ΠΑΣΧΑΛΙΟ ΜΗΝΥΜΑ 2024
30 Τρίτη Απρ. 2024
Posted Κείμενα
in≈ Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο ΠΑΣΧΑΛΙΟ ΜΗΝΥΜΑ 2024
30 Τρίτη Απρ. 2024
Posted Κείμενα
in≈ Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο ΠΑΣΧΑΛΙΟ ΜΗΝΥΜΑ 2024
09 Παρασκευή Φεβ. 2024
Posted Κείμενα
in≈ Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο H εκκλησία στου Ψυρρή όπου θάφτηκαν ήρωες της Επανάστασης
30 Τρίτη Ιαν. 2024
Posted Κείμενα
in≈ Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Εγκύκλιος της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος περί του Γάμου
03 Τετάρτη Ιαν. 2024
Posted Κείμενα
in≈ Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Oἱ ἄνθρωποι ὡς γέφυρα πολιτισμῶν- ὁ Θεόδωρος Ταρσέας ἀρχιεπίσκοπος στό Canterbury τῆς Ἀγγλίας (668-690)-ΤΕΤΡΑΔΙΑ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
01 Παρασκευή Οκτ. 2021
Posted Κείμενα, Το Κήρυγμα της Κυριακής
in≈ Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Κυριακή 3 Οκτωβρίου 2021, «μνήμη Διονυσίου Αρεοπαγίτου επισκόπου Αθηνών»
Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης καί ὁ ἄγνωστος(;) συγγραφέας τῶν ἀρεοπαγιτικῶν ἔργων
Σέ χρόνο πού δέν μπορεῖ νά προσδιορισθεῖ ἐπακριβῶς, κάπου στίς ἀρχές τοῦ ἕκτου αἰῶνος, ἐμφανίζεται στόν δημόσιο λόγο ἕνα σῶμα θεολογικῶν ἔργων ὑπό τό ὄνομα τοῦ Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου[1]. Ὁ συγγραφέας, ὁ ὁποῖος αὐτοσυστήνεται ὡς Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης, μαθητής τοῦ ἀποστόλου Παύλου καί πρῶτος ἐπίσκοπος Ἀθηνῶν, δηλώνει αὐτόπτης μάρτυς πολλῶν γεγονότων τῆς ἀποστολικῆς ἐποχῆς καί ἀποστέλλει ἐπιστολές στόν ἐξόριστο στήν Πάτμο Εὐαγγελιστή Ἰωάννη καί στούς ἀποστολικούς ἄνδρες, Τίτο, Τιμόθεο, Σωσίπατρο καί περιγράφει τήν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου ὡς συνέκδημος τῶν ἀποστόλων Ἰακώβου Ἀδελφοθέου καί Πέτρου Πρωτοκλήτου, παραμένει ἀσαφής καί ἀπροσδιόριστος ἐν πολλοῖς. Ἡ εὕρεση τῆς ταυτότητος τοῦ συγγραφέως τῶν ἔργων αὐτῶν παραμένει ἕνα ἀπό τά μεγαλύτερα μυστήρια, συνάμα καί πρόκληση, τῆς φιλολογίας καί τῆς ἱστορίας[2].
Γιά νά δοθεῖ μία ἀπάντηση γιά τόν πιθανό συγγραφέα, θά ἦταν χρήσιμο νά ἀνιχνεύσουμε τίς πληροφορίες τίς ὁποῖες ὑποκρύπτει καί ἐμμέσως παρέχει ὁ ἴδιος στά κείμενά του καί μετά νά ἐξετάσουμε τόν χωροχρονικό ὀρίζοντα ἐμφανίσεως καί χρήσεως τοῦ ἔργου προκειμένου νά κατανοήσουμε τόν συγγραφέα καί τόν κόσμο του.
Ὁ ἄγνωστος συγγραφέας παρουσιάζει, μέσα ἀπό τά ἔργα του, τρία ἤ τέσσερα διαφορετικά ἐπίπεδα προσεγγίσεως τά ὁποῖα συνολικά ἐξεταζόμενα ἀλλησυμπληρώνονται.
Μία παρατήρηση ἐξ ἀρχῆς, χρήσιμη γιά τήν κατανοηση τοῦ ἱστορικοῦ πλαισίου ἐμφανίσεως τῶν ἔργων, ἡ ὁποία θά ἐπιβεβαιωθεῖ στό τέλος, εἶναι ὅτι ὁ συντάκτης τῶν ἀρεοπαγιτικῶν ἔργων, ὁ Διονύσιος, δέν δημιουργεῖ ἐκ τοῦ μή ὄντος δική του παράδοση, ἀλλά ἀξιοποιεῖ μέ τόν καλύτερο τρόπο τήν ὑπάρχουσα τήν ὁποία μετασχηματίζει σύμφωνα μέ τίς δικές του ἑρμηνευτικές κατευθύνσεις, π.χ. τήν νεοπλατωνική φιλοσοφία στήν ὑπηρεσία τῆς χριστιανικῆς θεολογίας.
«Συνελόντι εἰπεῖν», τό πρόβλημα τῆς ταυτότητος τοῦ συγγραφέως δέν στέρησε οὐδόλως στό ἔργο τήν δυναμική τήν ὁποία ἀποκάλυψε ἅμα τῇ ἐμφάνισεί του. Ἴσως ἡ ἀνωνυμία τοῦ συγγραφέως νά αὔξησε περισσότερο τήν γοητεία τῶν συγγραφῶν αὐτῶν, ἀφήνοντας ἔτσι τήν φαντασία τοῦ κάθε μελετητῆ νά προσαρμόσει τό ἔργο στίς ἀνάγκες του.
Θά μπορούσαμε νά σκιαγραφήσουμε, συνδυαστικά μέ τά διάσπαρτα στοιχεῖα, τήν προσωπικότητα τοῦ Διονυσίου ὡς ἐξῆς: πρόκειται γιά ἕναν «ἑλληνικό», κατά Καβάφη, ἀνήσυχο πνευματικά ἄνθρωπο ὁποῖος ζεῖ τίς τελευταῖες δεκαετίες τοῦ 5ου αἰ.· κατάγεται ἀπό τήν Θράκη καί ὑπό τήν ἐπίδραση τοῦ διδασκάλου του Ἱεροθέου μορφώνεται στήν Ἀθήνα κοντά στούς μεγάλους δασκάλους τῆς ἐποχῆς μέ πρώτιστο τόν Πρόκλο· στήν συνέχεια μετακινεῖται στήν Κπολη καί ἐγκαθίσταται στήν δραστήρια μονή τῶν Ἀκοιμήτων. Ἄγνωστο πότε, ἀλλά ἀφοῦ ἔγινε Χριστιανός ἀποδεικνύεται πολύ ἐνεργητικός· ἄριστος γνώστης τοῦ χριστιανικοῦ βιώματος καθώς ἐπίσης καί ὅλων τῶν ἰδιαιτεροτήτων τοῦ μοναχικοῦ βίου καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς πρακτικῆς τῆς ἐποχῆς του, πιθανόν ὡς ἐπίσκοπος, ἀμαγαλμοποιεῖ τίς γνώσεις καί τίς ἐμπειρεῖές του ὥστε νά εἰσαχθεῖ εἰς τῶν ἐφετῶν τήν ἀκρότητα, δηλ. τήν θέωση καθότι κατά τό εὐαγγελικό, ὁ δὲ ἀγαπῶν με ἀγαπηθήσεται ὑπὸ τοῦ Πατρός μου, καὶ Ἐγὼ ἀγαπήσω αὐτὸν καὶ ἐμφανίσω αὐτῷ ἐμαυτόν[3]. Δέν ἀρκεῖται ὅμως ὡς μυστικός στήν προσωπική κατάκτηση, ἀλλά ὡς θεολόγος μέσα ἀπό ἕνα μεγάλο ὄνομα τοῦ παρελθόντος, ὡς Διονύσιος Ἀρεοποαγίτης μαθητής τοῦ ἀποστόλου Παύλου, θέλει νά μοιρασθεῖ μέ τίς συγγραφές του ὅσο καί ὅσα κατανόησε ἀπό τά μυστήρια τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἄλλωστε ἔπραξε καί ὁ διδάσκαλός του ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν.
Ὁ συντάκτης τῶν ἀρεοπαγιτικῶν ἔργων δέν ἔχει τήν αἴσθηση ὅτι ἐκφράζει ἐκ καθέδρας τήν δογματική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἄλλα ὅτι θεολογεῖ καί διαλογίζεται διατηρώντας ἔτσι τήν ἄνεση τῶν θεολογικῶν ἀκροβασιῶν σάν ἕνας μορφωμένος Χριστιανός, ὁ ὁποῖος θέλει νά διαλεχθεῖ μέ τήν σοφία τῆς ἐποχῆς του· ὁμολογουμένως μέ μεγάλη ἐπιτυχία[4]. Δέν εἶναι, ἄλλωστε, συμπτωματικό ὅτι ἀπό τῆς ἐμφανίσεώς τους, ἀρχές τοῦ 6ου αι., καί ἐντεῦθεν, τά ἀρεοπαγιτικά ἔργα κατεῖχαν, καί κατέχουν, περίοπτη θέση στήν ἐμβάθυνση τοῦ θεολογικοῦ προβληματισμοῦ κάθε ἐποχῆς. Γιά διαφορετικούς λόγους, κάθε φορά, παραμένουν στό προσκήνιο καί ἀρδεύουν τήν θεολογία καί τήν αἰσθητική μέ νέες ἐμπνεύσεις μέχρι τήν ἐποχή μας[5].
Ἡ ἐπιτυχία τοῦ ἔργου αὐτοῦ ἔγγειται στό γεγονός ὅτι μπορεῖ νά διαβασθεῖ ἀπό μία μεγάλη ποικιλία ἀναγνωστῶν, μέ πολλούς τρόπους καί σέ πολλά ἐπίπεδα. Ἀναλόγως τῶν ἐρωτημάτων καί τῆς ὀπτικῆς γωνίας τῶν ἐρωτώντων δίδονται, μᾶλλον λαμβάνονται, καί οἱ ἀπαντήσεις μέ συνέπεια νά χρησιμοποιηθοῦν τά ἔργα αὐτά κατά καιρούς ἀπό διαφορετικούς ἰδεολογικους χώρους προκειμένου νά ἑδραιώσουν τά ἐπιχείρηματά τους στήν ἀρχαία αὐθεντία τοῦ Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, μέ πρώτους τούς Μονοφυσίτες καί ὕστερα τούς Μονοθελῆτες. Φυσικά, ἀσχέτως τῆς χρήσεως τῆς ὁποίας κατά καιρούς ἔτυχε τό ἀρεοπαγιτικό ἔργο, ὁ συγγραφέας τους δέν εὐθύνεται στό παραμικρό καί δέν ἐνοχοποιεῖται γιά τήν ὅποια κακομεταχείριση ὑπέστη, μέ πρῶτο τόν Σεβῆρο Ἀντιοχείας καί τό μονοφυσιτικό περιβάλλον του.
Ἐπίσης, πολλοί προσπάθησαν νά ἐπιβεβαιώσουν ἴδιες ἀπόψεις καί ἰδεολογικές προτιμήσεις μέσα ἀπό τό ἀρεοπαγιτικό ἔργο ὡς πρός τήν ἐξέλιξη τῆς Βυζαντινῆς θεολογίας ὡς στροφή στόν νεοπλατωνισμό. Ἀλλά, παραβλέπουν, ὅτι 1. τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου ἐξ ἀρχῆς ἔγινε στήν ἑλληνική γλῶσσα καί μέ τούς διαλεκτικούς καί ἑρμηνευτικούς κώδικες τοῦ τρόπου σκέψεως πού ὑποβαστάζει ἡ γλῶσσα αὐτή καί 2. τήν ἐποχή τῆς κυκλοφορίας τῶν ἀρεοπαγιτικῶν ἔργων εἶχαν παρέλθει ἤδη πέντε αἰῶνες ἔντονης θεολογικῆς δραστηριότητος καί ἡ δογματική διδασκαλία εἶχε ἐμπεδωθεῖ ἀρκούντως μέ τίς πρῶτες τέσσερες Οἰκουμενικές συνόδους καί τήν Ε´ ἐπί θύραις (553).
Ἡ συσσωρευτική θεολογική δραστηριότητα τῶν θεολόγων καί πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἐσχάτως μέ τήν συμβολή τῶν μεγάλων Καππαδοκῶν, Ἀλεξανδρινῶν καί Ἀντιοχειανῶν πατέρων εἶχαν διασαφανήσει τίς θεολογικές ἔννοιες καί ὅρους τῆς Χριστολογίας, ὥστε οἱ ἑπόμενοι θεολογικοί ἀγῶνες νά διαξάγονται ἀπό τίς χρήσεις καί τά ἀνθολόγια (florilegia) τῶν παραπάνω μεγάλων θεολόγων[6].
Ὁ ∆ιονύσιος, ὅταν ἔγραφε τά ἔργα του, ζοῦσε στήν ἀτμόσφαιρα τοῦ ὕστερου νεοπλατωνισμοῦ καί τῶν μεγάλων πατέρων, οἱ ὁποῖοι εἶχαν πρό πολλοῦ ἐντρυφήσει καί ἐμπεδώσει τήν παράδοση περί τῆς μετοχῆς καί θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου[7].
Θεωρῶ, λοιπόν, ὅτι συνειδητά ὁ συγγραφέας θέλει νά συνδέσει ἠθικῶς τήν ἀποστολική αὐθεντία, μέ τήν τρέχουσα πνευματική πραγματικότητα τῆς ἐποχῆς του, ὅπως τήν κατανοεῖ ὁ ἴδιος καί νά δώσει, καθώς ἔπραξαν στό παρελθόν οἱ ἁπολογητές, ἀπό τήν χριστιανική ὀπτική, τίς δικές του ἀπαντήσεις[8].
Ὁ τιμή τοῦ ἁγ. Διονυσίου Ἀρεοπαγιτοῦ
Ὁ ἑορτασμός τῆς μνήμης τοῦ ἁγίου Διονυσίου τελεῖται κατά τήν 3η Ὀκτωβρίου καί τοῦ «γέροντός» του ἁγίου Ἱεροθέου τήν ἑπομένη 4η τοῦ μηνός κατά τό Τυπικό τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας καί τό Συναξάριο Κπόλεως[9]. Ἡ εἰσαγωγή στό ἑορτολόγιο μάλλον ἀποτελεῖ ἔργο τοῦ πατριάρχου Μεθοδίου (843-847) καθότι εἶχε ἰδιαίτερο σεβασμό στόν ἱεράρχη, ἀφοῦ εἶχε συγγράψει, στήν Ρώμη τέλος τοῦ 820, τό Μαρτύριο τοῦ ἐν ἁγίοις Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου, Ῥωστίκου καί Ἐλευθερίου[10] καί στήν συνέχεια προέβαλε τήν τιμή τους στήν Κπολή μετά τήν ἀνάδειξή του στόν πατριαχικό θρόνο (842)[11]. Μέ ἀφορμή τόν ἑορτασμό, μᾶλλον μέ παρότρυνσή του, συνέθεσε σχετικό Κανόνα ὁ Θεοφάνης ὁ Γραπτός, ὡς ἀρχιεπίσκοπος πλέον Νικαίας (843-845)[12] καί Ἐγκώμιο ὁ Μιχαήλ, ὡς Σύγκελλος πλέον τοῦ πατριάρχου Μεθοδίου[13]. Ἡ εἰκονογραφική παρουσίαση χρονικά ἀκολουθεῖ τήν γραμματειακή κατά τήν περιγραφή στό κείμενο τοῦ Ἐλπίου τοῦ Ρωμαίου (τέλος 9ου-μέσα 10ου αἰ.), ἡ ὁποία μεταφέρεται στό Συναξάριο ὡς ἐξῆς: Διονύσιος· ἦν ὁ μακάριος Διονύσιος τόν σωματικόν τύπον: τό μέγεθος μέσος, ἰσχνός, λευκός, ὕπωχρος, ὑπόσιμος τήν ρῖνα, ταῖς ὀφρύσιν ἀνεσπασμένος, κοῖλος τούς ὀφθαλμούς, ἐπί συννοίας ἀεί, ὦτα μεγάλα ἔχων, πολιός, κομήτης, μετρίως βαθυνόμενος τήν ὑπήνην, ἀραιός τήν ἔκφυσιν τοῦ γενείου, ἠρέμα προγάστωρ, μακροδάκτυλος ταῖς χερσίν[14]. Ἡ περιγραφή αὐτή ἀποτυπώνεται εἰκαστικά στό νότιο τύμπανο τῆς ἁγίας Σοφίας, Κπολη, ὅπου μεταξύ τῶν ἄλλων ἱεραρχῶν εἰκονογραφεῖται καί ὁ ἅγιος Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης· χρονολογικά ἀνήκει στήν ἐποχή τοῦ πατριάρχου Μεθοδίου[15].
(ἀπόσπασμα ἐκ τοῦ ὑπό ἔκδοσιν ἔργου:
ἀρχιμ. Παντελεήμων -Γ. Τσορμπατζόγλου, ΔρΘ, Σύντομη ἱστορία τῶν ἀρεοπαγιτικῶν ἔργων)
[1]. (CPG 6600-6635). PG 3-4· Beate Regina Suchla (ἔκδ.), «Περί Θείων Ὀνομάτων», Corpus Dionysiacum, I, (PTS 33), Berlin-N. York 1990· G. Heil, A.M. Ritter (ἔκδ.), «Περί Οὐρανίου Ἱεραρχίας», «Περί Ἐκκλησιαστικῆς Ἱεραρχίας», «Περί μυστικῆς
θεολογίας», «’Επιστολαί», Corpus Dionysiacum, II, (PTS 36), Berlin-N. York 1991. Ὑπάρχουν ὑπαινιγμοί ἐντός τῶν παραπάνω ἔργων καί γιά ἄλλα, γιά τά ὁποῖα ὅμως πέραν τῶν τίτλων τυγχάνουν ἄγνωστα· βλ. Π. Χρήστου (εἰσ.-κείμεν.-μετφρ.-σχόλια), Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης, (ΕΠΕ), [Βυζάντιον], Θεσσαλονίκη 1986, σ. 11-13· A. Louth, Deny’s the Areopagite, [G. Chapman], London 1989, σ. 19-20·Ι. Perczel, «The Earliest Syriac Reception of Dionysius», Modern Theology 24 (2008) 557-571, ἐδῶ σ. 5610-562· ὁ ἴδιος, «Dionysius the Areopagite», στό The Wiley Blackwell Companion to Patristics, K. Parry (ἔκδ.), [Wiley-Blackwell], Chichester, WS 2015, σ. 213-214. Ὑπάρχει ἀκόμη ἕνα ἔργο, μᾶλλον τοῦ 8ου αἰ., τό ὁποῖο ἀποδίδεται στόν Διονύσο ὡς Αὐτοβιογραφία (CPG 6633)· δέν σώζεται στά ἑλληνικά παρά μόνον σέ μεταφράσεις στά κοπτικά, συριακά, ἀρμενικά, ἀραβική καί γεωργιανά· ἀπόδειξη τῆς δημοφιλίας του θέματος. Δέν προσθέτει κάτι παρά μόνον φλύαρες λεπτομέρειες καί προεκτάσεις τῶν ἤδη γνωστῶν· βλ. M. A. Kugener, «Une autobiographie syriaque de Denys l’ Areopagite», Oriens Christianus 7 (1907) 292-348· P. Peeters, «La version ibéro-arménienne de l’ autobiographie de Denys l’Aréopagite», AB 39 (1921) 277-313. Στό Συναξάριο Κπόλεως ὑπάρχει ἀναφορά γιά τά ἀπωλεσθέντα βιβλία μέ τήν ἐξήγηση ὅτι κάηκαν κατά τό μαρτύριο τοῦ Διονυσίου: οὗτος ὁλοκαυτοῦται ἐν πυρί συλληφθείς ὑφ᾽ἑλληνων, συγκαέντων αὐτῷ καί τῶν ἑτέρων αὐτοῦ συγγραμμάτων, ἅ φασί ἐν μόνῃ τῇ τῶν Ῥωμαιων ἀποκεῖσθαι βιβλιοθήκη· εὑρίσκονται δέ παρ᾽ ἡμῖν βιβλία δέκα· βλ. παρακάτω σημ. 253.
[2]. Γιά τίς διάφορες προτάσεις καί ἀπόπειρες ταυτίσεως τοῦ συγγραφέως˙ βλ. Γ. Φλωρόφσκυ, Οἱ Βυζαντινοί ἀσκητικοί καί πνευματικοί πατέρες, [Πουρναρᾶς], Θεσσαλονίκη 1992, σ. 339-376· Χρήστου (Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης, ὅπ.π., σ. 7-41· ὁ ἴδιος, Ἑλληνική Πατρολογία, [Κυρομᾶνος], Θεσσαλονίκη 1992, σ. Ε΄, σ. 80-100˙ Γ. Δράγας, Γενική Εἰσαγωγή στήν ἐπανέκδοση τῆς PG, 3, Ἀθῆναι 1988, σ. ια΄- ιβ΄˙ P. Sherwοod, «Ps-Denys l’ Areopagite, ascétique et mystique»,Dictionnaire de Spiritualité, 3, Paris 1957, στ. 244-324· G. O’ Daly, «Dionysius of Aeropagite», TRE 8(1981) 772-780· R. Hathaway, Hierarchy and the Definition of Order in the Letters of Pseudo–Dionysius, [Martinus Nijhoff], The Hague 1969, σ. 31-35· M. Van Esbroeck, «Peter the Iberian and Dionysius the Areopagite»,OCP (1993) 217-227· B. Lourié, «Peter the Iberian and Dionysius the Areopagite: Honigmann-van Esbroeck’s thesis Revisited», Scrinium 4 (2010) 143-212· R. Kosińsk, «Why Peter the Iberian Could Not Have Been the Author of the Corpus Dionysiacum», στό Within the Circle of Ancient Ideas and Virtues. Studies in Honour of Professor Maria Dzielska, K. Twardowska, M. Salamon, S. Sprawski, M. Stachura, S. Turlej (ἔκδ.), Kraków 2014, σ. 329-339. Γιά μία συνολική ἀνακεφαλαίωση τῶν διάφορων προτάσεων, βλ. A. Golitzin, Mystagogy. A Monastic reading of Dionysius Areopagita, [Liturgical Press], Collegeville, Mi. 2013, σ. xix-xxxviii· Perczel, «Dionysius the Areopagite», ὅπ.π.· E.- S. Mainoldi, Dietro «Dionigi l’Areopagita». La genesi e gli scopi del Corpus Dionysiacum, [Città Nuova], Roma 2018· V. Kharlamov, The Authorship of the Pseudo-Dionysian Corpus: A Deliberate Forgery or Clever Literary Ploy?, [Routeldge], Abingdon-N. York 2020.
Ἀκόμη βλ. τόν συλλογικό τόμο, Denys l’ Aréopagite et sa postérité en Orient et en Occident. Actes du Colloque Internatonal Paris 21-24 Septembre 1994, Ysabel De Andia (ἔκδ.), [Études Augustiennes], Paris 1997· ἡ ἴδια, Denys l’ Aréopagite. Tradition et métamorphoses, [Vrin], Paris 2006.
[3]. Κατά Ἰωάννην 14, 21.
[4]. Ὅπως ἔπραξαν νωρίτερα πολλοί ἀπολογητές καί τελευταίως ὁ Κλήμης καί ὁ Ὠριγένης.
[5]. Βλ. Σ. Τριαντάρη-Μαρᾶ, Ἡ ἔννοια τοῦ κάλλους στό Διονύσιο Ἀρεοπαγίτη. Θεωρητική προσέγγιση τῆς βυζαντινῆς τέχνης. Συμβολή στήν αἰσθητική φιλοσοφία, [Ἡρόδοτος], Θεσσαλονίκη 2002· Θ. Πελεγρίνης, Ἡ ἔννοια τοῦ κάλλους στό Δαμάσκιο, Ἀθήνα 1977· Umberto Eco, Τέχνη καί Κάλλος στήν Αἰσθητική τοῦ Μεσαίωνα, Ἀθήνα 1992· C. Putnam, Beauty in Pseudo–Denys, [Catholic University of America Press], Washington 1960· J. Bogdanović, «Rethinking the Dionysian Legacy in Medieval Architecture: East and West», στό Dionysius the Areopagite between Orthodoxy and Heresy, F. Ivanović (ἔκδ.), [Cambridge Scholars Publishing], Newcastle upon Tyne 2011, σ. 109-134· N. Schibille, Hagia Sophia and the Byzantine Aesthetic Experience, [Ashgate], Farnham 2014, σ. 171-240· E. D-Vasilescu, «Pseudo-Dionysius and the concept of Beauty», International Journal of Orthodox Theology 10 (2019) 72-117. Ἀκόμη, βλ. τόν τόμο, F. Dell’Acqua, E. S. Mainoldi (ἔκδ.), Pseudo-Dionysius and Christian Visual Culture, c.500-900, [Palgrave-Macmillan], London-N. York 2020. Πρβλ. M. Shevelkina, The Chôra of Dionisy’s Wall-Painting (1500-1502) at the Nativity of the Mother of God sobor, Ferapontovo Monastery, (ἀνέκδ. διδ. διατρ.), City University of N. York, N. York 2020, σ. 15-55.
[6]. Γενικά βλ., Β. Τατάκης, Ἡ συμβολή τῆς Καππαδοκίας στή χριστιανική σκέψη, Ἀθῆναι 1960· ὁ ἴδιος, Ἡ Ἑλληνική καί Πατερική Βυζαντινή Φιλοσοφία, [Ἁρμός], Ἀθήνα 2000, ὅπου ἐπίμετρο, Ν. Ματσούκας, «Τό περιεχόμενο τῆς βυζαντινῆς φιλοσοφίας», σ. 152- 188· Π. Χρήστου, «Ὁ Ἰωάννης Χρυσόστομος καὶ οἱ Καππαδόκαι», στό Θεολογικά Μελετήματα. 2. Γραμματεία του Δ΄ αιώνoς, [ΠΙΠΜ], Θεσσαλονίκη 1975, σ. 257-266· Λ. Σιάσος, Ἐραστες τῆς ἀληθείας. Ἔρευνα στίς ἀφετηρίες καί στή συγκρότηση τῆς θεολογικῆς γνωσιολογίας κατά τόν Πρόκλο καί τόν Διονύσιο Ἀρεοπαγίτη, (ἀνεκδ. διδ.διατρ.), Θεσσαλονίκη 1984· Ν. Ματσούκας, Ἱστορία τῆς Φιλοσοφίας. Ἀρχαίας Ἑλληνικῆς-Βυζαντινῆς-Δυτικοευρωπαϊκῆς. Μέ σύντομη εἰσαγωγή στή Φιλοσοφία, [Κυριακίδη], Θεσσαλονίκη ἐπανέκδ. 2016, σ. 324-442· Γ. Καραμανώλης, Ἡ Φιλοσοφία τοῦ πρώιμου Χριστιανισμοῦ, [Ἐκδόσεις Ὀκτώ], Ἀθήνα 2017 (=The Philosophy of Early Christianity, [Routledge], London -N. York 2013)· J. Rist, «Pseudo-Dionysius, Neoplatonism, and the Weakness of the Soul», στό From Athens to Chartres: Neoplatonism and Medieval Thought, H. J. Van Westra (ἔκδ.) [Brill], Leiden σ. 135-161 (= Man, Soul and Body. Essays in Ancient Thought from Plato to Dionysius, (Variorum, XVII), [Ashagate], Aldershot 1996)· Ch. Terezis, «Aspects de la notion de mal chez Proclus et chez Denys l’ Aréopagite. Unerencontre», Byzantion 70 (2000) 491-506. Πρβλ. N. Siniossoglou, Plato and Theodoret: The Christian Appropriation of Platonic Philosophy and the Hellenic Intellectual Resistance. [Cambridge University Press], Cambridge 2008· ὁ ἴδιος, «Plato Christianus: The Colonisation of Plato in Late Antiquity», στό στό Pseudologie: Études sur la faussété dans la langue et dans la pensée, P. Hummel (ἔκδ.), [Philologicum], Paris 2010, σ. 145-175.
[7]. Bl. S. Gersh, From Iamblichus to Erigena. An Investigation of the Prehistory and Evolution of the Pseudo-Dionysian Tradition, [Brill], Leiden 1978. Γενικά γιά τήν ἱστορία τῆς ἐννοίας καί τοῦ ὅρου θέωσις, ἀπό τήν πλούσια βιβλιογραφία ἔνδεικτικά, βλ. Ν. Ματσούκας, «Γνῶσις καί ἀγνωσία τοῦ Θεοῦ», Κληρονομία 2 (1970) 53-87· Π. Μπρατσιώτης, «Ἡ περί θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου διδασκαλία τῶν Ἑλλήνων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας», Θεολογία 42 (1971) 30-42· Ν. Νησιώτης, Προλεγόμενα εἰς τήν Θεολογικήν γνωσιολογίαν. Τό κατάληπτον τοῦ Θεοῦ καί ἡ δυνατότης γνώσεως αὐτοῦ, [Πανεπιστημίο Ἀθηνῶν], Ἀθήναι 1975· Π. Χρήστου, «Θεῖος γνόφος», «Ἡ ἔκστασις», «Ἡ θεολογία ὡς μέθοδος ἐγγίσεως πρός τό Θεόν», «Ἀποφατική θεολογία, 1. Ἱστορική διευρεύνησις, 2. Συστηματική διευρεύνησις», στό Θεολογικά Μελετήματα 3. Νηπτικά καί Ἡσυχαστικά , [ΠΙΠΜ], Θεσσαλονίκη 1977, σ. 217-255· N. Russell, The Doctrine of Deification in the Greek Patristic Tradition, [Oxford University Press], Oxford 2004· A. Louth, The Origins of Christian Mystical Tradition from Plato to Denys, [Oxford University Press], Oxford 2007· J. A. Wittung, «Resources on Theosis with Select Primary Sources in Translation», στό Partakers of the Divine Nature: The History and Development of Deification in the Christian Traditions, M. J. Christensen and J. A. Wittung (ἔκδ.), [Baker Academic], Grand Rapids, Mi 2007, σ. 294-309· V. Kharlamov, The Beauty of the Unity and the Harmony of the Whole. The Concept of Theosis in the Theology of Pseudo-Dionysius the Areopagite, [Wipf & Stock], Eugen, Oregon 2009. Βλ. παρακάτω σημ. 257.
[8]. Ἀθηναῖοι εἶναι οἱ πρῶτοι ἀπολογητές τοῦ Χριστιανισμοῦ· ὁ Κοδρᾶτος μέ τήν Ἀπολογία ὑπέρ τῶν Χριστιανῶν (125), ὁ σύγχρονος του Ἀριστείδης μέ τήν Ἀπολογία Περί θεοσεβείας (140) καί ὁ Ἀθηναγόρας, μέ τήν Πρεσβεία Χριστιανῶν (170), οἱ ὁποῖοι αὐτοαποκαλοῦνται φιλόσοφοι καί μέ τά ρητορικά σχήματα καί τίς φιλοσοφικές ἀρχές τῆς ἐποχῆς τους ἀπολογοῦνται ὑπέρ τοῦ Χριστιανισμοῦ στούς αὐτοκράτορες τῶν χρόνων τους, Τραϊανό, Ἀνδριανό, Μᾶρκος Αὐρήλιο. Ἡ παρουσία τους συνιστᾶ ἀπόδειξη ὅτι ἤδη ἀπό τόν 2ο αἰ. ὑπῆρχε στήν Ἀθήνα μία χριστιανική κοινότητα ἡ ὁποία μετέχει στόν πνευματικό βίο τῆς πόλεως καί διαλέγεται μέ τήν κοινή φιλοσοφική γλῶσσα. Βλ. Στ. Παπαδόπουλος, Πατρολογία, Α´, [Γρηγόρη], Ἀθήνα 52011, σ. 183-185, 193-195, 271-278· Π. Χρήστου, Ἑλληνική Πατρολογία, Β΄, [Κυρομάνος], Θεσσαλονίκη 21991, σ. 523-532, 573-585· Di Branco, Ἡ πόλη τῶν φιλοσόφων, ὅπ.π., σ. 266-248, 274-276.
[9]. J. Mateos (ἔκδ.), Le Typicon de la Grande Église, Ms. Sainte Croix no. 40, Xe siècle, Ι, ΙΙ, (OCA 165-166), Roma 1962-1963, ἐδῶ Ι, σ. 58-59. Συναξάριο Κπόλεως, H. Delahaye (ἔκδ.), AASS. Synaxarium Ecclesiae Constantinopolitanae e codice Sirmondiano nunc Berolinensi. Propylaeum ad AASS Novembris, Bruxelles 1902, ἀνατ. 1985, σ. 101-102, 103. Πρβλ. V. Grumel, «Autour de la question pseudo-dionysienne», REB 13 (1955) 21-49, ἐδῶ σ. 48-49. Ἡ ἐπιλογή τῆς 3ης Ὀκτωβρίου σχετίζεται μέ ἑορτή τῆς Κοιμήσεως, 15η Αὐγούστου, ὅπου ὁ Διονύσιος καί ὁ Ἱερόθεος παρίσταντο, ἀμέσως μετά ἀπό μία πεντηκοστή ἡμερῶν (50) εἶναι ἡ 3η Ὀκτωβρίου καί ἐν συνεχείᾳ μέτα ἀπό μία ἄλλη πεντηκοστή ἡμερῶν (50) εἶναι τά Εἰσόδια, 21η Νοεμβρίου· βλ. Lourié, «Peter the Iberian and Dionysius the Areopagite», ὅπ.π., σ. 192-199· Mainoldi, Dietro ‘Dionigi l’Areopagita’, ὅπ.π., σ. 270-271· Dell’ Acqua, «Pseudo-Dionysius and the Dormition of the Virgin Platytéra (‘Wider Than the Heavens’)», ὅπ.π., σ. 241-242. Πρβλ. παραπάνω 24-30.
[10]. (BHG 554). Βλ. Παναγιωτόπουλος, Ὁ οἰκουμενικός πατριάρχης Μεθόδιος Α´, ὅπ.π., σ. 462-472· Westerbrink, Passio S. Dionysii Areopagitae, ὅπ.π., σ. 123-128. Τό Συναξάριο Κπόλεως ἀκολουθεῖ διαφορετική παράδοση ἀπό τόν Βίο τοῦ Μεθοδίου, ἡ ὁποία συμπλέκεται μέ τό προγενέστερο λατινικό Μαρτυρίο (BHL 2171). Ἀναφέρει Συναξάριο τόν διδάσκαλό του Ἱερόθεο, τά βιβλία καί τό εἶδος τῶν βιβλίων, ἀλλά καί τήν τύχη τους, καθώς καί τοῦ Διονυσίου ὁλοκαυτοῦται, στήν Ἀθήνα, ὥστε νά διασωθοῦν μόνον δέκα, καί τά ὑπόλοιπα στήν Ρώμη, γιά νά προσθέσει στό τέλος, προφανῶς ἀθροιστικά, τήν ἱστορία ἐκ τοῦ Μαρτυρίου ἐπί Δομιτιανοῦ δίχως τήν ἀναφορά τόπου, ἀλλά μέ τήν μνεία τῆς γυναικός τῆς Κατούλας: χειροτονεῖται παρ᾽ αὐτοῦ (Παύλου) ἐπίσκοπος Ἀθηνῶν καί τά ἀπόρρητα μυεῖται παρά τοῦ σοφοῦ Ἱεροθέου. Διό καί μόνος ἐν γράμμασιν ἐκτίθεται τῶν ἐπουρανίων ταγμάτων τούς διακόσμους καί πάσης ἱεραρχίας καί ἐκκλησιαστικῆς διατάξεως ἐφερμηνεύει τοῦς τύπους. Οὗτος ὁλοκαυτοῦται ἐν πυρί συλληφθείς ὑφ᾽ἑλληνων, συγκαέντων αὐτῷ καί τῶν ἑτέρων αὐτοῦ συγγραμμάτων, ἅ φασί ἐν μόνῃ τῇ τῶν Ῥωμαιων ἀποκεῖσθαι βιβλιοθήκη· εὑρίσκονται δέ παρ᾽ ἡμῖν βιβλία δέκα. Καταλαβών δέ τά ἑσπέρια ἐπί τῆς βασιλείας Δομιτιανοῦ…, ὅπ.π., σ. 101, 12-24. Τό κείμενο τό ὁποῖο ἐκδίδεταί στήν PG 4, 669-684 ὡς τοῦ Μεθοδίου εἶναι ἑνός, ἀγνώστου κατά τά ἄλλα Μητροδώρου, προγενεστέρου του· βλ. Παναγιωτόπουλος, Ὁ οἰκουμενικός πατριάρχης Μεθόδιος Α´, ὅπ.π., σ. 462-472, ἐδῶ σ. 467, 469. Ὁ Μεθόδιος, ὅπως καί ὁ Μητρόδωρος, ἀναφέρει ὡς ἡμέρα τιμῆς τοῦ ἁγίου τήν 9η Ὀκτωβρίου, προφανῶς κατά μίμηση τοῦ προγενεστάρου λατινικοῦ Μαρτυρίου, ἐνῶ ἑορτάζεται στήν Κπολη τήν 3η καί στήν Ρώμη τήν 7η Ὀκτωβρίου. Βλ. M. Lapidge, «The “Ancient Passio” of St Dionysius (BHL 2171)», ΑΒ 132 (2014) 241-285· ὁ ἴδιος, The “Anonymous Passio S. Dionysii” (BHL 2178) ΑΒ 135 (2017) 20-65· ὁ ἴδιος, Hilduin of Saint-Denis, ὅπ.π.· M. Heinzelmann, «La Passion «Gloriosae» De Saint Denis («BHL» 2171)», Bibliothèque de l’École des chartes 172 (2014) 13-28. Βλ. παραπάνω σημ. 229- 234.
[11]. Βλ. S. Efthymiadis, «Hagiography from ‘Dark Ages’ to the Age of Symeon Metaphrastes (eighth-tenth centuries)», στό The Ashgate Research Companion to Byzantine Hagiography, 1, S. Efthymiadis (ἔκδ.), [Ashgate], Farnham- Burlington 2011, σ. 95-142, ἐδῶ σ. 103-104· M. di Branco, «Atene immaginaria: Il mito di Atene nella letteratura bizantina tra agiografia, teologia e mirabilia», Atti della Accademia nazionale dei Lincei 402 (2005) 65-134.
[12]. Βλ. Α. Ζερβουδάκη, Θεοφάνης ὁ Γραπτός. Βίος καί ἔργο, (ἀνεκδ. διδ. διατρ.), Ρέθυμνο 2002, γιά τούς κανόνες σ. 189-190. Ἡ παρατήρηση τῆς E. Follieri, «Santi occidentali nell’ innografia greca», Atti del convegno internazionale sul tema: L’ Oriente Cristiano nella storia della civiltà, (Accademia Nazionale dei Lincei, Problemi di Scienza e di cultura, quad. 62), Roma 1964, σ. 251-271, ἐδῶ σ. 257, σημ. 30, ὅτι τό terminus ante quem τοῦ κανόνος τοῦ Θεοφάνους εἶναι τό 827, ὅταν ἔγινε γνωστός ὁ παρισινός βίος τοῦ Διονυσίου τοῦ ’Αρεοπαγίτου ἀπό τήν συγγραφή τοῦ Μαρτυρίου τοῦ Μεθοδίου στήν Ρώμη, πρέπει νά μετακινηθεῖ μία εἰκοσαετία ἀργότερα καθότι δέν ἐπεβλήθη τότε ὁ ἑορτασμος μετά τοῦ σχετικοῦ κανόνος παρά μόνον τό 843 κατά τήν πατριαρχία τοῦ συντάκτου του Μεθοδίου.
[13]. PG 4, 618-868. Βλ. R. Loenertz, «La panégyrique de l’ Areopagite par Michelle le Syncelle», AB 68 (1959) 94-107, θέτει τήν συγγραφή Ἐγκωμίου κατά τόν χρόνο τῆς ἐξορίας τοῦ Μιχαήλ στήν Προύσα (821-833)· M. Cunningham, The Life of Michael the Synkellos, (BBTT 1), Belfast 1991, σ. 36· P. Podolak, «L’agiografia di Dionigi fra Oriente e Occidente. Breve studio del suo sviluppo ed edizione del panegirico di Michele Sinchello (BHG 556)», Byzantion 85 (2015) 179-258. Γιά τόν Μιχαήλ Σύγγελο, βλ. PmbZ, ἀρ. 5059· R. Browning, A. Kazhdan, ΟDB, II, σ. 1369-1370· Cunningham, The Life of Michael the Synkellos, ὅπ.π.· Α. Kollia- Dermitzaki, «Michael the Synkellos», στό Christian-Muslim Relations. A Bibliographical History (600-900), D. Thomas, B. Roggema (ἔκδ.), Ι, [Brill], Leiden-Boston 2009, σ. 627-632· Ch. Förstel, «L’Éloge de Denys l’Aréopagite par Michel le Syncelle (BHG 556)- tradition et sources», Bibliothèque de l’École des chartes 172 (2014) 115-125. Τό συναξάριο στό Μηναῖο, 3η Ὀκτωβρίου, ἀποτελεῖ συμπίλημα ἀπό στοιχεῖα τοῦ Συναξαρίου Κπόλεως, σωματική περιγραφή, τοῦ Ἐγκωμίου τοῦ Μιχαήλ Συγκέλλου, περιστατικό μέ τόν Κάρπο στήν Κρήτη καί τοῦ Μαρτυρίου τοῦ πατριάρχου Μεθοδίου, περί τῆς τελευτῆς ἐν Παρισίοις, Μηναῖο Ὀκτωβρίου, Βενετία 1863, σ. 14.
[14]. Μ. Χατζηδάκης (ἔκδ.), «Ἐκ τοῦ Ἐλπίου τοῦ Ρωμαίου», ΕΕΒΣ 14 (1938) 393- 414, ἐδῶ σ. 412· Ch. Ritter, «Dionysius Areopagita», στό Lexikon der antiken christlichen Literatur, VI, S. Döpp, W. Geerlings (ἔκδ.), [Herder,], Freiburg im Breisgau 32002, σ. 60-61. Γιά τόν Ἔλπιο, βλ. A. Cutler, A. Kazhdan, «Oulpios», Oxford Dictionary of Byzantium, III, [Oxford University Press], Oxford 1991, σ. 1594. Ἀκόμη, γιά τήν εἰκονογράφηση, βλ. Ch. Walter, «Three Notes on the Iconography of Dionysius the Areopagite», REB 48 (1990) 255-274· K.A. Corrigan, Visual Polemics in the Ninth-Century Byzantine Psalters: Iconophile Imagery in Three Ninth-Century Byzantine Psalters, [Cambridge University Press], N.York 1992, σ. 85· J. Andersen, «The Khludov Psalter», στό The Glory of Byzantium Art and Culture of the Middle Byzantine Era, A.D. 843-1261, H. Evans, W. Wixom (ἔκδ.), [Metropolitan Museum of Art], N. York 1997, σ. 97-98· N. Teteriatnikov, «Pseudo-Dionysius and the Post-Iconoclastic Mosaic Programme of Hagia Sophia», στό Proclus and his Legacy, ὅπ.π., σ. 283-319, ἐδῶ σ. 302-305. Πρβλ. Ἀ. Μαντάς, Τό εἰκονογραφικό πρόγραμμα τοῦ ἱεροῦ Βήματος τῶν Μεσοβυζαντινῶν Ναῶν τῆς Ἑλλάδας (843-1204), [ΕΚΠΑ/Φιλοσοφική Σχολή], Ἀθήνα 2001, σ. 155
[15]. Βλ. C. Mango, E. Hawkins, «Mosaics of St. Sophia at Istanbul: The Church Fathers in the North Tympanum», DOP 26 (1972) 1-41· Ν. Teteriatnikov, «Hagia Sophia, Constantinople- Religious images and their functional context after iconoclasm», Zograf 30 (2004-2005) 9-19· ἡ ἴδια, «Pseudo-Dionysius», ὅπ.π., σ. 302-305, ὅπου καί ἡ πρόσφατη βιβλιογραφία. Γιά τήν χρονολόγηση τήν ἐποχή τοῦ πατριάρχου Φωτίου (858-867, 877-886), βλ. S. Simmons, The «God Bearing» Patriarch: Hagia Sophia’s Apse Mosaic in Ninth-Century Byzantine Politics, (ἀνέκδ. μεταπτυχ), [The Florida State University], Florida 2011.
23 Δευτέρα Μαρ. 2020
Posted Κείμενα
in≈ Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Τετάρτη 25 Μαρτίου 2020, «Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου», (Εβρ. 11-18,) & (Λουκ. 1, 24-38)
Με τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου το σχέδιο της σωτηρίας του ανθρώπου από τον Θεό αποκαλύπτει μία νέα φάση, αδιανόητη στο παρελθόν· «ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, Υἱὸς τῆς Παρθένου γίνεται. Ο Χριστός με την Ενανθρώπιση Του μεταξύ των άλλων αποκαλύπτει την αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο και τον ανυψώνει στην πρέπουσα θέση, η οποία είναι αυτή του παιδιού του Θεού Πατέρα· έτσι, λοιπόν, αποκαθιστά τον άνθρωπο στο «αρχαίο κάλλος». Όλη η επίγεια δράση του Ιησού Χριστού, η ζωή, το κήρυγμα και τα θαύματα Του, στόχευαν να καταδείξουν στον κουρασμένο κι απογοητευμένο άνθρωπο εμπράκτως την «άλλη», την πραγματική, ζωή αυτή δηλαδή που Θεός εξαρχής προόριζε για τον άνθρωπο στον Παράδεισο αν δεν συνέβαινε η αποστασία και η οποία είχε σαν συνέπεια να φανεί προς ώρα ότι καταστράφηκαν τα πάντα κι ο άνθρωπος βρέθηκε εξόριστος από τον Παράδεισο. Όταν όλα φάνηκαν να χάνονται ο Θεός έδωσε μία υπόσχεση στον άνθρωπο, η οποία στάθηκε κι η μόνη του παρηγοριά όλα αυτά τα πέτρινα χρόνια, ότι κάποτε θα νικηθεί η αιτία του κακού και θα επανέλθει η χαρά στη ζωή του ανθρώπου· «τότε είπε ο Κύριος ο Θεός στο φίδι: Γι’ αυτό που έκανες, καταραμένο να ‘σαι μόνο εσύ απ’ όλα τα ζώα της γης! Με την κοιλιά θα σέρνεσαι και χώμα θα τρως σ’ όλη σου τη ζωή. Έχθρα θα βάλω ανάμεσα σ’ εσένα και στη γυναίκα, κι ανάμεσα στο σπέρμα σου και στο σπέρμα της. Εκείνος θα σου συντρίψει το κεφάλι κι εσύ θα του πληγώσεις τη φτέρνα» (Γεν. 3, 14-15). Η ελπίδα αυτή με πολλούς και διαφόρους τρόπους κρατιόταν ζωντανή από τον Θεό, στην αρχή με την εκλογή μίας οικογένειας, του Νώε, και μετά ενός λαού, του Ισραήλ, ο οποίος θα λειτουργούσε ως θερμοκήπιο των επαγγελίων. Με πολλούς και διαφόρους τρόπους, με σωτηριώδεις πράξεις και με τους προφήτες, ο Θεός συνεχώς μιλούσε και προετοίμαζε τον λαό Του για την επερχόμενη σωτηρία από τον Μεσσία, «πολυμερῶς καί πολυτρόπως πάλαι ὁ Θεὸς λαλήσας τοῖς πατράσιν ἐν τοῖς προφήταις, ἐπ᾿ ἐσχάτου τῶν ἡμερῶν τούτων ἐλάλησεν ἡμῖν ἐν υἱῷ» (Εβρ.1,1). Τελικά, «ὅτε δὲ ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ, γενόμενον ἐκ γυναικός», (Γαλ. 4, 4) απέστειλε τον Υιό και Λόγο Του να γίνει άνθρωπος για να σώσει τους ανθρώπους.
Με την ενανθρώπιση του Ιησού Χριστού ένα καινούργιο κεφάλαιο ανοίγεται στις σχέσεις Θεού κι ανθρώπων· αποκαθίσταται η οικογένεια του Θεού κι ο άνθρωπος αποκτά παρρησία απέναντι του Θεού Πατέρα. Δεν είναι πια ο άνθρωπος εξόριστος από τον Παράδεισο κι εχθρός του Θεού, αλλά καθίσταται οικείος και κατά χάρη κληρονόμος του Θεού και συγκληρονόμος του Ιησού Χριστού (Ρωμ. 8, 17). Η μεγάλη αγωνία του ανθρώπου, πως θα ευαρεστήσει τον Θεό απαντάται οριστικά με τον Χριστό· δεν χρειάζεται να κάνει κάτι, ή να θυσιάσει ο άνθρωπος για να γίνει αποδεκτός από τον Θεό, φτάνει να πιστεύσει στον Χριστό και να αποδεχθεί την Θυσία Του· «δικαιωθέντες οὖν ἐκ πίστεως εἰρήνην ἔχομεν πρὸς τὸν Θεὸν διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, δι᾿ οὗ καὶ τὴν προσαγωγὴν ἐσχήκαμεν τῇ πίστει εἰς τὴν χάριν ταύτην ἐν ᾗ ἑστήκαμεν, καὶ καυχώμεθα ἐπ᾿ ἐλπίδι τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. 5, 1-2). Αποκτά έτσι πρόσωπο ο άνθρωπος να ατενίζει τον Θεό και με θάρρος να Τον προσφωνεί Πατέρα, καταστάσεις αδιανόητες στο παρελθόν.
Η πίστη αυτή παράγει και μία άλλη, καινοφανή, κοινωνική συμπεριφορά και διαμορφώνει ένα άλλο ήθος, αυτό που χαρακτηρίζει τον Χριστιανό. Αυτή η ελευθερία που διαπνέει την ζωή του Χριστιανού του δίνει την δύναμη να τολμά μεγάλα και απίθανα πράγματα· δίνει την δύναμη σε αδύνατες γυναίκες κι εύθραυστους γέροντες να στέκονται μπροστά στα Ρωμαϊκά δικαστήρια και να διακηρύσσουν ότι είναι Χριστιανοί και με χαμόγελο να υπομένουν τα όποια βασανιστήρια και τέλος τον φρικτό θάνατο.
«Τῇ ἐλευθερίᾳ οὖν, ᾗ Χριστὸς ἡμᾶς ἠλευθέρωσε, στήκετε, καὶ μὴ πάλιν ζυγῷ δουλείας ἐνέχεσθε» (Γαλ. 5,1) παραγγέλει ο απόστολος Παύλος στους Χριστιανούς και αυτή η προτροπή γίνεται τρόπος ζωής της Εκκλησίας. Αυτή η προτροπή χαρακτηρίζει την ζωή των Χριστιανών μέσα στους αιώνες κι είναι αυτή που εμπνέει την αντίσταση απεναντι στους ισχυρούς του κόσμου τούτου. Η ελευθερία είναι συνώνυμο με την ανθρώπινη προσωπικότητα· είναι δώρο του Θεού κι είναι αυτό που διακρίνει τον άνθρωπο από τα ζώα. Η ελευθερία, λοιπόν, δεν έχει τιμή ούτε αντίτιμο γιατί είναι δώρο του Θεού και για τον λόγο αυτό ταυτίζεται με τη ζωή. Συνεπώς, το σύνθημα «Ελευθερία ή θάνατος» απηχεί αυτή την θεολογία· το να είσαι πραγματικά άνθρωπος κοστίζει πάρα πολύ και απαιτούνται θυσίες για να αποδεικνύεται τούτο καθημερινά. Ο αγώνας για την ελευθερία είναι αγώνας για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και το Γένος των Ελλήνων έχει να επιδείξει πολλούς τέτοιους αγώνες. Η καρτερία και το θάρρος που έδειχναν οι εθνομάρτυρες αψηφώντας τον θάνατο φανερώνει την ύπαρξη ενός εσωτερικού πνευματικού κόσμου που εμπνέεται από ανώτερα ιδανικά και υποβαστάζεται από μία θεολογία που βρίσκεται πέρα από τον ορθολογικό ορίζοντα της καθημερινότητας, όπως πολύ εύστοχα περιγράφει, για παράδειγμα, ο ποιητής την στάση του ήρωα Αθανασίου Διάκου, «Πηδάει η φωτιά κι οι σούβλες έτοιμες κι αυτός ολόρθος στέκει/ Πεθαίνει αρνούμενος το θάνατο και λευτεριά φωνάζει. Ελευθεριά για σένα χάνομαι, μα θα ‘ρθούν πίσω μου άλλοι… μην κλαις κυρά κι εγώ θ’ αναστηθώ και θα σ᾿ αρπάξω πάλε…». Τα λόγια αυτά αναδεικνύουν μία συνείδηση που εμπνέεται από το Πάθος και την Ανάσταση του Χριστού και γιαυτό παράγουν υποδείγματα ζωής που αντέχουν στον χρόνο και στις συγκυρίες των εποχών.
Χρόνια Πολλά.
Aρχιμανδρίτης Παντελεήμων Τσορμπατζόγλου, ΔρΘ
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.