Κυριακή 28 Απριλίου 2024, «των Βαΐων», (Φιλ. 4, 4-9) & (Ιωάν. 12, 1-18)

Ετικέτες

,

Κυριακή 28 Απριλίου 2024, «των Βαΐων», (Φιλ. 4, 4-9) & (Ιωάν. 12, 1-18)

Η Κυριακή πριν την Ανάσταση ονομάζεται «των Βαΐων» και λαμβάνει την ονομασία της από το κυρίαρχο στοιχείο της θριαμβευτικής εισό­δου του Χριστού στα Ιεροσόλυμα που ήταν τα βαΐα, δηλαδή τα κλαδιά, των φοινίκων τα οποία κρα­τούσαν στα χέρια τους και πανηγυρικά έσειαν οι ενθουσιώδεις άνθρωποι κατά την υποδοχή Του. Ένα έξαλλο πλήθος με αυτοσχέδιες σημαίες τα κλαδιά των φοινίκων και με αλαλαγμούς που έφθαναν μέχρι τα ουράνια, «ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, βασιλεὺς τοῦ ᾿Ισραήλ», υποδέχθηκαν τον Ιησού Χριστό που εισερχόταν στα Ιεροσόλυμα καθισμένος πάνω σ’ ένα γαϊδουράκι, όπως ακριβώς είχε προφητεύσει πριν από πολλούς αιώνες ο προφήτης Ζαχαρίας (9,9).

Ας δούμε, όμως, τα γεγονότα των ημερών αυτών από την αρχή. Ο Χριστός ευρί­σκε­ται με τους μαθητές Του στην Βηθανία, λίγα χιλιόμετρα έξω από τα Ιεροσόλυμα, στο σπίτι του φίλου Του Λαζάρου και των αδελφών του, μερικές ημέρες μετά την απρό­σμε­νη και θαυμαστή ανάσταση του και λίγο πριν την ανάβαση στα Ιεροσόλυμα και το Πάθος το δικό Του. Το σπίτι της οικογενείας του Λαζάρου, ήταν γνωστό στο χωριό σαν το σπίτι του Σίμωνα του λεπρού, γιατί μάλλον παλιά κάποιος πρόγονος τους έτυχε να ήταν λε­πρός και από τότε έμεινε το όνομα, όπως συχνά συμβαίνει στις μικρές κοινωνίες. Εκεί, λοι­πόν, που ήταν όλοι κα­θι­σμένοι, μάλλον ξαπλωμένοι στα ανά­κλι­ντρα κατά την συνή­θεια της εποχής κι άκουγαν με προ­σοχή τον Χριστό ξαφνικά αισθάν­θη­καν μία ευχάριστη και λε­πτή οσμή να πλανάται στον χώρο· η αδελφή του Λαζάρου, η Μαρία είχε σπάσει ένα α­κρι­βό δοχείο που περιείχε έ­να πανάκριβο άρωμα, μύρο, και κατά την ανατολίτικη συνή­θει­α είχε περιλούσει τα πό­δι­α του Χριστού και τα σφούγγιζε με τα τα μαλλιά της. Με τον τρόπο αυτό εξέφραζε την ευ­γνωμοσύνη της η Μαρία στον Χριστό για το μονα­δι­κό δώρο που τους χάρισε, την ανά­στα­ση του αδελφού τους Λαζάρου. Όλοι οι παρι­στά­μενοι συμ­φώ­­νησαν με την πράξη της Μα­ρίας και την επαίνεσαν μάλιστα, μονάχα ένας εξέ­φρασε την έντονη δυσφο­ρία του και με οργίλο ύφος. Ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, βλέ­πο­ντας την πρά­ξη της Μαρίας αναφώνη­σε, «γι­­ατί συμβαίνει αυτή σπατάλη, δεν μπορούσε να πουληθεί το μύρο αυτό για τριακόσια δη­νάρια και να δοθούν τα χρήματα στους πτωχούς». Το εν­δι­α­φέρον του Ιούδα, όπως σημειώνει ο ευαγγελιστής Ιωάννης, για τους πτω­χούς δεν ήταν ειλικρινές, για τους οποίους φυσικά ήταν αδιάφορος, αλλά ήταν μία πρό­φαση· ου­σι­α­στικά ενδιαφερόταν μονάχα για τον εαυτό του, διότι καθώς ήταν ο ταμίας που κρα­τού­σε το κοινό ταμείο των μα­­θητών, φρόντιζε πάντοτε να κατακρατεί για λογαριασμό του κάτι από τα κοινά χρήματα. Ήταν δηλαδή κοινός κλέπτης, ο ο­ποί­ος όμως φρόντιζε να επεν­δύ­ει τις πράξεις του με ηθικό έν­δυ­μα· έλεγε ψέμματα στους άλλους και στον ε­αυτό του, προ­φασιζόμενος υψηλές αξίες. Η απάντηση, όμως, του Χριστού ήταν αποστω­μο­τική στο όψιμο ενδιαφέρον του Ιούδα, «άφησέ την, ό, τι έκανε το έκανε για την ημέρα του εντα­φι­α­σμού μου· τους πτωχούς θα τους έχε­τε πάντοτε κοντά σας, αλλά εμένα δεν θα μ᾽ έχε­τε». Με άλλα λόγια, κάθε στιγμή έχει τις δικές της προτεραιότητες, δεν είναι όλα και πάντα τα ίδια· το χειρότερο είναι να προφασίζεται κανείς. Η υποκρισία είναι ασυγχώ­ρητη αμαρτία.

Την επομένη ημέρα όταν έμαθε ο κόσμος που είχε συρρεύσει για την εορτή του Πά­σχα από όλα τα μέρη του κόσμου, ότι ο Ιησούς, αυτός που ανέστησε τον Λάζαρο, πρό­­­­κειται να ανέβει στα Ιεροσό­λυμα, έτρεξαν να τον προϋπαντήσουν· ενώθηκαν με το πλήθος που α­κο­λου­θούσε τον Χριστό από την Βηθανία και διαλαλούσε ότι Αυτός είναι που πράγματι ανέστησε τον Λάζαρο. Καταλαβαίνουμε τώρα την κατάσταση που επικρα­τού­σε στο πλή­θος· φρενίτιδα ενθουσιασμού κατέλαβε όλους, στο πρόσωπο του Ιησού ανα­γνώριζαν τον Μεσ­σία και έσπευσαν να τον υποδεχθούν αναλόγως· έκοψαν κλαδιά από τις φοινι­κι­ές και με τα λάβαρα αυτά υποδέχθηκαν τον Ιησού κραυγάζοντας ότι αυτός εί­ναι ο Μεσ­σίας.

Η υποδοχή του Χριστού από τον λαό στα Ιεροσόλυμα λίγο πριν το Πάσχα ήταν ο κα­τα­λύ­της για την οριστική απόφαση των γραμματέων και αρχιερέων· ο Ιησούς πρέπει να εξου­δετερωθεί πάση θυσία αμέσως, δίχως καθυστέρηση. Η απόφαση λήφθηκε κι η εκτέ­λεση ήταν ζήτημα συγκυριών· την λύση την έδωσε ο Ιουδάς με την προδοσία του…

Στην ατμόσφαιρα αυτή θα νόμιζε κανείς ότι το αποστολικό ανάγνωσμα από την Φι­λιπ­πισίους επιστολή του αποστόλου Παύλου που μιλάει για την χαρά δύσκολα δικαι­ο­λο­γείται. Σήμερα, Κυριακή των Βαΐων, αρχή της Μ. Εβδομάδος και να διαβάζεται ένα κεί­με­νο για την χαρά, το λιγώτερο ακούγεται παράξενα, αλλά έχει την εξήγηση του.

Το Πά­θος του Ιη­σού Χριστό δεν είναι αποτέλεσμα προσωπικής τιμωρίας, αλλά απόφα­ση ε­κού­­­σιας θυ­σίας για την σωτηρία του ανθρώπου· είναι η «κένωση», που θα πει συγκα­­τά­βαση του Υιού και Λόγου του Θεού, του Χριστού να απολυτρώσει με την θυσία Του τον άνθρωπο και να τον απο­καταστήσει έτσι στο αρχαίο καλός, στην οικογένεια του Θεού. Η θυσία αυτή του Χριστού, γεμίζει τον άνθρωπο με αισθήματα χαράς και αγαλλι­ά­σεως, αφού για πρώτη φορά μπορεί τον Θεό «να κυττάξει στα μάτια» και να τον φωνάξει Πα­τέ­ρα. Την κατάσταση αυτή αυτή συνάδει με αυτό που είπε ο Χριστός «τήν χαρά ὑμῶν οὐδείς αἵρει ἀφ᾽ ὑμῶν» (Ιωάν. 16, 22, 23) στους μαθητές λίγη ώρα πριν τον συλλάβουν στον κήπο της Γεσθημανής.

Με τα αισθήματα αυτά, της χαρμολύπης και του χαροποιού πένθους, ας προσεγγίσουμε τα γεγονότα των ημερών αυτών· με σιωπή και κατάνυξη ας βιώσουμε το άφατο μυστήριο του Θείου Πάθους. Να θέσουμε καταμέρος, καλύτερα να απο­θέ­σουμε στα πόδια του Ε­σταυ­ρωμένου, τις όποιες φοβίες και φόβους που μας κα­τα­κλύζουν την δύσκολη εποχή μας· να Τον ατενίσουμε με εμπιστοσύνη και να Τον ικετεύ­σου­με με όλη την θέρμη της καρ­διάς μας· «Κύριε, Σώσε μας, όπως γνωρίζεις και δείξε μας τον τρόπο να το κατα­νο­ή­σουμε. Συγχώρεσέ μας που ξεχνούμε ότι η κάθε μέρα είναι δική σου μέρα και πνιγόμαστε στις έγνοιες και τις αμφιβολίες!».

Aρχιμανδρίτης Παντελεήμων Τσορμπατζόγλου, ΔρΘ


«…Χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε· πάλιν ἐρῶ, χαίρετε. τὸ ἐπιεικὲς ὑμῶν γνωσθήτω πᾶσιν ἀνθρώποις. ὁ Κύριος ἐγγύς.Μηδὲν μεριμνᾶτε, ἀλλ’ ἐν παντὶ τῇ προσευχῇ καὶ τῇ δεήσει μετὰ εὐχαριστίας τὰ αἰτήματα ὑμῶν γνωριζέσθω πρὸς τὸν Θεόν.Καὶ ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν φρουρήσει τὰς καρδίας ὑμῶν καὶ τὰ νοήματα ὑμῶν ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ.Τὸ λοιπόν, ἀδελφοί, ὅσα ἐστὶν ἀληθῆ, ὅσα σεμνά, ὅσα δίκαια, ὅσα ἁγνά, ὅσα προσφιλῆ, ὅσα εὔφημα, εἴ τις ἀρετὴ καὶ εἴ τις ἔπαινος, ταῦτα λογίζεσθε·ἃ καὶ ἐμάθετε καὶ παρελάβετε καὶ ἠκούσατε καὶ εἴδετε ἐν ἐμοί, ταῦτα πράσσετε· καὶ ὁ Θεὸς τῆς εἰρήνης ἔσται μεθ’ ὑμῶν…»

Νεοελληνική απόδοση«…Να είστε πάντοτε χαρούμενοι μέ τήν χαρά τοῦ Κυρίου· πάλι θα πω: να χαίρετε! Η επιείκειά σας ας γίνει γνωστή σε όλους τους ανθρώπους. Ο Κύριος είναι κοντά. Για τίποτα μη μεριμνάτε, αλλά όλα τα αιτήματά σας με την προσευχή και την δέηση, μαζί με ευχαριστία, να κάνετε γνωστά στον Θεό.Και η ειρήνη του Θεού που υπερέχει κάθε νου θα φρουρήσει τις καρδιές σας και τα διανοήματά σας στον Ιησού Χριστό.Λοιπόν, αδελφοί, όσα είναι αληθινά, όσα σεμνά, όσα δίκαια, όσα αγνά, όσα προσφιλή, όσα έχουν καλή φήμη, αν υπάρχει κάποια αρετή και αν υπάρχει κάποιος έπαινος, αυτά να συλλογίζεστε.Και αυτά που μάθατε και παραλάβατε και ακούσατε και είδατε σ’ εμένα, αυτά να πράττετε. και ο Θεός της ειρήνης θα είναι μαζί σας…».


Φώτης Κόντογλου, «Χαρμολύπη, ή το Χαροποιόν Πένθος», Ελληνική Δημιουργία, τ.61, 1950

Αληθινή κι’ όχι ψεύτικη χαρά νοιώθει μονάχα όποιος έχει τον Χριστό μέσα του, κ’ είναι ταπεινός, πράος, γεμάτος αγάπη. Αληθινή χαρά έχει μονάχα εκείνος που ξαναγεννήθηκε στην αληθινή ζωή του Χριστού. Κι’αυτή η αληθινή χαρά βγαίνει από καρδιά που πονά και θλίβεται για τον Χριστό, και βρέχεται από το παρηγορητικό δάκρυο το οποίο δεν το γνωρίζουνε οι άλλοι άνθρωποι, κατά τον άγιο λόγο που είπε το στόμα του Κυρίου : «Μακάριοι οι πενθούντες, ότι αυτοί παρακληθήσονται» (Ματθ. Ε’. 4), «Καλότυχοι όσοι είναι λυπημένοι, γιατί αυτοί θα παρηγορηθούνε.» Κι’ αλλού λέγει : «Καλότυχοι όσοι κλαίτε τώρα, γιατί θα γελάσετε.» (Λουκ. ΣΤ’. 21). Όποιος λυπάται και υποφέρνει για τον Χριστό, πέρνει παρηγοριά ουράνια και ειρήνη αθόλωτη. Παράκληση δεν θα πει παρακάλεσμα, αλλά παρηγοριά. Γι’ αυτό και το Άγιον Πνεύμα λέγεται Παράκλητος, δηλαδή Παρηγορητής, επειδή όποιος το πάρει, παρηγοριέται σε κάθε θλίψη του και βεβαιώνεται και δεν φοβάται τίποτα. Κι’ αυτή η βεβαιότητα που δέχεται μυστικά, τον κάνει να χαίρεται πνευματικά. Και πάλι λέγει ο Κύριος παρακάτω στην επί του Όρους ομιλία : «Μακάριοι εστέ όταν ονειδίσωσιν υμάς και διώξωσι και είπωσι παν πονηρόν ρήμα ψευδόμενοι ένεκεν εμού,» (Ματθ. Ε’, 11). Και κατά τον μυστικό Δείπνο είπε στους Αγίους Αποστόλους: «Αμήν αμήν λέγω υμίν ότι κλαύσετε και θρηνήσετε υμείς, ο δε κόσμος χαρήσεται· υμείς δε λυπηθήσεσθε, αλλ’ η λύπη υμών εις χαράν γενήσεται.» (Ιω.ιστ’ 20). Όλα τα άλλα που τα λένε χαρές οι άνθρωποι, δεν είναι αληθινές χαρές· μια είναι η αληθινή χαρά, τούτη η η πονεμένη χαρά του Χριστού, που ξαγοράζεται με τη θλίψη, για τούτο κι’ ο Κύριος τη λέγει «πεπληρωμένη», δηλ. τέλεια, αληθινή, σίγουρη. (Ιω. ιστ’ 25). Κι’ ο άγιος Παύλος στις Επιστολές του λέγει πολλά γι’αυτή τη βλογημένη θλίψη που είναι συμπλεγμένη με τη χαρά: «Η λύπη για τον Θεό, λέγει, φέρνει αμετάνοιωτη μετάνοια για τη σωτηρία (δηλ. η λύπη που νοιώθει όποιος πιστεύει στον Θεό, κάνει ώστε εκείνος ο άνθρωπος να μετανοιώσει και να σωθεί, χωρίς να αλλάξει γνώμη και να γυρίσει πίσω στην αμαρτία), ενώ η λύπη του κόσμου φέρνει τον θάνατο.» (Κορινθ. Β’ ζ’10). Κι’ αλλού λέγει πως οι χριστιανοί φαίνουνται στους ασεβείς πως είναι λυπημένοι, μα στ’ αληθινά χαίρουνται :»ως λυπούμενοι αεί δε χαίροντες, ως πτωχοί πολλούς δε πλουτίζοντες, ως μηδέν έχοντες και πάντα κατέχοντες,» (Κορινθ. Β’ στ’ 10). Απ’ αυτή την παντοτινή χαρά φτερωμένος ο άγιος Παύλος, γράφει ολοένα στους μαθητάδες του : «Χαίρετε εν Κυρίω πάντοτε!» (Φιλιπ. δ’ 4). «Πάλιν χαρήτε.» (Φιλιπ. β’28). «Παντοτε χαίρετε.» (Θεσσαλ. ε. 16). «Λοιπόν, αδελφοί, χαίρετε.» (Κορινθ. Β’. ζ 16)…..

http://www.myriobiblos.gr/texts/greek/theotokos_2002_kontoglou2.html


Κυριακή 28 Απριλίου 2024, «των Βαΐων», (Ιωάν. 12, 1-18)

  Λίγες ημέρες πριν τον εορτασμό του Πάσχα, μόλις έξι, ο Ιησούς με τους μαθητές του  βρέ­θηκαν στην Βηθανία, μία κώμη τρία χιλιόμετρα μακρυά από τα Ιεροσόλυμα, προ­κειμένου να επισκεφθούν το σπίτι του φίλου Του Λαζάρου, τον οποίο είχε πριν λίγες η­μέ­ρες είχε αναστήσει εκ των νεκρών. H χαρά των αδελφών του Λαζάρου για την επί­σκε­ψη του Χριστού, του μεγάλου ευεργέτη της οικογενείας τους, ήταν απερίγραπτη και για να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους παρέθεσαν μεγάλο δείπνο στο οποίο η Μαρία, η αδελφή του Λαζάρου, έσπασε ένα δοχείο με μύρο από νάρδο (σε υγρή μορφή=πιστική) μεγάλης α­ξί­ας και μ᾽ αυτό περιέλουσε και έπλυνε τα πόδια του Χριστού και τα σκούπισε με τα μαλλιά της, σύμφωνα με την συνήθεια της Ανατολής, προκειμένου να εκφράσει έτσι την άφατη ευγνωμοσύνη της προς τον Κύριο για την σωτηρία του αδελφού της. Η πράξη αυ­τή αν και απέσπασε την επιδοκιμασία όλων των παρισταμένων, άφησε όμως ασυ­γκί­νητο τον Ιούδα τον Ισκα­ρι­ώτη που εκείνη την ώρα θυμήθηκε τους φτωχούς και βρήκε ευ­καιρία να κάνει κήρυγμα περί φιλανθρωπίας και αυτό διότι, όπως εξηγεί ο ευ­αγ­γε­λι­στής, εν­δια­­φε­­ρόταν μόνον για τα χρήματα μιας και αυτός διαχειριζόταν το κοινό ταμείο, το οποίο και κατέκλεβε.

Εδώ θα πρέπει να υπογραμμίσουμε την παρανόηση που γίνεται μεταξύ της Μαρίας της αδελφής του Λαζάρου και της άλλης άγνωστης αμαρτωλής γυναίκας που έλουσε κι αυτή τα πόδια του Ιησού με μύρο στο σπίτι του Σίμωνος του Φαρισαίου (Λουκ. 7, 36-50)· η πρώτη περίπτωση είναι λίγο πριν το Πάθος και η δεύτερη στην αρχή της δράσεως του Χρι­στού.

Στο άκουσμα της παρουσίας του Ιησού στο σπίτι του Λαζάρου κόσμος πολύς συν­ά­χθη­κε, άλλοι για να δουν τον Χριστό από κοντά κι άλλοι για να ικανοποιήσουν την πε­ρι­ε­ρ­γειά τους, να δουν πως είναι ένας νεκρός να ξαναγυρνά στους ζωντανούς, όπως ήταν ο Λάζαρος. Η κοσμοσυρροή δεν σταματούσε με αποτέλεσμα να προκαλέσει μεγάλη ανα­στάτωση στους αρ­χι­ερείς και να κριθεί ως άκρως επικίνδυνη διότι λίγα μόλις χι­λιό­μετρα α­πό τα Ιεροσόλυμα ο μεγάλος εχθρός τους συγκέντρωνε τόσο κόσμο και ίσως προ­κα­λού­σε την επέμβαση των Ρωμαίων και τότε ήταν που έλαβαν την μεγάλη απόφαση να εξο­ντώ­σουν όχι μόνο τον Χριστό, αλλά και τον Λάζαρο γιατί ήταν η ζωντανή από­δει­ξη της δυνάμεως του Χριστού.

Την επαύριο, ο κόσμος που είχε συγκεντωθεί στα Ιεροσόλυμα για την επικείμενη εορτή του Πάσχα όταν άκουσε ότι έρχεται ο Χριστός αυτός που ανέστησε τον Λάζαρο, έσπευσε να τον προ­ϋ­παντήσει με κλαδιά που έκοψαν από τους φοίνικες και ζητωκραυγά­ζο­ντας ότι αυτός είναι ο βασιλιάς του Ισραήλ. Ο κόσμος είχε κατάλαβει αυτό που φοβό­ντουσαν οι αρχιερείς, ότι ο Ιησούς από την Ναζαρέτ είναι ο Μεσσίας· η διαπίστωση αυτή θο­ρύ­βη­σε τα μέγιστα τους αρχιερείς και τότε αποφάσισαν το ταχύτερο δυνατό να δώ­σουν τέλος σ᾽ αυτή την ιστορία, φονεύοντας τον Ιησού, και καραδοκούσαν για την κα­τάλ­ληλη ευ­και­­ρία, την οποία σύντομα θα την πρόσφερε ο Ιούδας ο Ισκαριώτης.

Στο σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα γίνεται κατάδηλο με τα μελανώτερα χρώματα το χάσμα της σκέψεως και της συμπεριφοράς ανάμεσα στον απλό λαό, με πρώτη την αδελ­φή του Λαζάρου την Μαρία που θυσιάζει ό, τι πιο πολύτιμο είχε, ένα άρωμα αξίας τρια­κοσίων δηναρίων και των λοιπών ανθρώπων που μπορούν να δουν με τα μάτια της καρδιάς τους και να διακρίνουν στο πρόσωπο του Ιησού τον Μεσσία που περίμεναν μια ζωή, αφού ανασταίνει νεκρούς, τον Λάζαρο, και από την άλλη τους αρχιερείς που βλέ­πουν να κλονίζονται τα συμφέροντά τους. Η διαφορά αυτή ήταν καθοριστική για την έκ­βα­ση της υποθέσεως «Ιησούς» για τους αρχιερείς, διότι κατά την διαπίστωση του Πο­ντί­ου Πιλάτου, «παρέδωσαν τον Χριστό για λόγους φθόνου και μόνον», (Ματθ. 27,18). Η μαρ­τυρία όμως του λαού ήταν αναντίλεκτη επειδή ήταν παρόντες στην ανάσταση του Λα­­ζάρου και αυτό που έζησαν δεν μπορούσαν με καμμία δύναμη να το ξεχάσουν, για τον λόγο αυτό και με τον πιο θριαμβευτικό τρόπο έδειχναν την ευγνωμοσύνη τους, φω­νά­­­ζοντας «ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, βασιλεὺς τοῦ ᾿Ισραήλ».

Την ένταση των γεγονότων των ημερών εκείνων εκφραζει με τον καλύτερο τρόπο το α­πο­­λυτίκιο της ημέρας το οποίο σε μετάφραση έχει ως εξής: «Επειδή ήθελες Χριστέ και Θε­­­έ μας να αποδεί­ξεις, προ της σταυρικής Σου Θυσίας, ότι είναι βέβαιη η ανά­στα­­ση ό­λων των νεκρών, γιαυτό ανέστησες εκ νεκρών τον Λάζαρο. Γιαυτό και εμείς, μι­μού­­­μενοι τα παι­διά κρα­τού­με στα χέρια μας τα σύμβολα της νίκης και βοώμε προς Εσένα, τον νικητή του θα­νά­του: ας είσαι ευλογημένος Συ, που έρχεσαι απεσταλμένος από τον Κύριο».

Aρχιμανδρίτης Παντελεήμων Τσορμπατζόγλου, ΔρΘ

Κυριακή Ε´ Νηστειών, 21 Απριλίου 2024, «Μαρίας της Αιγυπτίας», (Εβρ. 9, 11-14) & (Μαρκ. 10, 32-45)

Ετικέτες

, ,

Κυριακή Ε´ Νηστειών, 21 Απριλίου 2024, «Μαρίας της Αιγυπτίας»

Την Ε´ Κυριακή των Νηστειών, η Εκκλησίας μας έχει ορίσει να προβάλλεται η μνήμη της ο­σίας Μαρίας της Αιγυπτίας, της οποίας η κυρι­ώ­νυ­μος ημέρα είναι την 1η Απριλίου. Η επιλογή της τελευταίας Κυριακής των Νη­στειών είναι προφανής, όπως ανα­φέ­ρεται στο Συναξάριο της η­μέ­ρας, «πλη­σιάζοντας το τέλος της αγίας Τεσσα­ρα­κοστής, τάχθηκε να ε­ορ­­τάζεται σή­με­ρα η αγία προς τό­νωση των ραθύμων και αμαρ­τω­λών σε μετάνοια».

Ο βίος της οσίας Μαρίας της Αι­­γυπτίας αποδίδεται στην γραφίδα του αγίου Σω­φρονίου πατρι­άρ­χου Ιεροσολύμων (564-638) και εν συντομία περιλαμβάνει τα εξής: Η οσία Μαρί­α γεννήθηκε στην Αίγυπτο και έζησε κατά τους χρόνους του αυτο­κρά­τορα Ιουστινιανού 527-565. Σε ηλικία 12 ετών εγκατέλειψε το σπίτι και τους γο­νείς της και πήγε στην Αλε­ξάν­δρεια, όπου εκεί για 17 χρό­νια ζούσε άσωτη ζωή. Κάποτε, α­πό πε­­ρι­έρ­γεια και «επαγγελματικό ενδιαφέρον» πήγε, με πολ­λούς άλλους προσκυνητές, στα Ιερο­σό­λυμα, για την εορτή Υ­ψώ­σεως του Τί­μιου Σταυρού. Όταν θέ­λησε να μπει στο Ναό της Ανα­στά­σε­ως, την ημέρα της εορτής, ένιωσε μία αόρατη δύναμη μέ­σα της που την εμπόδιζε να μπει σε αντίθεση με το πλήθος έμπαινε ανεμπόδιστα. Το γεγονός αυ­τό την πλή­γω­σε πολύ και την έβαλε σε βαθι­ές σκέψεις. Αισθάνθηκε τότε την ανάγκη να μετανο­ή­σει για το παρελθόν της και υπο­σχέ­θηκε μάλιστα στην Παναγία, ότι εάν της επέ­τρε­πε να μπει και να δει τον Σταυρό του Κυ­ρί­ου, θα μετανοούσε και στο μέλλον θα ήταν πολύ διαφορετική. Η Θεοτό­κος τότε, της επέτρεψε να μπει στο Ναό χωρίς καμία δυσκολία. Αφού προσκύνησε το Τίμιο ξύλο δί­χως χρονοτριβή αναχώρησε την ίδια η­μέ­ρα από τα Ιεροσόλυμα και αφού πέρασε τον Ι­ορ­δάνη ποταμό μπήκε στα ενδότερα μέρη της ερήμου όπου έζησε εκεί, επί 47 χρόνια, μία ζωή πολύ σκληρή και ασυνήθιστη, χωρίς να δει άνθρωπο, έχοντας μοναδική της συνα­στρο­φή, τον Θεό μέσω της προσευχής. Προς το τέ­λος της ζωής της, έτυχε να συναντήσει τον γνωστό ερημίτη αββά Ζωσι­μά, στον οποίο α­φού εξομολογήθηκε όλη της την ζωή, τον παρακάλεσε να την κοινωνήσει με τα Α­­­χράντα Μυ­στήρια. Πράγματι, ο αββάς Ζω­σιμάς επέστρεψε τον επόμενο χρόνο την Μεγάλη Πέ­­μπτη και την κοι­νώνησε. Αλλά, όταν την επισκέφθηκε ξανά τον μεθεπόμενο χρόνο, ο αββάς Ζω­­σι­­μάς την βρήκε νεκρή, ξαπλωμένη στην γη και κοντά της ένα σημείωμα, που έ­γρα­φε: «Θά­ψον, ββ Ζωσιμν τούτ τ τόπ τς ταπεινς Μαρίας τ λείψανον, ποδς τν χον τ χοΐ, πρ μο δι παντς πρς τν Κύριον προσευχόμενος, τελειωθείσης, μην Φαρμουθ (κατ’ Αγυπτίους, πως στ κατ Ρωμαίους πρίλιος), ν ατ δ τ νυκτ το πάθους το σωτηρίου, μετ τν το θείου κα μυστικο δείπνου μετάληψιν».

Την δύναμη της έμπρακτης μετάνοιας της οσίας Μαρίας η Εκκλησία υπογραμμίζει σή­μερα με το ακό­λουθο τροπάριο της α´ ωδής, όπου με θαυμασμό ο υμνωδός βλέπει την δύναμη της μετα­νοί­ας να εκπορθεί τον ουρανό και να εξαγιάζει την πρώην αμαρτωλή:
 «Ὢ τῆς σῆς Θεέ μου, πολλῆς εὐσπλαγχνίας καὶ τῆς ἀφάτου σου, συγκαταβάσεως! ὅπως τὴν πρότερον Πόρνην, ταῖς Μητρός σου παρακλήσεσιν ὡς ἁγνὴν καὶ ἄμωμον Ἀγγέλοις καθωμοίωσας».

Η ζωή, με τη μετάνοια που επέδειξε η οσία Μαρία η Αιγυπτία αποτελεί έμπρακ­τη απόδειξη ότι ο καθένας μπορεί να κατακτήσει την θέση του. Αυτός δηλαδή που είπε ο Χριστός στους φιλό­δο­­ξους μαθητές του, τους αδελφούς Ζε­­βε­δαί­ου, όταν του ζήτησαν να καταλάβουν τις καλύτερες θέ­σεις, δεξιά κι αριστερά Του, στην εγκατάσταση της βασιλείας του Θεού, όπως ακούμε στο ση­με­ρινό Ευαγγελικό ανά­γνω­σμα. Τότε, ο Χριστός τους απάντησε ότι, «το να καθήσει κάποιος δε­ξι­ά ή αρι­στε­ρά του Θε­ού δεν χαρίζεται, αλλά είναι για αυτούς που έχουν προετοιμασθεί», (Μαρκ., 10,40) δηλαδή κα­­τα­κτι­έται και δεν δωρίζεται. Με άλλα λόγια την θέση του καθένας μας την κα­τακτά με την πίστη και την αγάπη του στο Χριστό. Τα έργα δε της πίστεως κι η αντα­πό­κρισή μας στην Θεία Χάρη είναι αυτά που καθορίζουν την θέση μας κι όχι κάποιο άλλο κρι­τήριο. Ό­πως η οσία Μαρία η Αιγυπτία κατέκτησε τη θέση της έτσι κι ο καθένας μπο­ρεί να κατακτήσει τη δική θέση του· δεν υπάρχουν περιορισμοί ή προαπαιτούμενα για να πετύχουμε την θέση μας κο­ντά Του, αρκεί να αναλάβουμε τον σταυρό μας με υπομονή και ελπίδα και να ακολουθήσουμε τον Χριστό.

Ο ουρανός είναι πάντοτε ανοικτός και προσ­δέ­χεται την μετά­νοια του αμαρτωλού αδιακρίτως σε κάθε εποχή· ο Θεός δεν κυττάζει το πα­ρελθόν μας, αλ­λά την σφοδρότητα της καρδιάς μας για μετάνοια και αυτήν επευλογεί. Ας μη ξεχνάμε, άλ­λωστε ότι, «όλοι οι άγιοι έχουν ένα παρελθόν κι όλοι οι αμαρτωλοί ένα μέλ­λον», με τις σκέψεις αυτές, λοιπόν, ας συνεχίζουμε τον πνευματικό α­γώ­να μας με αμείωτο ενθου­σι­α­σμό και την βεβαιότητα ότι «στην στροφή του δρόμου, μας περι­μένει ο πατέρας μας», δηλαδή ο Θεός μας αναμένει στο τέλος της πορείας μας για να μας απομένει τον στέφανο της δικαιοσύνης, (Β´ Τιμ. 4, 8).

Aρχιμανδρίτης Παντελεήμων Τσορμπατζόγλου, ΔρΘ


Οι ιουδαϊκές θυσίες και η θυσία του Χριστού

Η αποστολική περικοπή της Ε΄ Κυριακής των Νηστειών προέρχεται, όπως όλες οι αποστολικές περικοπές αυτής της περιόδου, από την προς Εβραίους επιστολή και είναι σε μετάφραση η ακόλουθη:

«Αδελφοί, ο Χριστός ήρθε ως αρχιερέας των αγαθών πραγμάτων που προσμένουμε. Η σκηνή στην οποία μπήκε είναι ανώτερη και τελειότερη. Δεν είναι ανθρώπινο κατασκεύασμα, μέρος δηλαδή αυτής της δημιουργίας. Ο Χριστός μπήκε μια για πάντα στα άγια των αγίων, για να προσφέρει αίμα όχι ταύρων και μοσχαριών, αλλά το δικό του αίμα· κι έτσι μας εξασφάλισε την αιώνια σωτηρία. Το αίμα των ταύρων και των τράγων, και το ράντισμα με τη στάχτη του δαμαλιού εξαγνίζουν τους θρησκευτικά ακάθαρτους καθαρίζοντάς τους εξωτερικά. Πόσο μάλλον το αίμα του Χριστού! Αυτός, έχοντας το Πνεύμα του Θεού, πρόσφερε τον εαυτό του άψογη θυσία στο Θεό, κι έτσι θα καθαρίσει τη συνείδησή σας από τα έργα που οδηγούν στο θάνατο, για να μπορείτε να λατρεύετε τον αληθινό Θεό» (Εβρ.9,11-14).

Ενόψει της θυσίας του Χριστού επί του Σταυρού, που θα προβάλει σε λίγες μέρες η Εκκλησία με τις ακολουθίες της, όρισε για την Ε΄ Κυριακή των Νηστειών το παραπάνω ανάγνωσμα από την προς Εβραίους επιστολή. Στο ανάγνωσμα αυτό ο ιερός συγγραφέας συγκρίνει τις επαναλαμβανόμενες θυσίες των Ιουδαίων στο Ναό του Σολομώντα με τη μοναδική άπαξ διά παντός θυσία του Χριστού επάνω στον Σταυρό, απευθυνόμενος προφανώς σε πρώην Ιουδαίους αναγνώστες που δέχτηκαν το κήρυγμα της Εκκλησίας για τον Σταυρωμένο και Αναστημένο Χριστό.

Αντιμετωπίζοντας ο συγγραφέας ίσως κάποια κοινωνική απαξίωση των αναγνωστών του από πρώην ομοθρήσκους των για το ότι εγκατέλειψαν τις μεγαλοπρεπείς θυσίες και τελετές στο Ναό τονίζει τη μεγάλη διαφορά και υπεροχή της θυσίας του Αρχιερέα Χριστού σε σχέση με τις προηγούμενες θυσίες. Ο Ιουδαίος Αρχιερέας έμπαινε μία φορά κάθε χρόνο στα Άγια των Αγίων του Ιουδαικού Ναού, κατά την εορτή του Εξιλασμού και σύμφωνα με τις νομικές διατάξεις της Παλαιάς Διαθήκης (Λευιτικόν, κεφ.16 και Αριθμοί, κεφ. 19) ράντιζε με το αίμα των θυσιαζομένων ζώων (μόσχου και τράγων) το ιλαστήριο, δηλ. τη χρυσή πλάκα που σκέπαζε την κιβωτό της Διαθήκης, όπου φυλάσσονταν οι πλάκες με τις δέκα εντολές. Επίσης επιλέγονταν και δύο τράγοι, εκ των οποίων ο ένας θυσιαζόταν για τις αμαρτίες του αρχιερέα, της οικογένειάς του και του λοιπού ιερατείου και ο άλλος με επίθεση των χειρών του αρχιερέα επάνω του φορτωνόταν τις αμαρτίες του λαού και αποδιωκόταν στην έρημο («αποδιοπομπαίος τράγος»). Όλα αυτά ο ι. συγγραφέας τα βλέπει ως τύπους και προεικονίσεις της θυσίας του Χριστού, με τις εξής βασικές διαφορές;

Οι θυσίες των ζώων της Π.Δ. γίνονταν σε εφαρμογή των νομικών διατάξεων και είχαν μόνο τελετουργικό χαρακτήρα, η θυσία του Χριστού υπήρξε εκούσια προσφορά του αίματός του, δηλ. της ζωής του. Συνεπώς ήταν θυσία όχι προβλεπόμενη από κάποια νομική διάταξη αλλά από την αγάπη του Θεού, υπέρ της του κόσμου ζωής και σωτηρίας.

Οι θυσίες των ζώων γίνονταν από το ιουδαικό ιερατείο, ο Χριστός υπήρξε συγχρόνως και Αρχιερέας και εκούσιο θύμα.

Οι θυσίες των ζώων της Π.Δ. επαναλαμβάνονταν είτε σε τακτά χρονικά διαστήματα είτε άπαξ του έτους, η θυσία του Χριστού έγινε «μια για πάντα», με συνέπειες για όλη την ανθρωπότητα.

Οι θυσίες της Π.Δ. εξασφάλιζαν μία εξωτερική τελετουργική καθαρότητα, η θυσία του αίματος του Χριστού εξασφαλίζει στους ανθρώπους, σύμφωνα με το κείμενο που σχολιάζουμε, τη δυνατότητα «αιώνιας σωτηρίας», καθαρισμό της συνείδησης «από έργα που οδηγούν στον θάνατο» και ανοίγει τον δρόμο στη «λατρεία του αληθινού Θεού». Αυτό το τελευταίο σηματοδοτείται στις διηγήσεις των ευαγγελιστών για το πάθος του Χριστού επί του Σταυρού με το συμβολικό και γεμάτο νόημα σχίσιμο του παραπετάσματος (Ματθ.27,51. Μαρκ. 15,38. Λουκ.23,45) στο Ναό που χώριζε τα Άγια των Αγίων, που ήταν ο τόπος παρουσίας του Θεού και στον οποίο μπορούσε μόνο μία φορά κάθε χρόνο να εισέλθει ο Μ. Αρχιερέας, από τον υπόλοιπο Ναό. Στο εξής με τη θυσία του Χριστού δεν υπάρχει εμπόδιο στην πρόσβαση του ανθρώπου στον Θεό, διότι η επικοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό είναι εφικτή.

Ίσως αναρωτηθεί ο σύγχρονος αναγνώστης, γιατί όλες αυτές οι προβλεπόμενες από τον Νόμο της Παλαιάς Διαθήκης αιματηρές επαναλαμβανόμενες θυσίες. Η απάντηση είναι από πλευράς χριστιανικής θεολογίας ότι όλες αυτές οι διαδικασίες του Νόμου αποτελούσαν μία προετοιμασία και προτύπωση της θυσίας του Χριστού στον Γολγοθά. Ο Χριστός είναι Αυτός που με τη θυσία του, το πέρασμά του δηλ. μέσα από τον θάνατο, και με την Ανάστασή του έδωσε στους ανθρώπους τη δυνατότητα άμεσης επικοινωνίας με τον Θεό. Ο ίδιος είναι ο αμνός που θυσιάστηκε αλλά είναι παράλληλα και ο Θεός που προσφέρει τη σωτηρία σε όλους. «Ο εωρακώς εμέ εώρακεν τον Πατέρα», θα πεί ο ίδιος στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο (Ιω.14,9).

+Ιωάννης Καραβιδόπουλος, Ομότιμος Καθηγητής, Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.

https://www.pemptousia.gr/2019/04/i-ioudaikes-thisies-ke-i-thisia-tou-christou/


 Κυριακή Ε´ Νηστειών, 21 Απριλίου 2024, «Μαρίας της Αιγυπτίας», (Μαρκ. 10, 32-45)

Βρισκόμαστε λίγες ημέρες πριν την θριαμβευτική είσοδο του Ιησού Χριστού στα Ιεροσόλυμα και το Πάθος. Ο Χριστός με τους μαθητές του οδοι­πορούν στον ανηφο­ρι­­κό δρόμο που οδηγεί στα Ιεροσόλυμα και θα τους φέρει στην τελική φάση της επίγειας παρουσίας Του . Στην πορεία αυτή ο Χριστός βρίσκει την ευκαιρία να προε­τοι­μάσει τους μαθητές του για αυτά που θα επακολουθή­σουν τις επόμενες ημέ­ρες, δη­λαδή για την σύλληψη, την Σταύρωση, αλλά και την Αν­ά­­στα­σή Του μετά από τρεις ημέρες. Όλα αυτά όμως στα αυτιά των μαθητών Του δεν α­κού­γο­νται όπως θα πε­ρίμενε κανείς να ηχούν μετά από τόσα χρόνια συναναστροφής και επι­­κοινωνίας με τον Χριστό, ότι δηλαδή ολοκληρώνεται το έργο που ανάλαβε ο Υιός και Λόγος του Θεού επί της γης. Ακούν οι μαθητές αυτό που θέλουν να ακούσουν κι όχι αυτά που τους α­πο­­καλύπτει ο Χρι­στός. Ακούγοντας ότι ήρθε ή ώρα να δοξασθεί ο Υιός του αν­θρώ­που, έρ­χονται στον νου τους οι φήμες και οι διαδόσεις που κυκλοφο­ρού­σαν στην κοι­νω­νία του Ι­σραήλ της εποχής εκείνης, ότι δηλαδή ο Ιησούς μπορεί να είναι ο Μεσσί­ας που θα κάνει την επανά­στα­ση κατά των Ρωμαίων και θα εγκα­θι­δρύσει την κυ­ριαρ­χία του Ισραήλ, πιστεύουν λοιπόν ότι είναι η ώρα για την τελική δόξα του Ι­σρα­ήλ και της δικής τους δικαίωσης. Η παρανόηση αυ­τή των μαθητών αναδεικνύεται καλύτερα στο αίτημα που κρυ­­­φά από τους άλλους μα­θητές έρχονται να υποβάλλουν στον Χρι­στό, οι δύο αδελ­φοί Ζεβεδαίοι, ο Ιάκωβος και ο Ιωάν­νης. Ούτε λίγο, ούτε πολύ ζη­τούν τα δύο αδέλ­φι­α στην επικείμενη ανάληψη της εξουσίας από τον Χριστό, στην νέ­α κυβέρνηση Του, να καταλάβουν τις δύο πιο σημαντικές θέσεις, «υπουρ­γεία», από τα δεξιά ο έ­νας κι ο άλλος από τα α­ριστερά. Στον ευαγγελιστή Ματθαίο (20,20), φαί­νεται ότι το αί­τημα των μαθητών το υπο­­­βάλλει η μητέρα των μαθητών για να έχει με­γα­λύτερες πι­θανότητες επιτυχίας. Α­σχέ­τως, πάντως, αν χρησιμοποίησαν την μητέρα τους ή υπέ­­βαλ­λαν μόνοι οι αδελ­φοί Ζεβεδαίοι το αίτημα στον Χριστό, σημασία έχει η ουσία του ε­ρω­τήματος.

 Αρχικά, θα πρέπει να δούμε ότι ο κόσμος, ακόμη κι οι μαθητές, στο πρόσωπο και το έργο του Χριστού έβλεπαν αυτό που ήθελαν κι όχι αυτό που τους αποκάλυπτε ο Χρι­στός· έβλεπαν τον Χριστό σαν εγκόσμιο άρχοντα και σαν ευκαιρία για την πραγμα­το­ποίηση των απω­θη­μένων ονείρων τους για εθνική αποκατάσταση μετά από πολλούς αι­ώνες ξένης κυριαρχίας και καταπίεσης. Επειδή ο Χριστός γνώριζε τις ιδέες και τις επιθυμίες αυτές του λαού για τον λόγο αυτό εγκαίρως φρόντισε να διασκεδάσει τις προσ­­δοκίες αυτές με την «Επί του όρους ομιλία» όπου περιγράφει τον νέο κόσμο της βα­σι­λείας του Θεού τελείως διαφορετικό από αυτόν που ον­ει­ρεύονταν. Με πολλούς τρόπους έδειξε ο Χριστός ότι «ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ὑμῶν ἐστι» και όχι στα όρια του κόσμου αυτού. Μέχρι την τελευταία στιγμή όλοι περίμεναν να αποδει­χθεί εγκόσμιος άρχο­ντας και γιαυτό ο Πιλάτος επιτακτικά τον ρωτούσε αν είναι βασιλιάς για να εισπράξει την απάντηση ότι, εσύ λέγεις ότι είμαι βασιλιάς, όχι εγώ, (εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ Πιλᾶτος· οὐκοῦν βασιλεὺς εἶ σύ; ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· σὺ λέγεις ὅτι βασιλεὺς εἰμι ἐγώ, Ἰωάν. 18, 37).

Στην απαίτηση αυτή των μαθητών, η οποία όταν έγινε γνωστή από τους άλλους μα­θη­τές ξε­σή­κωσε θύελλα διαμαρτυριών, ο Χριστός αντιτάσσει το μαρτύριο και την θυ­σί­α ως μοναδικά κρι­τήρια αναδείξεως. Με τις προϋποθέσεις που θέτει ο Χριστός θέ­λει να δείξει ότι ο καθένας κα­τα­κτά μόνος του την θέση του. Όταν λέγει ο Χριστός ότι, μπορεί οι μαθητές να δοκιμάσουν το μαρτύριο, (τὸ μὲν ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω πίεσθε) και να θυσιασθούν (καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθήσεσθε), αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι αυτομάτως έχουν κα­τα­­­κτήσει και τις περίβλεπτες θέσεις που επιθυμούσαν γιατί αυτές δίδονται σε αυτούς για τους οποίους έχουν προετοιμασθεί. Για ποιούς άραγε έχουν προετοιμασθεί οι θέ­σεις αυτές, εδώ πρέπει να θυμίσου­με όσα περιλαμβάνει o απόστολος Παύλος στον ύ­μνο της αγάπης (Α´ Κορ. 13, 1-13), για να κατανοήσουμε ότι πολλές φορές μπορεί ο άνθρωπος να φθάσει σε θαυμαστές συμπεριφορές αλλά τα εσωτερικά κίνητρα να εί­ναι πολύ ταπεινά κι ιδιοτελή και να μη προέρχονται από ει­λι­­κρινή αγάπη. Συνεπώς εκεί­νο που δίνει νόημα στο μαρτύριο και την θυσία είναι ΠΟΙΟΣ εί­ναι ο τελικός απο­δέκτης· προέρχεται από δοξομανία, όπως των μαθητών που έθεσαν το αί­τη­μα στον Χρι­στό, ή από την αγάπη προς τον Θεό και στους αδελφούς, όπως ζητεί ο Χριστός; Δεν φθάνει, λοιπόν, να απαρνηθούμε τον εαυτό μας και να σηκώσουμε τον σταυρό μας, αν δεν ακολουθήσουμε τον Χριστό· το τελευταίο δίνει νόημα στα πρώτα (Μαρκ. 8,34).

Ο Χριστός με την ζωή Του μας παρέδωσε, με σαφήνεια και ενάργεια, το ύφος και το ήθος της διακονίας των δικών Του ανθρώπων μέσα στην ιστορία· όπως Εκείνος υ­πήρ­­ξε διάκονος πά­ντων έτσι κι οι μαθητές Του οφείλουν να διακονούν κι όχι να κατε­ξου­­σιάζουν τους ανθρώπους, αν θέλουν να λέγονται μαθητές Του. Ο Ιησούς Χριστός μας απέδειξε ότι δεν ήταν αδύναμος· ή­­ταν και είναι δυνατός! Αλλά οι άνθρω­ποι αρνούνται να καταλάβουν το αληθινό νό­η­μα της δύ­ναμης που᾽ναι η θυσία· μία θυσία δί­χως προϋποθέσεις και όρια η οποία δί­νει νόημα, χρώμα και ομορφιά στη ζωή αυτή. Αυτό εί­ναι το μυστήριο που μας απο­κά­λυψε ο Χριστός, «όποιος χάσει την ζωή του για μένα και το ευαγγελίο μου εκείνος θα την κερδίσει», (Μαρκ. 8,35).

Τρανό παράδειγμα των παραπάνω αποτελεί η αγία που τιμάται σήμερα Ε´ Κυριακή των Νηστειών, Μαρία η Αιγυπτία, η οποία αν και στα μάτια του κόσμου φαίνεται ότι έχασε τη ζωή της, αλλά αυτή την βρήκε και την κατάκτησε πραγματικά κοντά στον Χριστό. Αυτή που βρήκε την πηγή της Ζωής μόνον αυτή μπορεί να ομολογήσει για την πληρότητα της χαράς της, όπως ακριβώς κι όλοι όσοι έχουν τις ίδιες εμπειρίες.

Aρχιμανδρίτης Παντελεήμων Τσορμπατζόγλου, ΔρΘ

Από την παρουσίαση του βιβλίου «Άγιος Θεόδωρος αρχιεπίσκοπος Canterbury»

Ετικέτες

,

Ἀπό τήν παρουσίαση τοῦ βιβλίου τοῦ ἀρχιμ. Δρ Παντελεήμονος -Γ. Τσορμπατζόγλου, Πέμπτη 4 Ἀπριλίου 2024, ὥρα 7.00 μ.μ.στήν αἴθουσα «Μανώλης Ἀναγνωστάκης», ἰσόγειο στό Δημαρχεῖο Θεσσαλονίκης. 

Συμμετεῖχε ἡ «Χορωδία του Μουσικοῦ Ἀκαδημαϊκοῦ Συνδέσμου Θεσσαλονικέων»

Ἄποψη τοῦ ἀκροατηρίου, διακρίνεται καί  ὁ Παναγιώτατος Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης κ. Φιλοθέος, μετά κληρικῶν τῆς Ἱ. Μητροπόλεως.
Οἱ ὁμιλητές καί ὁ συντονιστής: ὁ καθηγητής τοῦ ΠΑΜΑΚ κ. Ἰωάννης Τζιώνας, ὁ καθηγητής τοῦ ΑΠΘ κ. Δημήτριος Νικολακάκης, ὁ καθηγητής τοῦ ΑΠΘ κ. Δημήτριος Κούβελας, πρόεδρος «Πνοῆς Δημοκρατίας», ὁ ὁποῖος λόγῳ κωλύματος ἀντιπροσωπήθηκε ἀπό τόν κ. Μιχάλη Ταγκάλογλου. 
ὁ καθηγητής τοῦ ΠΑΜΑΚ κ. Ἰωάννης Τζιώνας
ὁ καθηγητής τοῦ ΑΠΘ κ. Δημήτριος Νικολακάκης
ὁ ἐκρόσωπος τοῦ καθηγητοῦ τοῦ ΑΠΘ κ. Δημητρίου Κούβελα, πρόεδρου «Πνοῆς Δημοκρατίας», κ. Μιχάλης Ταγκάλογλου. 
Ὁ συντονιστής, δημοσιογράφος κ. Παντελής Σαββίδης

Ὁ συγγραφέας ἀρχιμ. Δρ Παντελεήμων-Γ. Τσορμπατζόγλου εὐχαριστών τούς παρευρεθέντες 

Τήν ἐκδήλωση παροακουλούθησαν πλῆθος κόσμου, φίλοι τοῦ συγγραφέως καί πολλοί ακαδημαϊκοί,
ἰδιαιτέρως υπογραμμίζεται ἡ παρουσία τοῦ Παναγιωτάτου Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης κ. Φιλοθέου, καθώς καί ὁμίλου κληρικῶν τῆς Ἱ. Μητροπόλεως.

Πολλές εὐχαριστίες στόν Δῆμο Θεσσαλονίκης, στόν ἐκδοτικό οἶκο ΗΡΟΔΟΤΟΣ, στήν  «Χορωδία του Μουσικοῦ Ἀκαδημαϊκοῦ Συνδέσμου Θεσσαλονικέων», στούς ὁμιλητές καί σέ ὅλους τοὺς φίλους πού μᾶς τίμησαν.

Κυριακή 14 Απριλίου 2024, Δ´Νηστειών, «Ιωάννου της Κλίμακος», (Εβρ. 6, 13-29) & (Μαρκ. 9, 17-31)

Ετικέτες

, ,

Κυριακή 14 Απριλίου 2024, Δ´Νηστειών, «Ιωάννου της Κλίμακος»

Την Δ’ Κυριακή των Νηστειών προβάλλεται η μορφή και το έργο του μεγάλου ασκη­τικού συγγραφέως Ιωάννου του επονομαζομένου της «Κλίμακος» και κατ’ επέ­κτα­ση ονοματίσθηκε έτσι και η Κυριακή. Ο Ιωάννης έζησε τον 6ο αι. Ονομάζεται Σι­να­ΐτης, από το Μοναστήρι του Σινά, της αγίας Αικατερίνης, στο οποίο είχε εγκα­τα­βι­ώ­σει και του οποίου ε­χρη­μάτισε και ηγούμενος. Ακόμη, ονομάζεται της «Κλίμακος» ονο­μάζεται, επειδή το μο­ναδικό βιβλίο που συνέγραψε φέρει τον τίτλο «Κλίμαξ», δη­λα­δή σκάλα, επειδή ο­δη­γεί από τα χαμηλά στα υψηλά, από τα πρώτα στάδια της πνευ­­­ματικής ζωής στα υ­ψη­­λότερα και τελειότερα. Το βιβλίο αυτό γράφτηκε για να α­πο­­τελέσει ένα «εγχειρίδιο» για τους μοναχούς κατά παραγγελία του ηγουμένου τους Ι­­ω­άννου της μονής της Ραϊθού. Εκτός, όμως αυτού, το εμπνευσμένο αυτό βιβλίο, α­πο­τέλεσε και αποτελεί ένα οδηγό για όλους τους Ορθοδόξους κάθε εποχής επειδή με εν­άργεια πε­ριγράφει τους πνευματικούς αγώνες και τα εμπόδια που συν­αντούμε όλοι μας στην πο­­ρεία μας προς τον Ουρανό. Περιέχει «τριάκοντα λόγους, ών έκαστος περι­λαμ­βάνει μίαν α­ρετήν από των πρα­κτι­κών επί τας θεωρητικάς προχω­ρού­ντες αναβι­βά­ζουσι τον άν­­­θρω­πον ως δια βαθμίδων τι­­­νων εις ουράνιον ύψος», ό­πως ε σημειώνει ο λπίδος και αγάπης» ύστοχα ση­μει­ώ­νει ο ιε­ρός Συν­αξαριστής. Μέσα στους 30 λόγους αυτής της «ορθόδοξης εγκυ­κλο­παί­δειας της πνευματικής ζωής» εισάγει τη ψυχή στον πνευματικό αγώνα και στη διά­κριση των λογισμών. Διδάσκει την πρακτική εφαρμογή των ευαγγελικών εντολών και ο­δη­γεί όσους ακούσουν και εφαρμόσουν όσα γράφει στην αιώνια ζωή. Οι τίτλοι κά­­ποι­ων από τους λόγους αυ­τούς είναι: «Περί της του μα­ταίου βίου βιαίας αποταγής», «Πε­­ρί ξενιτείας, εν ή και πε­ρί ονείρων», «Περί αορ­γη­σίας και πραότητος», «Περί πο­λυ­­­λογίας και σιωπής», «Πε­ρί διακρίσεως λογισμών και πα­θών και αρετών», «Περί της ι­ε­ράς μητρός των αρετών προ­σευχής», «Περί του συν­δέσμου της εναρέτου Τριάδος εν α­­ρεταίς πίστεως, ελπίδος και αγάπης» κ.ά.

Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακας, καταδεικνύει ότι τα πάθη συνδέονται στενά μεταξύ τους· είναι μία αλυσίδα και το ένα προέρχεται από το άλλο. Πολλές φορές χρησι­μο­ποι­­εί τους όρους μητέρες των παθών και θυγατέρες των παθών προκειμένου να δείξει την εσω­τερική σχέση τους. Πολλές φορές το έ­να πάθος δίνει τόπο στο άλλο. Την υπε­ρη­­φά­νεια, για παράδειγμα ακο­λου­θεί πολλές φορές η πορνεία και την οίηση η πλάνη. Ο μι­κρόψυχος και δειλός άνθρω­πος πάσχει από δύο πά­θη: την φιλοσωματία καί την ο­λι­­γοψυχία. Η φιλοσωματία είναι ση­μείο της απιστί­ας και η ολιγοπιστία μητέρα της κο­λά­σεως που γεννά την ακηδία.

Μερικά από τα όντως πολύτιμα διδάγματα του αγίου καλό θα ήταν να μελετήσουμε. Γράφει, λοιπόν, ότι, για να μπορέσουμε όμως να πλησιάσουμε το Θεό πρέπει να βγά­λου­με από μέσα μας οτιδήποτε άλλο έχουμε θεοποιήσει. Ν’ ελαφρώσουμε την καρδιά μας από οποιοδήποτε άλλο βάρος και να ετοιμάσουμε το θρόνο για να καθίσει ο Θεός. Πρέπει να επιφέρουμε την ολοκληρωτική αλλαγή στην όλη την ύπαρξη μας, ζώντας την ζω­ή της μετανοίας. Κι αυτό γιατί όπως και πάλι τονίζει ο Άγιος, μετάνοια σημαίνει αν­α­­νέωση του βαπτίσματος. Μετάνοια σημαίνει συμφωνία με τον Θεόν για νέα ζωή. Με­τα­νοών σημαίνει αγοραστής της ταπεινώσεως. Μετανοών σημαίνει μόνιμος απο­κλει­σμός κάθε σωματικής παρηγορίας. Μετάνοια σημαίνει σκέψις αυτοκατακρίσεως. Α­με­ριμνησία για όλα τα άλλα και μέριμνα για τη σωτηρία του εαυτού μας. Μετάνοια ση­μαί­νει θυγατέρα της ελπίδος και αποκήρυξις της απελπισίας. Μετάνοια σημαίνει κατάδικος απηλλαγμένος από αισχύνη. Διότι, όπως πολύ χαρακτηριστικά παρατηρεί, της μετα­νοί­ας όμως προηγείται η γνώση του εαυτού μας. Πρέπει να δούμε σε βάθος ποιοι ακρι­βώς είμαστε. Να αποκτήσουμε την πολυπόθητη αυτογνωσία, βγάζοντας από μέσα μας τον Φαρισαίο, χαμηλώνοντας το ανάστημα μας, σκύβοντας το κεφάλι μας. Για να συμπλη­ρώσει, σαν καταφέρω να δω κατάματα τον εαυτό μου, χωρίς υπεκφυγές, περιστροφές, ω­­ραιοποιήσεις, χωρίς να τον ξεχωρίζω Φαρισαϊκά από τους άλλους, σαν μπορέσω να φω­­νάξω αλλοίμονο σε μέ­να τον άθλιο, τότε έχω πατήσει και στο σκαλοπάτι της τα­πεί­νω­­σης. Ταπείνωση και αυτογνωσία είναι αρετές αλληλένδετες. Η μια προϋποθέτει την άλ­­­λη και η μια οδηγεί στην άλλη. Χωρίς αυτογνωσία δεν γίνεται κανείς ταπεινός και χω­­­ρίς ταπεινοφροσύνη δεν είναι δυνατόν να γνωρίσεις, ποίος και τί ακριβώς είσαι. Τε­λικά θα καταλήξουμε στην αγάπη, που είναι ο Ουρανός στην γή. Αγάπη είναι ο Θε­­ός, από αγάπη για μας έγινε άνθρωπος και ήρθε ανάμεσα μας, για αγάπη μίλησε. Ό­λες οι προσπάθειες μας, όλες οι θυσίες μας, κι αυτοί οι χτύποι της καρδιάς μας, στο ρυ­θμό της αγάπης Του πρέπει να χτυ­πούν.

Λέ­­γει, λοιπόν, ο άγιος πατέρας, ότι, αυτός που θέ­λει να ομιλεί για την αγάπη είναι σαν να επιχειρεί να ομιλεί για τον ίδιο το Θεό… η α­γάπη, ως προς την ποιότητα της εί­ναι ομοίωσις με τον Θεόν, όσο βέβαια είναι δυνα­τόν στους ανθρώπους. Ως προς την εν­έρ­γεια της, μέθη ψυχής. Ως προς τις ιδιότητες της, πηγή πίστεως, άβυσσος μακρο­θυ­μίας, θάλασσα ταπεινώσεως. Η αγάπη χορηγεί την χά­ρη της προφητείας, η αγάπη πα­ρέ­χει την δύναμη της θαυματουργίας, η αγάπη είναι άβυσσος της Θείας ελλάμψεως, η α­γά­πη είναι η πηγή του Θεϊκού πυρός –όσο περισ­σό­τερο πυρ αναβλύζει, τόσο περισσότερο κα­ταφλέγει εκείνον που διψά. Η αγάπη είναι η στά­ση και η εδραίωση των Αγγέλων, η πρόοδος εις τους αιώνες όλων των εκλεκτών του Θεού.

 Τέλος, χρήσιμο είναι να υπογραμμίσουμε την παρατήρηση που διατυπώνει για την νη­στεία των τροφών, ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος: χαίρεται ο Ιουδαίος τα Σάββατα ή τις εορτές, και ο γαστρίμαργος μοναχός το Σάββατο και την Κυριακή. Από καιρό υπο­λο­­γίζει το Πάσχα και από πολλές ημέρες ετοιμάζει τα φαγητά. Ο δούλος της κοιλίας σκέ­­πτεται με τι είδους φαγητά θα εορτάσει, ο δε δούλος του Θεού με τι χαρίσματα θα πλου­τίσει. Ο κοιλιόδουλος, όταν έλθη κάποιος ξένος, συνέχεται ολόκληρος από την α­γά­­­πη –αγάπη που προέρχεται από την γαστριμαργία– και θεωρεί ως αναψυχή του α­δελ­­φού την ιδική του κατάλυση! Επί παρουσία ορισμένων άλλων απεφάσισε την κα­τά­λυ­ση οίνου, και νομίζοντας πως κρύβει την αρετήν του, υποδουλώθηκε στο πάθος του.

Μιλώντας λοιπόν για τη Μ. Τεσσαρακοστή, μιλώντας για ασκητικότητα, για νη­στεί­α, για ανακαίνιση του πνεύματος, για επανατοποθέτηση των πράξεών μας και επανα­δι­ορ­γάνωση του εαυτού μας, είναι απαραίτητο εφόδιο ο θησαυρός των εμπειριών του αγίου Ιωάννη του Σιναΐτη. Γι’ αυτό και στα μοναστήρια, παλαιότερα, αυτή την πε­ρί­οδο, μαζί με όλα τα άλλα, άρχιζαν να διαβάζουν και το περισπούδαστο αυτό έρ­γο, την «Κλίμακα». Πο­λύ σοφά έπραξε η Εκκλησία μας και αφιέρωσε μια από της πέντε Κυριακές της Με­γάλης Τεσσαρακοστής στο μεγάλο αυτό Πατέρα και παράλληλα μάς προτρέπει να μη διστάσουμε και να μη δειλιάσουμε να αναλάβουμε τον ανοδικό μας δρόμο, έχο­ντας σαν σύμβουλο τις πολύτιμες εμπειρίες του. Οι ψηλές κορφές δεν χα­ρί­ζονται μα κατακτούνται με τον κόπο μας και την Χάρη του Θεού· κι ο δικός μας κό­πος λέγεται ταπεινοφροσύνη, όπως μας λέγει πάλι ο άγιος: εί­ναι η ανώνυμη χάρη της ψυχής, η οποία μπορεί να ονομασθεί μόνο από όσους την δο­κί­μασαν εκ πείρας. Εί­ναι ανέκφραστος πλούτος, ονομασία του Θεού, δωρεά του Θεού, εφ’ όσον εκείνος λέ­γει: «Μάθετε ουκ απ’ Αγγέλου, ουκ απ’ ανθρώπου, ουκ από δέλτου, αλλ’ απ’ εμού», δηλαδή από την ενοίκηση μου και την έλλαμψη μου και την ενέργεια μου μέ­σα σας, «ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία και τω λογισμώ και τω φρονήματι, και ευρήσετε ανάπαυσιν πολέμων και κουφισμόν λογισμών ταις ψυχαίς υμών».

Aρχιμανδρίτης Παντελεήμων Τσορμπατζόγλου, ΔρΘ


Κυριακή 14 Απριλίου 2024, Δ´Νηστειών, «Ιωάννου της Κλίμακος», (Εβρ. 6, 13-29) 

Το αποστολικό ανάγνωσμα της ημέρας είναι από την προς Εβραίους επιστολή, η οποία αν και δεν φέρει όνομα συντάκτου εξαρχής αποδό­θη­κε στην γραφίδα του αποστόλου Παύλου.

Το κείμενο αυτό περισσότερο μοι­ά­­ζει με πραγματεία παρά με μια συνηθι­σμέ­νη επιστολή και τούτο διότι έχει σαφή στόχο και ζητούμενο· ανα­πτύσ­σει διε­ξο­δικά την επιχειρη­μα­τολογία γύρω από το θέμα της σχέσεως του Μω­σαϊκού Νό­μου και της εν Χρι­στώ σωτηρίας. Το ήθος και το ύφος της επι­στολής σα­φώς πα­­ρα­πέμπουν στο γενικώτερο πνεύμα του κηρύγματος του αποστόλου Παύλου, όπως μας είναι αυτό γνωστό από τις Πράξεις των Αποστόλων και στις άλλες ε­πι­στολές. Ακόμη, η βα­σι­κή διδασκαλία του Παύλου ότι η σωτηρία παρέχεται δίχως προ­ϋποθέσεις και προαπαιτούμενα, ό­πως η τήρηση του Μωσαικού νό­μου, η πε­­ρι­τομή, η διά­κρι­ση με­ταξύ καθαρών και ακαθάρτων, από τον Χριστό με μό­νη την πίστη σε Αυ­τόν στην προς Εβραί­ους επιστολή κωδικοποείται με τον κα­λύ­τερο τρόπο, ορίζοντας ταυ­τόχρονα και τα όρια της διαφοροποίησεως και της ρί­­ξεως μεταξύ Εκκλησίας και συναγω­γής.

Από τα συμφραζόμενα της επιστολής φαίνεται ότι η κοινότητα των εξ Ιου­δαί­ων Χριστιανών στην Παλαιστίνη αντιμετώπιζε πολλά προβλήματα και τα ο­ποί­α είχαν ποικίλες επιπτώσεις στην ζωή των ανθρώπων. Στην καλύτερη περί­πτω­ση αντιμετώπιζαν, οι εξ Ιουδαίων Χριστιανοί, την αποβολή και τον κοινω­νι­κό α­πο­­κλει­σμό και στην χειρότερη τον διωγμό μέχρι την φυσική εξόντωση α­πό τους ομο­φύ­λους συμπατριώτες τους, όπως είχε συμβεί με τους Αποστόλους (Πρξ. κεφ. 3-9), με συνέπεια να σκέφτονται πολλοί αν θα ή­­ταν συνε­τό να επι­στρέψουν στο περιβάλλον του Ιουδαϊσμού, τουλαχιστόν εξω­τε­ρι­κά, αλ­λά να πα­­­ρα­μείνουν Χριστιανοί εσωτερικά! Η κατάσταση ήταν εξου­θε­νω­τική και γι­αυ­τό τον λόγο η παρέμβαση του Παύλου αποκτά τεράστια ση­μα­σία.

Ο προβληματισμός αυτός δίνει στον απόστολο Παύλο την ευκαιρία άπαξ δια παντός να υπογραμμίσει το ασύμβατο μεταξύ Εκκλησίας και συναγωγής, διότια αυ­τός που εγκαταλείπει την Εκκλησία αρνείται το έργο του Χριστού και την θυσία Του και συνεπώς χάνει την σωτηρία του. Οι συγκρί­σεις με όλα τα μεγάλα και σπουδαία καυχήματα των Ιου­δαίων, όπως ήταν οι άγγελοι, ο Μω­υ­σής και η ιερωσύνη του Α­α­ρών, τα οποία λει­τουρ­γούσαν ως εγγύηση της θείας ευαρεσκείας, χρησιμο­ποι­ούνται α­πό τον α­πό­­στο­λο Παύλο ως πρώτο όρο συγκρίσεως σε σχέση με τον Ιη­σού Χριστό. Ό­λα αυ­τά, λέγει ο απόστολος Παύλος, λειτουργούσαν προφητικά και ως προε­τοι­­μα­σία για την εποχή του Μεσσία. Στον Νόμο ήδη υπάρχουν οι προϋ­ποθέ­σεις για την νέα επο­χή που ανα­μένεται· αναφέρεται, για παράδειγμα, στους Ψαλ­­­μούς ότι ο Μεσ­σίας θα είναι ο νέος αρχιερέας σύμφωνα μια νέα τάξη, έξω από την Ααρωνική, «σὺ ἱερεὺς εἰς τὸν αἰῶνα κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδέκ», (109, 4). Όλα, λοιπόν, τα λε­γό­μενα και πρατ­τόμενα στην Παλαιά Διαθήκη είχαν ένα και μοναδικό σκοπό και ένα προορισμό, τον Μεσσία· εί­χαν, με άλλα λόγια και­ρικό χαρακτήρα, δη­λα­δή ημερομηνία λή­ξεως, ήταν «σκιά τῶν μελλόντων ἀγα­θῶν». Αφού, με βά­ση τον ίδιο τον Νόμο και τις Προ­φητείες ο Χριστός είναι α­νώτερος από όλα τα καυ­χημάτα των Ιουδαίων, το σωστότερο που έχει να κάνει ένας άνθρωπος που πι­στεύει στον Θεό είναι να αποδεχθεί το έργο του Χριστού και να μείνει ρι­ζω­μένος πάνω στην πίστη αυτή. Η συμμόρφωση με το πνεύ­μα των Γραφών υπαγορεύει στον άνθρωπο του Θεού την αποδοχή του έρ­γου του Χρι­στού, α­φού όλα οδηγούν σε Αυτόν.

Στην σημερινή περικοπή ο απόστολος Παύλος υπογραμμίζει την αμετάθετη βου­λή του Θεού Πατρός για την σωτηρία του λαού Του. Η υπόσχεση του Θεού στον Αβραάμ ότι θα τον ευλογήσει και θα γίνει γενάρχης μεγάλου λαού, « μν ελογν ελογήσω σε κα πληθύνων πληθυν σε» (Εβρ. 6,14 από Γέν. 22, 16-17· Δευτερ. 1,8) είναι τόση ισχυρή όσο και ο λόγος του Θεού, ο οποίος για να απαλλάξει τον Αβραάμ από κάθε ενδοιασμό, ορκίσθηκε στον ε­αυ­τό Του! Αυ­­τή ήταν η δωρέα του Θεού, η οποία δεν θα είχε πρακτική συνέ­πεια αν ο Α­βρα­άμ δεν εμπιστευόταν την υπόσχεση του Θεού. Επειδή, ο Α­βραάμ πί­στευ­σε στις υποσχέσεις του Θεού, γιαυτό αξιώθηκε με την εκπλήρωση των επαγ­γελίων. Το κλειδί, λοιπόν, της κατανοήσεως της περικοπής είναι η διατύπωση, «κα οτω μακροθυμήσας πέτυχε τς παγγελίας» (6,15).

Η εμπι­στοσύνη του Αβραάμ στις υπόσχεσεις του Θεού δημιουργεί προηγού­με­νο και για τους απογόνους, τους σύγχρονους εξ Ιουδαίων Χριστιανούς, οι οποί­οι τόσο πολύ ταλαιπωρούνται από τους ομοφύλους τους. Παρά τις αντίθε­τες εξωτερικά κατα­στά­σεις που βίωνε ο Αβραάμ, συνέχιζε να παραμένει στα­θε­ρά και ατα­λά­ντευτα προσηλωμένος στις υποσχέσεις και γιαυτό επιβρα­βεύ­θηκε· έτσι, λοιπόν, και εμείς μιμούμενοι το πα­ρά­δειγμα του Αβραάμ, κρατώ­ντας την ί­δια πίστη και δείχνο­ντας την ίδια εμπιστοσύνη στις υποσχέσεις του Θεού, συμ­μετέχουμε στην εκ­πλή­ρωση των επαγγελιών, στην «μισθαπο­δο­σία». Παρά τις αντι­ξο­ότητες, με την πίστη και την ελπίδα συμμετέχουμε στην εκ­πλή­ρω­ση των επαγγελίων, διότι με την πίστη βιώνουμε προταβολικώς την εκπλή­ρω­σή τους. Η ελπίδα είναι σαν την άγκυρα με την οποία το πλοίο ενώ πλέει στην επι­φά­νεια της θαλάσσης ταυτόχρονα πιάνει την στεριά· εμείς, λοιπον, αντί να ρί­ξου­με την άγκυρα στην θάλασσα, την ρίχνουμε στον ουρανό κι έτσι κα­­τε­βά­ζουμε τον ουρανό στην γη και φέρνουμε τον Θεό κοντά μας.

Ο Θεός είναι κοντά μας κι έρχεται ανάμεσά μας με την ενανθρώπιση του Υι­ού και Λόγου του Θεού, του Ιησού Χριστού. Με την ενανθρώπιση Του ένα και­­­νούρ­γιο κεφάλαιο ανοίγεται στις σχέ­σεις Θεού κι ανθρώπων· αποκα­θί­στα­ται η οικο­γέ­νει­α του Θεού κι ο άνθρωπος απο­κτά παρρησία απέναντι στον Θεό Πα­τέ­ρα. Δεν είναι πια ο εξόρι­στος από τον Πα­ρά­δεισο κι εχθρός του Θεού, αλ­λά καθίσταται οικείος και κα­τά χάρη κληρονόμος του Θε­ού και συγκλη­ρο­νό­μος του Ιησού Χριστού (Ρωμ. 8, 17). Με την πίστη και μόνον με την πίστη, σαν άλ­λη άγκυρα, μπορούμε να συμμετέχουμε στην ζωή του Χριστού και να απολαμ­βά­νουμε όλες τις μεγάλες και ποικίλες δωρεές Του.

Η μεγάλη αγωνία του ανθρώ­που, πως θα ευαρεστήσει τον Θεό απαντάται ο­ρι­στικά με τον Χριστό· δεν χρειάζεται να κά­νει κάτι, ή να θυσιάσει ο άνθρωπος για να γίνει αποδεκτός από τον Θεό, αλλά αρκεί να πι­στεύ­σει στον Χριστό και να απο­δεχθεί την θυσία Του: «δικαιωθέντες οὖν ἐκ πίστεως εἰρήνην ἔχομεν πρὸς τὸν Θεὸν διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, δι᾿ οὗ καὶ τὴν προσαγωγὴν ἐσχή­­καμεν τῇ πίστει εἰς τὴν χάριν ταύτην ἐν ᾗ ἑστήκαμεν, καὶ καυχώμεθα ἐπ᾿ ἐλ­πίδι τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. 5, 1-2). Έτσι, λοιπόν, αποκτά πρόσωπο ο άνθρωπος να ατε­νί­ζει τον Θεό και με θάρρος και παρρησία να Τον προσφω­νεί Πατέρα και να προσεύχεται με την βεβαιότηα της απαντήσεως… καταστάσεις αδια­νό­η­τες στο παρελ­θόν.

Aρχιμανδρίτης Παντελεήμων Τσορμπατζόγλου, ΔρΘ

Φώτιος Σωτ. Ιωαννίδης, καθηγητής Θεολογικής /ΑΠΘ,

«Γρηγόριος Μέγας ο Διάλογος και Ιωάννης της Κλίμακος Παράλληλες αναγνώσεις στη σκιαγράφηση του Ποιμένα και του έργου του»,

http://users.auth.gr/fioan/Gregorius%20Dialogos.pdf


Κυριακή 14 Απριλίου 2024, Δ´Νηστειών, «Ιωάννου της Κλίμακος»,  (Μαρκ. 9, 17-31)

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἄνθρωπός τις προσῆλθε τῷ Ιησοῦ, γονυπετῶν αὐτῷ καὶ λέγων· διδάσκαλε, ἤνεγκα τὸν υἱόν μου πρός σε, ἔχοντα πνεῦμα ἄλαλον. Καὶ ὅπου ἂν αὐτὸν καταλάβῃ, ρήσσει αὐτόν, καὶ ἀφρίζει καὶ τρίζει τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ, καὶ ξηραίνεται· καὶ εἶπον τοῖς μαθηταῖς σου ἵνα αὐτὸ ἐκβάλωσι, καὶ οὐκ ἴσχυσαν. Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς αὐτῷ λέγει· ὦ γενεὰ ἄπιστος, ἕως πότε πρὸς ὑμᾶς ἔσομαι; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν; φέρετε αὐτὸν πρός με. Καὶ ἤνεγκαν αὐτὸν πρὸς αὐτόν. Καὶ ἰδὼν αὐτὸν εὐθέως τὸ πνεῦμα ἐσπάραξεν αὐτόν, καὶ πεσὼν ἐπὶ τῆς γῆς ἐκυλίετο ἀφρίζων. Καὶ ἐπηρώτησε τὸν πατέρα αὐτοῦ· πόσος χρόνος ἐστὶν ὡς τοῦτο γέγονεν αὐτῷ; ὁ δὲ εἶπε· παιδιόθεν. Καὶ πολλάκις αὐτὸν καὶ εἰς πῦρ ἔβαλε καὶ εἰς ὕδατα, ἵνα ἀπολέσῃ αὐτόν· ἀλλ᾿ εἴ τι δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν σπλαγχνισθεὶς ἐφ᾿ ἡμᾶς. Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ τὸ εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι. Καὶ εὐθέως κράξας ὁ πατὴρ τοῦ παιδίου μετὰ δακρύων ἔλεγε· πιστεύω, κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ. Ἰδὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐπισυντρέχει ὄχλος, ἐπετίμησε τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ λέγων αὐτῷ· τὸ πνεῦμα τὸ ἄλαλον καὶ κωφόν, ἐγώ σοι ἐπιτάσσω, ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ καὶ μηκέτι εἰσέλθῃς εἰς αὐτόν. Καὶ κράξαν καὶ πολλὰ σπαράξαν αὐτὸν ἐξῆλθε, καὶ ἐγένετο ὡσεὶ νεκρός, ὥστε πολλοὺς λέγειν ὅτι ἀπέθανεν. Ὁ δὲ Ἰησοῦς κρατήσας αὐτὸν τῆς χειρὸς ἤγειρεν αὐτόν, καὶ ἀνέστη. Καὶ εἰσελθόντα αὐτὸν εἰς οἶκον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐπηρώτων αὐτὸν κατ᾿ ἰδίαν, ὅτι ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό. Καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τοῦτο τὸ γένος ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ. Καὶ ἐκεῖθεν ἐξελθόντες παρεπορεύοντο διὰ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οὐκ ἤθελεν ἵνα τις γνῷ· ἐδίδασκε γὰρ τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς χεῖρας ἀνθρώπων, καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ ἀποκτανθεὶς, τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται.

Νεοελληνική απόδοση

Εκείνο τον καιρό, ένας άνθρωπος πλησίασε τον Ιησού, γονάτισε μπροστά του και είπε: «Διδάσκαλε, έφερα σ’ εσένα το γιό μου, γιατί έχει μέσα του δαιμονικό πνεύμα που τον κάνει άλαλο. Κάθε φορά που τον πιάνει, τον ρίχνει κάτω και τότε βγάζει αφρούς, τρίζει τα δόντια και μένει ξερός. Είπα στους μαθητές σου να διώξουν αυτό το πνεύμα, αλλά δεν μπόρεσαν». «Άπιστη γενιά!» αποκρίθηκε ο Ιησούς. «Ως πότε θα είμαι μαζί σας; Πόσον καιρό ακόμη θα σας ανέχομαι; Φέρτε μου εδώ το παιδί». Εκείνοι του το έφεραν. Μόλις το πνεύμα είδε τον Ιησού, αμέσως τάραξε το παιδί, κι εκείνο έπεσε καταγής και κυλιόταν βγάζοντας αφρούς. «Πόσο καιρός είναι που του συμβαίνει αυτό;» ρώτησε ο Ιησούς τον πατέρα του παιδιού. Εκείνος απάντησε: «Από μικρό παιδί. Πολλές φορές μάλιστα και στη φωτιά τον έριξε και στα νερά για να τον εξολοθρέυσει. Αλλά αν μπορείς να κάνεις κάτι, σπλαχνίσου μας και βοήθησέ μας». Ο Ιησούς του είπε τούτο: «Εάν μπορείς να πιστέψεις, όλα είναι δυνατά γι’ αυτόν που πιστεύει». Αμέσως τότε φώναξε δυνατά ο πατέρας του παιδιού και είπε με δάκρυα: «Πιστεύω Κύριε! Αλλά βοήθησέ με, γιατί η πίστη μου δεν είναι δυνατή». Βλέποντας ο Ιησούς ότι συγκεντρώνεται κόσμος, πρόσταξε το δαιμονικό πνεύμα μ’ αυτά τα λόγια: «Άλαλο και κουφό πνεύμα, εγώ σε διατάζω: βγες απ’ αυτόν και μην ξαναμπείς πια μέσα του». Βγήκε τότε το πνεύμα, αφού κραύγασε δυνατά και συντάραξε το παιδί. Εκείνο έμεινε αναίσθητο, έτσι που πολλοί έλεγαν ότι πέθανε. Ο Ιησούς όμως το έπιασε από το χέρι του, το σήκωσε, κι αυτό στάθηκε όρθιο. Όταν μπήκε ο Ιησούς στο σπίτι, τον ρώτησαν οι μαθητές του ιδιαιτέρως: «Γιατί εμείς δεν μπορέσαμε να βγάλουμε αυτό το δαιμονικό πνεύμα;» Κι εκείνος τους απάντησε: «Αυτό το δαιμονικό γένος δεν μπορεί κανείς να το βγάλει με τίποτε άλλο παρά μόνο με προσευχή και νηστεία». Έφυγαν από κει και προχωρούσαν διασχίζοντας τη Γαλιλαία. Δεν ήθελε ο Ιησούς να μάθει κανείς ότι περνούσε από κει, γιατί δίδασκε τους μαθητές του και τους έλεγε: «Ο Υιός του Ανθρώπου θα παραδοθεί σε χέρια ανθρώπων, που θα τον θανατώσουν· την τρίτη όμως ημέρα μετά το θάνατό του θ’ αναστηθεί».

Ἡ θεραπεία τοῦ σεληνιαζομένου παιδιοῦ 

Λέξεις 
18. ὅπου ἄν αὐτόν καταλάβῃ= ὅπου τόν πιάσει 
ρήσσει αὐτόν= τόν κατασπαράσσει 
ξηραίνεται= γίνεται ξερός 
οὐκ ἴσχυσαν= δέν μπόρεσαν 
19. ἕως πότε πρός ὑμᾶς ἔσομαι;= ὥς πότε θά εἶμαι μαζί σας; 
20. ἐσπάραξεν αὐτόν= τόν τάραξε 
22. παιδιόθεν= ἀπό παιδί 
εἰς πῦρ ἔβαλε=τόν ἔρριξε στή φωτιά 
εἴ τι δύνασαι= ἄν μπορεῖς νά κάνεις κάτι 
23. εἰ δύνασαι πιστεῦσαι= ἄν μπορεῖς νά πιστέψεις 
25. ἐπισυντρέχει ὄχλος= μαζεύεται κι ἄλλος κόσμος 
ἐπετίμησε τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ= ἐπιτίμησε τό ἀκάθαρτο πνεῦμα 
ἐγώ σοι ἐπιτάσσω= ἐγώ σέ προστάζω 
μηκέτι=ποτέ πιά. 
26. πολλά σπαράξαν= ἀφοῦ τόν τάραξε δυνατά 
27. τῆς χειρός= ἀπό τό χέρι 
ἤγειρεν αὐτόν= τόν σήκωσε καί ἀνέστη= καί σηκώθηκε 
28. κατ΄ ἰδίαν= ἰδιαίτερα 
29. ἐν οὐδενί= μέ τίποτε 
30. παρεπορεύοντο= περνοῦσαν 
31. ἀποκτενοῦσιν αὐτόν= θά τόν σκοτώσουν 

Ἱστορικά – Πραγματολογικά – Ἑρμηνευτικά 

 Τό περιστατικό τῆς θεραπείας τοῦ δαιμονισμένου παιδιοῦ, τό ἀναφέρει καί ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος (Μθ 17,14-21) καί ὁ Λουκᾶς (Λκ 9,37-43), ἀλλά ὁ εὐαγγελιστής Μᾶρκος τό παρουσιάζει μέ περισσότερες λεπτομέρειες. Λίγο πιό πρίν οἱ εὐαγγελιστές μιλοῦν γιά τή Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου. Ἐκεῖ οἱ τρεῖς μαθητές (Πέτρος, Ἰάκωβος, Ἰωάννης) πού ἦταν μαζί του τόν εἶδαν στή θεϊκή του δόξα νά συζητᾶ μέ τούς δύο μεγάλους προφῆτες Μωυσῆ καί Ἠλία. Κατεβαίνοντας ἀπό τό ὄρος τῆς Μεταμορφώσεως καί ἀπό τό θεϊκό κλίμα ὅπου εἶχαν ζήσει, συναντοῦν τούς ἄλλους μαθητές περιστοιχισμένους ἀπό γραμματεῖς καί φαρισαίους νά συζητοῦν. Ἀφορμή γιά τή συζήτηση τούς ἔδωσε ἕνα θλιβερό περιστατικό. Ἕνας πατέρας εἶχε φέρει τό δαιμονισμένο παιδί του καί οἱ μαθητές δέν μπόρεσαν νά τό θεραπεύσουν.
 Ἡ ἐμφάνιση τοῦ Ἰησοῦ διακόπτει τή συζήτηση καί στρέφει τήν προσοχή ὅλων πρός αὐτόν. 

 9,17. Καί ἀποκριθείς εἷς ἐκ τοῦ ὄχλου εἶπε· διδάσκαλε, ἤνεγκα τόν υἱόν μου πρός σε, ἔχοντα πνεῦμα ἄλαλον. 
 Εἷς ἐκ τοῦ ὄχλου: Εἶναι ὁ πατέρας τοῦ δαιμονισμένου παιδιοῦ. Ὁ εὐαγγελιστής δέν μᾶς ἀναφέρει τό γένος, τήν πατρίδα, τή θρησκεία του κι οὔτε καμία ἄλλη πληροφορία γιά τή ζωή τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ μᾶς δίνει. Μᾶς δίνει τόσα μόνο ὅσα χρειάζονται καί δέν ἀναφέρει περιττά πράγματα. Ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος μᾶς λέει ὅτι ὁ πονεμένος πατέρας γονάτισε μπροστά στόν Ἰησοῦ. 
 ἤνεγκα τόν υἱόν μου πρός σε: Ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς μᾶς πληροφορεῖ πώς ὁ υἱός αὐτός ἦταν μονογενής (Λκ 9,38). 
 ἔχοντα πνεῦμα ἄλαλον: Ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος λέει «σεληνιάζεται» (Μθ 17,14). Ἐπειδή ἡ ἀρρώστια αὐτή ἐκδηλωνόταν ὅταν ἡ σελήνη ἦταν πανσέληνος, οἱ ἄνθρωποι τήν ὀνόμασαν σεληνιασμό. Ἀλλά αὐτό εἶναι ἁπλῶς μία λαϊκή δοξασία. Ἡ ἀρρώστια δέν ἔχει καμία σχέση μέ τή σελήνη. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος λέει: Δέν εἶναι ἡ σελήνη αἰτία τοῦ σεληνιασμοῦ, ἀλλά οἱ δαίμονες παρακολουθοῦσαν τίς ἀλλαγές τῆς σελήνης καί ἔκαναν ἐπίθεση στούς ἀνθρώπους κατά τήν πανσέληνο, γιά νά δείξουν τά ἔργα τοῦ Θεοῦ σάν αἰτία τῆς δικῆς τους κακίας καί νά κάνουν ἔτσι τούς ἀνθρώπους νά κατηγορήσουν τόν Θεό. 
 Ὁ σεληνιασμός, ὅπως τόν περιγράφουν οἱ εὐαγγελιστές, μοιάζει πολύ μέ τήν ἐπιληψία. Ἀλλά καί ἄν δεχθοῦμε τήν ἀσθένεια τοῦ παιδιοῦ αὐτοῦ σάν μιά φυσική νευρική ἀσθένεια, τίποτα δέν μᾶς ἐμποδίζει νά παραδεχθοῦμε ὅτι τήν προκάλεσε ὁ διάβολος. Κι ἄλλες φορές βλέπουμε στά εὐαγγέλια ὅτι ὁ διάβολος προκαλεῖ στούς ἀνθρώπους φυσικές ἀσθένειες τίς ὁποῖες θεραπεύει ὁ Ἰησοῦς (πρβλ. Μθ 9,32-33, ὅπου ἕνας κωφός ὀνομάζεται δαιμονιζόμενος, καί Μθ 12,22, ὅπου ἀναφέρεται ἡ θεραπεία ἑνός τυφλοῦ καί κωφοῦ δαιμονιζομένου). 

 9,18. Καί ὅπου ἂν αὐτόν καταλάβῃ, ῥήσσει αὐτόν, καί ἀφρίζει καί τρίζει τούς ὀδόντας αὐτοῦ, καί ξηραίνεται· καί εἶπον τοῖς μαθηταῖς σου ἵνα αὐτό ἐκβάλωσι, καί οὐκ ἴσχυσαν. 
 Συγκλονιστική περιγραφή τῆς κρίσεως τοῦ δαιμονισμένου παιδιοῦ. 

 9,19. Ὁ δέ ἀποκριθείς αὐτῷ λέγει· ὦ γενεά ἄπιστος, ἕως πότε πρός ὑμᾶς ἔσομαι; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν; φέρετε αὐτόν πρός με. καί ἤνεγκαν αὐτόν πρός αὐτόν. 
 ὦ γενεά ἄπιστος… ἀνέξομαι ὑμῶν; Τά λόγια αὐτά τοῦ Κυρίου δείχνουν τήν ἀγανάκτησή του. Ὀνομάζει τή γενεά ἄπιστη, ἀλλά καί διεστραμμένη. Ὑπάρχουν ἄπιστοι ἀπό ἄγνοια. Ἐκείνους δέν θά μποροῦσε νά τούς κατηγορήσει κανείς σάν διεστραμμένους. Ἡ γενεά ὅμως αὐτή, τήν ὁποία κατηύθυναν οἱ γραμματεῖς καί φαρισαῖοι, δέν μποροῦσε νά δικαιολογήσει τήν ἀπιστία της μέ ἄγνοια. Εἶχε δεῖ τόσο πολλά σημεῖα κι εἶχε γνωρίσει τή δύναμη τοῦ Ἰησοῦ. Ἐπειδή ὅμως ἐπέμενε στήν ἀπιστία ὀνομάζεται διεστραμμένη. 
 Παρ’ ὅλη τήν ἀγανάκτηση ὁ Κύριος ἀπευθύνει ἕναν γενικό ἔλεγχο πρός τή γενεά καί δέν ἐλέγχει προσωπικά τόν πατέρα τοῦ παιδιοῦ, πού θά ἦταν σκληρότερο. 
 φέρετε αὐτόν πρός με: Ἡ ἀπιστία καί ἡ διαστροφή τῆς γενεᾶς καί ἡ δίκαιη ἀγανάκτηση τοῦ Κυρίου, δέν τόν ἐμποδίζει νά καλέσει κοντά του τό ἄρρωστο παιδί γιά νά τό θεραπεύσει. 

 9,20. καί ἰδών αὐτόν εὐθέως τό πνεῦμα ἐσπάραξεν αὐτόν, καί πεσών ἐπί τῆς γῆς ἐκυλίετο ἀφρίζων. Τό παιδί εἶδε τόν Ἰησοῦ καί τό πνεῦμα ταράχθηκε. Σέ ὅλες τίς περιπτώσεις δαιμονισμένων ἀτόμων, τό πονηρό πνεῦμα βλέπει μέ τά μάτια τοῦ δαιμονισμένου. Οἱ ἐξωτερικές πράξεις εἶναι τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά τό πνεῦμα πού τόν κινεῖ σ΄ αὐτές, συνήθως εἶναι τό πονηρό πνεῦμα. 
 Πρίν ἀκόμη ὁ Κύριος ἐπιτιμήσει τό πονηρό πνεῦμα, αὐτό ταράσσεται. Δίνεται ἔτσι μιά ἀφορμή στόν πατέρα νά ἐνισχύσει τήν πίστη του. 

 9,21. Καί ἐπηρώτησε τόν πατέρα αὐτοῦ· πόσος χρόνος ἐστίν ὡς τοῦτο γέγονεν αὐτῷ; ὁ δέ εἶπε· παιδιόθεν.
 Ὁ χρόνος τῆς ἀρρώστιας τοῦ παιδιοῦ δέν ἦταν ἄγνωστος στόν παντογνώστη Κύριο. Ρωτᾶ ὅμως γιά νά δώσει ἀφορμή στόν πατέρα νά ὁμολογήσει ὅτι ἡ ἀρρώστια τοῦ παιδιοῦ του ἦταν μακροχρόνια. Τόν διάλογο αὐτό δέν τόν ἀναφέρουν οἱ ἄλλοι εὐαγγελιστές. 
 παιδιόθεν: Τό παιδί ἔπασχε ἀπό τήν παιδική του ἡλικία. Ἐπειδή ἡ ἀρρώστια ἦταν μακροχρόνια, ἦταν καί πιό δύσκολη ἡ θεραπεία της. 

 9,22. Καί πολλάκις αὐτόν καί εἰς πῦρ ἔβαλε καί εἰς ὕδατα, ἵνα ἀπολέσῃ αὐτόν· ἀλλ᾿ εἴ τι δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν σπλαγχνισθείς ἐφ᾿ ἡμᾶς. 
 
ἀλλ’ εἴ τι δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν: Τά λόγια αὐτά δείχνουν τήν ὀλιγοπιστία τοῦ πατέρα. Ἴσως ἡ πίστη του εἶχε κλονιστεῖ ἀπό τήν ἀδυναμία τῶν μαθητῶν νά θεραπεύσουν τό παιδί του. Ἡ ἀδυναμία τῶν μαθητῶν τόν ἔκανε νά ἀμφιβάλλει καί γιά τοῦ διδασκάλου τή δύναμη. 

 9,23. Ὁ δέ ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτῷ τό εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατά τῷ πιστεύοντι.
 τό εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατά τῷ πιστεύοντι: Εἶναι μία στερεότυπη ἔκφραση, πού συνήθιζε νά τή λέει ὁ Ἰησοῦς σάν ὅρο καί προϋπόθεση σ’ αὐτούς πού ἐπρόκειτο νά δεχθοῦν ἕνα σημεῖο. Ὅπως ἑρμηνεύει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, εἶναι σάν νά τοῦ λέει: Ἔχω τόσο περίσσεια δύναμη, πού κι ἄλλοι μποροῦν μ’ αὐτή νά θαυματουργήσουν. Φθάνει νά πιστέψεις ὅπως πρέπει καί μπορεῖς καί σύ νά θεραπεύσεις κι αὐτόν καί πολλούς ἄλλους. Διάφοροι ἑρμηνευτές ὑπογραμμίζουν ἐδῶ τήν μετριοφροσύνη τοῦ Κυρίου. Δέν ἀπαντᾶ «σέ μένα τά πάντα εἶναι δυνατά…», ὅπως καί ἦταν, ἀλλά λέει· «πάντα δυνατά τῷ πιστεύοντι». Ἀποδίδει τή θεραπεία ὄχι στή δική του δύναμη, ἀλλά στήν πίστη τοῦ ἀνθρώπου. 

 9,24. Καί εὐθέως κράξας ὁ πατήρ τοῦ παιδίου μετά δακρύων ἔλεγε· πιστεύω, κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ.
 μετά δακρύων: Τά δάκρυα δείχνουν τή μετάνοια τοῦ πατέρα γιά τήν ἀπιστία του. πιστεύω, Κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστία: Ὁπωσδήποτε ὁ πατέρας τοῦ παιδιοῦ εἶχε κάποια πίστη, καί αὐτή τόν ἔκανε νά φέρει τό παιδί του στόν Χριστό. Ἦταν ὅμως λιγοστή ἡ πίστη του, γι’ αὐτό λέει· «Βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ». 

 9,25. Ἰδών δέ ὁ ᾿Ιησοῦς ὅτι ἐπισυντρέχει ὄχλος, ἐπετίμησε τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ λέγων αὐτῷ· τό πνεῦμα τό ἄλαλον καί κωφόν, ἐγώ σοι ἐπιτάσσω, ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ καί μηκέτι εἰσέλθῃς εἰς αὐτόν.
 ἰδών δέ ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐπισυντρέχει ὄχλος: Ὁ Κύριος δέν ἤθελε νά μαζευθεῖ πολύς κόσμος. Κι ἄλλες φορές, ὅταν ἔκανε κάποιο σημεῖο, δέν ἤθελε νά εἶναι μπροστά πολύς κόσμος ἤ ἔλεγε στούς ἀνθρώπους πού θεράπευε νά μή μιλήσουν σέ κανέναν γιά τό σημεῖο πού ἔκανε. 
 ἐγώ σοι ἐπιτάσσω: Μιλᾶ ὡς κυρίαρχος, ὡς ἐξουσιαστής ὁ Κύριος, ἐνῶ ὅλοι οἱ ἄλλοι πού κάνουν σημεῖα ἐπικαλοῦνται τή δική του δύναμη (πρβλ. ὁ Παῦλος, Πρξ 16,18). 

 9,26-27. Καί κράξαν καί πολλά σπαράξαν αὐτόν ἐξῆλθε, καί ἐγένετο ὡσεί νεκρός, ὥστε πολλούς λέγειν ὅτι ἀπέθανεν. ὁ δέ ᾿Ιησοῦς κρατήσας αὐτόν τῆς χειρός ἤγειρεν αὐτόν, καί ἀνέστη.
 Τήν ὥρα πού ὁ δυστυχισμένος νέος ἀπαλλασσόταν ἀπό τό δαιμόνιο καί τήν τυρρανία του, οἱ ἄνθρωποι τόν εἶδαν σάν νεκρό. Ἀλλά ὁ Κύριος, πού καί νεκρούς εἶχε ἀναστήσει, τόν πιάνει ἀπό τό χέρι καί τόν σηκώνει ὑγιῆ καί ἀπαλλαγμένο ἀπό τό πάθος του. 

 9,28. Καί εἰσελθόντα αὐτόν εἰς οἶκον οἱ μαθηταί αὐτοῦ ἐπηρώτων αὐτόν κατ᾿ ἰδίαν, ὅτι ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό.
 Προηγουμένως ὁ Κύριος εἶχε δώσει στούς μαθητές του «ἐξουσίαν κατά πνευμάτων ἀκαθάρτων, ὥστε ἐκβάλλειν αὐτά καί θεραπεύειν πᾶσαν νόσον καί πᾶσαν μαλακίαν» (Μθ 10,1). Τώρα πού εἶδαν ὅτι δέν μποροῦσαν νά θεραπεύσουν τόν δαιμονιζόμενο νέο, μέ ἀγωνία ρωτοῦν τόν Κύριο, ποῦ ὀφειλόταν αὐτή ἡ ἀδυναμία τους. Ἐπειδή τό θέμα ἦταν τόσο σπουδαῖο καί σοβαρό, γι’ αὐτό τόν ρωτοῦν ἰδιαιτέρως καί ὄχι μπροστά στόν κόσμο. 

 9,29. Καί εἶπεν αὐτοῖς· τοῦτο τό γένος ἐν οὐδενί δύναται ἐξελθεῖν εἰ μή ἐν προσευχῇ καί νηστείᾳ.
 Ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος ὡς πρώτη ἀπάντηση τοῦ Κυρίου ἀναφέρει «διά τήν ἀπιστίαν ὑμῶν» καί παρακάτω λέει αὐτά πού καταγράφει καί ὁ εὐαγγελιστής Μᾶρκος (Μθ 17,20-21). Δέν ἦταν βέβαια ἄπιστοι οἱ μαθητές. Φαίνεται ὅμως ὅτι μπροστά στή φρικτή κατάσταση τοῦ δαιμονισμένου παιδιοῦ, τούς κατέλαβε ὀλιγοπιστία, καί ὁ Κύριος ἐλέγχει τήν ὀλιγοπιστία τους ὡς ἀπιστία. 
 ἐν οὐδενί δύναται ἐξελθεῖν εἰ μή ἐν προσευχῇ καί νηστείᾳ: Ἡ ἀπάντηση τοῦ Κυρίου εἶναι κατηγορηματική. Δέν λέει ὅτι τά δαιμόνια βγαίνουν μέ τήν προσευχή καί τή νηστεία, ἀλλά ὅτι δέν βγαίνουν μέ τίποτε ἄλλο παρά μόνον μέ προσευχή καί νηστεία. Ὑπογραμμίζοντας τή δύναμη τῆς νηστείας στήν περίπτωση αὐτή ὁ ἱερός Χρυσόστομος λέει· «Ἡ νηστεία εἶναι φοβερή γιά τούς δαίμονες. Ἄν κάποιος εἶναι σεληνιαζόμενος, δεῖξε του τό πρόσωπο τῆς νηστείας. Θά μείνει πιό ἀκίνητος κι ἀπ’ αὐτές τίς πέτρες, γιατί θά παγώσει ἀπό τόν φόβο καί θά ‘ναι σάν δεμένος, ἰδιαίτερα δέ ὅταν δεῖ νά συνδέεται μέ τή νηστεία ἡ ἀδελφή καί ὁμόζυγός της προσευχή». 

 9,30. Καί ἐκεῖθεν ἐξελθόντες παρεπορεύοντο διά τῆς Γαλιλαίας, καί οὐκ ἤθελεν ἵνα τις γνῷ.  
 Καί ἐκεῖθεν ἐξελθόντες: Ὁ Κύριος μέ τή συνοδία του ἔφυγαν ἀπό τό μέρος ὅπου ἔγινε ἡ θεραπεία τοῦ σεληνιαζόμενου παιδιοῦ, δηλαδή ἀπό τά περίχωρα τῆς Καισαρείας τοῦ Φιλίππου, καί διέσχιζαν τή Γαλιλαία. 
 οὐκ ἤθελεν ἵνα τις γνῷ: Ἤθελε νά μένει κρυφός ἀπό τούς γραμματεῖς καί φαρισαίους, γιά νά προετοιμάσει τούς μαθητές του γιά τό πάθος του πού πλησίαζε. 

 9,31. Ἐδίδασκε γάρ τούς μαθητάς αὐτοῦ καί ἔλεγεν αὐτοῖς ὅτι ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς χεῖρας ἀνθρώπων, καί ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καί ἀποκτανθείς τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται.
 Κι ἄλλες φορές ὁ Κύριος προλέγει τό πάθος του. Αὐτό δείχνει ὅτι εἶναι κύριος τῆς ζωῆς του καί μόνος του θέλησε νά τή θυσιάσει. Δέν ἀναγκάσθηκε ἀπό κανέναν. 

 9,32. Οἱ δέ ἠγνόουν τό ῥῆμα, καί ἐφοβοῦντο αὐτόν ἐπερωτῆσαι. ἐφοβοῦντο αὐτόν ἐπερωτῆσαι:
 Οἱ μαθητές δέν καταλαβαίνουν τά λόγια τοῦ Ἰησοῦ, ἀλλά καί φοβοῦνται νά ρωτήσουν περισσότερα. Φοβοῦνται, ἤ γιατί δέν ἀντέχουν ν’ ἀκούσουν μιά ἀπάντηση πού θά ‘ταν ἴσως πιό δυσάρεστη γι’ αὐτούς ἤ γιατί θά τούς μάλωνε ἴσως ὁ διδάσκαλος, ἄν ἐμφανίζονταν τόσο «βραδεῖς τῇ καρδίᾳ» καί δέν καταλάβαιναν πράγματα γιά τά ὁποῖα ἐπανειλημμένως τούς εἶχε μιλήσει. 


Τά κυριώτερα νοήματα

 1.    Ὁ φοβερός ἐχθρός μας καί πῶς θά τόν πολεμήσουμε: Εἶναι γνωστό σ’ ὅλους μας ὅτι, ἀπό τήν ἀρχή τῆς δημιουργίας, ὁ διάβολος βλέποντας τήν μακάρια κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου στόν παράδεισο, τόν φθόνησε καί τόν πλάνεψε, μέ ἀποτέλεσμα νά τόν βγάλει ἀπό τήν μακαριότητα καί νά τόν κάνει τραγικό καί δυστυχισμένο. Ἀλλά καί μετά τήν πτώση, ὁ φοβερός αὐτός ἐχθρός τοῦ ἀνθρωπίνου γένους δέν ἔπαψε νά μᾶς ἐνοχλεῖ προσπαθώντας συνεχῶς νά μᾶς βλάψει. 
 Ὁ Ἰησοῦς Χριστός μέ τήν ἐνανθρώπησή του, μέ τόν θάνατο καί τήν ἀνάστασή του νίκησε γιά λογαριασμό μας τόν διάβολο καί τόν συνέτριψε (βλ. Ἰω 12,31· «νῦν ὁ ἄρχων τοῦ κόσμου ἐκβληθήσεται ἔξω»). Πράγματι, μετά τόν ἐρχομό τοῦ Χριστοῦ μας ἔπεσαν τά εἴδωλα, καταργήθηκε ἡ πολυθεΐα, λιγόστεψαν οἱ δαιμονιζόμενοι. Δέν ἔχει πιά ὁ διάβολος ἐξουσία πάνω στούς ἀνθρώπους. Δέν μπορεῖ νά μᾶς βλάψει. Μπορεῖ ὅμως καί ἔχει τό δικαίωμα νά μᾶς πειράξει. Ὁ ἀπόστολος Πέτρος λέει ὅτι ὁ διάβολος «ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπίῃ» (Α΄ Πέ 5,8). Καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος μιλᾶ συχνά γιά τήν πάλη μας μέ τόν διάβολο καί γιά τίς μεθοδεῖες του (βλ. Β’ Κο 11,14· Ἐφ 6,11.12.16· Α΄ Τι 3,7· Β’ Τι 2,26). Ἡ ἁγία Γραφή μᾶς περιγράφει τήν ἐπίθεση τοῦ σατανᾶ στόν ἴδιο τόν Κύριό μας (Μθ 4,11· Μρ 1,12-13· Λκ 4,1-13). Καί ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας μας ἔχει νά μᾶς παρουσιάσει πολλές μάχες πού ἔδωσαν τά παιδιά της ἐναντίον τοῦ φοβεροῦ ἐχθροῦ διαβόλου. 
 Σέ μερικούς ἴσως γεννηθεῖ τό ἐρώτημα γιατί ὁ Θεός ἐπιτρέπει στόν διάβολο νά μᾶς πειράζει. Ἡ ἀπάντηση εἶναι γιά νά τόν νικοῦμε καί ἔτσι ἐκεῖνος μέν νά καταισχύνεται, ἐμεῖς δέ νά κερδίζουμε τόν στέφανο τῆς νίκης. Κι εἶναι εὔκολο νά νικήσουμε τόν φοβερό μας ἐχθρό, ἄν χρησιμοποιήσουμε τά ὅπλα μέ τά ὁποῖα μᾶς ὁπλίζει ἡ Ἐκκλησία μας ἐναντίον του. Δύο κυρίως εἶναι τά μέσα μέ τά ὁποῖα ὁ διάβολος μᾶς πολεμᾶ· οἱ σαρκικές ἐπιθυμίες καί ἡ ματαιότητα τοῦ κόσμου. Κι ἐμεῖς, ὅπως μᾶς διδάσκει ἡ περικοπή μας, ἔχουμε δύο ὅπλα γιά νά τόν ἀντικρούσουμε καί νά τόν συντρίψουμε. Ὅταν ξεσηκώνεται ἡ σάρκα καί ἔχουμε σαρκικούς πειρασμούς, τότε νά νηστέψουμε. Δέν θά ἐπιμείνει περισσότερο ὁ διάβολος, γιατί τήν τρέμει τή νηστεία, ἡ ὁποία μᾶς γυμνάζει καί μᾶς κάνει ἀγαπητούς στόν Θεό. Ὅταν πάλι ὁ διάβολος μᾶς προβάλλει τά τερπνά αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἐμεῖς νά καταφεύγουμε στήν προσευχή καί μαζί μέ τόν Δαβίδ νά λέμε στόν Κύριο «ἀπόστρεψον τούς ὀφθαλμούς μου τοῦ μή ἰδεῖν ματαιότητα» (Ψα 118,37).
  Ἡ νηστεία καί ἡ προσευχή εἶναι τά πανίσχυρα ὅπλα μας, μέ τά ὁποῖα συντρίβεται ὁ διάβολος. Γι’ αὐτό καί ἡ Μ. Τεσσαρακοστή κατά τήν ὁποία ἐντείνεται ὁ πνευματικός μας ἀγώνας, εἶναι κατ΄ ἐξοχήν περίοδος προσευχῆς καί νηστείας. 
 2.    Ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ γιατρός και παιδαγωγός τῶν παιδιῶν μας: Ὁ σεληνιαζόμενος νέος τῆς περικοπῆς μας εἶναι μιά ζωντανή εἰκόνα τῆς κοινωνίας μας καί μάλιστα τῶν νέων μας. Στό πρόσωπό του μποροῦμε νά δοῦμε ἕναν μεγάλο ἀριθμό παιδιῶν τῆς ἐποχῆς μας, πού χωρίς Χριστό κυριεύθηκαν ἀπό τό πονηρό πνεῦμα. Ἄλλες φορές τά καταλαμβάνει τό ἄλαλο πνεῦμα. Χωρίς λόγο δέν μιλοῦν στούς γονεῖς τους. Τό σπίτι γίνεται γι’ αὐτούς ἕνα ξενοδοχεῖο, ὅπου ἔρχονται μόνο γιά νά φᾶνε καί νά κοιμηθοῦν! Κι ἄλλοτε πάλι τά κυριεύει τό πνεῦμα τοῦ ὑλισμοῦ, τῆς ἀθεΐας καί τῆς διαφθορᾶς, πού τά βασανίζει τόσο φρικτά. Ἐνῶ ἔχουν τόσα ἀγαθά, εἶναι πεινασμένα κι ἀνικανοποίητα, ψάχνουν τή χαρά στά ναρκωτικά, γιά νά ἐξαθλιώσουν μ’ αὐτά ὁλότελα τόν ἑαυτό τους. Ἡ νεολαία μας, πού ζῆ μακριά ἀπό τόν Χριστό, συχνά σάν τόν σεληνιαζόμενο νέο τρίζει τά δόντια της ὀργισμένη καί ἀφρίζει, σχίζει τά ροῦχα της, αὐτοκαταστρέφεται. Δέν ξέρει τί θέλει. Κι ἄλλοτε τή βλέπουμε νά πέφτει στό νερό τῆς ἀπελπισίας κι ἄλλοτε στή φωτιά τῆς αὐτοκτονίας. 
 Σ’ ὅλους ἐμᾶς πού μέ πόνο παρακολουθοῦμε τήν ἐξαθλίωση καί τή διαφθορά τῶν παιδιῶν μας, ἡ σημερινή περικοπή δίνει μία ἀπάντηση καί μᾶς συστήνει ἕνα ἐγγυημένο μέσο θεραπείας: Νά φέρουμε τά παιδιά μας στόν Χριστό. Αὐτός εἶναι ὁ παντοδύναμος γιατρός, πού μπορεῖ νά τά θεραπεύσει, εἶναι ὁ πάνσοφος διδάσκαλος, πού μπορεῖ νά τά διδάξει καί νά τά μορφώσει. 
 Ἡ νέα μας γενιά, ἡ ἐλπίδα τοῦ μέλλοντος, θά ἀσφαλιστεῖ καί θά καλλιεργηθεῖ σωστά, γιά νά ἀποτελέσει τήν αὐριανή κοινωνία, μόνο κοντά στόν Χριστό. Ἀπό τή βρεφική ἀκόμη ἡλικία ὁ ἄνθρωπος ἔχει μέσα του ὅλα τά σπέρματα τοῦ κακοῦ: τή σκληρότητα, τήν τάση πρός τήν κλοπή, τό ψέμα, τήν τεμπελιά, τόν θυμό, τόν φθόνο κι ὅλα ἐκεῖνα τά δαιμόνια, πού ἅμα κυριαρχήσουν στόν ἄνθρωπο, τόν κάνουν νά ἀλλάζει χρώματα, νά ἀφρίζει, νά τρίζει τά δόντια του καί νά παρουσιάζει τήν ὄψη ἀτίθασου θηρίου, τήν εἰκόνα τοῦ δαιμονισμένου νέου τοῦ εὐαγγελίου. Ἕνας σοφός κοινωνιολόγος ἔλεγε: Ὅλοι οἱ κακοποιοί τοῦ μέλλοντος, οἱ λωποδύτες, οἱ κλέφτες, οἱ διαρρῆκτες, οἱ δολοφόνοι, βρίσκονται σήμερα στά σχολεῖα μας. Καί μεταξύ αὐτῶν θά ὑπάρξουν καί μεγαλύτεροι κακοῦργοι πού θά κάνουν ἐθνικά ἐγκλήματα. Ὅλοι αὐτοί εἶναι μαθητές τῶν σχολείων μας καί ἀνατρέφονται ἀπό μᾶς. Ἡ διάπλασή τους ἐξαρτᾶται ἀπό μᾶς καί εἶναι θέμα ἀνατροφῆς.
 Ὤ, ἄν ἐμπιστευόμασταν στόν Χριστό τήν ἀνατροφή τῶν παιδιῶν μας! Πόσο καλύτερη θά γινόταν ἡ κοινωνία μας, ἄν ἀπό μικροί οἱ ἄνθρωποι μάθαιναν νά μελετοῦν καί νά ἐφαρμόζουν τόν νόμο τοῦ Θεοῦ! Ἄν ἀναγνώριζαν ὡς μόνο δάσκαλο τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό! Ἄν ἀντί νά σπαταλοῦν τόν χρόνο τους στά διαφθορεῖα καί τά κέντρα τοῦ διαβόλου, συνήθιζαν νά συχνάζουν στήν Ἐκκλησία, στό σχολεῖο τοῦ Χριστοῦ! Πόσο διαφορετικός θά ἦταν ὁ κόσμος! Γιά νά γίνει αὐτή ἡ ἀλλαγή πραγματικότητα, εἶναι ἀνάγκη ὅλοι ἐκεῖνοι πού ἔρχονται σ’ ἐπαφή μέ τά παιδιά καί πρῶτα ἀπ’ ὅλους οἱ γονεῖς, νά ὁδηγήσουν τά παιδιά τους στόν Χριστό καί νά τά συνδέσουν μ’ Αὐτόν. Κι ἄν πολλά παιδιά μας ἔχουν ἤδη κυριευθεῖ ἀπό τό ἄλαλο πνεῦμα καί δέν μᾶς ἀκοῦν ὅταν τούς μιλοῦμε γιά τόν Χριστό, ἄς μήν ἀπελπισθοῦμε. Σάν τόν πατέρα τοῦ σεληνιαζόμενου νέου, ἄς γονατίσουμε μπροστά στόν Χριστό μας, γιά νά τοῦ ζητήσουμε νά σώσει τά παιδιά μας. Ὅταν τά παιδιά μας δέν θέλουν ν’ ἀκούσουν νά τούς μιλοῦμε γιά τόν Χριστό, νά μιλοῦμε στόν Χριστό γιά τά παιδιά μας.

+Στ. Ν. Σάκκος, Ὁμότιμος Καθηγητής ΑΠΘ

http://mail.apolytrosis.gr/index.php/component/k2/itemlist/tag/ΚΥΡΙΑΚΗ%20Δ%20ΝΗΣΤΕΙΩΝ

Κυριακή 7 Απριλίου 2024, Γ´ Νηστειών, «Σταυροπροσκυνήσεως», (Εβρ. 4, 14-5, 6) & (Μάρκ. 8, 34-9,1)

Ετικέτες

, ,

Κυριακή 7 Απριλίου 2024, Γ´ Νηστειών, «Σταυροπροσκυνήσεως»

Την Τρίτη Κυριακή των Νηστειών, η Εκκλησία μας τιμά και προ­βάλλει σε προσκύ­νηση τον Τίμιο Σταυρό με ιδιαίτερη τελετή. Το γεγονός που εορτά­ζε­­ται αυτή την ημέρα είναι η εύρεση του Σταυρού και των ήλων του Κυρίου από την αγία Ελένη, κατά το 326, ταυτόχρονα με την ανακάλυψη του παναγίου Τάφου του Κυ­ρίου. Την μνή­μη αυτή, δηλαδή της ευρέσεως του Τιμίου Σταυρού γεραίρει η Ορθόδοξη Εκκλησία την 6η Μαρ­τίου, χωρίς όμως καμμία ιδιαίτερη ακολουθία. Επειδή, όμως, η 6η Μαρτίου συμπί­πτει πάντοτε μέσα στη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, γιαυτό η εορτή μετατέ­θη­κε για την Τρίτη Κυριακή των Νη­στει­ών από τους Στουδίτες μοναχούς που αναδιάρ­θρω­σαν τις α­κο­λουθίες του Τριωδίου.Η λειτουργική πρακτική, άλλωστε, της μεταθέσεως εορτών από καθημερινές σε Κυριακές είχε εφαρμογή και σε άλλες εορτές, όπως στις μνή­μες των πα­τριαρχών Κωνσταντινουπόλεως και ορισμένων αγίων διακεκριμένων, που τύ­χαιναν την πένθιμη περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής ή της Μεγάλης Εβδομάδος.

Πέρα από το γεγονός αυτό καθεαυτό, της ερεύσεως, η ημέρα αυτή έχει πολλα­πλούς συμβολι­σμούς, γιατί είναι η Κυριακή της μεσονηστησίμου, δηλαδή βρίσκεται στο μέσο της τεσ­σαρακονθήμερης νηστείας, στην πορεία προς το Πάσχα. Ο Σταυρός υψώ­νεται στο μέσον του Ναού για να ατενί­ζουν οι Χριστιανοί το σύμβολο της θυσίας του Χρι­στού και να εν­θυ­μούνται την σωτηρία που απορρέει από την θυσία Του· όπως μέσα στην έ­ρη­μο α­τένι­ζαν οι Εβραίοι τον Χάλκινο όφι και θεραπεύονταν από τα θανα­τη­φό­ρα δήγμα­τα των όφεων έτσι κι οι άνθρωποι λαβωμένοι από την αμαρτία αναζητούν σω­τη­ρία, που δεν βρίσκεται πουθενά αλλά παρά στον Σταυρό του Χριστού, (Ιωάν. 3, 14).

Στον ανηφορικό δρόμο, λοιπόν, προς τον Γολγοθά, υ­ψώνεται ο Σταυρός του Κυρίου εκ νέ­ου, έξη μήνες μετά την κυριώνυμη Ύψωση, στις 14 Σε­πτεμ­βρί­ου και επα­να­λαμ­βάνεται με την ίδια επι­ση­­μότητα η όλη τελετή προ­κει­μένου να αναζωπυρωθεί η αγω­νι­στικότητα και να ανα­νεω­θεί το φρόνημα των πιστών.

Στις 13 Σεπτεμβρίου του έτους 335 έγιναν τα εγκαίνια του Ναού της Ανα­στά­σε­ως, του Μαρτυρίου, που κτίστηκε από τον Μέγα Κωνσταντίνο επάνω στον τόπο της ευ­ρέ­­σε­ως του Τιμίου Σταυρού και της ταφής του Χριστού, από την μητέρα του αγία Ελένη. Την επό­μενη ημέρα, δεδομένου ότι είχαν συγκεντρωθεί με την ευκαιρία της εορτής των εγκαι­νίων πλήθος επισκόπων, κληρικών και πιστών από διάφορα μέρη, ο επίσκοπος Ιε­ρο­­σολύμων Μακάριος ανύψωσε επάνω στον άμβωνα τον Τίμιο Σταυρό προκειμένου να τον δουν και να τον προσκυ­νή­σουν τα συγκεντρωμένα πλήθη· έτσι, λοιπόν, γεννήθηκε η ε­ορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού («ἐντεῦθεν ἤρξατο ἡ σταυροφανεία», Χρονικόν Πασχάλιο, P.G. 92, 713) και απέκτησε δεσπόζουσα θέση στο εορτολόγιο της Εκκλησίας, καθότι «ἴσα φέρει τῇ Μεγάλῃ Παρασκευῇ». Στην συνέχεια η πρακτική και το τελετουρ­γι­κό του Ναού της Αναστάσεως επέδρασε αποφασιστικά σε όλη τη Χρι­στια­νο­σύνη και πρώτα- πρώτα στην Κωνσταντινούπολη όπου η τελετή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυ­ρού έγινε μέρος του ετήσιο εορτολογικού κύκλου με την αυτοκρατορική συμμετοχή κι ύστερα σε Ανατολή και Δύση.

Επόμενος σταθμός αποτελεί η κατάληψη των Ιεροσολύμων από τους Πέρσες το 614 και η κατεδάφιση του Ναού της Αναστάσεως και η απαγωγή του Tιμίου Σταυρού στην Περ­σία. Μετά την ανάκτηση των Ιεροσολύμων από τον αυτοκράτορα Ηράκλειο ο μεν Να­ός αναγέρθηκε εξ αρχής από τον πατριάρχη άγιο Μόδεστο το 626 ο δε Τί­μι­ος Σταυρός επανέκαμψε το 628 ως τρόπαιο του νικητή αυτοκράτορα, ο οποίος και τον ανύ­ψω­σε πανη­γυρικά εκ νέου κατά την 14ην Σεπτεμβρίου του έτους εκείνου, κι έτσι έλαβε η ε­ορτή νέα αίγλη και την πάροδο του χρόνου απέκτησε αυτοτέλεια έναντι εκείνης των Εγκαι­νίων του Ναού. Κατά τα αμέσως επόμενα έτη, περί το 634 εκφώνησε ο πατριάρχης άγιος Σωφρόνιος τον τελευταίο, που διασώζεται, πανηγυρικό λόγο για την εορτή (PG 87, 3309 κε), και λέγουμε τελευταίο διότι μετά από λίγο καιρό, δύο ή τρία έτη, το 637, τα Ι­ε­ρο­σόλυμα θα πέσουν και πάλι σε βάρβαρα χέρια, οριστικά αυτή την φορά, των Αρά­βων. Από τότε η Ύψωση του Τιμίου Σταυρού μαζί με το θεολογικό περιεχόμενο απέκτησε και νέ­­ες διαστάσεις· από την αρχαία δόξα μόνον οι εορτασμοί θα απομείνουν για να θυμί­ζουν τα παλαιά μεγαλεία. Συνδέθηκε, έτσι, με τα βάσανα και μαρτύρια των Χριστιανών της Ανατολής που ζούσαν υπό καταπίεση και υπενθύμιζε το μαρτύριο των αδελφών αυ­τών, στις Εκκλησίες που απολάμ­βαναν άνεση και ελευθερία.

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η τιμή και προσκύνηση του Σταυρού εξ αρχής συνδέθηκε άρ­ρηκτα με τις περιπέτειες των Χριστιανών και σε εθνικό επίπεδο. Η προσωπική ζωή συν­­δέθηκε με το νόημα και το περιεχόμενο που συμβολίζει για όλους ο Σταυρός του Κυ­ρίου. Το μαρτύριο που βίωνε ο καθένας στην ζωή του γινόταν ελαφρύτερο και ο πό­νος η­πι­ό­τερος ατενίζοντας τον Σταυρό και αναλογιζόμενος τα πάθη του Κυρίου για τη σωτη­ρία μας, αλλά και όλων των μαρτύρων της πίστεως που αγγόγιστα έφεραν τον σταυρό τους μέσα στην ιστορία. Αυτή την τελευταία εμπειρική σχέση είχε κατά νου ο απόστολος Παύ­λος όταν αν­α­φωνούσε, «Χριστῷ συνεσταύρωμαι», (Γαλ. 2, 19) και αναδείκνυε την άλ­λη ανάλογη εμπει­ρία, «ἐ­γώ γάρ τά στίγματα τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματί μου βαστά­ζω», (Γαλ. 6, 17). Ο Σταυρός πάντα μας θυμίζει ότι μετά τον Γολγοθά έρχεται η Ανάσταση.

Συνεπώς, μετά από όλα όσα είπαμε παραπάνω είναι προφανές γιατί η Εκκλησία μας έ­χει δώσει τόσο μεγάλη λειτουργική σημασία και εορτολογική διά­στα­ση, μαζί με την αντί­στοιχη υμνολογική έκταση στον Τίμιο Σταυρό· γιατί απλούστατα ανακε­φαλαι­ώνει ό­λη την θεολογία περί της Θείας Οικονομίας, αλλά και την συμμετοχή των Χριστιανών στο μαρτύριο του Χριστού. Γιαυτό κι εμείς με πίστη σταθερά, συνεί­δη­ση ειλικρινή και συν­αίσθημα ταπεινώσεως αναφωνούμε από τα βάθη της καρδιάς μας: «Σταυρέ τοῦ Χριστοῦ σῶσον ἡμᾶς τῇ δυνάμει σου». Αμήν.

Aρχιμανδρίτης Παντελεήμων Τσορμπατζόγλου, ΔρΘ


Κυριακή 7 Απριλίου 2024, Γ´ Νηστειών, «Σταυροπροσκυνήσεως», (Εβρ. 4, 14-5, 6) 

Εβρ. 4, 14-5, 6

Κείμενο

Ἀδελφοί, ἔχοντες οὖν ἀρχιερέα μέγαν διεληλυθότα τοὺς οὐρανούς, ᾿Ιησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ, κρατῶμεν τῆς ὁμολογίας. οὐ γὰρ ἔχομεν ἀρχιερέα μὴ δυνάμενον συμπαθῆσαι ταῖς ἀσθενείαις ἡμῶν, πεπειραμένον δὲ κατὰ πάντα καθ’ ὁμοιότητα χωρὶς ἁμαρτίας.  προσερχώμεθα οὖν μετὰ παρρησίας τῷ θρόνῳ τῆς χάριτος, ἵνα λάβωμεν ἔλεον καὶ χάριν εὕρωμεν εἰς εὔκαιρον βοήθειαν. Πᾶς γὰρ ἀρχιερεὺς ἐξ ἀνθρώπων λαμβανόμενος ὑπὲρ ἀνθρώπων καθίσταται τὰ πρὸς τὸν Θεόν, ἵνα προσφέρῃ δῶρά τε καὶ θυσίας ὑπὲρ ἁμαρτιῶν,  μετριοπαθεῖν δυνάμενος τοῖς ἀγνοοῦσι καὶ πλανωμένοις, ἐπεὶ καὶ αὐτὸς περίκειται ἀσθένειαν·  καὶ διὰ ταύτην ὀφείλει, καθὼς περὶ τοῦ λαοῦ, οὕτω καὶ περὶ ἑαυτοῦ προσφέρειν ὑπὲρ ἁμαρτιῶν. καὶ οὐχ ἑαυτῷ τις λαμβάνει τὴν τιμήν, ἀλλὰ καλούμενος ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, καθάπερ καὶ Ἀαρών. οὕτω καὶ ὁ Χριστὸς οὐχ ἑαυτὸν ἐδόξασε γενηθῆναι ἀρχιερέα, ἀλλ’ ὁ λαλήσας πρὸς αὐτόν· υἱός μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε·  καθὼς καὶ ἐν ἑτέρῳ λέγει· σὺ ἱερεὺς εἰς τὸν αἰῶνα κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδέκ.

Νεοελληνική απόδοση

Αδελφοί, επειδή έχουμε μέγα αρχιερέα αυτόν πού διάβηκε και διαπέρασε τους ουρανούς, τον Ιησού Χριστό, τον Υιό του Θεού, ας κρατάμε καλά την πίστη μας. Γιατί δεν έχουμε αρχιερέα κάποιον πού δεν μπορεί να συμπαθήσει τις αδυναμίες μας, αλλά έχουμε αρχιερέα αυτόν που δοκίμασε πειρασμούς όμοια σαν κι εμάς, χωρίς όμως να αμαρτήσει. Ας πλησιάζουμε λοιπόν, με θάρρος  κι εμπιστοσύνη στο θρόνο της Χάριτος για να πάρουμε έλεος και για να βρούμε  Χάρη στην ώρα που θα έχουμε  ανάγκη για βοήθεια.

Κάθε αρχιερέας που εκλέγεται ανάμεσα από τους ανθρώπους διορίζεται για να προσφέρει στον Θεό δώρα και θυσίες για τις αμαρτίες των ανθρώπων· έτσι, λοιπόν σαν άνθρωπος που είναι μπορεί να συμπαθεί εκείνους πού βρίσκονται στην άγνοια και την πλάνη, αφού κι αυτός έχει επάνω του την ανθρώπινη ατέλεια. Γι’ αυτή, λοιπόν, την ατέλεια είναι υποχρεωμένος όπως για τον λαό, έτσι και για τον εαυτό του, να προσφέρει θυσίες για την συγχώρηση των αμαρτιών. Κανένας δεν παίρνει μόνος του από τον εαυτό του την τιμή της ιερωσύνης, άλλ’ από εκείνον πού τον καλεί, δηλ. από τον Θεό, καθώς ακριβώς έγινε και με τον Ααρών. Έτσι και ο Χριστός δεν δόξασε μόνος του τον εαυτό του γενόμενος αρχιερέας, αλλά τον δόξασε Αυτός που του είπε, «Υιός μου είσαι συ, εγώ σήμερα σε γέννησα». Καθώς και σ’ άλλο ψαλμό πού λέγει, «Εσύ είσαι αιώνιος ιερέας κατά την τάξη  Μελχισεδέκ».


  Ο Μελχισεδέκ, που ανάφερεται από τον απόστολο Παύλο, στο σημερινό απο­στο­λικό ανάγνωσμα, αποτελεί μία ιστορική πρόσωπικότητα, που ήταν ταυ­­τό­χρο­να και βασιλέας και ιερέας. Στο βιβλίο της Γενέσεως παρουσιάζεται ως βασι­λεύς της Σα­λήμ (=Ιερουσαλήμ) και συγχρόνως και ως ιερεύς του Θεού του Υψίστου, στο πε­ρι­­στα­τι­κό της συναντήσεως με τον Αβραάμ. Ο τελευταίος είχε επι­τεθεί κατά του βα­σι­λέ­α του Ε­λάμ και των συμμά­χων του, τους οποίους και κατα­τρό­πω­σε. Στην επιστροφή, ο Α­­βρα­­άμ δι­ερ­χόμενος από την χώρα του Μελχισεδέκ τον επι­σκέ­φθηκε και κατά την συνά­ντη­ση τον προσκύνησε και του πρόσφερε φόρο υποτελείας, το ένα δέκατο από όλα τα λά­­­φυρα, αν­αγνωρίζοντας έτσι την ανωτερότητά του (Γέν. 14,18-20). 

 Την συνάντηση του Αβράμ και του Μελχισεδέκ και όλα όσα διαδραματίσθηκαν, ο απόστολος Παύλος εξη­γεί κατά τρόπο μεσσιανικό και ερμηνεύει ότι επειδή μέσα στον Αβραάμ δυνητικά ζούσαν όλοι οι επιγενόμενοι πατριάρχες, Ισαάκ, Ιακώβ και τα παιδιά του, άρα αυτό που έκανε ο Αβραάμ έχει αντίκτυπο και τους απογόνους. Με τον τρόπο που προσκύνησε και έδωσε φόρο στον Μελχισεδέκ ο πατριάρχης Αβραάμ, παρομοίως ο­φει­λέτες είναι και οι α­πόγονοι του. Στο πρόσωπο του Αβραάμ όλοι οι απόγονοι προσ­κύ­νησαν και υποκλί­θη­καν στην ιερωσύνη του Μελχισεδέκ· συνεπώς και στην ιερωσύνη του Χριστού, του οποίου τύπος και προφητεία ήταν ο Μελχισεδέκ.

 Το όνομα Μελχισεδέκ είναι σύνθετο και σημαίνει βασιλιάς δικαιοσύνης. Επίσης ονομάζεται και «βασιλεύς Σαλήμ», όχι τόσο από την πολή που βασίλευε (=Ιερουσαλήμ), όσο για την σημασία της λέξεως, που θα πει βασιλιάς της ειρήνης. Θε­ω­ρείται ως προ­φη­τι­κός τύπος του Μεσσία καθώς με τρόπο μοναδικό και δίχως άλλο προη­γού­με­νο αναφέ­ρε­ται ότι υπήρξε ταυτόχρονα ιερέας και βασιλέας. Η ιερατική ιδιότη­τά του προηγείται κα­τά πολύ από την ιερωσύνη του Ααρών, όπως θεσπίσθηκε μετά από τον Μωσαϊκό Νό­μο. Ο Δαυίδ ο Ψαλμωδός, αναφέρει μάλιστα προφητικά για τον Μεσσία ότι θα είναι στο ύ­ψος της ιερωσύνης του Μελχισεδέκ: «Εσύ θα είσαι παντοτεινός ιερέας κατά τη θέση και το αξίωμα Μελχισεδέκ» (σύ ἱερεύς εἰς τόν αἰῶνα κατά τήν τάξιν Μελ­χισεδέκ, Ψαλ. 109, 4) και επαναλαμβάνεται από τον απόστολό Παύλο όταν εξηγεί ότι η εκπλήρωση της προ­φη­τεί­ας αυτή συμβαίνει στην ιερωσύνη του Ιησού Χριστού (Εβρ. 5, 6).

 Η φυλή, από την οποία προέρχεται ο Χριστός, είναι η του Ιούδα και δεν έχει καμμία σχέση με φυλή του Λευΐ που είναι η ιερατική φυλή. Το ίδιο είχε συμβεί και με την προτύπωση του Χριστού τον Μελχισεδέκ, ο οποίος δεν είχε σχέση με ιερατική φυλή κι όμως την ιερέας του αληθινού Θεού τον οποίο προσκύνησε, μάλιστα, ο γενάρχης Α­βραάμ. Ο Μελχισεδέκ, επίσης δεν είχε χρισθεί με έλαιο, όπως ο Ααρών κι η ιερωσύνη του ήταν θείο δώρο, το οποίο είναι αιώνιο, όπως και ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Ο Μελ­χι­σεδέκ δεν έχει διαδόχους, όπως και ο Χριστός. Η ιερωσύνη του Μελχισεδέκ είναι αν­ώτερη από τη Λευϊτική· το ίδιο συμβαίνει και στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Η ιε­ρω­σύνη Του είναι κατά πολύ ανώτερη και ασύγκριτη από τη νομική. Η θυσία του Χριστού σώζει «εἰς τόν αἰῶνα».

 Ο Μελχισεδέκ επίσης ονομάζεται στην προς Εβραίους επιστολή ως «πάτωρ, ἀ­μή­τωρ, γενεαλόγητος» (Εβρ. 7, 3) όχι γιατί δεν είχε προγονική καταγωγή, αλλά δεν αναφέρονται στην Παλαιά Διαθήκη για να λει­­τουρ­γήσει ως προτύπωση του Μεσσία, ο οποίος δεν έχει κατ᾽ άνθρωπο προγονική ρίζα. Πρά­γματι, ο Κύριος Ιησούς Χριστός είναι απάτωρ κατά την ανθρώπινη φύση, δηλαδή χωρίς πατέρα, αφού, όπως απαγγέλλουμε και στο «Σύμβολο της Πίστεως», εσαρκώθη και ενανθρώπησε «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Μα­ρί­ας τῆς Παρθένου». Η Υπεραγία Θεοτόκος δεν συνέλαβε τον Χριστό με τους φυσιο­λο­γι­κούς όρους της ανθρωπίνης φύσεως, δηλαδή με τη συνεργασία ανδρός, αλλά υπερφυώς, όπως λέγει και η υμνολογία της Εκκλησίας μας, χωρίς ανδρικό σπέρμα. Ο Δεσπότης Χριστός επίσης είναι αμήτωρ κατά τη Θεία Του φύση, αφού εγεννήθη μόνο εκ του Πα­τρός «πρ πάντων τν αώνων». Είναι τέλος αγενεαλόγητος κατά τη θεία φύση Του, α­φού δεν υπάρχουν «πρόγονοι» στον Χριστό ως Θεό· «τν γενεν ατο τίς διηγήσεται», αν­α­φωνεί ο προφήτης Ησαΐας (53,8), εννοώντας τη θεία Του φύση, αφού ως άνθρωπος προ­έρχεται εκ σπέρματος Δαυΐδ.

 Ο Μελχισεδέκ, επίσης, ονομάζεται «βασιλεύς Σαλήμ», δηλαδή βασιλιάς της ει­ρήνης· και όντως ο Χριστός ήρθε στη γη, για να φέρει, όχι μια ψεύτικη ειρήνη, που προ­σπαθούν να δώσουν κάθε φορά οι επίγειοι κοσμοκράτορες, αλλά την πραγματική ειρήνη και συνδιαλλαγή του ανθρώπου με τον Θεό, με τον εαυτό του και με τον συνάνθρωπό του.

Η φυ­λή, α­πό την ο­ποί­α προ­έρ­χε­ται ο Χρι­στός, εί­ναι η του Ιού­δα· αυ­τή δεν ή­ταν, ό­πως η φυ­λή του Λευ­ί, ιε­ρα­τι­κή φυ­λή. Το ί­διο συμ­βαί­νει και με τον τύ­πο του Ι­η­σού Χρι­στού Μελ­χι­σε­δέκ, ο ο­ποί­ος δεν γε­νε­α­λο­γεί­ται α­πό την φυ­λή του Λευ­ί.
Ο Μελ­χι­σε­δέκ δεν εί­χε χρι­σθή με έ­λαι­ο, ό­πως ο Α­α­ρών· η ιε­ρω­σύ­νη του ή­ταν θεί­ο δώ­ρο, το ο­ποί­ο εί­ναι αι­ώ­νιο. Το ί­διο και ο Κύ­ριος, ο Ο­ποί­ος ε­πί­σης δεν έ­χει δια­δό­χους, κα­θώς και ο Μελ­χι­σε­δέκ. Η ιε­ρω­σύ­νη του Μελ­χι­σε­δέκ εί­ναι α­νώ­τε­ρη α­πό την Λευ­ϊτι­κή· το ί­διο συμ­βαί­νει και στο πρό­σω­πο του Ι­η­σού Χρι­στού. Η ιε­ρω­σύ­νη Του εί­ναι κα­τά πο­λύ α­νώ­τε­ρη και α­σύ­γκρι­τη α­πό την νο­μι­κή.

 Τέλος, αν στην προς Εβραίους επιστολή εξαίρεται τόσο πολύ το πρόσωπο του Μελχισεδέκ συμβαίνει αυτό γιατί προτυπώνει το έργο και την ιερωσύνη του Μεσσία, Ιησού Χριστού. Ο Μελχισεδέκ υπηρετεί και αυτός με τον τρόπο του, την υπό­θεση της σωτηρίας και προετοιμάζει τον Ισραήλ για την έλευση του Μεσσία.

Aρχιμανδρίτης Παντελεήμων Τσορμπατζόγλου, ΔρΘ


Η ερμηνεία της περικοπής κατά τον Άγιο Ιωάννη Χρυσόστομο

[…] Όμως ο απόστολος Παύλος δεν αναθέτει τα πάντα στον ιερέα, αλλά ζητάει και τη δική μας συνδρομή, και εννοώ την ομολογία της πίστης. «Ἔχοντες οὖν ἀρχιερέα μέγαν διεληλυθότα τοὺς οὐρανούς, Ἰησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ, κρατῶμεν τῆς ὁμολογίας (: Αφού λοιπόν, σύμφωνα και με όσα είπαμε, έχουμε μεγάλο Αρχιερέα, ο οποίος έχει πλέον διασχίσει τους ουρανούς και μπήκε στον τόπο της αιώνιας αναπαύσεως, στην ουράνια βασιλεία Του όπου μας περιμένει, τον Ιησού δηλαδή, ο οποίος δεν είναι ένας απλός άνθρωπος αλλά και ο Υιός του Θεού, ας κρατούμε καλά την ομολογία της πίστεώς μας προς Αυτόν)». Ποια ομολογία εννοεί; Ότι υπάρχει ανάσταση, ότι υπάρχει ανταπόδοση, ότι υπάρχουν άπειρα αγαθά, ότι ο Χριστός είναι Θεός, ότι η πίστη είναι ορθή. Αυτά ας ομολογήσουμε, αυτά ας κρατάμε σταθερά. Και ότι αυτά είναι αληθινά, φαίνεται από το ότι ο αρχιερέας είναι μέσα. Επομένως ας ομολογήσουμε, αυτά ας κρατάμε σταθερά. Και ότι αυτά είναι αληθινά, φαίνεται από το ότι ο αρχιερέας είναι μέσα. Επομένως ας ομολογήσουμε ότι δεν έχουμε πέσει. Αν και τα πράγματα δεν είναι κοντά, εμείς όμως ας ομολογήσουμε· αν ήταν πριν από λίγο, ήταν ψέμα. Ώστε και αυτό είναι αληθινό, το ότι μετατίθενται.

Καθόσον και ο αρχιερέας μας είναι μέγας· «οὐ γὰρ ἔχομεν ἀρχιερέα μὴ δυνάμενον συμπαθῆσαι ταῖς ἀσθενείαις ἡμῶν (: Και μην περάσει ποτέ από τον νου μας ότι, αφού Αυτός είναι τώρα στους ουρανούς, δε θα δείξει ενδιαφέρον για μας. Διότι δεν έχουμε αρχιερέα που να μην μπορεί να μας συμπαθήσει στις ηθικές και φυσικές αδυναμίες μας, επειδή τάχα δε γνωρίζει τα όσα μας συμβαίνουν ή επειδή υψώθηκε τόσο πολύ)». «Δεν αγνοεί», λέγει, «τα δικά μας, όπως πολλοί αρχιερείς, οι οποίοι δεν γνωρίζουν αυτούς από το ποίμνιό τους που βρίσκονται σε θλίψεις, αλλά ούτε ότι υπάρχει ποτέ θλίψη. Γιατί στην περίπτωση των ανθρώπων είναι αδύνατο να γνωρίζει την ταλαιπωρία εκείνου που υποφέρει αυτός που δεν τη δοκίμασε και δεν την αισθάνθηκε. Τα πάντα υπέφερε ο δικός μας αρχιερέας. Γι’ αυτό λοιπόν πρώτα υπέφερε και ύστερα ανέβηκε στον ουρανό, για να μπορεί να δείχνει συμπάθεια».

«πεπειραμένον δὲ κατὰ πάντα καθ᾿ ὁμοιότητα χωρὶς ἁμαρτίας (: αλλά έχουμε Αρχιερέα ο οποίος έχει αντιμετωπίσει πειρασμούς με όλους τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να δοκιμασθεί η ανθρώπινη φύση. Έχει αντιμετωπίσει πειρασμούς εξ ολοκλήρου όμοια με εμάς, χωρίς όμως να υποπέσει σε καμία αμαρτία)». Πρόσεχε πως και παραπάνω ανέφερε τα «παραπλησίως (: με παρόμοιο τρόπο)», και εδώ το «καθ᾿ ὁμοιότητα (: σύμφωνα με την ομοιότητά Του με εμάς)». Δηλαδή διώχθηκε, φτύστηκε, κατηγορήθηκε, χλευάστηκε, συκοφαντήθηκε, αποπέμφθηκε, στο τέλος σταυρώθηκε. «πεπειραμένον δὲ κατὰ πάντα καθ᾿ ὁμοιότητα χωρὶς ἁμαρτίας (: έχουμε Αρχιερέα ο οποίος έχει αντιμετωπίσει πειρασμούς με όλους τους τρόπους που μπορεί να δοκιμαστεί η ανθρώπινη φύση. Έχει αντιμετωπίσει πειρασμούς εξ ολοκλήρου όμοια με εμάς, χωρίς όμως να υποπέσει σε καμία αμαρτία)». Εδώ και κάτι άλλο υπαινίσσεται, ότι ήταν δυνατό να υποφέρει χωρίς να αμαρτήσει και να βρεθεί σε θλίψεις. Ώστε και όταν λέγει «ἐν ὁμοιώματι σαρκὸς (: με σάρκα η οποία έμοιαζε μόνο, αλλά δεν ήταν και πραγματική σάρκα της αμαρτίας)» [Ρωμ. 8, 3], δεν εννοεί αυτό, ότι είχε ομοίωμα σάρκας, αλλά ότι ανέλαβε σάρκα. Γιατί λοιπόν είπε «ἐν ὁμοιώματι»; Μιλούσε για αμαρτωλή σάρκα, αφού ήταν όμοια με τη δική μας σάρκα· γιατί στη φύση ήταν η ίδια με τη δική μας, στην αμαρτία όμως δεν ήταν η ίδια.

«προσερχώμεθα οὖν μετὰ παῤῥησίας τῷ θρόνῳ τῆς χάριτος, ἵνα λάβωμεν ἔλεον καὶ χάριν εὕρωμεν εἰς εὔκαιρον βοήθειαν (: Αφού λοιπόν τέτοιος είναι ο Αρχιερέας μας ας πλησιάζουμε με θάρρος και άφοβη εμπιστοσύνη στο βασιλικό Του θρόνο, από τον οποίο πηγάζει η χάρη. Ας πλησιάζουμε σε Αυτόν για να λάβουμε συγχώρηση για τις αμαρτίες μας και για να βρούμε εύνοια και δωρεές που θα μας δώσουν άμεση βοήθεια σε κάθε κρίσιμη ώρα πειρασμού)».

Ποιον εννοεί «θρόνον τῆς χάριτος»; Τον βασιλικό θρόνο, για τον οποίο λέγει: «Εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου· κάθου ἐκ δεξιῶν μου, ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου (: Είπε ο Κύριος και Θεός μου προς τον Κύριο και Θεό μου, προς τον Μεσσία· ‘’Κάθισε στα δεξιά του θρόνου μου και εγώ θα θέσω όλους τους εχθρούς σου ως υποπόδιο των ποδών Σου’’)» [Ψαλμ. 109, 1]. Σαν να έλεγε: «ας πλησιάζουμε με θάρρος, γιατί έχουμε αναμάρτητο αρχιερέα, που κατανικάει την οικουμένη»· γιατί λέγει: «θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον (: Αλλά έχετε θάρρος. Εγώ έχω νικήσει τον κόσμο. Και με τη νίκη μου αυτή εξασφάλισα και για σας τον θρίαμβο και τη δόξα)»[Ιω. 16, 33]. Γιατί αυτό σημαίνει το να πάθει τα πάντα, αλλά να είναι καθαρός από αμαρτίες. «Αν εμείς», λέγει, «είμαστε αμαρτωλοί και Αυτός αναμάρτητος, πώς να πλησιάζουμε με θάρρος; Γιατί είναι θρόνος χάριτος, όχι θρόνος κρίσης τώρα. Γι’ αυτό ας πλησιάζουμε με θάρρος», λέγει, «για να λάβουμε έλεος, όπως ζητάμε». Το πράγμα είναι γενναιοδωρία και δωρεά βασιλική.

«ἵνα λάβωμεν ἔλεον καὶ χάριν εὕρωμεν εἰς εὔκαιρον βοήθειαν (: και για να βρούμε εύνοια και δωρεές που θα μας δώσουν άμεση βοήθεια σε κάθε κρίσιμη ώρα πειρασμού)». «Αν τώρα πλησιάσεις», λέγει, «θα λάβεις και χάρη και ευσπλαχνία, γιατί πλησιάζεις την κατάλληλη ώρα. Αν όμως πλησιάσεις τότε, δε θα λάβεις πια, γιατί άκαιρη θα είναι τότε η προσέλευσή σου, επειδή δε θα είναι τότε θρόνος χάριτος». Θρόνος χάριτος είναι όσο κάθεται και δίνει χάρη ο βασιλιάς. Όταν όμως έλθει η συντέλεια, τότε σηκώνεται για να κρίνει. Γιατί λέγει: «ἀνάστα, ὁ Θεός, κρίνων τὴν γῆν, ὅτι σὺ κατακληρονομήσεις ἐν πᾶσι τοῖς ἔθνεσι (: Σήκω, Θεέ μου, και εφάρμοσε τη δίκαιη κρίση Σου και απόφαση επί της γης, διότι κάτω από τη δική Σου κυριότητα και κατοχή βρίσκονται όλα τα έθνη)» [Ψαλμ. 81, 8]. Μπορούμε να πούμε και κάτι άλλο. «Ας πλησιάζουμε», λέγει, «με θάρρος», δηλαδή χωρίς να συναισθανόμαστε κανένα κακό, χωρίς να διστάζουμε. Γιατί ένας τέτοιος άνθρωπος δεν μπορεί να πλησιάσει με θάρρος. Γι’ αυτό και αλλού λέγει: «οὕτως λέγει Κύριος· καιρῷ δεκτῷ ἐπήκουσά σου καὶ ἐν ἡμέρᾳ σωτηρίας ἐβοήθησά σοι καὶ ἔπλασά σε καὶ ἔδωκά σε εἰς διαθήκην ἐθνῶν τοῦ καταστῆσαι τὴν γῆν καὶ κληρονομῆσαι κληρονομίας ἐρήμους (: Αυτά λέγει ο Κύριος: ‘’Σε κατάλληλο και ευπρόσδεκτο καιρό εγώ άκουσα την προσευχή σου, σε ημέρα σωτηρίας σε βοήθησα. Εγώ σε έπλασα. Έδωσα εσένα ως νέα διαθήκη με τα έθνη, για να αποκαταστήσεις τους ανθρώπους της γης, και να αποκτήσεις ως δική σου μόνιμη ιδιοκτησία, τους έως τώρα έρημους από χάρη Θεού λαούς’’)» [Ησ. 49, 8]. Γιατί και τώρα είναι απόδειξη χάριτος, το να βρίσκουμε μετάνοια για τα αμαρτήματα που κάνουμε μετά το βάπτισμα. Και για να μη νομίσεις ότι στέκεται όρθιος, ακούοντας ότι είναι αρχιερέας, αμέσως Τον οδηγεί στο θρόνο. Ο ιερέας όμως δεν κάθεται, αλλά στέκεται.

Βλέπεις ότι το να γίνει αρχιερέας δεν είναι έργο της φύσης, αλλά της χάριτος και της συγκατάβασης και της ταπείνωσής Του; Αυτό είναι ευκαιρία να πούμε τώρα και εμείς, ας πλησιάζουμε και να ζητάμε με θάρρος· ας προσφέρουμε μόνο πίστη, και όλα μας τα δίνει. Τώρα είναι ο καιρός της δωρεάς, ας μην απελπίζεται κανένας. Τότε θα είναι ο καιρός της απόγνωσης, όταν θα κλείνεται ο νυμφώνας, όταν θα μπει ο βασιλιάς να δει εκείνους που βρίσκονται μέσα, όταν θα απολαύσουν τους κόλπους του πατριάρχη Αβραάμ εκείνο που πρόκειται να τους αξιωθούν. Τώρα όμως δεν είναι, γιατί το θέατρο ακόμη υπάρχει, ο αγώνας ακόμη συνεχίζεται, το βραβείο ακόμη είναι αβέβαιο.

Ας προσπαθήσουμε, λοιπόν. Γιατί και ο Παύλος λέγει: «ἐγὼ τοίνυν οὕτω τρέχω, ὡς οὐκ ἀδήλως, οὕτω πυκτεύω, ὡς οὐκ ἀέρα δέρων, ἀλλ᾿ ὑποπιάζω μου τὸ σῶμα καὶ δουλαγωγῶ, μήπως ἄλλοις κηρύξας αὐτὸς ἀδόκιμος γένωμαι (: Μιμηθείτε το παράδειγμά μου. Εγώ λοιπόν τρέχω έτσι, ώστε ξέρω καλά τι ζητώ, για ποιο σκοπό αγωνίζομαι και με ποιο τρόπο θα τον πετύχω. Δεν παρουσιάζομαι σαν να πυγμαχώ δίνοντας γροθιές στον αέρα και αγωνιζόμενος στα κούφια, αλλά ταλαιπωρώ το σώμα μου και το μεταχειρίζομαι ως δούλο, για να μην αποδοκιμαστώ και αποδειχθώ ανάξιος του βραβείου εγώ ο ίδιος που κήρυξα σε άλλους και με τη δική μου προτροπή και διδασκαλία αυτοί πήραν το βραβείο» [ Α΄ Κορ. 9, 26-27]. Έχουμε ανάγκη από δρόμο, και μάλιστα από δρόμο πολύ. Όποιος τρέχει δε βλέπει εντελώς κανέναν, είτε περνάει μέσα από λιβάδια, είτε μέσα από τόπους ξερούς. Ο δρομέας δε βλέπει προς τους θεατές, αλλά προς το βραβείο· είτε υπάρχουν πλούσιοι ή φτωχοί, είτε τον περιπαίζει κάποιος ή τον επαινεί, ή τον βρίζει ή τον λιθοβολεί, ή του κλείνει το σπίτι, είτε δει τα παιδιά ή τη γυναίκα του ή οτιδήποτε άλλο, πουθενά δεν προσέχει. Αλλά σε ένα πράγμα μόνο αφοσιώνεται, στο τρέξιμο και στο να λάβει το βραβείο. Ο δρομέας πουθενά δε σταματάει, γιατί αν αδρανήσει έστω και για λίγο, έχασε τα πάντα. Ο δρομέας όχι μόνο δεν ελαττώνει την προσπάθειά του πριν το τέλος, αλλά τότε μάλιστα αυξάνει την ταχύτητά του.

«Πᾶς γὰρ ἀρχιερεὺς ἐξ ἀνθρώπων λαμβανόμενος ὑπὲρ ἀνθρώπων καθίσταται τὰ πρὸς τὸν Θεόν, ἵνα προσφέρῃ δῶρά τε καὶ θυσίας ὑπὲρ ἁμαρτιῶν, μετριοπαθεῖν δυνάμενος τοῖς ἀγνοοῦσι καὶ πλανωμένοις, ἐπεὶ καὶ αὐτὸς περίκειται ἀσθένειαν· καὶ διὰ ταύτην ὀφείλει, καθὼς περὶ τοῦ λαοῦ, οὕτω καὶ περὶ ἑαυτοῦ προσφέρειν ὑπὲρ ἁμαρτιῶν (: Θα βρούμε έλεος, χάρη και βοήθεια από τον μεγάλο και εύσπλαχνο Αρχιερέα μας. Διότι κάθε αρχιερέας στη λευιτική ιεροσύνη των Ιουδαίων ξεχωρίζεται από τους ανθρώπους και εγκαθίσταται αρχιερέας στα έργα της λατρείας του Θεού για την ωφέλεια των ανθρώπων, για να προσφέρει και δώρα και θυσίες για τη συγχώρηση των αμαρτιών του λαού. Και μπορεί ο αρχιερέας των Ιουδαίων να δείχνει συμπάθεια και ανοχή σε όσους αμαρτάνουν από άγνοια και πλάνη, επειδή και αυτός ως άνθρωπος έχει επάνω του ηθική ασθένεια και ανθρώπινες αδυναμίες. Και εξαιτίας της ασθένειας και της ενοχής του αυτής οφείλει σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου, όπως προσφέρει θυσία για χάρη του λαού, έτσι να προσφέρει θυσία και για τον εαυτό του, για να συγχωρηθούν οι αμαρτίες του)».

Θέλει πλέον ο Παύλος να δείξει ότι η Διαθήκη αυτή είναι πολύ ανώτερη από την Παλαιά. Και το κάνει αυτό διατυπώνοντας από πριν και από πολύ μακριά τους συλλογισμούς του. Αφού λοιπόν τίποτε δεν ήταν σωματικό ή φανταστικό, όπως ούτε ο ναός, ούτε τα άγια των αγίων, ούτε ο ιερέας που έχει τόσο μεγάλη κατάρτιση, ούτε οι νομικές διακρίσεις, αλλά όλα ήταν σπουδαιότερα και τελειότερα και τίποτε δεν ήταν από τα σωματικά, αλλά τα πάντα ανήκαν στα πνευματικά, και αφού τα πνευματικά δεν προέτρεπαν τόσο τους ασθενέστερους στην πίστη όσο τα σωματικά, γι’ αυτό κινεί όλον αυτόν τον λόγο. Και πρόσεχε τη σύνεσή του. Αρχίζει από τον ιερέα πρώτα και συνέχεια τον ονομάζει αρχιερέα, και από αυτόν δείχνει πρώτα τη διαφορά.

Γι’ αυτό ορίζει πρώτα τι είναι ιερέας και δείχνει ποια πράγματα έχει του ιερέα και ποια είναι τα σύμβολα της ιεροσύνης. Και επειδή του εναντιωνόταν, ότι ούτε ευγενής ήταν, ούτε από φυλή ιερατική καταγόταν, ούτε ιερέας στη γη, και ήταν φυσικό γι’ αυτό να πουν μερικοί, «πώς λοιπόν ήταν ιερέας αυτός;», ό,τι έκανε στην «προς Ρωμαίους» επιστολή[σε όλο το 4ο κεφάλαιο], το ίδιο κάνει και τώρα. Παίρνοντας δηλαδή ένα λόγο που δύσκολα γίνεται πιστευτός, αν η πίστη κάνει αυτό που δεν μπόρεσε να το κάνει ο κόπος του νόμου και ο ιδρώτας του ορθού τρόπου ζωής, και θέλοντας να δείξει ότι το φαινομενικά αδύνατο έγινε και πραγματοποιήθηκε, κατέφυγε στον πατριάρχη και τα μετέφερε όλα σε εκείνη την εποχή. Έτσι λοιπόν και εδώ ακολουθεί τον άλλο δρόμο της ιεροσύνης, αφού μιλάει σε αυτούς που Τον ακολούθησαν πρώτοι. Και όπως στην κόλαση δεν αναφέρει μόνο τη γέενα, αλλά και όσα συνέβηκαν στους πατέρες, έτσι ακριβώς κάνει και εδώ. Πρώτα το επιβεβαιώνει από τα παρόντα. Έπρεπε βέβαια τα επίγεια να επιβεβαιώνονται από τα ουράνια, αλλά όταν οι ακροατές είναι αδύναμοι πνευματικά γίνεται το αντίθετο. Στην αρχή λοιπόν εκείνα που είναι κοινά τα αναφέρει πρώτα, και ύστερα δείχνει εκείνο που υπερέχει. Γιατί έτσι γίνεται φανερή η κατά σύγκριση υπεροχή, όταν σε άλλα έχει κάτι κοινό και σε άλλα υπερέχει, διαφορετικά δε γίνεται φανερή η υπεροχή κατά σύγκριση.

«Πᾶς γὰρ ἀρχιερεὺς ἐξ ἀνθρώπων λαμβανόμενος (: Θα βρούμε έλεος, χάρη και βοήθεια από τον μεγάλο και εύσπλαχνο αρχιερέα μας. Διότι κάθε αρχιερέας στη λευιτική ιεροσύνη των Ιουδαίων ξεχωρίζεται από τους ανθρώπους)». Αυτό είναι κοινό με τον Χριστό. «ὑπὲρ ἀνθρώπων καθίσταται τὰ πρὸς τὸν Θεόν (: και εγκαθίσταται αρχιερέας στα έργα της λατρείας του Θεού για την ωφέλεια των ανθρώπων)». Και αυτό είναι κοινό. «ἵνα προσφέρῃ δῶρά τε καὶ θυσίας ὑπὲρ ἁμαρτιῶν (: για να προσφέρει και δώρα και θυσίες για τη συγχώρηση των αμαρτιών του λαού)». Και αυτό κοινό, όχι όμως όλο. Τα υπόλοιπα δεν είναι κοινά. «μετριοπαθεῖν δυνάμενος τοῖς ἀγνοοῦσι καὶ πλανωμένοις (: Και μπορεί ο αρχιερέας των Ιουδαίων να δείχνει συμπάθεια και ανοχή σε όσους αμαρτάνουν από άγνοια και πλάνη)». Εδώ λοιπόν βρίσκεται η υπεροχή. «ἐπεὶ καὶ αὐτὸς περίκειται ἀσθένειαν (: επειδή και αυτός ως άνθρωπος έχει επάνω του ηθική ασθένεια και ανθρώπινες αδυναμίες)».

Στη συνέχεια προσθέτει και άλλο· ότι γίνεται από άλλον και ότι δε γίνεται από μόνος του. Και αυτό είναι κοινό. «καὶ οὐχ ἑαυτῷ τις λαμβάνει τὴν τιμήν, ἀλλὰ καλούμενος ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, καθάπερ καὶ Ἀαρών (: Επίσης, κανείς δεν παίρνει από μόνος του την υψηλή τιμή της αρχιερωσύνης, αλλά τη δέχεται όταν καλείται από τον Θεό· όπως κλήθηκε στο αξίωμα αυτό από τον Θεό και ο Ααρών)». Εδώ κάτι άλλο πάλι αποδεικνύει, δείχνοντας πως έχει σταλεί από τον Θεό. Αυτό το έλεγε παντού ο Χριστός όταν μιλούσε στους Ιουδαίους: «εἰ ὁ Θεὸς πατὴρ ὑμῶν ἦν, ἠγαπᾶτε ἂν ἐμέ· ἐγὼ γὰρ ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐξῆλθον καὶ ἥκω· οὐδὲ γὰρ ἀπ᾿ ἐμαυτοῦ ἐλήλυθα, ἀλλ᾿ ἐκεῖνός με ἀπέστειλε (: Απαντώντας λοιπόν ο Ιησούς στην καυχησιολογία τους αυτή τους είπε: ‘’Εάν ο Θεός ήταν πατέρας σας, θα είχατε αγάπη και σε μένα, διότι εγώ από τον Θεό έχω βγει με την ενανθρώπησή μου και έχω έλθει ανάμεσά σας. Είμαι ανάμεσά σας ως πρεσβευτής του Θεού. Διότι και στον κόσμο που ήλθα, δεν έχω έλθει από μόνος μου, αλλά Εκείνος με απέστειλε’’)» [Ιω. 8, 42]. Εδώ νομίζω πως υπαινίσσεται και τους ιερείς των Ιουδαίων, σαν να μην είναι ιερείς εκείνοι που καταπατούν και παραβιάζουν τον νόμο της ιεροσύνης.

«οὕτω καὶ ὁ Χριστὸς οὐχ ἑαυτὸν ἐδόξασε γενηθῆναι ἀρχιερέα (: Έτσι και ο Χριστός δε δόξασε μόνος Του τον εαυτό Του με το να γίνει αρχιερέας)». Πού λοιπόν χειροτονήθηκε; Γιατί ο Ααρών χειροτονήθηκε πολλές φορές, όπως στην περίπτωση της ράβδου [βλ. Εξ. 7, 8-13· 8, 12-14] και όταν η φωτιά κατέβηκε από τον ουρανό και εξόντωσε εκείνους που καταπάτησαν την ιεροσύνη [Λευιτ. 10, 1-3].

Εδώ όμως συμβαίνει το αντίθετο· όχι μόνο δεν έπαθαν τίποτε, αλλά αντίθετα ευημερούν. Από πού λοιπόν; Το δείχνει αυτό από την προφητεία. Δεν έχει τίποτε υλικό ούτε ορατό. Γι’ αυτό το βεβαιώνει από προφητεία και από τα μελλοντικά. «ἀλλ᾿ ὁ λαλήσας πρὸς αὐτόν· υἱός μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε (: αλλά Τον δόξασε ο Θεός Πατήρ, ο οποίος Του είπε: ‘’Υιός μου είσαι Εσύ. Εγώ Σε γέννησα σήμερα, όταν Σου έδωσα την ανθρώπινη φύση και τη δόξασα με την Ανάστασή Σου και την ενθρόνισή Σου στα δεξιά μου)». Τι σχέση έχει αυτό προς τον Υιό; «Ναι», λέγει ίσως κάποιος, «αυτό έχει λεχθεί προς τον Υιό. Και τι βοηθάει αυτό στο ζήτημά μας;». Πάρα πολύ· γιατί είναι προετοιμασία της χειροτονίας Του από τον Θεό. «καθὼς καὶ ἐν ἑτέρῳ λέγει· σὺ ἱερεὺς εἰς τὸν αἰῶνα κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδέκ (: Όπως και σε άλλο σημείο της Αγίας Γραφής λέει: Εσύ είσαι ιερέας αιώνιος σαν τον Μελχισεδέκ. Για το πρόσωπο αυτό παρασιωπάται σκόπιμα στην Αγία Γραφή η γενεαλογία και ο θάνατός του, για να είναι σύμβολο και προτύπωση της παντοτινής βασιλείας και της ιεροσύνης Σου)». Σε ποιον έχει λεχθεί αυτό; Ποιος είναι ιερέας κατά την τάξη Μελχισεδέκ; Κανείς άλλος παρά μόνο Αυτός. Γιατί όλοι ήταν υπόδουλοι στον νόμο, όλοι τηρούσαν το Σάββατο και έκαναν την περιτομή. «Κανείς», λέγει, «δε θα μπορούσε να δείξει κάποιον άλλον».

Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στην προς Εβραίους επιστολήν», ομιλίες Ζ΄ και Η΄(επιλεγμένα αποσπάσματα), Πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1989, τόμος 24, σελίδες 380-387 και 396-401 αντίστοιχα.


Κυριακή 7 Απριλίου 2024, Γ´ Νηστειών, «Σταυροπροσκυνήσεως», Μάρκ. 8, 34-9,1)

Ὁ ἄνθρωπος μέ τήν διακριτική ἱκανότητα πού διαθέτει μπορεῖ νά ἀξιολογεῖ τίς διάφορες καταστάσεις, τά πράγματα καί τά μεγέθη καί ἔτσι νά πορεύεται στήν ζωή του. Κανείς, προφανῶς, δέν θά ἦταν διατεθημένος νά ανταλλάξει τήν ζωή του μέ ὅλα τά πλούτη τοῦ κόσμου, οὔτε νά θυσιάσει τούς ἀγαπημένους του ἀν­θρώ­πους γιά κάποια ἀγαθά, ἔστω καί πολυτελῆ, διότι γνωρίζει ὅτι δέν συγκρίνο­νται ἀνόμοια πράγματα. Ἠ, ἀκόμη έχουμε τήν ἰδέα ὅτι ξέρουμε νά ἀναγνωρί­ζου­με τίς διάφορες εὐκαιρίες γιά νά κάνουμε, κατά τό κοινῶς λεγόμενο, ἐπενδύσεις. Ἀλ­λά δέν είναι πάντα τά πράγματα τόσα ξεκάθαρα ὥστε μέ βεβαιότητα νά ἐπιλέ­γουμε τό σωστό πού ἁρμόζει στήν κάθε περίσταση, μέ συνέπεια νά ἀποτυ­γχά­νουμε συνεχῶς καί νά μήν εὑρίσκουμε αὐτό πού ἐπιδιώκουμε καί μονίμως ἡ ἀπο­γο­ήτευση νά μᾶς κυριαρχεῖ· τά κριτήρια πού ἐφαρμόζουμε στήν ἀναζήτησή μας καθορίζουν καί τό ἀποτέλεσμα.

Ὁ Χριστός ὅταν ἀπευθύνεται στούς ὑποψηφίους μαθητές πού συγκινήθηκαν ἀπό τό κήρυγμά του καί θέλουν νά τόν ἀκολουθήσουν, θά πρέπει νά ἀποφασί­σουν πρῶτα νά ἀπαρνηθοῦν τόν ἑαυτό τους, νά σηκώσουν τόν σταυρό τους καί τότε πλέον θά εἶναι ἕτοιμοι καί καταλλήλοι γιά νά Τόν άκολουθήσουν. Ἡ ἐξή­γηση γιά τήν ἱεράρχηση τῶν βημάτων αὐτῶν εἶναι πολλή ἁπλή· κερδίζεις μόνον ὅταν χάνεις καί ἐκεῖ ποῦ φαίνεται ὅτι χάνεις τήν ἴδια ὥρα κερδίζεις. Ὁ σπόρος πού πέφτει στήν γῆ φαίνεται ὅτι χάνεται, ἀλλά σέ λίγους μῆνες ὁ σπόρος ἐκεῖνος γί­νε­ται σιτάρι 100 φορές περισσότερο ἀπό αὐτό πού σπείραμε. Οἱ ἄνθρωποι εἴ­μαστε συνηθισμένοι στήν ἔννοια τῆς ἀνταλλαγῆς, τήν ὁποία χρησιμοποιοῦμε κατά κό­ρον στήν καθημερινότητας καί σέ ὅλα τά ἐπίπεδα τῆς ζωῆς μας· ἔτσι, λοι­πόν, κατανοοῦμε ὅτι δίνοντας χρήματα καί ἀγοράζοντας μία ἔκταση γῆς κά­ναμε μία σώστη ἐπένδυση, ἤ τό ἀντίθετο. Τό τίμημα πού πληρώνουμε γιά κάτι εἶναι ταυ­τό­χρονα καί ἡ ἀπόδειξη γιά τήν ἀξία πού ἀναγνωρίζουμε σέ αὐτό.

Τήν ἔμφυτη αὐτή διακριτική ἱκανότητα μᾶς καλεῖ ὁ Χριστός νά ἐφαρμόσουμε καί στά μεγέθη τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ἀν θέλουμε πραγματικά νά κερδίσουμε τήν ζωή πρέπει νά τήν ἐπενδύσουμε σοφά, δηλ. νά τήν ἀξιοποιήσουμε.

Ἐκεῖνος πού δίνει νοήμα στήν ζωή εἶναι ὁ Αὐτός πού μᾶς ἔμαθε να ζοῦμε ἀλη­θι­νά· εἶναι ὁ Θεάνθρωπος πού κυριαρχεῖ στήν ζωή καί τόν θάνατο. Ἀν τά ἔχουμε ὅλα καί μᾶς λείπει ὁ Χριστός, τότε πραγματικά μᾶς λείπουν ὅλα· αὐτό μποροῦν νά τό διαβε­βαιώσουν ὅλοι ὅσοι παρά τά πλούτη, τίς δόξες, καί τίς ἐπιτυχίες ζοῦ­σαν τό τε­ράστιο κενό μέσα τους, μέχρι ὅτου βρῆκαν τόν Χριστό. Χωρίς τόν Χρι­στό εἶναι σάν νά ἔχουμε μία ἀτέλειωτη σειρά μηδενικῶν δίχως τήν μονάδα μπρο­στά πού θά τά δώσει ὅλα ἀξία!

Aρχιμανδρίτης Παντελεήμων Τσορμπατζόγλου, ΔρΘ

Γ’ Χαιρετισμοί με τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Βιάννου και Αρκαλοχωρίου κ. Ανδρέα, Καθηγητή Θεολογικής ΑΠΘ

Ετικέτες

,