Ετικέτες

,

Κυριακή 28 Απριλίου 2024, «των Βαΐων», (Φιλ. 4, 4-9) & (Ιωάν. 12, 1-18)

Η Κυριακή πριν την Ανάσταση ονομάζεται «των Βαΐων» και λαμβάνει την ονομασία της από το κυρίαρχο στοιχείο της θριαμβευτικής εισό­δου του Χριστού στα Ιεροσόλυμα που ήταν τα βαΐα, δηλαδή τα κλαδιά, των φοινίκων τα οποία κρα­τούσαν στα χέρια τους και πανηγυρικά έσειαν οι ενθουσιώδεις άνθρωποι κατά την υποδοχή Του. Ένα έξαλλο πλήθος με αυτοσχέδιες σημαίες τα κλαδιά των φοινίκων και με αλαλαγμούς που έφθαναν μέχρι τα ουράνια, «ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, βασιλεὺς τοῦ ᾿Ισραήλ», υποδέχθηκαν τον Ιησού Χριστό που εισερχόταν στα Ιεροσόλυμα καθισμένος πάνω σ’ ένα γαϊδουράκι, όπως ακριβώς είχε προφητεύσει πριν από πολλούς αιώνες ο προφήτης Ζαχαρίας (9,9).

Ας δούμε, όμως, τα γεγονότα των ημερών αυτών από την αρχή. Ο Χριστός ευρί­σκε­ται με τους μαθητές Του στην Βηθανία, λίγα χιλιόμετρα έξω από τα Ιεροσόλυμα, στο σπίτι του φίλου Του Λαζάρου και των αδελφών του, μερικές ημέρες μετά την απρό­σμε­νη και θαυμαστή ανάσταση του και λίγο πριν την ανάβαση στα Ιεροσόλυμα και το Πάθος το δικό Του. Το σπίτι της οικογενείας του Λαζάρου, ήταν γνωστό στο χωριό σαν το σπίτι του Σίμωνα του λεπρού, γιατί μάλλον παλιά κάποιος πρόγονος τους έτυχε να ήταν λε­πρός και από τότε έμεινε το όνομα, όπως συχνά συμβαίνει στις μικρές κοινωνίες. Εκεί, λοι­πόν, που ήταν όλοι κα­θι­σμένοι, μάλλον ξαπλωμένοι στα ανά­κλι­ντρα κατά την συνή­θεια της εποχής κι άκουγαν με προ­σοχή τον Χριστό ξαφνικά αισθάν­θη­καν μία ευχάριστη και λε­πτή οσμή να πλανάται στον χώρο· η αδελφή του Λαζάρου, η Μαρία είχε σπάσει ένα α­κρι­βό δοχείο που περιείχε έ­να πανάκριβο άρωμα, μύρο, και κατά την ανατολίτικη συνή­θει­α είχε περιλούσει τα πό­δι­α του Χριστού και τα σφούγγιζε με τα τα μαλλιά της. Με τον τρόπο αυτό εξέφραζε την ευ­γνωμοσύνη της η Μαρία στον Χριστό για το μονα­δι­κό δώρο που τους χάρισε, την ανά­στα­ση του αδελφού τους Λαζάρου. Όλοι οι παρι­στά­μενοι συμ­φώ­­νησαν με την πράξη της Μα­ρίας και την επαίνεσαν μάλιστα, μονάχα ένας εξέ­φρασε την έντονη δυσφο­ρία του και με οργίλο ύφος. Ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, βλέ­πο­ντας την πρά­ξη της Μαρίας αναφώνη­σε, «γι­­ατί συμβαίνει αυτή σπατάλη, δεν μπορούσε να πουληθεί το μύρο αυτό για τριακόσια δη­νάρια και να δοθούν τα χρήματα στους πτωχούς». Το εν­δι­α­φέρον του Ιούδα, όπως σημειώνει ο ευαγγελιστής Ιωάννης, για τους πτω­χούς δεν ήταν ειλικρινές, για τους οποίους φυσικά ήταν αδιάφορος, αλλά ήταν μία πρό­φαση· ου­σι­α­στικά ενδιαφερόταν μονάχα για τον εαυτό του, διότι καθώς ήταν ο ταμίας που κρα­τού­σε το κοινό ταμείο των μα­­θητών, φρόντιζε πάντοτε να κατακρατεί για λογαριασμό του κάτι από τα κοινά χρήματα. Ήταν δηλαδή κοινός κλέπτης, ο ο­ποί­ος όμως φρόντιζε να επεν­δύ­ει τις πράξεις του με ηθικό έν­δυ­μα· έλεγε ψέμματα στους άλλους και στον ε­αυτό του, προ­φασιζόμενος υψηλές αξίες. Η απάντηση, όμως, του Χριστού ήταν αποστω­μο­τική στο όψιμο ενδιαφέρον του Ιούδα, «άφησέ την, ό, τι έκανε το έκανε για την ημέρα του εντα­φι­α­σμού μου· τους πτωχούς θα τους έχε­τε πάντοτε κοντά σας, αλλά εμένα δεν θα μ᾽ έχε­τε». Με άλλα λόγια, κάθε στιγμή έχει τις δικές της προτεραιότητες, δεν είναι όλα και πάντα τα ίδια· το χειρότερο είναι να προφασίζεται κανείς. Η υποκρισία είναι ασυγχώ­ρητη αμαρτία.

Την επομένη ημέρα όταν έμαθε ο κόσμος που είχε συρρεύσει για την εορτή του Πά­σχα από όλα τα μέρη του κόσμου, ότι ο Ιησούς, αυτός που ανέστησε τον Λάζαρο, πρό­­­­κειται να ανέβει στα Ιεροσό­λυμα, έτρεξαν να τον προϋπαντήσουν· ενώθηκαν με το πλήθος που α­κο­λου­θούσε τον Χριστό από την Βηθανία και διαλαλούσε ότι Αυτός είναι που πράγματι ανέστησε τον Λάζαρο. Καταλαβαίνουμε τώρα την κατάσταση που επικρα­τού­σε στο πλή­θος· φρενίτιδα ενθουσιασμού κατέλαβε όλους, στο πρόσωπο του Ιησού ανα­γνώριζαν τον Μεσ­σία και έσπευσαν να τον υποδεχθούν αναλόγως· έκοψαν κλαδιά από τις φοινι­κι­ές και με τα λάβαρα αυτά υποδέχθηκαν τον Ιησού κραυγάζοντας ότι αυτός εί­ναι ο Μεσ­σίας.

Η υποδοχή του Χριστού από τον λαό στα Ιεροσόλυμα λίγο πριν το Πάσχα ήταν ο κα­τα­λύ­της για την οριστική απόφαση των γραμματέων και αρχιερέων· ο Ιησούς πρέπει να εξου­δετερωθεί πάση θυσία αμέσως, δίχως καθυστέρηση. Η απόφαση λήφθηκε κι η εκτέ­λεση ήταν ζήτημα συγκυριών· την λύση την έδωσε ο Ιουδάς με την προδοσία του…

Στην ατμόσφαιρα αυτή θα νόμιζε κανείς ότι το αποστολικό ανάγνωσμα από την Φι­λιπ­πισίους επιστολή του αποστόλου Παύλου που μιλάει για την χαρά δύσκολα δικαι­ο­λο­γείται. Σήμερα, Κυριακή των Βαΐων, αρχή της Μ. Εβδομάδος και να διαβάζεται ένα κεί­με­νο για την χαρά, το λιγώτερο ακούγεται παράξενα, αλλά έχει την εξήγηση του.

Το Πά­θος του Ιη­σού Χριστό δεν είναι αποτέλεσμα προσωπικής τιμωρίας, αλλά απόφα­ση ε­κού­­­σιας θυ­σίας για την σωτηρία του ανθρώπου· είναι η «κένωση», που θα πει συγκα­­τά­βαση του Υιού και Λόγου του Θεού, του Χριστού να απολυτρώσει με την θυσία Του τον άνθρωπο και να τον απο­καταστήσει έτσι στο αρχαίο καλός, στην οικογένεια του Θεού. Η θυσία αυτή του Χριστού, γεμίζει τον άνθρωπο με αισθήματα χαράς και αγαλλι­ά­σεως, αφού για πρώτη φορά μπορεί τον Θεό «να κυττάξει στα μάτια» και να τον φωνάξει Πα­τέ­ρα. Την κατάσταση αυτή αυτή συνάδει με αυτό που είπε ο Χριστός «τήν χαρά ὑμῶν οὐδείς αἵρει ἀφ᾽ ὑμῶν» (Ιωάν. 16, 22, 23) στους μαθητές λίγη ώρα πριν τον συλλάβουν στον κήπο της Γεσθημανής.

Με τα αισθήματα αυτά, της χαρμολύπης και του χαροποιού πένθους, ας προσεγγίσουμε τα γεγονότα των ημερών αυτών· με σιωπή και κατάνυξη ας βιώσουμε το άφατο μυστήριο του Θείου Πάθους. Να θέσουμε καταμέρος, καλύτερα να απο­θέ­σουμε στα πόδια του Ε­σταυ­ρωμένου, τις όποιες φοβίες και φόβους που μας κα­τα­κλύζουν την δύσκολη εποχή μας· να Τον ατενίσουμε με εμπιστοσύνη και να Τον ικετεύ­σου­με με όλη την θέρμη της καρ­διάς μας· «Κύριε, Σώσε μας, όπως γνωρίζεις και δείξε μας τον τρόπο να το κατα­νο­ή­σουμε. Συγχώρεσέ μας που ξεχνούμε ότι η κάθε μέρα είναι δική σου μέρα και πνιγόμαστε στις έγνοιες και τις αμφιβολίες!».

Aρχιμανδρίτης Παντελεήμων Τσορμπατζόγλου, ΔρΘ


«…Χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε· πάλιν ἐρῶ, χαίρετε. τὸ ἐπιεικὲς ὑμῶν γνωσθήτω πᾶσιν ἀνθρώποις. ὁ Κύριος ἐγγύς.Μηδὲν μεριμνᾶτε, ἀλλ’ ἐν παντὶ τῇ προσευχῇ καὶ τῇ δεήσει μετὰ εὐχαριστίας τὰ αἰτήματα ὑμῶν γνωριζέσθω πρὸς τὸν Θεόν.Καὶ ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν φρουρήσει τὰς καρδίας ὑμῶν καὶ τὰ νοήματα ὑμῶν ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ.Τὸ λοιπόν, ἀδελφοί, ὅσα ἐστὶν ἀληθῆ, ὅσα σεμνά, ὅσα δίκαια, ὅσα ἁγνά, ὅσα προσφιλῆ, ὅσα εὔφημα, εἴ τις ἀρετὴ καὶ εἴ τις ἔπαινος, ταῦτα λογίζεσθε·ἃ καὶ ἐμάθετε καὶ παρελάβετε καὶ ἠκούσατε καὶ εἴδετε ἐν ἐμοί, ταῦτα πράσσετε· καὶ ὁ Θεὸς τῆς εἰρήνης ἔσται μεθ’ ὑμῶν…»

Νεοελληνική απόδοση«…Να είστε πάντοτε χαρούμενοι μέ τήν χαρά τοῦ Κυρίου· πάλι θα πω: να χαίρετε! Η επιείκειά σας ας γίνει γνωστή σε όλους τους ανθρώπους. Ο Κύριος είναι κοντά. Για τίποτα μη μεριμνάτε, αλλά όλα τα αιτήματά σας με την προσευχή και την δέηση, μαζί με ευχαριστία, να κάνετε γνωστά στον Θεό.Και η ειρήνη του Θεού που υπερέχει κάθε νου θα φρουρήσει τις καρδιές σας και τα διανοήματά σας στον Ιησού Χριστό.Λοιπόν, αδελφοί, όσα είναι αληθινά, όσα σεμνά, όσα δίκαια, όσα αγνά, όσα προσφιλή, όσα έχουν καλή φήμη, αν υπάρχει κάποια αρετή και αν υπάρχει κάποιος έπαινος, αυτά να συλλογίζεστε.Και αυτά που μάθατε και παραλάβατε και ακούσατε και είδατε σ’ εμένα, αυτά να πράττετε. και ο Θεός της ειρήνης θα είναι μαζί σας…».


Φώτης Κόντογλου, «Χαρμολύπη, ή το Χαροποιόν Πένθος», Ελληνική Δημιουργία, τ.61, 1950

Αληθινή κι’ όχι ψεύτικη χαρά νοιώθει μονάχα όποιος έχει τον Χριστό μέσα του, κ’ είναι ταπεινός, πράος, γεμάτος αγάπη. Αληθινή χαρά έχει μονάχα εκείνος που ξαναγεννήθηκε στην αληθινή ζωή του Χριστού. Κι’αυτή η αληθινή χαρά βγαίνει από καρδιά που πονά και θλίβεται για τον Χριστό, και βρέχεται από το παρηγορητικό δάκρυο το οποίο δεν το γνωρίζουνε οι άλλοι άνθρωποι, κατά τον άγιο λόγο που είπε το στόμα του Κυρίου : «Μακάριοι οι πενθούντες, ότι αυτοί παρακληθήσονται» (Ματθ. Ε’. 4), «Καλότυχοι όσοι είναι λυπημένοι, γιατί αυτοί θα παρηγορηθούνε.» Κι’ αλλού λέγει : «Καλότυχοι όσοι κλαίτε τώρα, γιατί θα γελάσετε.» (Λουκ. ΣΤ’. 21). Όποιος λυπάται και υποφέρνει για τον Χριστό, πέρνει παρηγοριά ουράνια και ειρήνη αθόλωτη. Παράκληση δεν θα πει παρακάλεσμα, αλλά παρηγοριά. Γι’ αυτό και το Άγιον Πνεύμα λέγεται Παράκλητος, δηλαδή Παρηγορητής, επειδή όποιος το πάρει, παρηγοριέται σε κάθε θλίψη του και βεβαιώνεται και δεν φοβάται τίποτα. Κι’ αυτή η βεβαιότητα που δέχεται μυστικά, τον κάνει να χαίρεται πνευματικά. Και πάλι λέγει ο Κύριος παρακάτω στην επί του Όρους ομιλία : «Μακάριοι εστέ όταν ονειδίσωσιν υμάς και διώξωσι και είπωσι παν πονηρόν ρήμα ψευδόμενοι ένεκεν εμού,» (Ματθ. Ε’, 11). Και κατά τον μυστικό Δείπνο είπε στους Αγίους Αποστόλους: «Αμήν αμήν λέγω υμίν ότι κλαύσετε και θρηνήσετε υμείς, ο δε κόσμος χαρήσεται· υμείς δε λυπηθήσεσθε, αλλ’ η λύπη υμών εις χαράν γενήσεται.» (Ιω.ιστ’ 20). Όλα τα άλλα που τα λένε χαρές οι άνθρωποι, δεν είναι αληθινές χαρές· μια είναι η αληθινή χαρά, τούτη η η πονεμένη χαρά του Χριστού, που ξαγοράζεται με τη θλίψη, για τούτο κι’ ο Κύριος τη λέγει «πεπληρωμένη», δηλ. τέλεια, αληθινή, σίγουρη. (Ιω. ιστ’ 25). Κι’ ο άγιος Παύλος στις Επιστολές του λέγει πολλά γι’αυτή τη βλογημένη θλίψη που είναι συμπλεγμένη με τη χαρά: «Η λύπη για τον Θεό, λέγει, φέρνει αμετάνοιωτη μετάνοια για τη σωτηρία (δηλ. η λύπη που νοιώθει όποιος πιστεύει στον Θεό, κάνει ώστε εκείνος ο άνθρωπος να μετανοιώσει και να σωθεί, χωρίς να αλλάξει γνώμη και να γυρίσει πίσω στην αμαρτία), ενώ η λύπη του κόσμου φέρνει τον θάνατο.» (Κορινθ. Β’ ζ’10). Κι’ αλλού λέγει πως οι χριστιανοί φαίνουνται στους ασεβείς πως είναι λυπημένοι, μα στ’ αληθινά χαίρουνται :»ως λυπούμενοι αεί δε χαίροντες, ως πτωχοί πολλούς δε πλουτίζοντες, ως μηδέν έχοντες και πάντα κατέχοντες,» (Κορινθ. Β’ στ’ 10). Απ’ αυτή την παντοτινή χαρά φτερωμένος ο άγιος Παύλος, γράφει ολοένα στους μαθητάδες του : «Χαίρετε εν Κυρίω πάντοτε!» (Φιλιπ. δ’ 4). «Πάλιν χαρήτε.» (Φιλιπ. β’28). «Παντοτε χαίρετε.» (Θεσσαλ. ε. 16). «Λοιπόν, αδελφοί, χαίρετε.» (Κορινθ. Β’. ζ 16)…..

http://www.myriobiblos.gr/texts/greek/theotokos_2002_kontoglou2.html


Κυριακή 28 Απριλίου 2024, «των Βαΐων», (Ιωάν. 12, 1-18)

  Λίγες ημέρες πριν τον εορτασμό του Πάσχα, μόλις έξι, ο Ιησούς με τους μαθητές του  βρέ­θηκαν στην Βηθανία, μία κώμη τρία χιλιόμετρα μακρυά από τα Ιεροσόλυμα, προ­κειμένου να επισκεφθούν το σπίτι του φίλου Του Λαζάρου, τον οποίο είχε πριν λίγες η­μέ­ρες είχε αναστήσει εκ των νεκρών. H χαρά των αδελφών του Λαζάρου για την επί­σκε­ψη του Χριστού, του μεγάλου ευεργέτη της οικογενείας τους, ήταν απερίγραπτη και για να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους παρέθεσαν μεγάλο δείπνο στο οποίο η Μαρία, η αδελφή του Λαζάρου, έσπασε ένα δοχείο με μύρο από νάρδο (σε υγρή μορφή=πιστική) μεγάλης α­ξί­ας και μ᾽ αυτό περιέλουσε και έπλυνε τα πόδια του Χριστού και τα σκούπισε με τα μαλλιά της, σύμφωνα με την συνήθεια της Ανατολής, προκειμένου να εκφράσει έτσι την άφατη ευγνωμοσύνη της προς τον Κύριο για την σωτηρία του αδελφού της. Η πράξη αυ­τή αν και απέσπασε την επιδοκιμασία όλων των παρισταμένων, άφησε όμως ασυ­γκί­νητο τον Ιούδα τον Ισκα­ρι­ώτη που εκείνη την ώρα θυμήθηκε τους φτωχούς και βρήκε ευ­καιρία να κάνει κήρυγμα περί φιλανθρωπίας και αυτό διότι, όπως εξηγεί ο ευ­αγ­γε­λι­στής, εν­δια­­φε­­ρόταν μόνον για τα χρήματα μιας και αυτός διαχειριζόταν το κοινό ταμείο, το οποίο και κατέκλεβε.

Εδώ θα πρέπει να υπογραμμίσουμε την παρανόηση που γίνεται μεταξύ της Μαρίας της αδελφής του Λαζάρου και της άλλης άγνωστης αμαρτωλής γυναίκας που έλουσε κι αυτή τα πόδια του Ιησού με μύρο στο σπίτι του Σίμωνος του Φαρισαίου (Λουκ. 7, 36-50)· η πρώτη περίπτωση είναι λίγο πριν το Πάθος και η δεύτερη στην αρχή της δράσεως του Χρι­στού.

Στο άκουσμα της παρουσίας του Ιησού στο σπίτι του Λαζάρου κόσμος πολύς συν­ά­χθη­κε, άλλοι για να δουν τον Χριστό από κοντά κι άλλοι για να ικανοποιήσουν την πε­ρι­ε­ρ­γειά τους, να δουν πως είναι ένας νεκρός να ξαναγυρνά στους ζωντανούς, όπως ήταν ο Λάζαρος. Η κοσμοσυρροή δεν σταματούσε με αποτέλεσμα να προκαλέσει μεγάλη ανα­στάτωση στους αρ­χι­ερείς και να κριθεί ως άκρως επικίνδυνη διότι λίγα μόλις χι­λιό­μετρα α­πό τα Ιεροσόλυμα ο μεγάλος εχθρός τους συγκέντρωνε τόσο κόσμο και ίσως προ­κα­λού­σε την επέμβαση των Ρωμαίων και τότε ήταν που έλαβαν την μεγάλη απόφαση να εξο­ντώ­σουν όχι μόνο τον Χριστό, αλλά και τον Λάζαρο γιατί ήταν η ζωντανή από­δει­ξη της δυνάμεως του Χριστού.

Την επαύριο, ο κόσμος που είχε συγκεντωθεί στα Ιεροσόλυμα για την επικείμενη εορτή του Πάσχα όταν άκουσε ότι έρχεται ο Χριστός αυτός που ανέστησε τον Λάζαρο, έσπευσε να τον προ­ϋ­παντήσει με κλαδιά που έκοψαν από τους φοίνικες και ζητωκραυγά­ζο­ντας ότι αυτός είναι ο βασιλιάς του Ισραήλ. Ο κόσμος είχε κατάλαβει αυτό που φοβό­ντουσαν οι αρχιερείς, ότι ο Ιησούς από την Ναζαρέτ είναι ο Μεσσίας· η διαπίστωση αυτή θο­ρύ­βη­σε τα μέγιστα τους αρχιερείς και τότε αποφάσισαν το ταχύτερο δυνατό να δώ­σουν τέλος σ᾽ αυτή την ιστορία, φονεύοντας τον Ιησού, και καραδοκούσαν για την κα­τάλ­ληλη ευ­και­­ρία, την οποία σύντομα θα την πρόσφερε ο Ιούδας ο Ισκαριώτης.

Στο σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα γίνεται κατάδηλο με τα μελανώτερα χρώματα το χάσμα της σκέψεως και της συμπεριφοράς ανάμεσα στον απλό λαό, με πρώτη την αδελ­φή του Λαζάρου την Μαρία που θυσιάζει ό, τι πιο πολύτιμο είχε, ένα άρωμα αξίας τρια­κοσίων δηναρίων και των λοιπών ανθρώπων που μπορούν να δουν με τα μάτια της καρδιάς τους και να διακρίνουν στο πρόσωπο του Ιησού τον Μεσσία που περίμεναν μια ζωή, αφού ανασταίνει νεκρούς, τον Λάζαρο, και από την άλλη τους αρχιερείς που βλέ­πουν να κλονίζονται τα συμφέροντά τους. Η διαφορά αυτή ήταν καθοριστική για την έκ­βα­ση της υποθέσεως «Ιησούς» για τους αρχιερείς, διότι κατά την διαπίστωση του Πο­ντί­ου Πιλάτου, «παρέδωσαν τον Χριστό για λόγους φθόνου και μόνον», (Ματθ. 27,18). Η μαρ­τυρία όμως του λαού ήταν αναντίλεκτη επειδή ήταν παρόντες στην ανάσταση του Λα­­ζάρου και αυτό που έζησαν δεν μπορούσαν με καμμία δύναμη να το ξεχάσουν, για τον λόγο αυτό και με τον πιο θριαμβευτικό τρόπο έδειχναν την ευγνωμοσύνη τους, φω­νά­­­ζοντας «ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, βασιλεὺς τοῦ ᾿Ισραήλ».

Την ένταση των γεγονότων των ημερών εκείνων εκφραζει με τον καλύτερο τρόπο το α­πο­­λυτίκιο της ημέρας το οποίο σε μετάφραση έχει ως εξής: «Επειδή ήθελες Χριστέ και Θε­­­έ μας να αποδεί­ξεις, προ της σταυρικής Σου Θυσίας, ότι είναι βέβαιη η ανά­στα­­ση ό­λων των νεκρών, γιαυτό ανέστησες εκ νεκρών τον Λάζαρο. Γιαυτό και εμείς, μι­μού­­­μενοι τα παι­διά κρα­τού­με στα χέρια μας τα σύμβολα της νίκης και βοώμε προς Εσένα, τον νικητή του θα­νά­του: ας είσαι ευλογημένος Συ, που έρχεσαι απεσταλμένος από τον Κύριο».

Aρχιμανδρίτης Παντελεήμων Τσορμπατζόγλου, ΔρΘ