Ετικέτες

,

Κυριακή 12 Μαΐου 2024, «του Θωμά», (Πράξ. 5, 12-20) 

  Από την Κυριακή του Πάσχα μέχρι και της Πεντηκοστής τα αποστολικά αναγνώ­σμα­­τα, αγαπητοί αδελφοί, είναι από το βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων και ο λόγος είναι προφανης· να καταδειχθεί πως και πόσο ρίζωσε το κήρυγμα της Αναστάσεως και τι επακόλουθα προκάλεσεΗ συγγρα­φή του βιβλίου των Πράξεων ομο­φω­νώς από την πα­ρά­δοση αποδίδεται στον ευαγγε­λι­στή Λου­κά. Πιθανός δε χρόνος συγ­γρα­φής θεωρείται το χρονικό διάστημα της φυλακίσεως του αποστόλου Παύλου στη Ρώμη, ή αμέσως μετά, δηλαδή μεταξύ των ετών 62 και 64.

Ο Λουκάς ήταν μα­θη­τής του Παύλου καί από το όνομα φαίνεται ότι ήταν ρωμαίος πο­λίτης, μάλλον Αντι­ο­χέας, και στο επάγγελμα ιατρός. Αναφέρεται για πρώτη φορά στο βιβλίο των Πράξεων μετά το όραμα της Τρωάδος, (Πράξ. 16, 10-11). Από το σημείο αυ­τό αρχίζει ο Λουκάς να δι­η­γεί­ται σε πρώτο πρό­σωπο. Η διήγηση σε πρώτο πρό­σω­πο στα­μα­τά στους Φι­λίππους, ό­­που φαίνεται ότι έμεινε ως ε­πί­σκο­πος της νεοπαγούς Εκ­κλη­σίας, μιας και ως ρω­μαίος πο­λί­­της θα ήταν πλέον κατάλληλος μετά τα παθήματα, και την απο­κά­λ­υψη, των άλ­­λων δύο ρω­μαίων πολίτων Παύλου και Σι­λά. Ξαναεμφανίζεται πά­λι όταν ο Παύλος πραγμα­το­­ποιεί την τε­λευταία περιοδεία στην Αχαΐα και τον ακολουθεί στην Μα­κεδονία, Μ. Α­­σία, Ιεροσό­λυ­μα και στην πρώτη φυλάκιση του στην Ρώμη (Πράξ. 20, 4-28, 31). Οι συν­ε­­χείς χαιρετισμοί στις ε­πιστολές της αιχ­μα­λωσίας του Παύλου και από τον Λουκάς στις εκ­­κλη­σίες των Κολοσσών και στον Φιλ­ή­μο­να φανερώνουν τους παλαι­ούς δεσμούς του Λουκά με τις Μικρασιατικές εκ­­κλησίες, πολύ πριν από τις περιοδείες του Παύλου. Τέ­λος, θα πρέ­πει  να πούμε ότι παρέ­μει­νε συνεχώς με τον Παύλο, διότι με κά­ποια πικρία ο τελευταίος δι­α­­πι­στώνει γράφοντας στα τέλη του βίου στον Τιμόθεο ότι ό­­λοι τον εγκα­τέ­λειψαν, αλλά «Λου­κᾶς ἐστι μόνος μετ᾿ ἐ­μοῦ» (Β´Τιμ 4,10).

Οι τελευταίες παρατηρήσεις αποκαλυπτούν και τις πηγές του Λουκά για την συγ­γρα­φή των Πράξεων, οι οποίες κατά βάση είναι οι ιδικές του παρατηρήσεις και ύστερα οι μαρ­­τυ­ρίες του Παύλου και των άλλων αποστόλων, αλλά και της Θεοτόκου, τους οποίους γνώρισε και συνα­νε­στράφη προ­σω­πικώς, όπως φαίνεται από τις πολλές αναφορές σε όλο το μήκος των Πρά­ξε­ων.

Το σχέδιο που ακολουθεί ο Λουκάς, στην σύνταξη του βιβλίου του, είναι απλό και υ­πη­­ρε­τεί απολύτως τον σκοπό της συγγραφής του καθότι απευθύνεται στον Θεόφιλο, τώ­ρα πλέ­ον απλώς ως φίλος, δίχως επίθετο, ενώ ως «κράτιστος» στο Ευαγγέλιο (Λουκ. 1, 1), και στο­χεύει να καταδείξει την εξάπλωση της Εκκλησίας, ως επιβεβαιώσεως της εντο­λής του Κυ­ρίου, «ἔσεσθέ μοι μάρτυρες ἔν τε ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ἐν πάσῃ τῇ ᾿Ιουδαίᾳ καὶ Σα­μα­­ρείᾳ καὶ ἕ­­ως ἐσχάτου τῆς γῆς», (Πράξ. 1,8) πρώτα στην περιτομή, στους Ιουδαίους, (κεφ. 1-9) και ύστερα στην ακρο­βυ­στία, στους ειδωλολάτρες (κεφ. 10-28). Για τον λόγο αυ­τό το βιβλίο των Πράξεων είναι το πλέον πο­λιτικό βιβλίο της Κ. Δια­θή­κης, με την έν­νοια ότι καταδεικνύει τις συνέπειες, την πο­λι­τεία που εγκαθιδρύει το μή­νυμα του Ευαγ­γε­λίου σε Ιουδαϊκό ή εθνικό περιβάλλον, δη­λα­δή στην οικουμένη. Δίνει τα πλαίσια της δρά­σεως της Εκκλησίας ως στρατευομένης μέ­σα στον κόσμο, στον οποίο παρά τις αντι­ξο­ότητες και με πολλές θυσίες κατορθώνει να φέ­­­ρει το κήρυγμα της εν Χριστώ σω­τη­­ρί­ας σε όλο τον κόσμο. Το γεγονός της Ενα­θρω­πή­σεως και Ανα­­στάσεως του Ιησού Χριστού δημι­ουργεί μία παράδοση η οποία διαχέεται στον κό­σμο χάρη στο κήρυγμα των αυ­το­πτών μαρτύρων, δηλαδή των Αποστόλων, και κά­­τι πε­ρισ­­­σό­­τερο, το κήρυγμα αυτό δημι­ουρ­γεί μία νέα πρα­γμα­τι­κότητα την Εκκλησία, δη­λαδή μία καινή πολιτεία στην οποία πνέ­ει ένας άλλος αέρας και επι­κρατούν και­νο­φα­νείς όροι. Λέγοντας όλα τα παραπάνω κα­τανοούμε ότι δεν είναι οι Πράξεις των Αποστό­λων γενικά η ιστορία των Αποστόλων, αλλά η Ιστορία των αποτελεσμάτων της δρά­­σεως των Α­πο­­στό­λων, που είναι η εγκα­θί­δρυση της Εκκλησίας.

Στο σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα βλέπουμε πώς το κήρυγμα της Αναστά­σε­ως δημιούργησε ήδη από την πρώτη στιγμή θαυμαστά αποτελέσματα.

Ο βασιλιάς Ηρώδης, άρχισε τον διωγμό εναντίον της Εκκλησίας. Πρώτα αποκεφάλισε τον Ιάκωβο, ο οποίος ήταν επίσκοπος της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων, τον αδερφό του Ιωάννη. Όταν είδε ότι αυτό άρεσε στους Ιουδαίους, αποφάσισε στην συνέχεια να συλ­λάβει και τον Πέτρο. Αυτό έγινε τις μέρες του Πάσχα (του 44 μ.Χ.). Τον συνέλαβε και τον έριξε στην φυλακή, κι έβαλε να τον φυλάνε τέσσερις ομάδες φυλάκων διαδοχικά από τέσσερις στρατιώτες στην κάθε μία, σκοπεύοντας να τον φέρει σε δημόσια δίκη μετά το Πάσχα. Ενώ ο Πέτρος ήταν στην φυλακή, η εκκλησία προσευχόταν αδιάκοπα στο Θεό για την σωτηρία του.

Ας δούμε όμως πως αναλύει τα γεγονότα ο μεγάλος ερμηνευτής αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος στην 26η Ομιλία του στις Πράξεις (εκδ. ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1984)

IOANNOY_XRYSOSTOMOY_16A_YPOMNHMATA_EPE-66


Κυριακή 12 Μαΐου 2024, «του Θωμά», (Ιωάν. 20, 19-31)

  Ο απόστολος κι ευαγγελιστής Ιωάννης αρχίζει το Ευαγγέλιο του με την περικοπή που α­­­­κού­σαμε στην Λειτουργία της Αναστάσεως, δηλώντας εξαρχής αυτό που αποτελεί και την κατάληξη του σχεδίου της Θείας Οικονομίας, ότι «εξαρχής υπήρχε ο Λό­γος κι ο Λό­γος ήταν με τον Θεό κι ήταν Θεός ο Λόγος. Από την αρχή ήταν αυτός με τον Θε­ό. Τα πάντα δημιουργήθηκαν διά μέσου αυτού κι από όσα έγιναν τίποτα χωρίς αυτόν δεν έγινε. Αυ­τός ήταν η ζω­ή κι η ζωή αυτή ήταν το φως για τους ανθρώπους» (ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λό­­γος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος. Οὗτος ἦν ἐν ἀρχῇ πρὸς τὸν Θεόν. πάντα δι᾿ αὐ­τοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἓν ὃ γέγονεν. ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν, καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων, 1,2-4), για να υπο­γραμ­μίσει με τον τρόπο αυτό ότι ο αίτιος της δη­­μι­ουρ­­γίας του σύμπαντος κόσμου, είναι ο Ιη­σούς Χριστός καθώς και της αναδη­μι­ουρ­γί­ας, α­φού ως Υιός και Λόγος του Θεού εναν­θρώπισε εσχά­τως. Από το σημείο αυτό α­φορ­­­μά­ται και στην Α´Επιστολή του (η ο­ποί­α μαζί με τις άλλες δύο του Πέτρου, την Ι­α­κώβου και Ιούδα λέγονται Καθολικές ε­πει­δή δεν απευθύνονται σε μια τοπική Εκ­κλη­σία, όπως της Ρώμης, αλλά σε ομάδα Εκ­κλη­σιών μιας ευρύτερης γεωγραφικής περιοχής, ό­πως ήταν η Μ. Ασία) για να τονίσει τις συνέπειες  της εναθρωπήσεως του Υιού και Λό­γου του Θεού στην ζωή μας.

Ο ευαγγελιστής Ιωάννης, μας λέγει λοιπόν, ότι ο Χριστός που ήταν ἀπ᾿ ἀρχῆς, δηλαδή ο Θε­­ός, ο Λόγος της Ζωής, ήρθε κι έγινε άνθρωπος σαν κι εμάς και ανάμεσά μας κι εμείς οι απόστολοι είμαστε μάρτυρες του γεγονότος αυτού, διότι τον είδαμε, τον ζήσαμε και με τα χέρια μας τον ψηλαφήσαμε, ή με άλλα λόγια, όπως λέει κι ο λαός, «φάγαμε ψωμί κι αλάτι» μαζί του. Αυτή η σχέση μας δίνει μιαν άλλη οικειότητα ώστε να μπο­ρούμε να μι­λού­με γι Αυτόν σαν για τον φίλο μας και να καταθέτουμε την εμπειρία μας, ότι Αυτός εί­ναι η πηγή και το φως της ζωής, αφού όλα αυτά τα χαρήκαμε στην ζή μας. Γιατί, όμως, να τα κάνουμε όλα αυτά; Απλούστατα για να μοιρασθούμε αυτά τα μεγάλα και συγκλο­νι­­στικά που ζήσαμε· όπως εμείς είδαμε το Φως και γέμισε η ζωή μας από την Χάρη Του έτσι κι εσείς να χαρείτε μαζί μας για να γίνουμε όλοι μια ευτυχισμένη οι­κογένεια, «για να συμμετέχετε κι εσείς μαζί μας και τότε η συμμετοχή όλως μας να είναι συμμετοχή στον Πα­τέ­ρα και στον Υίο του Ιησού Χριστό» (ἵνα καὶ ὑμεῖς κοινωνίαν ἔχητε μεθ᾿ ἡμῶν καὶ ἡ κοι­νωνία δὲ ἡ ἡμετέρα με­τὰ τοῦ πατρὸς καὶ μετὰ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, Α´Ιωάν. 1, 3).

Τα γεγονότα δημιουργούν την παράδοση και το μέγιστο όλων των γεγονότων στην ι­στο­ρί­α είναι η ενα­θρώ­πιση του Χριστού. Η δράση, η διδασκαλία και τέλος ο θά­να­τος κι η Ανά­­­­σταση του Ιησού Χριστού, δημιουργούν την «παράδοση» της ο­ποίας μάρ­τυρες είναι οι μα­­θητές. Οι εμπειρίες των μαθητών συνιστούν τον περίεχο­με­νο της παραδόσεως, «αυ­τό που ακούσαμε, αυτό που είδαν τα μάτια μας, αυτό που αντικρυσαμε και τα χέρια μας ψη­­λά­φησαν» (ὃ ἀκη­κό­αμεν, ὃ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὃ ἐθεασά­μεθα καὶ αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν, Α´Ιωάν. 1,2), ταυτόχρονα δε και τον πυρήνα του κηρύγματος της Εκ­κλη­σίας, ότι δηλαδή ο Ιησούς είναι η Ζωή. Η συνειδητοποίηση του γεγονότος αυ­τού, σε συν­εργασία με τις μοναδικές εμπειρίες που έζησαν οι μαθητές, τους δίνει την δύ­να­μη, αλ­λά συνά­μα και την υποχρέωση, να μη κρατήσουν για τον εαυτό τους όλα ό­σα έ­ζη­σαν αλ­λά να βγουν στους δρόμους και τις πλατείες, να ταξιδέψουν όπου μπο­ρούν για να με­τα­­φέρουν τον χαρμόσυνο Νέο ότι «το αίμα του ιησού Χριστού πούναι ο Υιός του Θε­ού μας καθαρίζει από κάθε αμαρτία», (τὸ αἷμα ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ τοῦ υἱ­οῦ αὐτοῦ καθαρίζει ἡ­μᾶς ἀπὸ πά­σης ἁμαρτίας, Α´Ιωάν. 1,7).

Ας αναλογισθούμε, λοιπόν, ποιο θα ήταν το κήρυγμα του αποστόλου Θωμά, όπου βρέ­θη­κε να κηρύττει το ευαγγέλιο, κατά την παράδοση έφθασε μέχρι την Ινδία· θα άρχιζε και θα τέ­λει­ωνε με την συγκλονιστική εμπειρία της ψηλαφήσεως. Σαν να τον ακούω να λέ­γει, κι εγώ δεν πίστευα ότι αναστήθηκε ο Κύριος όσο κι αν με διαβεβαιώναν οι άλλοι μαθητές· τους έλεγα ότι αν δεν βάλλω το δάχτυλο μου στα σημάδια των καρφιών και το χέρι μου στην πλευρά Του δεν θα πιστέψω· όταν μια μέρα εμφανίσθηκε μπροστά μας α­πό το που­θένα στο Υπερώο και με φώναξε να βάλω το χέρι μου κι εγώ το έβαλα… τι να σας πω ή­ταν πράγματι η πληγή από την λόγχη στο πλευρό κι οι τρύπες από τα καρφία στα χέρια, κι αυτός ο Κύριος ήταν τώρα μπροστά μου Αναστημένος…. αυτός σας κα­τα­θέ­τω…τον είδα Αναστημένο!

Η επιθυμία του Θωμά να δει και να ψηλαφήσει τον Αναστάντα Χριστό, δεν συνιστά ού­τε απιστία και πολύ περισσότερο ασέβεια, διότι ο ίδιος ο Χριστός ήρθε κι εγινε άνθρω­πος και μας αποκαλύφθηκε για να Τον γνωρίσουμε. Ο Θωμάς συνεπώς δεν ζητούσε τί­πο­τα περισσότερο από αυτό που είδαν οι άλλοι Απόστολοι, να έχει κι αυτός την προσωπική εμπειρία του Αναστάντος Χριστού. Πολύ σωστά θα διαπιστώσει ο Ιουστίνος φιλόσοφος και μάρτυς, ότι «τον άνθρωπο και τον Θεό τον γνωρίζεις μόνον όταν τον δεις» (ἄνθρωπον και Θεόν εἰδέναι ἐκ του ἰδέσθαιΠρος Τρύφωνα Ιουδαίο διάλογος,  PG 6, 481B C)

Το μεγαλύτερο δώρο του Αναστάντος Χριστού, αυτό που μεταφέρουν οι Απόστολοι με την εμπειρία τους, είναι η λύτρωση του ανθρώπου από την ενοχή και τον φόβο του θα­νά­του, ώστε να ξαναβρεί ο άνθρωπος την χαμένη από την εποχή του Πα­ρα­δεί­σου χαρά του και έτσι να αποκατασταθεί εκ νέου η οικογενεία του Θεού, αφού μετα την Ανά­στα­ση ο Χριστός αποκαλει τους μαθητές Του, αδελφούς πλέον (Ιωάν. 20, 17).

Ο Αναστημένος Χριστός, με την Εκκλησία Του δια της Χάριτος των μυστηρίων, παρέ­χει «ὑμῖν τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον», ώστε απαλλαγμένοι από τον θάνατο να ζού­με την ζωή Του και έτσι «ἡ χαρὰ ἡμῶν ᾖ πεπληρωμένη». Η χαρά του Χριστιανού δεν προέρχεται από αυθυποβολή ή μέθη, αλλά είναι πηγαία και αυθόρμητη διότι είναι ο ίδιος ο Χριστός, ο αί­τι­­ος παντός αγαθού στην ζωή μας!

Χριστός Ανέστη! Χρόνια Πολλά!

αρχιμ. Δρ Παντελεήμων Tσορμπατζόγλου