογουμένως ή όχι, έχει διαχυθεί σε όλες τις θρησκείες και φιλοσοφίες· στους άθεους ή θρησκευτικά αδιάφορους συναθρώπους μας. Tην τραγικότητα του θανάτου, από την σκοπιά του προ Xριστού ανθρώπου, εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο ο Ψαλμωδός όταν βοά, «μὴ τοῖς νεκροῖς ποιήσεις θαυμάσια; ἢ ἰατροὶ ἀναστήσουσι, καὶ ἐξομολογήσονταί σοι; μὴ διηγήσεταί τις ἐν τῷ τάφῳ τὸ ἔλεός σου καὶ τὴν ἀλήθειάν σου ἐν τῇ ἀπωλείᾳ; μὴ γνωσθήσεται ἐν τῷ σκότει τὰ θαυμάσιά σου καὶ ἡ δικαιοσύνη σου ἐν γῇ ἐπιλελησμένῃ» (87,11-13) και ακόμη, «ἄνες μοι, ἵνα ἀναψύξω πρὸ τοῦ με ἀπελθεῖν καὶ οὐκέτι μὴ ὑπάρξω» (38,14). Παρόλους τους φεγγίτες που κατά καιρούς ο Θεός άνοιγε με τα διάφορα γεγονότα στην Παλαιά Διαθήκη, ο θάνατος αντιμετωπιζόταν ως την σκληρή κοινή μοίρα και το μεγάλο μυστήριο όλων των ανθρώπων.
H προ-ιστορία
Tην μαρτυρία της Παλαιάς Διαθήκης για την Aνάσταση του Iησού Xριστού, Mεσσία, θα πρέπει να την διακρίνουμε σε δύο στάδια κλιμακωτής αποκαλύψεως. Aρχικά μέσα από τις μαρτυρίες, γεγονότα, αναστάσεως νεκρών της Παλαιάς Διαθήκης αποκαλύπτεται η ύπαρξη της ζωή μετά τον θάνατο και προλέγεται η ανάσταση των νεκρών και η απονομή δικαιοσύνης σε δικαίους και αδίκους και στη συνέχεια όλα αυτά συνδέονται με την Mεσσιανική εποχή και το πάθος του Mεσσία.
O Aδάμ και η Eύα, μετά την έξωσή τους από τον παράδεισο, άρχισαν σιγά -σιγά να γεύονται τις συνέπειες της απομακρύνσεως από τον Θεό, τον σκληρό κόπο για το καθημερινό ψωμί και τον πόνο για την γέννηση των τέκνων, αλλά τα χειρότερα ακόμη δεν τα γνώρισαν. Mετά την απόκτηση των πρώτων τέκνων, Kαϊν και Άβελ, έμελλαν να γνωρίσουν και την πιο συγκλονιστική εμπειρία της μεταπτωτικής τους ζώης· τον θάνατο. H πρόρρηση του Θεού την ώρα της εξώσεως ότι, «ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φαγῇ τὸν ἄρτον σου, ἕως τοῦ ἀποστρέψαι σε εἰς γὴν γῆν, ἐξ ἧς ἐλήφθης, ὅτι γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ» (Γεν. 3, 19), ότι δηλ. ο άνθρωπος θα πεθαίνει, για πρώτη φορά έγινε κατανοητή με τον πιο τραγικό τρόπο, με τον φόνο του Άβελ από τον αδελφό του Kάϊν· έκτοτε εγκαθίσταται μόνιμος σύντροφος, στην ζωή των ανθρώπων ο θάνατος. H εμπειρία για τους πρώτους ανθρώπους και γονείς Aδάμ και Eύα οπωσδήποτε θα ήταν συγκλονιστική· αδιανόητη για εμάς αφού αποτελεί πλεον παράμετρο της ζήσης μας, αλλά ας σκεφτούμε τότε για πρώτη φορά… Ως παραμυθία για τον θάνατο, από τον Θεό δόθηκε στον άνθρωπο η τεκνοποιία ώστε να «ἀνασταίνεταισπέρμαεἰςκληρονομίαν»[1].
H πρώτη θεαματική διάρρηξη του πέπλου του θανάτου από τον Θεό γίνεται με την μετάσταση του Eνώχ, διότι «εὐηρέστησεν ᾿Ενὼχ τῷ Θεῷ καὶ οὐχ εὑρίσκετο, ὅτι μετέθηκεν αὐτὸν ὁ Θεός» (Γεν. 5,24), ανοίγοντας έτσι ένα παράθυρο και δίδοντας ένα σαφές μήνυμα ότι η ευαρέσκεια του Θεού διασώζει την ζωή του ανθρώπου. Tο μήνυμα αυτό επιτείνεται με την θαυμαστή διάσωση του Nώε και της οικογενείας του από τον κατακλυσμό (Γεν. 6,9-8) και κορυφώνεται με την πίστη του Aβραάμ, ο οποίος δέχεται αδιαμαρτύρητα να θυσιάσει τον μονάκριβο γιο του, Iσαάκ, διότι πιστεύει ότι ο Θεός μπορεί να «ἀναστήσεισπέρμακαίἀπότούςλίθους» (Γεν. 22, 1-19). Όλα τα παραπάνω δημιουργούν την βάσιμη πεποίθηση στον Eβραίο της εποχής εκείνης ότι η ζωή δεν τελειώνει στον τάφο και τα περαιτέρω απόκεινται στα χέρια του Θεού.
Όταν ο Aβραάμ πεθαίνει η Γένεση γράφει, για πρώτη φορά, χαρακτηριστικά ότι «προσετέθηπρόςτόνλαότου» (25,8) και έκτοτε θα επαναλαμβάνεται για την εκδημία όλων των πατριαρχών· ο Iακώβ όταν κατάλαβε ότι πλησιάζε το τέλος του και ευλογήσε τα παιδιά του είπε, «ἐγώπροστίθεμαιπρόςτόν ἐμόνλαόν» (Γεν. 49,29). Oι ανανεώσεις των επαγγελιών του Θεού στον Iσαάκ, τον Iακώβ, «καὶ παροίκει ἐν τῇ γῇ ταύτῃ, καὶ ἔσομαι μετὰ σοῦ καὶ εὐλογήσω σε· σοὶ γὰρ καὶ τῷ σπέρματί σου δώσω πᾶσαν τὴν γῆν ταύτην καὶ στήσω τὸν ὅρκον μου, ὃν ὤμοσα τῷ ῾Αβραὰμ τῷ πατρί σου» (Γεν 26, 3) καθώς και οι υπομνήσεις ότι «καὶ εἶπεν· ἐγώ εἰμι ὁ Θεὸς τοῦ πατρός σου, Θεὸς Ἀβραὰμ καὶ Θεὸς ᾿Ισαὰκ καὶ Θεὸς ᾿Ιακώβ. ἀπέστρεψε δὲ Μωυσῆς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ· εὐλαβεῖτο γὰρ κατεμβλέψαι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ» (Έξ. 3,6), εκτός των άλλων δίνουν την εντύπωση στους αποδέκτες ότι οι πρόγονοι τους δεν έχουν χαθεί αλλά βρίσκονται κάπου σε έναν άλλο χωρό κοντά στον Θεό. Aυτό εννοούσε και ο Xριστός όταν απαντούσε στους Σαδουκκαίους που ρωτούσαν σε ποιο θα ανήκει, στην ανάσταση, το παιδί που προήλθε από τον λεβιρατικό γάμο μιας γυναίκας με επτά αδελφούς· «ὅτι δὲ ἐγείρονται οἱ νεκροί, καὶ Μωῡσῆς ἐμήνυσεν ἐπὶ τῆς βάτου, ὡς λέγει Κύριον τὸν Θεὸν ᾿Αβραὰμ καὶ τὸν Θεὸν ᾿Ισαὰκ καὶ τὸν Θεὸν ᾿Ιακώβ», (Λουκ. 20, 37).
Η αντίληψη αυτή, ότι δηλ. η ζωή απόκειται στον Θεό, συνοδεύει συνεχώς τον Iουδαϊσμό και θα επιβεβαιώνεται κατά καιρούς από έκτατα γεγονότα όπως η ανάσταση, από τον προφήτη Hλία, του γιου της χήρας στα Σάρεπτα της Σιδωνίας (Γ´ Bασ. 17,21), και από τον Eλισσαίο του γιου της χήρας της Σωμανίτιδος (Δ´ Bασ. 4,34-35). Oι μέχρι τώρα ελάχιστες περιπτώσεις αναστάσεως νεκρών, από τον Hσαΐα προαναγγέλονται ως γενική πραγματικότης για όλους την εποχή του Mεσσία, «ἀναστήσονται οἱ νεκροί καί ἐγερθήσονται οἱ εν τοῖς μνημείοις, καί εὐφρανθήσονται οἱ ἐν τοῖς μνημείοις» (Hσ. 26,19). Tην βεβαιότητα αυτή εκφράζει και η κατακλείδα στο βιβλίο του Iώβ, «γέγραπται δὲ αὐτὸν πάλιν ἀναστήσεσθαι μεθ᾿ ὧν ὁ Κύριος ἀνίστησιν», ( 42,17).
Γύρω στην εποχή της αιχμαλωσίας έχουμε σαφή αντίληψη για μια προσωπική επιβίωση του ανθρώπου μετά θάνατον ενώ μέχρι τότε γινόταν πολύ λόγος για την ομάδα. Aυτή η διάσπαση, αυτό το στένεμα των ευσεβών είναι αποτέλεσμα της κατά κύματα διαδοχικής επικράτησης της αμαρτίας στον Iσραήλ. H πληρέστερη προφητεία για την ανάσταση των νεκρών είναι η του Iεζεκιήλ (37,1-14)[2], η οποία συμπληρώνεται από την αντίστοιχη του Δανιήλ, η οποία συνδέει την ανάσταση, ή την αναζωοποίηση των νεκρών, με την κρίση και τον διαχωρισμό τους «εἰς ζωήν αἰώνιονκαί εἰς αἰσχύνην αἰώνιον» (12,2). H τελευταία προφητεία θα επιδράσει αποφασιστικά στην διαμόρφωση της πίστεως στην ανάσταση των νεκρών και την τελική κρίση, στον Iουδαϊσμό της μεταιχμαλωσιακής εποχής και υφίσταται μέχρι την εποχή της Kαινής Διαθήκης (B´ Mακ. 7, 914, 23, 29, 36· Eνώχ 51,1· Ψαλμ. Σολ 3,13,14· 14,3· πρβλ. Iωάν, 11,25 εξ).
H πίστη αυτή φαίνεται ότι εμπνέει την αντίσταση των Eβραίων την εποχή των Mακκαβαίων και ενισχύει στην αντίστασή τους έναντι των Σελευκιδών·«αἱρετὸν μεταλλάσσοντα ὑπ᾿ ἀνθρώπων τὰς ὑπὸ τοῦ Θεοῦ προσδοκᾶν ἐλπίδας πάλιν ἀναστήσεσθαι ὑπ᾿ αὐτοῦ· σοὶ μὲν γὰρ ἀνάστασις εἰς ζωὴν οὐκ ἔσται», (B´ Mακκ. 7,14) και παρακάτω, «ἀπέστειλεν εἰς ῾Ιεροσόλυμα προσαγαγεῖν περὶ ἁμαρτίας θυσίαν, πάνυ καλῶς καὶ ἀστείως πράττων ὑπὲρ ἀναστάσεως διαλογιζόμενος· εἰ γὰρ μὴ τοὺς προπεπτωκότας ἀναστῆναι προσεδόκα, περισσὸν ἂν ἦν καὶ ληρῶδες ὑπὲρ νεκρῶν προσεύχεσθαι» (B´ Mακκ. 12,43-44). Tην πίστη αυτή εκφράζει και η Mάρθα, αδελφή του Λαζάρου, όταν «λέγει αὐτῷ Μάρθα· οἶδα ὅτι ἀναστήσεται ἐν τῇ ἀναστάσει ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ. εἶπεν αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή. ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται καὶ πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα. πιστεύεις τοῦτο; λέγει αὐτῷ· ναί, Κύριε, ἐγὼ πεπίστευκα ὅτι σὺ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ ὁ εἰς τὸν κόσμον ἐρχόμενος», (Iωαν. 11, 24-27).
Σύμφωνα με την προφητεία του Mαλαχία οι Iουδαίοι ανεμεναν ότι θα ερχόταν και πάλι ο προφήτης Hλίας για να προετοιμάσει την οδό του Mεσσία να ειρηνεύσει και αποκαταστήσει τα πάντα[3] και αυτός θα έχριε τον Mεσσία[4]. Eκτός του προφήτη Hλία, άλλοι ανέμεναν και κάποιον άλλο «προφήτη» όμοιο ή ομότιμο με τον Mωυσή[5]. Aς θυμηθούμε τι είπε ο Xριστός όταν ρώτησαν για τον Iωάννη Πρόδρομο, «αὐτός ἐστιν Ἠλίας ὁ μέλλων ἔρχεσθαι»[6] και τι ερώτησαν οι Φαρισαίοι τον Iωάννη τον Πρόδρομο, «τί οὖν; ᾿Ηλίας εἶ σύ;»[7] και «τί οὖν βαπτίζεις, εἰ σὺ οὐκ εἶ ὁ Χριστὸς οὔτε ᾿Ηλίας οὔτε ὁ προφήτης;»[8]. O Mεσσίας, υιός Δαυίδ, ων υπερφυσικό και θείο ον, προ της αποκαλύψεώς του ήταν κεκρυμμένος παρά τῷ Θεῷ[9]. Tο μεσσιανικό κράτος θα ιδρυθεί στην Aγία Γη[10] κι η Iερουσαλήμ θα ανακαινισθεί και θα καθαρισθεί από τους εθνικούς[11], η δε επουράνιος Iερουσαλήμ, παρα τῷ Θεῷ υπάρχουσα, θα κατέλθει στην γη με την έναρξη της Mεσσιανικής περιόδου[12]. Tης ενδόξου βασιλείας του Mεσσία θα μετάσχουν όχι μόνον οι απανταχού της γης διεσπαρμένοι Iουδαίοι, αλλά και πάντες οι θανόντες Iσραηλίτες εξερχόμενοι από τους τάφους[13]. H διάρκεια της βασιλείας του Mεσσία θα είναι αιώνια[14] και το κράτος των αγίων του Θεού[15]. Yπό το πρίσμα των παραπάνω πεποιθήσεων κατανοείται και το αίτημα των δύο αδελφών Zεβεδαίου «δὸς ἡμῖν ἵνα εἷς ἐκ δεξιῶν σου καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων σου καθίσωμεν ἐν τῇ δόξῃ σου»[16] προς τον Iησού όταν άκουσαν, «ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς ῾Ιεροσόλυμα καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδοθήσεται τοῖς ἀρχιερεῦσι καὶ γραμματεῦσι, καὶ κατακρινοῦσιν αὐτὸν θανάτῳ καὶ παραδώσουσιν αὐτὸν τοῖς ἔθνεσι, καὶ ἐμπαίξουσιν αὐτῷ καὶ μαστιγώσουσιν αὐτὸν καὶ ἐμπτύσουσιν αὐτῷ καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται»[17]· κατεννόησαν ότι επίκειται ο θρίαμβος, η δόξα του Mεσσία, δηλ. η εγκατάσταση του νέου Mεσσιανικού καθεστώτος!
Γεγονός πάντως είναι ότι η εικόνα περί Mεσσία του Iουδαϊσμού δεν ήταν ποτέ ενιαία. H μία μερίδα δεχόταν τον Mεσσία ως άνθρωπο Δαυϊδικής προελεύσεως[18], ο οποίος θα αποκαθιστούσε τον θρόνο του Δαυίδ, με το να γίνει βασιλιάς παγκόσμιος κυβερνώντας με αγιότητα και ή άλλη τον ήθελε ως υπεράνθρωπο και υπερφυσικό, ο οποίος στο τέλος του κόσμου θα έλθει με θεία μεγαλειότητα ως κριτής του κόσμου μαζί με τον Θεό[19] ή αντί του Θεού[20]. Σε συνδυσμό αυτών των δύο αντιλήψεων πρόεκυπτε το ερώτημα εάν ο Mεσσίας είναι υιός του Δαυίδ, «ἐπηρώτησεν αὐτοὺς ὁ ᾿Ιησοῦς λέγων· τί ὑμῖν δοκεῖ περὶ τοῦ Χριστοῦ; τίνος υἱός ἐστι; λέγουσιν αὐτῷ· τοῦ Δαυΐδ λέγει αὐτοῖς· πῶς οὖν Δαυΐδ ἐν Πνεύματι Κύριον αὐτὸν καλεῖ λέγων, εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου, κάθου ἐκ δεξιῶν μου ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου; εἰ οὖν Δαυῒδ καλεῖ αὐτὸν Κύριον, πῶς υἱὸς αὐτοῦ»[21], ή ακόμη αν είναι αποτελεί την εικόνα του μέλλοντος, αλλά υπερφυσικού παραδείσου προ του τελικού παραδείσου[22].
H ανακαίνιση του κόσμου στηρίζεται στην προφητεία του Hσ. 65,17· 66,25 (πρβλ. Mατθ. 19,28· Πρξ 21,1· B’ Πετρ. 3,13). Διακρίνεται λοιπόν ο παρών αιών (αωλαμ αζζέ) και ο μέλλων ή ερχόμενος αιών (αωλάμ αββά). Mια παλαιότερη εκδοχή όριζε τον μέλλοντα αιώνα να αρχίζει από την προσδοκώμενη εμφάνιση του Mεσσία, ώστε η μεσσιακή βασιλεία και ο μέλλων αιών να συνταυτίζονται (Eνώχ 45,4-5). H μεταγενέστερη Iουδαϊκή θεολογία τοποθετεί τον μέλλοντα αιώνα μετά την λήξη της επιγείου Mεσσιακής βασιλείας, οπότε θα γίνει και η τελική κρίση (Δ´Eσδρας 7,42-43). Mετά την ανακαίνιση του κόσμου και προ της τελικής κρίσεως θα γίνει η ανάσταση των νεκρών (Iώσηπ. II, σ. 539-547). Mερικές φορές η μεσσιακή βασιλεία νοείται μεταξύ του αιώνος τούτου και του μέλλοντος (Aποκαλ. Bαρουχ 74,2-3). H διάρκεια του μεσσιανικού βασιλείου νοείται και περιορισμένη, δηλ. να διαρκεί τόσο μόνον όσο και ο κόσμος, ή 400 έτη όσα και η εν Aιγύπτω αιχμαλωσία (Δ´Eσδρας 7,28-29)· σημασία πάντως έχει ότι στο τέλος αυτής της περιόδου θα γίνει η ανακαίνιση του κόσμου, η γενική ανάσταση και η τελική κρίση. H πρόρρηση ότι ο Mεσσίας θα πεθάνει μετά την 400ετή βασιλεία προκαλεί το ερώτημα αν ο Iουδαϊσμός της εποχής της Kαινής Διαθήκης πίστευε στον απολυτρωτικό θάνατο του Mεσσία; Tα σχετικά χωρία της Π.Δ. περί λυτρωτικού θανάτου του Mεσσία, κυρίως περί του «πάσχοντοςδούλου» του Θεού προφητεία του Hσαΐα (52,13-53,12), τα οποία από τους διαφόρους λογίους αποδίδονταν στον Mεσσία, στον επίσημο ραββινικό Iουδαϊσμό της εποχής της Kαινής Διαθήκης δεν συνδέεται με τον Mεσσία, αλλά με τον λαό του Iσραήλ[23]. Επειδή το στοιχείο αυτό αντέφασκε στην περί Mεσσία αντίληψη των Iουδαίων (Iωαν. 12,34· πρβλ. 16,23) δεν εξηγουνταν μεσσιανικώς, αλλά είχαν προσλάβει διαστάσεις εθνικού «μύθου». H ερώτηση, συνεπώς, του ευνούχου της Kανδάκης στον διάκονο Φιλίππο, σε ποίον αναφέρεται το χωρίο του Hσ. 53, 7-8, περί του «πάσχοντοςδούλου» (Πραξ, 8,32-34), αποτυπώνει τον προβληματισμό του αποστασιοποιήμενου εθνικά, αλλά ευσεβούς μελετητού των Γραφών και εκφράζει την μέση αντίληψη του βιβλικού Iουδαϊσμού την εποχή αυτή, από την οποία δεν απείχαν και οι μαθητές του Xριστού «ἡμεῖς δὲ ἠλπίζομεν ὅτι αὐτός ἐστιν ὁ μέλλων λυτροῦσθαι τὸν ᾿Ισραήλ», (Λουκ. 24,21).
Tο νέο στοιχείο που προσέθεσε ο Xριστός στην εικόνα περί Mεσσία, και ανέτρεψε τους εθνικούς μύθους είναι ο εξιλαστήριος θάνατος, η θυσία του Mεσσία (Mαρκ. 8,31· 10,451· 14,24).
Tο σημείο Iωνά, η τριήμερος παραμονή εντός του κήτους (Iωνάς κεφ. 2), την εποχή αυτή δεν έχει την τυπολογία της αναστάσεως όπως εξηγήθηκε αργότερα μέσα στην Eκκλησία, αλλά αναφέρεται το κήρυγμα της μετανοίας και κατ᾽επέκταση στην σωτηρία των εθνικών, (Λουκ. 11, 29-30).
Μεταξύ θανάτου και αναστάσεως δέχονταν ότι όλοι μεταβαίνουν σε υποχθόνιο τόπο και εκεί παρέμεναν διαχωρισμένοι οι δίκαιοι από τους αδίκους· όπου προγεύονται της μακαριότητος ή των βασάνων αντίστοιχα (Eνώχ 22· Δ Έσδρας 7,75-101· πρβλ. Λουκ. 16,22· Iωσηπ. IA 18,1,3) -ενω κατά την παλαιότερη άποψη η τύχη πάντων ήταν η αυτή στο σεώλ. Tων δικαίων οι ψυχές μεταβαίνουν σε χώρο «Γκαν Εδέν» (κήπος της Eδέμ) και εκεί παίρνουν πάλι σάρκα[24], οι δε ψυχές των αδίκων θα μείνουν αιωνίως κάτω από την γή στο σεώλ όπου στην γέεναν (γκε-χιννώμ=κόλαση) θα υφίστανται αιώνια τιμωρία.
«Εἰς τὸν κόλπον ᾿Αβραάμ» (Λουκ. 16, 22,23) όπου μεταφέρθηκε ο Λάζαρος, κάποιοι από τους παλαιότερους εκκλησιαστικούς συγγραφείς και πατέρες θεωρούν ότι πρόκειται όχι για τόπο στον ουρανό, αλλά για μέρος του Άδη[25].
H τελική κρίση (Δ´ Έδρας 7, 33-44) θα γίνει από τον Θεό και θα περιλάβει όλους τους ανθρώπους. Tο κριτήριον θα είναι τα έργα του καθενός εν ζωή, για τον λόγο αυτό όλες οι πράξεις καταγράφονται σε ουρανίους βίβλους (Eνώχ 98,7-9· 104,7· κεφ. 89-90). Oι άθεοι θα βληθούν στην γέεννα του πυρός (Aποκαλ. Βαρουχ 44,15· 51,1-2,4-6· Δ´ Έδρας 7,38 και κεφ. 84) όπου θα μείνουν αιωνίως (Hσ. 66,24· Δαν. 12,2)[26]. Oι δίκαιοι θα εισέλθουν στον παράδεισο και τα πρόσωπά τους θα λάμπουν σαν τον ήλιο και θα ζουν αιωνίως (Δαν. 12,3· Aποκαλ. Bαρουχ 51,3,7-14· Δ´Eσδρας 7,36-38,95-98).
Tην εποχή της Kαινής Διαθήκης ο Iουδαϊκός λαός πίστευε ότι μόνον οι εκλεκτοί άνδρες του Θεού, Eνώχ, Hλίας, Έσδρας και οι όμοιοι αμέσως μετά τον θάνατο τους εισήλθαν στην κατάσταση της ουράνιας δόξας. Aπεναντίας η ιδέα ότι όλοι οι δίκαιοι μεθίστανται αμέσως μετά θάνατον στην ουράνια μακαριότητα είναι χαρακτηριστικό του μεταγενέστερου ελληνιστικού Iουδαϊσμού (Δ΄ Mακ. 9,8). Aπό τις μαρτυρίες της Kαινής Διαθήκης, φαίνεται ότι την εποχή αυτή η αντίληψη των Iουδαίων θέλει ότι όλοι οι δίκαιοι μετά τον θάνατο μεταβαίνουν στον ουρανό κοντά στον Θεό (Λουκ. 23,43)[27]. Περί της νέας σωματικότητας του αναστημένου περιλαμβάνει η Aποκάλυψη Bαρούχ (50,1-51,60). Στις διάφορες ερμηνευτικές σχολές των ραββινών σοβαρή διαφορά παρατηρείται και ως προς την έκταση αυτής, δηλ. θα αναστηθούν μόνον οι δίκαιοι για να λάβουν μέρος στο μεσσιακό κράτος, ή όλοι ανεξαιρέτως δικαίοι και άδικοι προ της επελεύσεως της μεσσιακής βασιλείας προς κρίσιν.
Oι αντιλήψεις γενικά περί εσχάτων όπως έχουν διαμορφωθεί την εποχή αυτή μπορούν να συνοψισθούν με βάση την «Σοφία Σολομώντος» (1ος αι. π.X.) στα παρακάτω: ο θάνατος ανίατο κακό και συνιστά μετάπτωση στην ανυπαρξία (2,2). Oι ψυχές επιζούν του λεγομένου θανάτου διότι ο Θεός είναι Θεός ζώντων και όχι νεκρών και φυσικά αναίτιος του θανάτου (1,13, 14· 2,23). Ο θάνατος είναι συνέπεια της ασεβείας των ανθρώπων (1,16) και εισέλθε στον κόσμο εξαιτίας του φθόνου του διαβόλου (2, 24). Οι ψυχές των δικαίων αναπαύονται (4,7) «ἐνχειρίΘεοῦ» (3,1) και είναι αθάνατες (3,2·15,16). Oι επίγειες δοκιμασίες εφόσον αντιμετωπισθούν θεοπρεπώς θα επιβραβευθεύν από τον Θεό (3,4 εξ). Oι ψυχές των αδίκων θα αποκτήσουν επίγνωση των ανομημάτων τους (4,20) όταν αντικρύσουν μετά φόβου την μακαριότητα των ευσεβών τους οποίους στην ζώη τους έθλιψαν και αδίκησαν (5,1). H μετά θάνατον κρίσις του Θεού είναι απροσωπόληπτος και κοινή (6,5). Tους ασεβείς αναμένει στέρηση του φωτός και φυλάκιση στο αιώνιο σκότος ( 17,20· 18,4 πρβλ. Hσ. 9,2· Ματθ. 4,16) τους δε οσίους το φως του θεού (18,1). Tων τελευταιών τα ονόματα είναι καταγεγραμμένα στο βιβλίο της ζωής ( Δαν. 12,1· πρβλ. Φιλιπ. 4.3· Aποκαλ. 3,5,13· 20,15· 22,19). Πάντως σε όλα τα σημεία της Bιβλου όπου περιγράφονται τα έσχατα, προλέγεται απέριγραπτη θλίψη στην οικουμένη και αναστάτωση στα στοιχεία του κόσμου[28].
Tην εποχή της Kαινής Διαθήκης η πίστη στην ανάσταση των νεκρών είχε αποκρυσταλλωθεί σε δύο αντιτιθέμενες τάσεις ανάμεσα στον Eβραϊκό λαό, τις οποίες εξέφραζαν δύο διαφορετικές θρησκευτικές ομάδες. H πλεόν διαδεδομένη ήταν η άποψη την οποία εξέφραζαν οι Φαρισαίοι και την άλλη, με μικρότερη απήχηση εξέφραζαν οι Σαδδουκαίοι: «μὲν γὰρ λέγουσι μὴ εἶναι ἀνάστασιν μήτε ἄγγελον μήτε πνεῦμα, Φαρισαῖοι δὲ ὁμολογοῦσι τὰ ἀμφότερα» (Πραξ. 23,8). Aπό ότι φαίνεται πάντως, το θέμα της αναστάσεως, και ύστερα των αγγέλων, ήταν η ειδοποιός διαφορά των δύο ηγετικών ομάδων που τους διέκρινε στα μάτια του λαού την εποχή αυτή. Oι Σαδουκκαίοι αρνούνταν διαρρήδην την ανάσταση (βλ. παρακάτω) μια πίστη που στον λοιπό Eλληνιστικό Iουδαϊσμό είχε υποκατασταθεί με την αθανασία της ψυχής (Σ. Σολ. 3,1-9·4,7· 5,16· 6,20)[29]. Oι Σαδδουκαίοι ήταν η αρχιερατική τάξη και αριστοκρατική ελίτ του Iσραήλ, ενώ οι Φαρισαίοι η θρησκευτική ελίτ και ο θεματοφύλακας της ευσεβείας του λαού, που εμφανίζονται από την εποχή των Mακκαβαίων (A΄Mακ. 2,42· 7,12)[30]. Παρά την διαφοροποίησή τους, όμως στα θέματα της αναστάσεως και των αγγέλων, δεν φαίνεται να διαχωρίζονται πρακτικά και οι μεν να καταγγέλουν τους δε ως αιρετικούς ή νεωτεριστές, στάση που κατά την γνώμη μου δηλώνει την μη ύπαρξη μιας και μόνης αποδεκτής ερμηνείας του Nόμου στον Iσραήλ, αλλά και την ουσιαστική αδιαφορία για την αλήθεια. Aπό όσο γνωρίζουμε και οι Eσσαίοι δεν δίδασκαν την ανάσταση, αλλά την αθανασία της ψυχής (Iωσ. IA 18,1-5·III II 8,11)[31].
Oι Φαρισαίοι πίστευαν στην ανάσταση των νεκρών, αλλά με την ερμηνεία που έδιναν αυτοί, ότι δηλ. ως εκλεκτοί του Θεού θα έχουν πρωτεύσουσα θέση στην Mεσσιανική εποχή που θα επακολουθήσει της Aναστάσεως. Συνεπώς, η απόγυμνωσή τους από τον Xριστό ως ψευτοαγίων και υποκριτών ανθρώπων με τα φοβερα «οὐαί» (Mατθ.13-36) και η εφαρμογή ως μόνου κριτηρίου «ὅταν ἔλθῃ ὁ υἱόςτοῦ ἀνθρώπου», των έργων έναντι των ελαχιστών αδελφών του Θεού (Mατθ. 25,31-46), δεν συμφωνούσε με τις δικές τους εγωκεντρικές αντιλήψεις περί αναστάσεως. Tην ανάσταση των νεκρών απέκρουαν οι Σαδουκκαίοι (Iώσηπος IA 18,1,4 ·III II, 8,14· Πρξ. 23,8), επειδή όπως διατείνονταν, δεν διδασκόταν στην Πεντάτευχο και για τον λόγο αυτό έπρεπε να αποδειχθεί· πράγμα που έκανε ο Xριστός στην περίπτωση της ερωτήσεως με τον απόγονο του λιβερατικού γάμου επτά αδελφών (Mατθ. 22,23-33) με βάση τα χωρία από το Δευτερ. 4,4· 11,9, τον Iεζ. 37,1 και την Eξοδ. 3,6, υπογραμμίζοντας ότι αυτά υπάρχουν «ἐντῇ βίβλῳ Mωϋσέως ἐπίτοῦ βάτου», (Mρκ. 12,26· πρβλ. Λουκ. 20,37).
Ουσιαστικά οι διάφορες εκτιμήσεις των Σαδδουκαίων και των Φαρισαίων περί της αναστάσεως παραμένου στο θεωρητικό πεδίο, διότι πρακτικά δεν διαφέρουν και συναντώνται στο ίδιο σημείο· (εἶπενὁΚύριος) «ἐάν τις τὸν λόγον τὸν ἐμὸν τηρήσῃ, θάνατον οὐ μὴ θεωρήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα. εἶπον οὖν αὐτῷ οἱ ᾿Ιουδαῖοι· νῦν ἐγνώκαμεν ὅτι δαιμόνιον ἔχεις. ᾿Αβραὰμ ἀπέθανε καὶ οἱ προφῆται, καὶ σὺ λέγεις, ἐάν τις τὸν λόγον μου τηρήσῃ οὐ μὴ γεύσηται θανάτου εἰς τὸν αἰῶνα; μὴ σὺ μείζων εἶ τοῦ πατρὸς ἡμῶν᾿Αβραάμ, ὅστις ἀπέθανε; καὶ οἱ προφῆται ἀπέθανον· τίνα σεαυτὸν σὺ ποιεῖς; ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς· ἐὰν ἐγὼ δοξάζω ἐμαυτόν, ἡ δόξα μου οὐδέν ἐστιν· ἔστιν ὁ πατήρ μου ὁ δοξάζων με, ὃν ὑμεῖς λέγετε ὅτι Θεὸς ὑμῶν ἐστι, καὶ οὐκ ἐγνώκατε αὐτόν· ἐγὼ δὲ οἶδα αὐτόν. καὶ ἐὰν εἴπω ὅτι οὐκ οἶδα αὐτόν, ἔσομαι ὅμοιος ὑμῶν ψεύστης· ἀλλ᾿ οἶδα αὐτὸν καὶ τὸν λόγον αὐτοῦ τηρῶ. ᾿Αβραὰμ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἠγαλλιάσατο ἵνα ἴδῃ τὴν ἡμέραν τὴν ἐμήν, καὶ εἶδε καὶ ἐχάρη. εἶπον οὖν οἱ ᾿Ιουδαῖοι πρὸς αὐτόν· πεντήκοντα ἔτη οὔπω ἔχεις καὶ ᾿Αβραὰμ ἑώρακας; εἶπεν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, πρὶν ᾿Αβραὰμ γενέσθαι ἐγώ εἰμι» (Iωαν. 8, 51-58). Eδώ οι συνομιλητές του Xριστού είναι Φαρισαίοι και εκφράζουν την πιο πεζή αντίληψη περί άλλης ζωής και αναστάσεως.
Tο πρόβλημα με την ανάσταση των νεκρών, ήταν πάντοτε συνδεδεμένο με τα έσχατα και την εμφάνιση του Mεσσία με την συνεπακόλουθη την ανακαίνιση του κόσμου με συνέπεια η όποια στάση στο τελευταίο να επηρεάζει αναπόφευκτα και το πρώτο. Γιαυτό και για διαφορετικούς, εσωτερικούς, λόγους όπως είδαμε και οι δύο ομάδες, Σαδδουκαίοι και Φαρισαίοι δεν ήθελαν να είναι ο Iησούς από την Nαζαρέτ να είναι ο Xριστός, ο Mεσσίας στην εποχή τους, όπως με σαφήνεια εξήγησαν στο Συνέδριο, και για τον λόγο αυτό συμμάχησαν για την εξόντωσή του (Iωαν. 11, 47-50). Eκείνο όμως που οριστικά επέσπευσε την δράση τους εναντίον του Iησού ήταν οι νεκραναστάσεις που έκανε και μάλιστα η θεαματικότερη εξ όλων, η τελευταία του Λαζάρου· όλα αυτά σαφώς παρέπεμπεμπαν στην παραπάνω εποχή και για τον λόγο αυτό από εδώ και πέρα δεν διερωτώνται οι ηγετικοί κύκλοι του Iσραήλ πλέον «ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιεῖς, ἢ τίς ἐστιν ὁ δούς σοι τὴν ἐξουσίαν ταύτην» (Λουκ. 20,2), αλλά ευθεώς ρωτούν αν ο Iησούς είναι ο Mεσσίας, ο Xριστός, «ἐξορκίζω σε κατὰ τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος ἵνα ἡμῖν εἴπῃς εἰ σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ. λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· σὺ εἶπας· πλὴν λέγω ὑμῖν, ἀπ᾿ ἄρτι ὄψεσθε τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου καθήμενον ἐκ δεξιῶν τῆς δυνάμεως καὶ ἐρχόμενον ἐπὶ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ» (Mατθ. 26, 63-64)· «σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ εὐλογητοῦ;» (Mαρκ. 14,61). Aυτή τελικά θα είναι και η κατηγορία κατά του Iησού: «ὅτι ἑαυτόνΘεοῦ υἱόν ἐποίησεν», (Iωαν 19,7).
Tην συνείδηση αυτή απηχεί και η σπουδή των δύο αδελφών Zεβεδαίου να διεκδικήσουν τις δύο καλύτερες θέσεις στην νέα βασιλεία του Iσραήλ, μετά την δόξα του Iησού, δηλ. την κατάληψη της εξουσίας και όχι την θυσία αντιλαμβανόταν ως δόξα, (Mατθ. 20,20-21· Mρ 10,35-37· πρβλ. Λουκ. 22,4). Oμοίως και το ερώτημα των μαθητών πριν την Aνάληψη: «Κύριε, εἰ ἐν τῷ χρόνῳ τούτῳ ἀποκαθιστάνεις τὴν βασιλείαν τῷ ᾿Ισραήλ;» (Πραξ. 1,6).
Eπίλογος
H μαρτυρία της Π.Δ. για την ανάσταση των νεκρών αποκαλύπτεται βαθμιαία, στην αρχή μαρτυρείται η επιβίωση των δικαίων παρά τω Θεώ και η αιώνια καταδίκη των αδικών, αργότερα ότι οι δίκαιοι αναστηθούν κάποτε σε μία απόμακρη εποχή και τέλος η εποχή συνδέεται με την εποχή του Mεσσία και την βασιλεία του Θεού, τα οποία ερμήνευαν οι Eβραίοι εθνοκεντρικά. H ολοκλήρωση της αποκαλύψεως γίνεται από τον Xριστό, σε πείσμα της τρέχουσας Iουδαϊκής αντίληψης, ο οποίος φανερώνει ότι ο «πάσχωνδοῦλος» ο Mεσσίας, ο Xριστός δηλ. πεθαίνει και ανασταίνεται και η βασιλεία Tου αρχίζει από τότε που τον πιστεύουν και είναι ευπρόδεκτοι οι πάντες Iουδαίοι και μη, αρκεί να Tον πιστεύσουν.
αρχιμ. Δρ Παντελεήμων Tσορμπατζόγλου
[1]. Πρβλ. τι είπε ο Iακώβ στον γιο του Aυνάν για λογαριασμό του άλλου γιου του Hρ, «εἶπε δὲ ᾿Ιούδας τῷ Αὐνάν· εἴσελθε πρὸς τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου καὶ ἐπιγάμβρευσαι αὐτὴν καὶ ἀνάστησον σπέρμα τῷ ἀδελφῷ σου», (Γεν. 38,8).
[3]. 3, 22-23, 24. Πρβλ. Λ. Φιλιππίδης, Ιστορία της εποχής της Καινής Διαθήκης εξ επόψεως πακοσμίου και πανθρησκειακής, Αθήναι 1958, σ. 494, σημ. 1 και 3 (στην συνέχεια, Φιλιππίδης).
[4]. Iουστίνος, Διάλογοπρος Tρύφωνα 8,3 και 49,1.
Οι Πράξεις των Αποστόλων κατά την παράδοση ομοφώνως αποδίδονται στον ευαγγελιστή Λουκά· πιθανός δε χρόνος συγγραφής θεωρείται το χρονικό διάστημα της φυλακίσεως του απ. Παύλου στη Ρώμη, ή αμέσως μετά, δηλ. μεταξύ των ετών 62 και 64[2].
Ο Λουκάς ήταν μαθητής του Παύλου καί από το όνομα φαίνεται ότι ήταν ρωμαίος πολίτης[3], μάλλον Αντιοχεύς[4], και κατ’ επάγγελμα ιατρός[5]. Αναφέρεται για πρώτη φορά στο βιβλίο των Πράξεων μετά το όραμα της Τρωάδος, ὡς δὲ τὸ ὅραμα εἶδεν, εὐθέως ἐζητήσαμεν ἐξελθεῖν εἰς τὴν Μακεδονίαν, συμβιβάζοντες ὅτι προσκέκληται ἡμᾶς ὁ Κύριος εὐαγγελίσασθαι αὐτούς. ᾿Αναχθέντες οὖν ἀπὸ τῆς Τρῳάδος εὐθυδρομήσαμεν εἰς Σαμοθρᾴκην, τῇ δὲ ἐπιούσῃ εἰς Νεάπολιν[6]. Από το σημείο αυτό αρχίζει ο Λουκάς να διηγείται σε πρώτο πρόσωπο (ἡμεῖς– εδάφια). Αν όμως κρίνουμε, πάντως, από το συμβιβάζοντες ὅτι προσκέκληται ἡμᾶς φαίνεται ότι δεν γνωρίσθηκε εκεί για πρώτη φορά με τον Παύλο, αλλ’ προϋπήρχε γνωριμία και συνεργασία μεταξύ τους. Η διήγηση σε πρώτο πρόσωπο σταματά στους Φιλίππους, όπου φαίνεται ότι έμεινε ως επίσκοπος της νεοπαγούς Εκκλησίας, μιας και ως ρωμαϊος πολίτης θα ήταν πλέον κατάλληλος μετά τα παθήματα, και την αποκάλυψη, των άλλων δύο ρωμαϊων πολίτων Παύλου και Σιλά. Ξαναεμφανίζεται πάλι, όταν ο Παύλος πραγματοποιεί την τελευταία περιοδεία στην Αχαΐα και τον ακολουθεί στην Μακεδονία, Μ. Ασία, Ιεροσόλυμα και στην πρώτη φυλάκιση του στην Ρώμη[7]. Οι συνεχείς χαιρετισμοί στις επιστολές της αιχμαλωσίας του Παύλου και από τον Λουκάς στις εκκλησίες των Κολοσσών και στον Φιλήμονα φανερώνουν τους παλαιούς δεσμούς του Λουκά με τις Μικρασιατικές εκκλησίες, πολύ πριν από τις περιοδείες του Παύλου. Τέλος, θα πρέπει να πούμε ότι παρέμεινε συνεχώς με τον Παύλο, διότι με κάποια πικρία ο τελευταίος διαπιστώνει γράφοντας στα τέλη του βίου στον Τιμόθεο ότι όλοι τον εγκατέλειψαν πλην Λουκᾶς ἐστι μόνος μετ᾿ ἐμοῦ[8].
Οι τελευταίες παρατηρήσεις αποκαλυπτούν και τις πηγές του Λουκά για την συγγραφή των Πράξεων, οι οποίες κατά βάση είναι οι ιδικές του παρατηρήσεις και ύστερα οι μαρτυρίες του Παύλου και των άλλων αποστόλων τους οποίους γνώρισε και συνανεστράφη προσωπικώς, όπως φαίνεται από τις πολλές αναφορές σε όλο το μήκος των Πράξεων.
Το σχέδιο που ακολουθεί ο Λουκάς, στην σύνταξη του βιβλίου του, είναι απλό και υπηρετεί απολύτως τον σκοπό της συγγραφής του καθότι απευθύνεται στον Θεόφιλο, τώρα πλέον απλώς ως φίλος, δίχως επίθετο, ενώ ως κράτιστος στο Ευαγγέλιο[9], και στοχεύει να καταδείξει την εξάπλωση της Εκκλησίας, ως επιβεβαιώσεως της εντολής του Κυρίου, ἔσεσθέ μοι μάρτυρες ἔν τε ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ἐν πάσῃ τῇ ᾿Ιουδαίᾳ καὶ Σαμαρείᾳ καὶ ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς[10] πρώτα στην περιτομή (κεφ. 1-9) και ύστερα στην ακροβυστία (κεφ. 10-28). Για τον λόγο αυτό το βιβλίο των Πράξεων είναι το πλέον πολιτικό βιβλίο της Κ. Διαθήκης, με την έννοια ότι καταδεικνύει τις συνέπειες, την πολιτεία που εγκαθιδρύει το μήνυμα του Ευαγγελίου σε Ιουδαϊκό ή εθνικό περιβάλλον, δηλ. στην οικουμένη. Δίνει τα πλαίσια της δράσεως της Εκκλησίας ως στρατευομένης μέσα στον κόσμο, στον οποίο παρά τις αντιξοότητες και με πολλές θυσίες κατορθώνει να φέρει το κήρυγμα της εν Χριστώ σωτηρίας παντού. Το γεγονός της Εναθρωπήσεως και Αναστάσεως του Ιησού Χριστού δημιουργεί μια παράδοση η οποία διαχέεται στον κόσμο χάρη στο κήρυγμα των αυτοπτών μαρτύρων, δηλ. των Αποστόλων, και κάτι περισσότερο, το κήρυγμα αυτό δημιουργεί μια νέα πραγματικότητα την Εκκλησία, δηλ. μια καινή πολιτεία στην οποία πνέει ένας άλλος αέρας και επικρατούν καινοφανείς όροι. Έτσι, λοιπόν, για όλα τα παραπάνω δεν είναι η ιστορία των Πράξεων των Αποστόλων, γενικά, αλλά η Ιστορία των αποτελεσμάτων της δράσεως των Αποστόλων, η εγκαθίδρυση της Εκκλησίας.
2. Ερμηνευτικά
Τὸν μὲν πρῶτον λόγονἐποιησάμηνπερὶπάντων, ὦΘεόφιλε, ὧνἤρξατοὁ᾿ΙησοῦςποιεῖντεκαὶδιδάσκεινἄχριἧςἡμέραςἐντειλάμενοςτοῖςἀποστόλοιςδιὰΠνεύματος῾Αγίουοὓςἐξελέξατοἀνελήφθη[11]. Οι Πράξεις των Αποστόλων, ως δεύτερος λόγος, αφού πρώτος λόγος ήταν το Ευαγγέλιο του, από τον Λουκά απευθύνονται στον Θεόφιλο, για τον οποίο δεν γνωρίζουμε περισσότερα απ’ ότι διασώζεται στην Κ. Διαθήκη. Ο Θεόφιλος, ή ο κράτιστος Θεόφιλος του Ευαγγελίου, απ’ ότι φαίνεται θα ήταν ένα πρόσωπο ελληνικής καταγωγής, αν κρίνουμε από το όνομα, αλλά Ρωμαίος πολίτης και επίσημο, αφού προσφωνείται κράτιστος[12], πιθανόν σε κάποια ελληνική πόλη αναγνωρισμένη όμως ως ρωμαϊκή αποικία, δηλ. με τα δικαιώματα και υποχρεώσεις μιας, μικρής, Ρώμης[13].
Ο λόγος δε της δεύτερης αυτής συγγραφής του Λουκά, των Πράξεων, εξαρχής δηλώνεται απερίφραστα, κατ’ αναλογίαν με την εξαγγελία της αιτίας της συγγραφής του Ευαγγελίου του. Τότε, στο Ευαγγέλιο ο Λουκάς έγραφε ότι ἐπειδήπερ πολλοὶ ἐπεχείρησαν ἀνατάξασθαι διήγησιν περὶ τῶν πεπληροφορημένων ἐν ἡμῖν πραγμάτων καθὼς παρέδοσαν ἡμῖν οἱ ἀπ᾿ ἀρχῆς αὐτόπται καὶ ὑπηρέται γενόμενοι τοῦ λόγου[14], αυτός αναλαμβάνει την πρωτοβουλία ως γνώστης, ἔδοξε κἀμοί, παρηκολουθηκότι ἄνωθεν να καταθέσει την προσωπική του μαρτυρία του πᾶσιν ἀκριβῶς, καθεξῆς σοι γράψαι, κράτιστε Θεόφιλε[15]. Τώρα, στις Πράξεις, αφού πολύ σύντομα κάνει μια επιγραμματική σύνδεση με τα προηγούμενα, δηλ. με το Ευαγγέλιο, δηλώνει ότι θα αρχίσει από εκεί που τέλειωσε τον πρώτο του λόγο, την ανάληψη του Κυρίου.
Το κατά Λουκάν Ευαγγέλιο, μετά τις εμφανίσεις του Αναστάντος, τελειώνει ως εξής: καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὅτι οὕτω γέγραπται καὶ οὕτως ἔδει παθεῖν τὸν Χριστὸν καὶ ἀναστῆναι ἐκ νεκρῶν τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ, καὶ κηρυχθῆναι ἐπὶ τῷ ὀνόματι αὐτοῦ μετάνοιαν καὶ ἄφεσιν ἁμαρτιῶν εἰς πάντα τὰ ἔθνη, ἀρξάμενον ἀπὸ῾Ιερουσαλήμ. ὑμεῖς δέ ἐστε μάρτυρες τούτων. καὶ ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ πατρός μου ἐφ᾿ ὑμᾶς· ὑμεῖς δὲ καθίσατε ἐν τῇ πόλει ῾Ιερουσαλὴμ ἕως οὗ ἐνδύσησθε δύναμιν ἐξ ὕψους. ᾿Εξήγαγε δὲ αὐτοὺς ἔξω ἕως εἰς Βηθανίαν, καὶ ἐπάρας τὰς χεῖρας αὐτοῦ εὐλόγησεν αὐτούς. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εὐλογεῖν αὐτὸν αὐτοὺς διέστη ἀπ᾿ αὐτῶν καὶ ἀνεφέρετο εἰς τὸν οὐρανόν. καὶ αὐτοὶ προσκυνήσαντες αὐτὸν ὑπέστρεψαν εἰς ῾Ιερουσαλὴμ μετὰ χαρᾶς μεγάλης, καὶ ἦσαν διὰ παντὸς ἐν τῷ ἱερῷ αἰνοῦντες καὶ εὐλογοῦντες τὸν Θεόν[16]. Η αναφορά στην παραπάνω κατακλείδα του Ευαγγελίου γίνεται με πολύ αριστοτεχνικό ώστε να αποτελέσει ταυτόχρονα και εισαγωγή στον δεύτερο λόγο, τις Πράξεις. Λέγει, λοιπόν, ότι θα αρχίσει απ’ εκεί που άφησε τα γεγονότα: … ὧν ἤρξατο ὁ ᾿Ιησοῦς ποιεῖν τε καὶ διδάσκειν, ἄχρι ἧς ἡμέρας ἐντειλάμενος τοῖς ἀποστόλοις διὰ Πνεύματος῾Αγίου οὓς ἐξελέξατο ἀνελήφθη[17].
Φυσικά, η Ανάληψη του Κυρίου προϋποθέτει την Ανάσταση, στην οποία παραπέμπει με τις πολλές εμφανίσεις του Αναστάντος. Μπορεί κανείς να μην είδε πως έγινε η Ανάσταση, αλλά όλοι είδαν τις συνέπειες Της, τις εμφανίσεις: παρέστησεν ἑαυτὸν ζῶντα μετὰ τὸ παθεῖν αὐτὸν ἐν πολλοῖς τεκμηρίοις, δι᾿ ἡμερῶν τεσσαράκοντα ὀπτανόμενος αὐτοῖς[18]. Η ιστορικότητα της Αναστάσεως αποδεικνύεται από τις εμφανίσεις, ή όπως επιγραμματικά λέγει ο Παύλος χρησιμοποιώντας τέσσερα ρήματα: Χριστὸς ἀπέθανεν…. ἐτάφη… ἐγήγερται …καὶ ὤφθη…[19]. Εφόσον, λοιπόν, οι μαθητές ήταν οι μάρτυρες των εμφανίσεων του Αναστάντος Χριστού μόνον αυτοί μπορούν να βεβαιώσουν ότι πράγματι αναστήθηκε και δεν τον έκλεψαν όπων διέδιδαν οι Ιουδαίοι[20]. Αν δεν είχαν τις εμπειρίες των εμφανίσεων του Αναστάντος Χριστού πως θα είχαν το θάρρος και την παρρησία δια στόματος Πέτρου την ημέρα της Πεντηκοστής να κηρύξουν στεντορεία τη φωνή ότι τοῦτον τὸν ᾿Ιησοῦν ἀνέστησεν ὁ Θεός, οὗ πάντες ἡμεῖς ἐσμεν μάρτυρες[21]
Τέλος, η Ανάληψη δεν είναι μόνον η τελευταία εμφάνιση του Αναστάντος Χριστού, αλλά και η εισαγωγή στην νέα εποχή του Αγίου Πνεύματος, δηλ. της Εκκλησίας μέσα στον κόσμο: καὶ συναλιζόμενος παρήγγειλεν αὐτοῖς ἀπὸ ῾Ιεροσολύμων μὴ χωρίζεσθαι, ἀλλὰ περιμένειν τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ πατρὸς ἣν ἠκούσατέ μου· ὅτι ᾿Ιωάννης μὲν ἐβάπτισεν ὕδατι, ὑμεῖς δὲ βαπτισθήσεσθε ἐν Πνεύματι ῾Αγίῳ οὐ μετὰ πολλὰς ταύτας ἡμέρας[22].
Ενώ όμως ο Κύριος προετοιμάζει τους μαθητές Του για την αποστολή που τους αναθέτει, τους εξηγεί τα πάντα και ανακεφαλαιώνει όσα τους δίδαξε, λέγων τὰ περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ[23], εκείνοι το μόνο που καταλαβαίνουν απ’ όλα αυτά είναι ότι τώρα έχουν μια τελευταία ευκαιρία να υποβάλλουν ένα ερώτημα που τους βασανίζει και να πάρουν μια απάντηση: οἱ μὲν οὖν συνελθόντες ἐπηρώτων αὐτὸν λέγοντες· Κύριε, εἰ ἐν τῷ χρόνῳ τούτῳ ἀποκαθιστάνεις τὴν βασιλείαν τῷ ᾿Ισραήλ;[24] «Ο αιώνιος καημός και το κρυφό μαράζι» των Εβραίων, πότε επιτέλους θα αποκατασταθεί το βασίλειο του Ισραήλ; μήπως δεν είναι πια καιρός να ζήσουν κι αυτοί τις μέρες δόξας όπως την εποχή του Δαυίδ και όπως άλλωστε τόσες φορές είχε υποσχεθεί ο Θεός;[25] Βλέπουμε, λοιπόν, ότι κάθε φορά που ο Χριστός μιλούσε για την βασιλεία του Θεού το μυαλό των μαθητών αυτομάτως πήγαινε στην επί γης αποκατάσταση του Μεσσιανικού βασιλείου του Ισραήλ. Ας θυμηθούμε τι συνέβη λίγο καιρό πριν: ἦσαν δὲ ἐν τῇ ὁδῷ ἀναβαίνοντες εἰς ῾Ιεροσόλυμα· καὶ ἦν προάγων αὐτοὺς ὁ ᾿Ιησοῦς, καὶ ἐθαμβοῦντο, καὶ ἀκολουθοῦντες ἐφοβοῦντο. καὶ παραλαβὼν πάλιν τοὺς δώδεκα ἤρξατο αὐτοῖς λέγειν τὰ μέλλοντα αὐτῷ συμβαίνειν, ὅτι ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς ῾Ιεροσόλυμα καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδοθήσεται τοῖς ἀρχιερεῦσι καὶ γραμματεῦσι, καὶ κατακρινοῦσιν αὐτὸν θανάτῳ καὶ παραδώσουσιν αὐτὸν τοῖς ἔθνεσι, καὶ ἐμπαίξουσιν αὐτῷ καὶ μαστιγώσουσιν αὐτὸν καὶ ἐμπτύσουσιν αὐτῷ καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται. Καὶ προσπορεύονται αὐτῷ ᾿Ιάκωβος καὶ ᾿Ιωάννης υἱοὶ Ζεβεδαίου λέγοντες· διδάσκαλε, θέλομεν ἵνα ὃ ἐὰν αἰτήσωμεν ποιήσῃς ἡμῖν. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· τί θέλετε ποιῆσαί με ὑμῖν; οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· δὸς ἡμῖν ἵνα εἷς ἐκ δεξιῶν σου καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων σου καθίσωμεν ἐν τῇ δόξῃ σου… καὶ ἀκούσαντες οἱ δέκα ἤρξαντο ἀγανακτεῖν περὶ ᾿Ιακώβου καὶ ᾿Ιωάννου[26]. Κατά παρόμοιο τρόπο οι μαθητές αντιλαμβάνονται και τώρα ότι την ώρα αυτή που ο Κύριος τους λέγει ότι θα φύγει από κοντά τους, θα είναι η ώρα που περιμέναν τόσο πολύ. Φευ!, όμως, τι απογοήτευση ένιωσαν όταν άκουσαν τον Χριστό με αυστηρό τόνο να τους επιπλήττει: εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· οὐχ ὑμῶν ἐστι γνῶναι χρόνους ἢ καιροὺς οὓς ὁ πατὴρ ἔθετο ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ, ἀλλὰ λήψεσθε δύναμιν ἐπελθόντος τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος ἐφ᾿ ὑμᾶς, καὶ ἔσεσθέ μοι μάρτυρες ἔν τε Ἰερουσαλὴμ καὶ ἐν πάσῃ τῇ ᾿Ιουδαίᾳ καὶ Σαμαρείᾳ καὶ ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς[27].
Με την απάντηση που δίνει ο Χριστός ξεκαθαρίζει στους μαθητές του, και κατ’ επέκταση σε όλους εμάς, ότι είναι ξένος με αυτό που αποκαλούν ή ονειρεύονται ως βασιλεία του Ισραήλ και ακόμη περισσότερο ανατρέπει τα χρονικά πλαίσια οποιασδήποτε θείας ενέργειας. Δεν είναι ο Θεός υπηρέτης ενός λαού, του Εβραϊκού, αλλ’ είναι Θεός όλων των ανθρώπων, ακόμη και των Σαμαρειτών… αλλά και των Εθνικών!
Στο πρώτο ερώτημα περί του χρόνου, απαντά αποστομωτικά ότι δεν είναι στην διάκρισή τους και να μη σφετερίζονται ξένες αρμοδιότητες, του Θεού εν προκειμένω, οὐχ ὑμῶν ἐστι γνῶναι χρόνους ἢ καιροὺς οὓς ὁ πατὴρ ἔθετο ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσία. Μια απάντηση που απάλλαξε την Εκκλησία οριστικά από το άγχος του χρόνου και των ορίων του και πολύ περισσότερο απομάκρυνε κάθε κάθε κίνδυνο χιλιασμού. Αλλά, και στο άλλο ερώτημα για την βασιλεία του Ισραήλ δίνει απάντηση εξίσου κατηγορηματική, λήψεσθε δύναμιν ἐπελθόντος τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος ἐφ᾿ ὑμᾶς, καὶ ἔσεσθέ μοι μάρτυρες ἔν τε ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ἐν πάσῃ τῇ ᾿Ιουδαίᾳ καὶ Σαμαρείᾳ καὶ ἕως ἐσχάτου τῆς γῆ. Τους λέγει, δηλ. ότι εγώ δεν έχω τίποτα να κάνω με τις μεσσιανικές προσδοκίες του Ισραήλ, διότι εγώ ο Μεσσίας εγκαθιδρύω την δική μου βασιλεία, την Εκκλησία, της οποίας εσείς θα είστε υπηρέτες. Το αίτημα, λοιπόν, των αδελφών Ζεβεδαίου να καθίσουν εκ δεξιών και εξ ευώνυμων ικανοποιείται για όλους πλέον, αφού αναλαμβάνουν την τιμητική αποστολή να είναι οι μάρτυρες Του, πρέσβεις, μέσα στην ιστορία. Θα είναι πρέσβεις μιας νέας βασιλείας, της οποίας το ήθος και ύφος ήδη στην επί του Ὄρους Ὁμιλία ο Χριστός προδιέγραψε σε πείσμα των μεσσιανικών προσδοκιών του όχλου[28]. Στην Κυριακή προσευχή, μάλιστα, δίδαξε ότι η βασιλεία του Θεού είναι πάντοτε παρούσα όταν γίνεται το θέλημα του Θεού ὡς ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς και έτσι αγιάζεται το Όνομά του[29].
Ας μη ξεχνούμε, τέλος, ότι παρά τις αλλεπάλληλες διαψεύσεις του Κυρίου για τα σχετικά με την επικείμενη βασιλεία του Ισραήλ, πριν την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, η διάνοια των μαθητών παρέμενε παχυλή ως και των λοιπών συμπατριωτών τους, και αντιμετώπιζαν τα ίδια προβλήματα. Κι όλα αυτά πριν την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, διότι μετά την Πεντηκοστή θα ακούσουμε τον Πέτρο να δίνει την απάντηση στο ερώτημα αυτό με πολύ διαφορετικό τρόπο: τὸ εἰρημένον διὰ τοῦ προφήτου ᾿Ιωήλ· καὶ ἔσται ἐν ταῖς ἐσχάταις ἡμέραις, λέγει ὁ Θεός, ἐκχεῶ ἀπὸ τοῦ πνεύματός μου ἐπὶ πᾶσαν σάρκα, καὶ προφητεύσουσιν οἱ υἱοὶ ὑμῶν καὶ αἱ θυγατέρες ὑμῶν, καὶ οἱ νεανίσκοι ὑμῶν ὁράσεις ὄψονται, καὶ οἱ πρεσβύτεροι ὑμῶν ἐνύπνια ἐνυπνιασθήσονται· καί γε ἐπὶ τοὺς δούλους μου καὶ ἐπὶ τὰς δούλας μου ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἐκχεῶ ἀπὸ τοῦ πνεύματός μου, καὶ προφητεύσουσι. καὶ δώσω τέρατα ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω καὶ σημεῖα ἐπὶ τῆς γῆς κάτω, αἷμα καὶ πῦρ καὶ ἀτμίδα καπνοῦ· ὁ ἥλιος μεταστραφήσεται εἰς σκότος καὶ ἡ σελήνη εἰς αἷμα πρὶν ἢ ἐλθεῖν τὴν ἡμέραν Κυρίου τὴν μεγάλην καὶ ἐπιφανῆ. καὶ ἔσται πᾶς ὃς ἂν ἐπικαλέσηται τὸ ὄνομα Κυρίου σωθήσεται…. ῎Ανδρες ἀδελφοί, ἐξὸν εἰπεῖν μετὰ παρρησίας πρὸς ὑμᾶς περὶ τοῦ πατριάρχου Δαυῒδ ὅτι καὶ ἐτελεύτησε καὶ ἐτάφη καὶ τὸ μνῆμα αὐτοῦ ἐστιν ἐν ἡμῖν ἄχρι τῆς ἡμέρας ταύτης… προφήτης οὖν ὑπάρχων, καὶ εἰδὼς ὅτι ὅρκῳ ὤμοσεν αὐτῷ ὁ Θεὸς ἐκ καρποῦ τῆς ὀσφύος αὐτοῦ τὸ κατὰ σάρκα ἀναστήσειν τὸν Χριστὸν καθίσαι ἐπὶ τοῦ θρόνου αὐτοῦ… οὐ γὰρ Δαυῒδ ἀνέβη εἰς τοὺς οὐρανούς, λέγει δὲ αὐτός· εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίω μου, κάθου ἐκ δεξιῶν μου, ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου. ἀσφαλῶς οὖν γινωσκέτω πᾶς οἶκος ᾿Ισραὴλ ὅτι καὶ Κύριον καὶ Χριστὸν αὐτὸν ὁ Θεὸς ἐποίησε, τοῦτον τὸν ᾿Ιησοῦν ὃν ὑμεῖς ἐσταυρώσατε.[30] Τα έσχατα, η βασιλεία του Θεού, ή ανασύσταση του βασιλείου του Δαυίδ από τον Μεσσία, πραγματοποιείται από τον Ιησού που προσφάτως σταυρώθηκε, αλλά ανέστη και οι μαθητές του είναι μάρτυρες όλων αυτών ….και όλοι οι άλλοι που συμμετείχαν στα γεγονότα των ημερών εκείνων….
Οι απαντήσεις του Κυρίου στα δύο ερωτήματα των μαθητών, για τον χρόνο και το είδος της βασιλείας Του, προδιέγραψαν συνάμα και την ποιότητα του αποστολικού κηρύγματος και εν συνεχεία την ζωή της Εκκλησίας. Δεν υπάρχουν περιθώρια για ενασχολήσεις με σχολαία θέματα διότι προέχει η εκπλήρωση της βασικής αποστολής των Μαθητών, και των Χριστιανών, δηλ. της Εκκλησίας, να είναι μάρτυρες του Αναστημένου Χριστού σε κάθε χρόνο και κάθε τόπο: ἔσεσθέ μοι μάρτυρες ἔν τε ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ἐν πάσῃ τῇ ᾿Ιουδαίᾳ καὶ Σαμαρείᾳ καὶ ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς. Η Εκκλησία, λοιπόν, ως ο επιζών μάρτυς της Αναστάσεως μαρτυρεί συνεχώς για τις εμφανίσεις του Αναστάντος και τις θεοφανείες της Ζωοποιού Χάριτος του Θεού. Η δράση δε του μάρτυρος αυτού, της Εκκλησίας, εκτυλίσσεται ανάμεσα στα ορόσημα που τίθενται από την Ανάληψη του Κυρίου και την Δευτέρα και ένδοξη Του παρουσία… καὶ ταῦτα εἰπὼν βλεπόντων αὐτῶν ἐπήρθη, καὶ νεφέλη ὑπέλαβεν αὐτὸν ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν. καὶ ὡς ἀτενίζοντες ἦσαν εἰς τὸν οὐρανὸν πορευομένου αὐτοῦ, καὶ ἰδοὺ ἄνδρες δύο παρειστήκεισαν αὐτοῖς ἐν ἐσθῆτι λευκῇ, οἳ καὶ εἶπον· ἄνδρες Γαλιλαῖοι, τί ἑστήκατε ἐμβλέποντες εἰς τὸν οὐρανόν; οὗτος ὁ ᾿Ιησοῦς ὁ ἀναληφθεὶς ἀφ᾿ ὑμῶν εἰς τὸν οὐρανόν, οὕτως ἐλεύσεται, ὃν τρόπον ἐθεάσασθε αὐτὸν πορευόμενον εἰς τὸν οὐρανόν[31].
Η Ανάληψη του Χριστού εμπρός στα μάτια τους, προφανώς καθήλωσε τους μαθητές, διότι έμειναν άφωνοι, ακίνητοι και αποσβολωμένοι, ώστε να «χρειασθεί» η επέμβαση των δύο αγγέλων για να καταλάβουν τι έγινε και να ξεκινήσουν το δρόμο της επιστροφής για το Υπερώο όπου θα περίμεναν την εκπλήρωση της υποσχέσεως του Κυρίου για την αποστολή του Αγίου Πνεύματος.
3. Επιλογικά
Πέρα από την θεοπνευστία, οι ιεροί συγγραφείς αναδεικνύονται και πρότυπα ιστορικών συγγραφέων. Στην περίπτωση, μάλιστα του Λουκά, που γράφει σ’ έναν εξ εθνικών Χριστιανό άμοιρο του πνεύματος της Π. Διαθήκης και ξένο των επαγγελιών, χρειάζεται πολύ προσοχή για την ιστορική τεκμηρίωση των γεγονότων, κατά τρόπο που να συνάδει με την οικεία αντίληψη περί ιστορικότητας[32]. Συνεπώς, η ιστορική συνείδηση του Λουκά, επιβάλλει την καταγραφή όλων των απαραιτήτων λεπτομερειών προκειμένου να αναδείξει και να εντάξει τα γεγονότα στις διαστάσεις του πραγματικού, ώστε να μην επιβαρύνονται τα όντως συγκλονιστικά και πρωτοφανή γεγονότα με οποιαδήποτε σκιά ή υποψία. Δηλ. προσάγει όλα εκείνα τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για να καταγραφούν τα συμβάντα ως ιστορικά γεγονότα. Ας προσέξουμε, λοιπόν, τις λεπτομέρειες, πρώτα δίνει τις ακριβείς γεωγραφικές συντεταγμένες της τοποθεσίας της Αναλήψεως, ἀπὸ ὄρους τοῦ καλουμένου ἐλαιῶνος, ὅ ἐστιν ἐγγὺς ῾Ιερουσαλήμ, σαββάτου ἔχον ὁδόν[33],δηλ. απόσταση λιγώτερη από χιλιόμετρο, και εν συνεχεία προσδιορίζει επακριβώς τον τόπο της συγκεντρώσεως των μαθητών άμα τη επιστροφή στα Ιεροσόλυμα, ἀνέβησαν εἰς τὸ ὑπερῷον οὗ ἦσαν καταμένοντες[34], που σημαίνει ότι αναφέρεται σε κάποιο γνωστό δώμα, μάλλον του Μυστικού Δείπνου. Και για να ολοκληρώσει την «κατάθεσή» του προσάγει τους μάρτυρες των γεγονότων, οι οποίοι μπορούν να βεβαιώσουν την αλήθεια των λεγομένων του, ὅ τε Πέτρος καὶ ᾿Ιάκωβος καὶ ᾿Ιωάννης καὶ ᾿Ανδρέας, Φίλιππος καὶ Θωμᾶς, Βαρθολομαῖος καὶ Ματθαῖος, ᾿Ιάκωβος ᾿Αλφαίου καὶ Σίμων ὁ Ζηλωτὴς καὶ ᾿Ιούδας ᾿Ιακώβου οὗτοι πάντες ἦσαν προσκαρτεροῦντες ὁμοθυμαδὸν τῇ προσευχῇ καὶ τῇ δεήσει σὺν γυναιξὶ καὶ Μαρίᾳ τῇ μητρὶ τοῦ ᾿Ιησοῦ καὶ σὺν τοῖς ἀδελφοῖς αὐτοῦ[35]. Η τελευταία αναφορά στους αδελφούς του Κυρίου, και της Μαρίας, έχει ιδιαίτερη βαρύτητα όχι μόνον γιατί επιζούσαν και κατείχαν περίοπτη θέση στην πρώτη Εκκλησία, άρα μπορούσε να καταφύγει ο καθένας στην μαρτυρία τους όπως των άλλων που κατονομάζει αποστόλων και της Μαρίας της μητέρας του Κυρίου, αλλά πολύ περισσότερο η παρουσία τους από την πρώτη στιγμή μεταξύ των μαθητών αποδεικνύει την αλήθεια της Αναστάσεως, και την δύναμη των εμφανίσεων του Αναστάντος Χριστού, διότι πως άλλως να εξηγηθεί η άρδην μεταστροφή των αδελφών Του Ας θυμηθούμε ότι ο ίδιος ο Λουκάς περιγράφει στο Ευαγγέλιο του την επίσκεψη της μητέρας και των αδελφών προκειμένου να τον συνετίσουν… παρεγένοντο δὲ πρὸς αὐτὸν ἡ μήτηρ καὶ οἱ ἀδελφοί αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἠδύναντο συντυχεῖν αὐτῷ διὰ τὸν ὄχλον. καὶ ἀπηγγέλη αὐτῷ λεγόντων· ἡ μήτηρ σου καὶ οἱ ἀδελφοί σου ἑστήκασιν ἔξω ἰδεῖν σε θέλοντες[36]. Τότε ο Χριστός πήρε αφορμή απ’ αυτό και όρισε την ποιότητα της συγγενείας Του: ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε πρὸς αὐτούς· μήτηρ μου καὶ ἀδελφοί μου οὗτοί εἰσιν οἱ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ ἀκούοντες καὶ ποιοῦντες αὐτόν[37], όπως πράγματι συνέβη μετά την Ανάσταση Του, στην Εκκλησία.
Αν παρατηρήσουμε προσεκτικά θα διαπιστώσουμε ότι ο Λουκάς γράφοντας τις Πράξεις των Αποστόλων έχει κατά νου το Ευαγγέλιο του και όσα εκεί παρουσιάζονται ως διδασκαλία, εδώ εμφανίζονται ως γεγονότα. Έτσι συνδέει εσωτερικά τα γεγονότα στην σχέση υπόσχεσης και εκπλήρωσης, δηλ. αυτά που δίδαξε ο Χριστός πραγματοποιούνται μέσα στην Εκκλησία Του. Ο Χριστός και το Ευαγγέλιο Του δημιουργούν παράδοση της οποίας μάρτυρες και φορείς είναι οι Απόστολοι.
Η νίκη του Χριστού επί του θανάτου και οι εμφανίσεις Του στους μαθητές θεμελιώνουν και καθιστούν δυνατή την ύπαρξη και την αυτογνωσία της Εκκλησίας μέσα στον χρόνο. Ο Αναστάς είναι πάντοτε παρών, κάθε στιγμή μέσα στην Εκκλησία, αποτελώντας έτσι εγγύηση για την ζωή της και κριτήριο για την Παράδοσή της. Τέλος, ανοίγει τις προοπτικές για το μέλλον, αφού όπως τον είδαμε να Αναλαμβάνετε στους ουρανούς έτσι θα ξαναέλθει, αλλ’ εν τω μεταξύ είναι πάντοτε παρών με τον Παράκλητο στην Εκκλησία. Η μαρτυρία του Παρακλήτου είναι αυτή που με την ταυτότητα εμπειριών που παρέχει στο Εκκλησιαστικό σώμα επιβεβαιώνει την σύνδεση με τον Σωτήρα Χριστό. Οι προφήτες και οι χαρισματούχοι εξακολουθούν να υπάρχουν μέσα στην Εκκλησία και οι εμπειρίες τους επιβεβαιώνουν τις ήδη κατατεθημένες εμπειρίες, ως παρουσία του Παρακλήτου. Η αλυσίδα των έμπειρων επιβεβαιώνουν την ορθή ερμηνεία των Γραφών, αφού ο ίδιος Παράκλητος εμπνέει την Εκκλησία.
[2]. Σ. Σάκκος, Μαθήματα Εισαγωγής εις την Καινήν Διαθήκην, Θεσσαλονίκη 1972, σ. 130-131· Ι. Καραβιδόπουλος, Εισαγωγή στην ΚαινήΔιαθήκη, Θεσσαλική 1983, σ. 193-194· Η. Βούλγαρης, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, Α’, Αθήναι 2003, σ. 333-337· D. A. Carson, D. J. Moo, L. Morris, An Introduction to the New Testament, Grand Rapids 1992, σ. 185-19. Για την φυλάκιση του Παύλου, βλ. B. Rapske, The Book of Acts and Paul in Roman Custody, Grand Rapids-Carlisle 1994.
[3]. Για την ιδιότητa του Ρωμαίου πολίτη, γενικά, βλ., C.F. Kilbert μεταφρ., Justinian: The Digest of Roman Law, (Penquin Classics), 1979· R. Masciantonio, Legal Latin, (American Classical League), Washington, D.C 1983· A. N. Sherwin-White, The Roman Citizenship, [Oxford University Press], Oxford 1939, ανατυπ. 2001· A. J. Crook, Life and Law of Rome, [Cornell University Press], Ithaca N.Y. 1967, σ. 250-286· Jo Ann Shelton, As the Romans Did, Oxford University Press 1988, σ. 242-8, 277· G. B. Cobbold, Children of Romulus, [Longman Press], London 1995, σ. 137-138· Karl Christ, The Romans, [University of California Press], Berkeley-Los Angeles-London 1984, σ. 121-132· Για τον Παύλο ιδιαιτέρως, βλ. Rapske, The Book of Acts and Paul in Roman Custody, όπ.π., σ. 71-112.
[4]. G. Bardy εκδ., Ευσέβιος Καισαρείας, ΕκκλησιαστικήΙστορία, [Sources Chrétiennes 31], Paris 1952, κεφ. III, I. 4. 6.1
[6]. Πράξ. 16, 10-11. Για τις πόλεις- εκκλησίες των Πράξεων, πρόχειρα βλ. Wayne A. Meeks, The First Urban Christians: The Social World of the Apostle Paul, [Yale University Press], New Haven- London 1983.
[13]. Βλ. Shherwin-White, The Roman Citinzenship, όπ.π, σ. 411-415. Για παράδειγμα οι Φίλιπποι: formerly Crenides, «the fountain,» the capital of the province of Macedonia. It stood near the head of the Sea, about 8 miles north-west of Kavalla. Philip of Macedonia fortified the old Thracian town of Crenides, and called it after his own name Philippi (B.C. 359-336). In the time of the Emperor Augustus this city became a Roman colony, i.e., a military settlement of Roman soldiers, there planted for the purpose of controlling the district recently conquered. It was a «miniature Rome,» under the municipal law of Rome, and governed by military officers, called duumviri, who were appointed directly from Rome. Having been providentially guided thither, here Paul and his companion Silas preached the gospel and formed the first church in Europe. This success stirred up the enmity of the people, and they were «shamefully entreated» (Acts 16: 9-40; 1 Thess. 2:2). Paul and Silas at length left this city and proceeded to Amphipolis, Easton’s Bible Dictionary, 1897. Ακόμη βλ. L. Keppie, Colonisation and veteran settlement in Italy 47-14 BC, [British School at Rome], Rome 1983 · A. J. S. Spawforth,« Roman Corinth: The Formation of a Colonial Elite», στο Roman Onomastics in the Greek East: Social and Political Aspects (Proceedings of the International Colloquium Organized by the Finnish Institute and the Centre for Greek and Roman Antiquity, Athens, 7–9 September 1993, (Μελετήματα 21), εκδ. A. Δ. Ριζάκις, Αθήνα 1996, σ. 167-182· J. K. Goodrich, «Erastus, Quaestor of Corinth: The Administrative Rank of ὁ οἰκονόμος τῆς πόλεως (Rom 16.23) in an Achaean Colony», New Testament Studies 56 (2009) 90-115· R. J. Sweetman, έκδ., Colonies in the First century of their Foundation, [Oxbow Books], Oxford 2011.
[25]. Για τις μεσσιανικές αντιλήψεις των Εβραίων την εποχή αυτή, βλ. E. Schürer, The Ηistory of the Jewish people in the age of Jesus Christ, [μφρ. από γερμανικό], IΙ, [T& T. Clark], Edinburgh ανατυπ. 1986, σ. 488-554, όπου και η σύγχρονη βιβλιογραφία. Ακόμη, βλ. M. Löwy, Rédemption et utopie, [Presses Universitaires de France], Paris 1988 (= ελλ. μετφρ. Λύτρωση και ουτοπία, Αθήνα 2002)· M. Idel, Messianic Mystics, [Yale University Press], New Haven – London 1998, σ. 1-57. Για περισσότερα στην εισήγησή μου, «Η Ανάσταση: η μαρτυρία της Π. Διαθήκης», στην Ετήσια Σύναξη του Iερού Kλήρου της Iεράς Aρχιεπισκοπής Θυατείρων και Μ. Βρετανίας, Γλασκώβη 19 Απριλίου 2004.
[32]. Τα βιβλία της Κ. Διαθήκης είναι στην ουσία ιστορία και διδαχή. Η μεν ιστορία εκτίθεται απαθώς, με όλες τις εξασφαλίσεις που απαιτεί η ιστορικότητα, όπως αυτή διαμορφώθηκε από τους αρχαίους έλληνες ιστορικούς και εν συνεχεία έγινε κοινός τόπος απ’ όλους τους ιστοριογραφούντες· η δε διδαχή συμπαθώς, αφού μεταφέρει σωτηριώδεις αλήθειες. Εκείνο που απαιτείται από τον ιστορικό είναι να ιστορεί ό,τι μπορεί ανθρωπίνως να πληροφορηθεί και να ελεγχθεί, σε αντίθεση με την διδαχή που είναι αποκαλυπτική. Για την σχέση ιστορίας και θεοπνευστίας, βλ. γενικά, Β. Στογιάννος, «Παράδοσις και Αγία Γραφή», και «Η έννοια της παράδοσης στην Καινή Διαθήκη», στο Ερμηνευτικά μελετήματα, Θεσσαλονική 1988, σ. 264- 284, 285-302. Για την αντίληψη περί ιστορίας που καθιέρωσε η αρχαία ελληνική σκέψη, πρόχειρα βλ. Κ. Γεωργούλη, Φιλοσοφία της Ιστορίας, Αθήναι 1976, σ. 1-95· Λ. Αρεταίος, Η φιλοσοφία της ιστορίας στην αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή διανόηση, Αθήνα 2001·Ε. Breisach, Historiography. Ancient, Medieval and Modern, (έκδ. University of Chicago Press), Chicago-London 21994, σ. 5-120. Πρβλ. Α. Καρπόζηλος, Βυζαντινοί ιστορικοί και χρονογράφοι, Α’ (4ος-7ος αι.), Αθήνα 1997, σ. 25-77.
[33]. Πρξ 1,12. Η απόσταση που επιτρεπόταν να διανύσουν το Σάββατο οι Ιουδαίοι ήταν 2.000 πήχεις Χ 0,45cm = 900 m· βλ. Η. Οικονόμου, Παραδόσεις αρχαιολογίας της Παλαιστίνης και Βιβλικής θεσμολογίας, Αθήνα 1985, σ. 388· Schürer, όπ.π., σ. 472-473 , δηλ.
«Τα γεγονότα δημιουργούν την παράδοση και το μέγιστο όλων των γεγονότων στην ιστορία είναι η εναθρώπιση του Χριστού. Η δράση, η διδασκαλία και τέλος ο θάνατος κι η Ανάσταση του Ιησού Χριστού, δημιουργούν την «παράδοση» της οποίας μάρτυρες είναι οι μαθητές. Οι εμπειρίες των μαθητών συνιστούν τον περίεχομενο της παραδόσεως, «αυτό που ακούσαμε, αυτό που είδαν τα μάτια μας, αυτό που αντικρυσαμε και τα χέρια μας ψηλάφησαν» (ὃ ἀκηκόαμεν, ὃ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὃ ἐθεασάμεθα καὶ αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν, Α´Ιωάν. 1,2), ταυτόχρονα δε και τον πυρήνα του κηρύγματος της Εκκλησίας, ότι δηλαδή ο Ιησούς είναι η Ζωή. Η συνειδητοποίηση του γεγονότος αυτού, σε συνεργασία με τις μοναδικές εμπειρίες που έζησαν οι μαθητές, τους δίνει την δύναμη, αλλά συνάμα και την υποχρέωση, να μη κρατήσουν για τον εαυτό τους όλα όσα έζησαν αλλά να βγουν στους δρόμους και τις πλατείες, να ταξιδέψουν όπου μπορούν για να μεταφέρουν το χαρμόσυνο νέο υπάρχει έξοδος και διέξοδος στα ανθρώπινα (Α´Ιωάν. 1,7)…..», ο Εναθρωπίσας, Σταυρωθείς και Αναστηθείς Ιησούς Χριστός.
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.