Η Κυριακή πριν την Ανάσταση ονομάζεται «των Βαΐων» και λαμβάνει την ονομασία της από το κυρίαρχο στοιχείο της θριαμβευτικής εισόδου του Χριστού στα Ιεροσόλυμα που ήταν τα βαΐα, δηλαδή τα κλαδιά, των φοινίκων τα οποία κρατούσαν στα χέρια τους και πανηγυρικά έσειαν οι ενθουσιώδεις άνθρωποι κατά την υποδοχή Του. Ένα έξαλλο πλήθος με αυτοσχέδιες σημαίες τα κλαδιά των φοινίκων και με αλαλαγμούς που έφθαναν μέχρι τα ουράνια, «ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, βασιλεὺς τοῦ ᾿Ισραήλ», υποδέχθηκαν τον Ιησού Χριστό που εισερχόταν στα Ιεροσόλυμα καθισμένος πάνω σ’ ένα γαϊδουράκι, όπως ακριβώς είχε προφητεύσει πριν από πολλούς αιώνες ο προφήτης Ζαχαρίας (9,9).
Ας δούμε, όμως, τα γεγονότα των ημερών αυτών από την αρχή. Ο Χριστός ευρίσκεται με τους μαθητές Του στην Βηθανία, λίγα χιλιόμετρα έξω από τα Ιεροσόλυμα, στο σπίτι του φίλου Του Λαζάρου και των αδελφών του, μερικές ημέρες μετά την απρόσμενη και θαυμαστή ανάσταση του και λίγο πριν την ανάβαση στα Ιεροσόλυμα και το Πάθος το δικό Του. Το σπίτι της οικογενείας του Λαζάρου, ήταν γνωστό στο χωριό σαν το σπίτι του Σίμωνα του λεπρού, γιατί μάλλον παλιά κάποιος πρόγονος τους έτυχε να ήταν λεπρός και από τότε έμεινε το όνομα, όπως συχνά συμβαίνει στις μικρές κοινωνίες. Εκεί, λοιπόν, που ήταν όλοι καθισμένοι, μάλλον ξαπλωμένοι στα ανάκλιντρα κατά την συνήθεια της εποχής κι άκουγαν με προσοχή τον Χριστό ξαφνικά αισθάνθηκαν μία ευχάριστη και λεπτή οσμή να πλανάται στον χώρο· η αδελφή του Λαζάρου, η Μαρία είχε σπάσει ένα ακριβό δοχείο που περιείχε ένα πανάκριβο άρωμα, μύρο, και κατά την ανατολίτικη συνήθεια είχε περιλούσει τα πόδια του Χριστού και τα σφούγγιζε με τα τα μαλλιά της. Με τον τρόπο αυτό εξέφραζε την ευγνωμοσύνη της η Μαρία στον Χριστό για το μοναδικό δώρο που τους χάρισε, την ανάσταση του αδελφού τους Λαζάρου. Όλοι οι παριστάμενοι συμφώνησαν με την πράξη της Μαρίας και την επαίνεσαν μάλιστα, μονάχα ένας εξέφρασε την έντονη δυσφορία του και με οργίλο ύφος. Ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, βλέποντας την πράξη της Μαρίας αναφώνησε, «γιατί συμβαίνει αυτή σπατάλη, δεν μπορούσε να πουληθεί το μύρο αυτό για τριακόσια δηνάρια και να δοθούν τα χρήματα στους πτωχούς». Το ενδιαφέρον του Ιούδα, όπως σημειώνει ο ευαγγελιστής Ιωάννης, για τους πτωχούς δεν ήταν ειλικρινές, για τους οποίους φυσικά ήταν αδιάφορος, αλλά ήταν μία πρόφαση· ουσιαστικά ενδιαφερόταν μονάχα για τον εαυτό του, διότι καθώς ήταν ο ταμίας που κρατούσε το κοινό ταμείο των μαθητών, φρόντιζε πάντοτε να κατακρατεί για λογαριασμό του κάτι από τα κοινά χρήματα. Ήταν δηλαδή κοινός κλέπτης, ο οποίος όμως φρόντιζε να επενδύει τις πράξεις του με ηθικό ένδυμα· έλεγε ψέμματα στους άλλους και στον εαυτό του, προφασιζόμενος υψηλές αξίες. Η απάντηση, όμως, του Χριστού ήταν αποστωμοτική στο όψιμο ενδιαφέρον του Ιούδα, «άφησέ την, ό, τι έκανε το έκανε για την ημέρα του ενταφιασμού μου· τους πτωχούς θα τους έχετε πάντοτε κοντά σας, αλλά εμένα δεν θα μ᾽ έχετε». Με άλλα λόγια, κάθε στιγμή έχει τις δικές της προτεραιότητες, δεν είναι όλα και πάντα τα ίδια· το χειρότερο είναι να προφασίζεται κανείς. Η υποκρισία είναι ασυγχώρητη αμαρτία.
Την επομένη ημέρα όταν έμαθε ο κόσμος που είχε συρρεύσει για την εορτή του Πάσχα από όλα τα μέρη του κόσμου, ότι ο Ιησούς, αυτός που ανέστησε τον Λάζαρο, πρόκειται να ανέβει στα Ιεροσόλυμα, έτρεξαν να τον προϋπαντήσουν· ενώθηκαν με το πλήθος που ακολουθούσε τον Χριστό από την Βηθανία και διαλαλούσε ότι Αυτός είναι που πράγματι ανέστησε τον Λάζαρο. Καταλαβαίνουμε τώρα την κατάσταση που επικρατούσε στο πλήθος· φρενίτιδα ενθουσιασμού κατέλαβε όλους, στο πρόσωπο του Ιησού αναγνώριζαν τον Μεσσία και έσπευσαν να τον υποδεχθούν αναλόγως· έκοψαν κλαδιά από τις φοινικιές και με τα λάβαρα αυτά υποδέχθηκαν τον Ιησού κραυγάζοντας ότι αυτός είναι ο Μεσσίας.
Η υποδοχή του Χριστού από τον λαό στα Ιεροσόλυμα λίγο πριν το Πάσχα ήταν ο καταλύτης για την οριστική απόφαση των γραμματέων και αρχιερέων· ο Ιησούς πρέπει να εξουδετερωθεί πάση θυσία αμέσως, δίχως καθυστέρηση. Η απόφαση λήφθηκε κι η εκτέλεση ήταν ζήτημα συγκυριών· την λύση την έδωσε ο Ιουδάς με την προδοσία του…
Στην ατμόσφαιρα αυτή θα νόμιζε κανείς ότι το αποστολικό ανάγνωσμα από την Φιλιππισίους επιστολή του αποστόλου Παύλου που μιλάει για την χαρά δύσκολα δικαιολογείται. Σήμερα, Κυριακή των Βαΐων, αρχή της Μ. Εβδομάδος και να διαβάζεται ένα κείμενο για την χαρά, το λιγώτερο ακούγεται παράξενα, αλλά έχει την εξήγηση του.
Το Πάθος του Ιησού Χριστό δεν είναι αποτέλεσμα προσωπικής τιμωρίας, αλλά απόφαση εκούσιας θυσίας για την σωτηρία του ανθρώπου· είναι η «κένωση», που θα πει συγκατάβαση του Υιού και Λόγου του Θεού, του Χριστού να απολυτρώσει με την θυσία Του τον άνθρωπο και να τον αποκαταστήσει έτσι στο αρχαίο καλός, στην οικογένεια του Θεού. Η θυσία αυτή του Χριστού, γεμίζει τον άνθρωπο με αισθήματα χαράς και αγαλλιάσεως, αφού για πρώτη φορά μπορεί τον Θεό «να κυττάξει στα μάτια» και να τον φωνάξει Πατέρα. Την κατάσταση αυτή αυτή συνάδει με αυτό που είπε ο Χριστός «τήν χαρά ὑμῶν οὐδείς αἵρει ἀφ᾽ ὑμῶν» (Ιωάν. 16, 22, 23) στους μαθητές λίγη ώρα πριν τον συλλάβουν στον κήπο της Γεσθημανής.
Με τα αισθήματα αυτά, της χαρμολύπης και του χαροποιού πένθους, ας προσεγγίσουμε τα γεγονότα των ημερών αυτών· με σιωπή και κατάνυξη ας βιώσουμε το άφατο μυστήριο του Θείου Πάθους. Να θέσουμε καταμέρος, καλύτερα να αποθέσουμε στα πόδια του Εσταυρωμένου, τις όποιες φοβίες και φόβους που μας κατακλύζουν την δύσκολη εποχή μας· να Τον ατενίσουμε με εμπιστοσύνη και να Τον ικετεύσουμε με όλη την θέρμη της καρδιάς μας· «Κύριε, Σώσε μας, όπως γνωρίζεις και δείξε μας τον τρόπο να το κατανοήσουμε. Συγχώρεσέ μας που ξεχνούμε ότι η κάθε μέρα είναι δική σου μέρα και πνιγόμαστε στις έγνοιες και τις αμφιβολίες!».
Νεοελληνική απόδοση«…Να είστε πάντοτε χαρούμενοι μέ τήν χαρά τοῦ Κυρίου· πάλι θα πω: να χαίρετε! Η επιείκειά σας ας γίνει γνωστή σε όλους τους ανθρώπους. Ο Κύριος είναι κοντά. Για τίποτα μη μεριμνάτε, αλλά όλα τα αιτήματά σας με την προσευχή και την δέηση, μαζί με ευχαριστία, να κάνετε γνωστά στον Θεό.Και η ειρήνη του Θεού που υπερέχει κάθε νου θα φρουρήσει τις καρδιές σας και τα διανοήματά σας στον Ιησού Χριστό.Λοιπόν, αδελφοί, όσα είναι αληθινά, όσα σεμνά, όσα δίκαια, όσα αγνά, όσα προσφιλή, όσα έχουν καλή φήμη, αν υπάρχει κάποια αρετή και αν υπάρχει κάποιος έπαινος, αυτά να συλλογίζεστε.Και αυτά που μάθατε και παραλάβατε και ακούσατε και είδατε σ’ εμένα, αυτά να πράττετε. και ο Θεός της ειρήνης θα είναι μαζί σας…».
Φώτης Κόντογλου, «Χαρμολύπη, ή το Χαροποιόν Πένθος», Ελληνική Δημιουργία, τ.61, 1950
Αληθινή κι’ όχι ψεύτικη χαρά νοιώθει μονάχα όποιος έχει τον Χριστό μέσα του, κ’ είναι ταπεινός, πράος, γεμάτος αγάπη. Αληθινή χαρά έχει μονάχα εκείνος που ξαναγεννήθηκε στην αληθινή ζωή του Χριστού. Κι’αυτή η αληθινή χαρά βγαίνει από καρδιά που πονά και θλίβεται για τον Χριστό, και βρέχεται από το παρηγορητικό δάκρυο το οποίο δεν το γνωρίζουνε οι άλλοι άνθρωποι, κατά τον άγιο λόγο που είπε το στόμα του Κυρίου : «Μακάριοι οι πενθούντες, ότι αυτοί παρακληθήσονται» (Ματθ. Ε’. 4), «Καλότυχοι όσοι είναι λυπημένοι, γιατί αυτοί θα παρηγορηθούνε.» Κι’ αλλού λέγει : «Καλότυχοι όσοι κλαίτε τώρα, γιατί θα γελάσετε.» (Λουκ. ΣΤ’. 21). Όποιος λυπάται και υποφέρνει για τον Χριστό, πέρνει παρηγοριά ουράνια και ειρήνη αθόλωτη. Παράκληση δεν θα πει παρακάλεσμα, αλλά παρηγοριά. Γι’ αυτό και το Άγιον Πνεύμα λέγεται Παράκλητος, δηλαδή Παρηγορητής, επειδή όποιος το πάρει, παρηγοριέται σε κάθε θλίψη του και βεβαιώνεται και δεν φοβάται τίποτα. Κι’ αυτή η βεβαιότητα που δέχεται μυστικά, τον κάνει να χαίρεται πνευματικά. Και πάλι λέγει ο Κύριος παρακάτω στην επί του Όρους ομιλία : «Μακάριοι εστέ όταν ονειδίσωσιν υμάς και διώξωσι και είπωσι παν πονηρόν ρήμα ψευδόμενοι ένεκεν εμού,» (Ματθ. Ε’, 11). Και κατά τον μυστικό Δείπνο είπε στους Αγίους Αποστόλους: «Αμήν αμήν λέγω υμίν ότι κλαύσετε και θρηνήσετε υμείς, ο δε κόσμος χαρήσεται· υμείς δε λυπηθήσεσθε, αλλ’ η λύπη υμών εις χαράν γενήσεται.» (Ιω.ιστ’ 20). Όλα τα άλλα που τα λένε χαρές οι άνθρωποι, δεν είναι αληθινές χαρές· μια είναι η αληθινή χαρά, τούτη η η πονεμένη χαρά του Χριστού, που ξαγοράζεται με τη θλίψη, για τούτο κι’ ο Κύριος τη λέγει «πεπληρωμένη», δηλ. τέλεια, αληθινή, σίγουρη. (Ιω. ιστ’ 25). Κι’ ο άγιος Παύλος στις Επιστολές του λέγει πολλά γι’αυτή τη βλογημένη θλίψη που είναι συμπλεγμένη με τη χαρά: «Η λύπη για τον Θεό, λέγει, φέρνει αμετάνοιωτη μετάνοια για τη σωτηρία (δηλ. η λύπη που νοιώθει όποιος πιστεύει στον Θεό, κάνει ώστε εκείνος ο άνθρωπος να μετανοιώσει και να σωθεί, χωρίς να αλλάξει γνώμη και να γυρίσει πίσω στην αμαρτία), ενώ η λύπη του κόσμου φέρνει τον θάνατο.» (Κορινθ. Β’ ζ’10). Κι’ αλλού λέγει πως οι χριστιανοί φαίνουνται στους ασεβείς πως είναι λυπημένοι, μα στ’ αληθινά χαίρουνται :»ως λυπούμενοι αεί δε χαίροντες, ως πτωχοί πολλούς δε πλουτίζοντες, ως μηδέν έχοντες και πάντα κατέχοντες,» (Κορινθ. Β’ στ’ 10). Απ’ αυτή την παντοτινή χαρά φτερωμένος ο άγιος Παύλος, γράφει ολοένα στους μαθητάδες του : «Χαίρετε εν Κυρίω πάντοτε!» (Φιλιπ. δ’ 4). «Πάλιν χαρήτε.» (Φιλιπ. β’28). «Παντοτε χαίρετε.» (Θεσσαλ. ε. 16). «Λοιπόν, αδελφοί, χαίρετε.» (Κορινθ. Β’. ζ 16)…..
Κυριακή 28 Απριλίου 2024, «των Βαΐων», (Ιωάν. 12, 1-18)
Λίγες ημέρες πριν τον εορτασμό του Πάσχα, μόλις έξι, ο Ιησούς με τους μαθητές του βρέθηκαν στην Βηθανία, μία κώμη τρία χιλιόμετρα μακρυά από τα Ιεροσόλυμα, προκειμένου να επισκεφθούν το σπίτι του φίλου Του Λαζάρου, τον οποίο είχε πριν λίγες ημέρες είχε αναστήσει εκ των νεκρών. H χαρά των αδελφών του Λαζάρου για την επίσκεψη του Χριστού, του μεγάλου ευεργέτη της οικογενείας τους, ήταν απερίγραπτη και για να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους παρέθεσαν μεγάλο δείπνο στο οποίο η Μαρία, η αδελφή του Λαζάρου, έσπασε ένα δοχείο με μύρο από νάρδο (σε υγρή μορφή=πιστική) μεγάλης αξίας και μ᾽ αυτό περιέλουσε και έπλυνε τα πόδια του Χριστού και τα σκούπισε με τα μαλλιά της, σύμφωνα με την συνήθεια της Ανατολής, προκειμένου να εκφράσει έτσι την άφατη ευγνωμοσύνη της προς τον Κύριο για την σωτηρία του αδελφού της. Η πράξη αυτή αν και απέσπασε την επιδοκιμασία όλων των παρισταμένων, άφησε όμως ασυγκίνητο τον Ιούδα τον Ισκαριώτη που εκείνη την ώρα θυμήθηκε τους φτωχούς και βρήκε ευκαιρία να κάνει κήρυγμα περί φιλανθρωπίας και αυτό διότι, όπως εξηγεί ο ευαγγελιστής, ενδιαφερόταν μόνον για τα χρήματα μιας και αυτός διαχειριζόταν το κοινό ταμείο, το οποίο και κατέκλεβε.
Εδώ θα πρέπει να υπογραμμίσουμε την παρανόηση που γίνεται μεταξύ της Μαρίας της αδελφής του Λαζάρου και της άλλης άγνωστης αμαρτωλής γυναίκας που έλουσε κι αυτή τα πόδια του Ιησού με μύρο στο σπίτι του Σίμωνος του Φαρισαίου (Λουκ. 7, 36-50)· η πρώτη περίπτωση είναι λίγο πριν το Πάθος και η δεύτερη στην αρχή της δράσεως του Χριστού.
Στο άκουσμα της παρουσίας του Ιησού στο σπίτι του Λαζάρου κόσμος πολύς συνάχθηκε, άλλοι για να δουν τον Χριστό από κοντά κι άλλοι για να ικανοποιήσουν την περιεργειά τους, να δουν πως είναι ένας νεκρός να ξαναγυρνά στους ζωντανούς, όπως ήταν ο Λάζαρος. Η κοσμοσυρροή δεν σταματούσε με αποτέλεσμα να προκαλέσει μεγάλη αναστάτωση στους αρχιερείς και να κριθεί ως άκρως επικίνδυνη διότι λίγα μόλις χιλιόμετρα από τα Ιεροσόλυμα ο μεγάλος εχθρός τους συγκέντρωνε τόσο κόσμο και ίσως προκαλούσε την επέμβαση των Ρωμαίων και τότε ήταν που έλαβαν την μεγάλη απόφαση να εξοντώσουν όχι μόνο τον Χριστό, αλλά και τον Λάζαρο γιατί ήταν η ζωντανή απόδειξη της δυνάμεως του Χριστού.
Την επαύριο, ο κόσμος που είχε συγκεντωθεί στα Ιεροσόλυμα για την επικείμενη εορτή του Πάσχα όταν άκουσε ότι έρχεται ο Χριστός αυτός που ανέστησε τον Λάζαρο, έσπευσε να τον προϋπαντήσει με κλαδιά που έκοψαν από τους φοίνικες και ζητωκραυγάζοντας ότι αυτός είναι ο βασιλιάς του Ισραήλ. Ο κόσμος είχε κατάλαβει αυτό που φοβόντουσαν οι αρχιερείς, ότι ο Ιησούς από την Ναζαρέτ είναι ο Μεσσίας· η διαπίστωση αυτή θορύβησε τα μέγιστα τους αρχιερείς και τότε αποφάσισαν το ταχύτερο δυνατό να δώσουν τέλος σ᾽ αυτή την ιστορία, φονεύοντας τον Ιησού, και καραδοκούσαν για την κατάλληλη ευκαιρία, την οποία σύντομα θα την πρόσφερε ο Ιούδας ο Ισκαριώτης.
Στο σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα γίνεται κατάδηλο με τα μελανώτερα χρώματα το χάσμα της σκέψεως και της συμπεριφοράς ανάμεσα στον απλό λαό, με πρώτη την αδελφή του Λαζάρου την Μαρία που θυσιάζει ό, τι πιο πολύτιμο είχε, ένα άρωμα αξίας τριακοσίων δηναρίων και των λοιπών ανθρώπων που μπορούν να δουν με τα μάτια της καρδιάς τους και να διακρίνουν στο πρόσωπο του Ιησού τον Μεσσία που περίμεναν μια ζωή, αφού ανασταίνει νεκρούς, τον Λάζαρο, και από την άλλη τους αρχιερείς που βλέπουν να κλονίζονται τα συμφέροντά τους. Η διαφορά αυτή ήταν καθοριστική για την έκβαση της υποθέσεως «Ιησούς» για τους αρχιερείς, διότι κατά την διαπίστωση του Ποντίου Πιλάτου, «παρέδωσαν τον Χριστό για λόγους φθόνου και μόνον», (Ματθ. 27,18). Η μαρτυρία όμως του λαού ήταν αναντίλεκτη επειδή ήταν παρόντες στην ανάσταση του Λαζάρου και αυτό που έζησαν δεν μπορούσαν με καμμία δύναμη να το ξεχάσουν, για τον λόγο αυτό και με τον πιο θριαμβευτικό τρόπο έδειχναν την ευγνωμοσύνη τους, φωνάζοντας «ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, βασιλεὺς τοῦ ᾿Ισραήλ».
Την ένταση των γεγονότων των ημερών εκείνων εκφραζει με τον καλύτερο τρόπο το απολυτίκιο της ημέρας το οποίο σε μετάφραση έχει ως εξής: «Επειδή ήθελες Χριστέ και Θεέ μας να αποδείξεις, προ της σταυρικής Σου Θυσίας, ότι είναι βέβαιη η ανάσταση όλων των νεκρών, γιαυτό ανέστησες εκ νεκρών τον Λάζαρο. Γιαυτό και εμείς, μιμούμενοι τα παιδιά κρατούμε στα χέρια μας τα σύμβολα της νίκης και βοώμε προς Εσένα, τον νικητή του θανάτου: ας είσαι ευλογημένος Συ, που έρχεσαι απεσταλμένος από τον Κύριο».
Κυριακή Ε´ Νηστειών, 21 Απριλίου 2024, «Μαρίας της Αιγυπτίας»
Την Ε´ Κυριακή των Νηστειών, η Εκκλησίας μας έχει ορίσει να προβάλλεται η μνήμη της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας, της οποίας η κυριώνυμος ημέρα είναι την 1η Απριλίου. Η επιλογή της τελευταίας Κυριακής των Νηστειών είναι προφανής, όπως αναφέρεται στο Συναξάριο της ημέρας, «πλησιάζοντας το τέλος της αγίας Τεσσαρακοστής, τάχθηκε να εορτάζεται σήμερα η αγία προς τόνωση των ραθύμων και αμαρτωλών σε μετάνοια».
Ο βίος της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας αποδίδεται στην γραφίδα του αγίου Σωφρονίου πατριάρχου Ιεροσολύμων (564-638) και εν συντομία περιλαμβάνει τα εξής: Η οσία Μαρία γεννήθηκε στην Αίγυπτο και έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Ιουστινιανού 527-565. Σε ηλικία 12 ετών εγκατέλειψε το σπίτι και τους γονείς της και πήγε στην Αλεξάνδρεια, όπου εκεί για 17 χρόνια ζούσε άσωτη ζωή. Κάποτε, από περιέργεια και «επαγγελματικό ενδιαφέρον» πήγε, με πολλούς άλλους προσκυνητές, στα Ιεροσόλυμα, για την εορτή Υψώσεως του Τίμιου Σταυρού. Όταν θέλησε να μπει στο Ναό της Αναστάσεως, την ημέρα της εορτής, ένιωσε μία αόρατη δύναμη μέσα της που την εμπόδιζε να μπει σε αντίθεση με το πλήθος έμπαινε ανεμπόδιστα. Το γεγονός αυτό την πλήγωσε πολύ και την έβαλε σε βαθιές σκέψεις. Αισθάνθηκε τότε την ανάγκη να μετανοήσει για το παρελθόν της και υποσχέθηκε μάλιστα στην Παναγία, ότι εάν της επέτρεπε να μπει και να δει τον Σταυρό του Κυρίου, θα μετανοούσε και στο μέλλον θα ήταν πολύ διαφορετική. Η Θεοτόκος τότε, της επέτρεψε να μπει στο Ναό χωρίς καμία δυσκολία. Αφού προσκύνησε το Τίμιο ξύλο δίχως χρονοτριβή αναχώρησε την ίδια ημέρα από τα Ιεροσόλυμα και αφού πέρασε τον Ιορδάνη ποταμό μπήκε στα ενδότερα μέρη της ερήμου όπου έζησε εκεί, επί 47 χρόνια, μία ζωή πολύ σκληρή και ασυνήθιστη, χωρίς να δει άνθρωπο, έχοντας μοναδική της συναστροφή, τον Θεό μέσω της προσευχής. Προς το τέλος της ζωής της, έτυχε να συναντήσει τον γνωστό ερημίτη αββά Ζωσιμά, στον οποίο αφού εξομολογήθηκε όλη της την ζωή, τον παρακάλεσε να την κοινωνήσει με τα Αχράντα Μυστήρια. Πράγματι, ο αββάς Ζωσιμάς επέστρεψε τον επόμενο χρόνο την Μεγάλη Πέμπτη και την κοινώνησε. Αλλά, όταν την επισκέφθηκε ξανά τον μεθεπόμενο χρόνο, ο αββάς Ζωσιμάς την βρήκε νεκρή, ξαπλωμένη στην γη και κοντά της ένα σημείωμα, που έγραφε: «Θάψον, ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, ἐν τούτῳ τῷ τόπῳ τῆς ταπεινῆς Μαρίας τὸ λείψανον, ἀποδὸς τὸν χοῦν τῷ χοΐ, ὑπὲρ ἐμοῦ διὰ παντὸς πρὸς τὸν Κύριον προσευχόμενος, τελειωθείσης, μηνὶ Φαρμουθὶ (κατ’ Αἰγυπτίους, ὅπως ἐστὶ κατὰ Ρωμαίους Ἀπρίλιος), ἐν αὐτῇ δὲ τῇ νυκτὶ τοῦ πάθους τοῦ σωτηρίου, μετὰ τὴν τοῦ θείου καὶ μυστικοῦ δείπνου μετάληψιν».
Την δύναμη της έμπρακτης μετάνοιας της οσίας Μαρίας η Εκκλησία υπογραμμίζει σήμερα με το ακόλουθο τροπάριο της α´ ωδής, όπου με θαυμασμό ο υμνωδός βλέπει την δύναμη της μετανοίας να εκπορθεί τον ουρανό και να εξαγιάζει την πρώην αμαρτωλή: «Ὢ τῆς σῆς Θεέ μου, πολλῆς εὐσπλαγχνίας καὶ τῆς ἀφάτου σου, συγκαταβάσεως! ὅπως τὴν πρότερον Πόρνην, ταῖς Μητρός σου παρακλήσεσιν ὡς ἁγνὴν καὶ ἄμωμον Ἀγγέλοις καθωμοίωσας».
Η ζωή, με τη μετάνοια που επέδειξε η οσία Μαρία η Αιγυπτία αποτελεί έμπρακτη απόδειξη ότι ο καθένας μπορεί να κατακτήσει την θέση του. Αυτός δηλαδή που είπε ο Χριστός στους φιλόδοξους μαθητές του, τους αδελφούς Ζεβεδαίου, όταν του ζήτησαν να καταλάβουν τις καλύτερες θέσεις, δεξιά κι αριστερά Του, στην εγκατάσταση της βασιλείας του Θεού, όπως ακούμε στο σημερινό Ευαγγελικό ανάγνωσμα. Τότε, ο Χριστός τους απάντησε ότι, «το να καθήσει κάποιος δεξιά ή αριστερά του Θεού δεν χαρίζεται, αλλά είναι για αυτούς που έχουν προετοιμασθεί», (Μαρκ., 10,40) δηλαδή κατακτιέται και δεν δωρίζεται. Με άλλα λόγια την θέση του καθένας μας την κατακτά με την πίστη και την αγάπη του στο Χριστό. Τα έργα δε της πίστεως κι η ανταπόκρισή μας στην Θεία Χάρη είναι αυτά που καθορίζουν την θέση μας κι όχι κάποιο άλλο κριτήριο. Όπως η οσία Μαρία η Αιγυπτία κατέκτησε τη θέση της έτσι κι ο καθένας μπορεί να κατακτήσει τη δική θέση του· δεν υπάρχουν περιορισμοί ή προαπαιτούμενα για να πετύχουμε την θέση μας κοντά Του, αρκεί να αναλάβουμε τον σταυρό μας με υπομονή και ελπίδα και να ακολουθήσουμε τον Χριστό.
Ο ουρανός είναι πάντοτε ανοικτός και προσδέχεται την μετάνοια του αμαρτωλού αδιακρίτως σε κάθε εποχή· ο Θεός δεν κυττάζει το παρελθόν μας, αλλά την σφοδρότητα της καρδιάς μας για μετάνοια και αυτήν επευλογεί. Ας μη ξεχνάμε, άλλωστε ότι, «όλοι οι άγιοι έχουν ένα παρελθόν κι όλοι οι αμαρτωλοί ένα μέλλον», με τις σκέψεις αυτές, λοιπόν, ας συνεχίζουμε τον πνευματικό αγώνα μας με αμείωτο ενθουσιασμό και την βεβαιότητα ότι «στην στροφή του δρόμου, μας περιμένει ο πατέρας μας», δηλαδή ο Θεός μας αναμένει στο τέλος της πορείας μας για να μας απομένει τον στέφανο της δικαιοσύνης, (Β´ Τιμ. 4, 8).
Aρχιμανδρίτης Παντελεήμων Τσορμπατζόγλου, ΔρΘ
Οι ιουδαϊκές θυσίες και η θυσία του Χριστού
Η αποστολική περικοπή της Ε΄ Κυριακής των Νηστειών προέρχεται, όπως όλες οι αποστολικές περικοπές αυτής της περιόδου, από την προς Εβραίους επιστολή και είναι σε μετάφραση η ακόλουθη:
«Αδελφοί, ο Χριστός ήρθε ως αρχιερέας των αγαθών πραγμάτων που προσμένουμε. Η σκηνή στην οποία μπήκε είναι ανώτερη και τελειότερη. Δεν είναι ανθρώπινο κατασκεύασμα, μέρος δηλαδή αυτής της δημιουργίας. Ο Χριστός μπήκε μια για πάντα στα άγια των αγίων, για να προσφέρει αίμα όχι ταύρων και μοσχαριών, αλλά το δικό του αίμα· κι έτσι μας εξασφάλισε την αιώνια σωτηρία. Το αίμα των ταύρων και των τράγων, και το ράντισμα με τη στάχτη του δαμαλιού εξαγνίζουν τους θρησκευτικά ακάθαρτους καθαρίζοντάς τους εξωτερικά. Πόσο μάλλον το αίμα του Χριστού! Αυτός, έχοντας το Πνεύμα του Θεού, πρόσφερε τον εαυτό του άψογη θυσία στο Θεό, κι έτσι θα καθαρίσει τη συνείδησή σας από τα έργα που οδηγούν στο θάνατο, για να μπορείτε να λατρεύετε τον αληθινό Θεό» (Εβρ.9,11-14).
Ενόψει της θυσίας του Χριστού επί του Σταυρού, που θα προβάλει σε λίγες μέρες η Εκκλησία με τις ακολουθίες της, όρισε για την Ε΄ Κυριακή των Νηστειών το παραπάνω ανάγνωσμα από την προς Εβραίους επιστολή. Στο ανάγνωσμα αυτό ο ιερός συγγραφέας συγκρίνει τις επαναλαμβανόμενες θυσίες των Ιουδαίων στο Ναό του Σολομώντα με τη μοναδική άπαξ διά παντός θυσία του Χριστού επάνω στον Σταυρό, απευθυνόμενος προφανώς σε πρώην Ιουδαίους αναγνώστες που δέχτηκαν το κήρυγμα της Εκκλησίας για τον Σταυρωμένο και Αναστημένο Χριστό.
Αντιμετωπίζοντας ο συγγραφέας ίσως κάποια κοινωνική απαξίωση των αναγνωστών του από πρώην ομοθρήσκους των για το ότι εγκατέλειψαν τις μεγαλοπρεπείς θυσίες και τελετές στο Ναό τονίζει τη μεγάλη διαφορά και υπεροχή της θυσίας του Αρχιερέα Χριστού σε σχέση με τις προηγούμενες θυσίες. Ο Ιουδαίος Αρχιερέας έμπαινε μία φορά κάθε χρόνο στα Άγια των Αγίων του Ιουδαικού Ναού, κατά την εορτή του Εξιλασμού και σύμφωνα με τις νομικές διατάξεις της Παλαιάς Διαθήκης (Λευιτικόν, κεφ.16 και Αριθμοί, κεφ. 19) ράντιζε με το αίμα των θυσιαζομένων ζώων (μόσχου και τράγων) το ιλαστήριο, δηλ. τη χρυσή πλάκα που σκέπαζε την κιβωτό της Διαθήκης, όπου φυλάσσονταν οι πλάκες με τις δέκα εντολές. Επίσης επιλέγονταν και δύο τράγοι, εκ των οποίων ο ένας θυσιαζόταν για τις αμαρτίες του αρχιερέα, της οικογένειάς του και του λοιπού ιερατείου και ο άλλος με επίθεση των χειρών του αρχιερέα επάνω του φορτωνόταν τις αμαρτίες του λαού και αποδιωκόταν στην έρημο («αποδιοπομπαίος τράγος»). Όλα αυτά ο ι. συγγραφέας τα βλέπει ως τύπους και προεικονίσεις της θυσίας του Χριστού, με τις εξής βασικές διαφορές;
Οι θυσίες των ζώων της Π.Δ. γίνονταν σε εφαρμογή των νομικών διατάξεων και είχαν μόνο τελετουργικό χαρακτήρα, η θυσία του Χριστού υπήρξε εκούσια προσφορά του αίματός του, δηλ. της ζωής του. Συνεπώς ήταν θυσία όχι προβλεπόμενη από κάποια νομική διάταξη αλλά από την αγάπη του Θεού, υπέρ της του κόσμου ζωής και σωτηρίας.
Οι θυσίες των ζώων γίνονταν από το ιουδαικό ιερατείο, ο Χριστός υπήρξε συγχρόνως και Αρχιερέας και εκούσιο θύμα.
Οι θυσίες των ζώων της Π.Δ. επαναλαμβάνονταν είτε σε τακτά χρονικά διαστήματα είτε άπαξ του έτους, η θυσία του Χριστού έγινε «μια για πάντα», με συνέπειες για όλη την ανθρωπότητα.
Οι θυσίες της Π.Δ. εξασφάλιζαν μία εξωτερική τελετουργική καθαρότητα, η θυσία του αίματος του Χριστού εξασφαλίζει στους ανθρώπους, σύμφωνα με το κείμενο που σχολιάζουμε, τη δυνατότητα «αιώνιας σωτηρίας», καθαρισμό της συνείδησης «από έργα που οδηγούν στον θάνατο» και ανοίγει τον δρόμο στη «λατρεία του αληθινού Θεού». Αυτό το τελευταίο σηματοδοτείται στις διηγήσεις των ευαγγελιστών για το πάθος του Χριστού επί του Σταυρού με το συμβολικό και γεμάτο νόημα σχίσιμο του παραπετάσματος (Ματθ.27,51. Μαρκ. 15,38. Λουκ.23,45) στο Ναό που χώριζε τα Άγια των Αγίων, που ήταν ο τόπος παρουσίας του Θεού και στον οποίο μπορούσε μόνο μία φορά κάθε χρόνο να εισέλθει ο Μ. Αρχιερέας, από τον υπόλοιπο Ναό. Στο εξής με τη θυσία του Χριστού δεν υπάρχει εμπόδιο στην πρόσβαση του ανθρώπου στον Θεό, διότι η επικοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό είναι εφικτή.
Ίσως αναρωτηθεί ο σύγχρονος αναγνώστης, γιατί όλες αυτές οι προβλεπόμενες από τον Νόμο της Παλαιάς Διαθήκης αιματηρές επαναλαμβανόμενες θυσίες. Η απάντηση είναι από πλευράς χριστιανικής θεολογίας ότι όλες αυτές οι διαδικασίες του Νόμου αποτελούσαν μία προετοιμασία και προτύπωση της θυσίας του Χριστού στον Γολγοθά. Ο Χριστός είναι Αυτός που με τη θυσία του, το πέρασμά του δηλ. μέσα από τον θάνατο, και με την Ανάστασή του έδωσε στους ανθρώπους τη δυνατότητα άμεσης επικοινωνίας με τον Θεό. Ο ίδιος είναι ο αμνός που θυσιάστηκε αλλά είναι παράλληλα και ο Θεός που προσφέρει τη σωτηρία σε όλους. «Ο εωρακώς εμέ εώρακεν τον Πατέρα», θα πεί ο ίδιος στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο (Ιω.14,9).
Κυριακή Ε´ Νηστειών, 21 Απριλίου 2024, «Μαρίας της Αιγυπτίας», (Μαρκ. 10, 32-45)
Βρισκόμαστε λίγες ημέρες πριν την θριαμβευτική είσοδο του Ιησού Χριστού στα Ιεροσόλυμα και το Πάθος. Ο Χριστός με τους μαθητές του οδοιπορούν στον ανηφορικό δρόμο που οδηγεί στα Ιεροσόλυμα και θα τους φέρει στην τελική φάση της επίγειας παρουσίας Του . Στην πορεία αυτή ο Χριστός βρίσκει την ευκαιρία να προετοιμάσει τους μαθητές του για αυτά που θα επακολουθήσουν τις επόμενες ημέρες, δηλαδή για την σύλληψη, την Σταύρωση, αλλά και την Ανάστασή Του μετά από τρεις ημέρες. Όλα αυτά όμως στα αυτιά των μαθητών Του δεν ακούγονται όπως θα περίμενε κανείς να ηχούν μετά από τόσα χρόνια συναναστροφής και επικοινωνίας με τον Χριστό, ότι δηλαδή ολοκληρώνεται το έργο που ανάλαβε ο Υιός και Λόγος του Θεού επί της γης. Ακούν οι μαθητές αυτό που θέλουν να ακούσουν κι όχι αυτά που τους αποκαλύπτει ο Χριστός. Ακούγοντας ότι ήρθε ή ώρα να δοξασθεί ο Υιός του ανθρώπου, έρχονται στον νου τους οι φήμες και οι διαδόσεις που κυκλοφορούσαν στην κοινωνία του Ισραήλ της εποχής εκείνης, ότι δηλαδή ο Ιησούς μπορεί να είναι ο Μεσσίας που θα κάνει την επανάσταση κατά των Ρωμαίων και θα εγκαθιδρύσει την κυριαρχία του Ισραήλ, πιστεύουν λοιπόν ότι είναι η ώρα για την τελική δόξα του Ισραήλ και της δικής τους δικαίωσης. Η παρανόηση αυτή των μαθητών αναδεικνύεται καλύτερα στο αίτημα που κρυφά από τους άλλους μαθητές έρχονται να υποβάλλουν στον Χριστό, οι δύο αδελφοί Ζεβεδαίοι, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης. Ούτε λίγο, ούτε πολύ ζητούν τα δύο αδέλφια στην επικείμενη ανάληψη της εξουσίας από τον Χριστό, στην νέα κυβέρνηση Του, να καταλάβουν τις δύο πιο σημαντικές θέσεις, «υπουργεία», από τα δεξιά ο ένας κι ο άλλος από τα αριστερά. Στον ευαγγελιστή Ματθαίο (20,20), φαίνεται ότι το αίτημα των μαθητών το υποβάλλει η μητέρα των μαθητών για να έχει μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας. Ασχέτως, πάντως, αν χρησιμοποίησαν την μητέρα τους ή υπέβαλλαν μόνοι οι αδελφοί Ζεβεδαίοι το αίτημα στον Χριστό, σημασία έχει η ουσία του ερωτήματος.
Αρχικά, θα πρέπει να δούμε ότι ο κόσμος, ακόμη κι οι μαθητές, στο πρόσωπο και το έργο του Χριστού έβλεπαν αυτό που ήθελαν κι όχι αυτό που τους αποκάλυπτε ο Χριστός· έβλεπαν τον Χριστό σαν εγκόσμιο άρχοντα και σαν ευκαιρία για την πραγματοποίηση των απωθημένων ονείρων τους για εθνική αποκατάσταση μετά από πολλούς αιώνες ξένης κυριαρχίας και καταπίεσης. Επειδή ο Χριστός γνώριζε τις ιδέες και τις επιθυμίες αυτές του λαού για τον λόγο αυτό εγκαίρως φρόντισε να διασκεδάσει τις προσδοκίες αυτές με την «Επί του όρους ομιλία» όπου περιγράφει τον νέο κόσμο της βασιλείας του Θεού τελείως διαφορετικό από αυτόν που ονειρεύονταν. Με πολλούς τρόπους έδειξε ο Χριστός ότι «ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ὑμῶν ἐστι» και όχι στα όρια του κόσμου αυτού. Μέχρι την τελευταία στιγμή όλοι περίμεναν να αποδειχθεί εγκόσμιος άρχοντας και γιαυτό ο Πιλάτος επιτακτικά τον ρωτούσε αν είναι βασιλιάς για να εισπράξει την απάντηση ότι, εσύ λέγεις ότι είμαι βασιλιάς, όχι εγώ, (εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ Πιλᾶτος· οὐκοῦν βασιλεὺς εἶ σύ; ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· σὺ λέγεις ὅτι βασιλεὺς εἰμι ἐγώ, Ἰωάν. 18, 37).
Στην απαίτηση αυτή των μαθητών, η οποία όταν έγινε γνωστή από τους άλλους μαθητές ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριών, ο Χριστός αντιτάσσει το μαρτύριο και την θυσία ως μοναδικά κριτήρια αναδείξεως. Με τις προϋποθέσεις που θέτει ο Χριστός θέλει να δείξει ότι ο καθένας κατακτά μόνος του την θέση του. Όταν λέγει ο Χριστός ότι, μπορεί οι μαθητές να δοκιμάσουν το μαρτύριο, (τὸ μὲν ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω πίεσθε) και να θυσιασθούν (καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθήσεσθε), αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι αυτομάτως έχουν κατακτήσει και τις περίβλεπτες θέσεις που επιθυμούσαν γιατί αυτές δίδονται σε αυτούς για τους οποίους έχουν προετοιμασθεί. Για ποιούς άραγε έχουν προετοιμασθεί οι θέσεις αυτές, εδώ πρέπει να θυμίσουμε όσα περιλαμβάνει o απόστολος Παύλος στον ύμνο της αγάπης (Α´ Κορ. 13, 1-13), για να κατανοήσουμε ότι πολλές φορές μπορεί ο άνθρωπος να φθάσει σε θαυμαστές συμπεριφορές αλλά τα εσωτερικά κίνητρα να είναι πολύ ταπεινά κι ιδιοτελή και να μη προέρχονται από ειλικρινή αγάπη. Συνεπώς εκείνο που δίνει νόημα στο μαρτύριο και την θυσία είναι ΠΟΙΟΣ είναι ο τελικός αποδέκτης· προέρχεται από δοξομανία, όπως των μαθητών που έθεσαν το αίτημα στον Χριστό, ή από την αγάπη προς τον Θεό και στους αδελφούς, όπως ζητεί ο Χριστός; Δεν φθάνει, λοιπόν, να απαρνηθούμε τον εαυτό μας και να σηκώσουμε τον σταυρό μας, αν δεν ακολουθήσουμε τον Χριστό· το τελευταίο δίνει νόημα στα πρώτα (Μαρκ. 8,34).
Ο Χριστός με την ζωή Του μας παρέδωσε, με σαφήνεια και ενάργεια, το ύφος και το ήθος της διακονίας των δικών Του ανθρώπων μέσα στην ιστορία· όπως Εκείνος υπήρξε διάκονος πάντων έτσι κι οι μαθητές Του οφείλουν να διακονούν κι όχι να κατεξουσιάζουν τους ανθρώπους, αν θέλουν να λέγονται μαθητές Του. Ο Ιησούς Χριστός μας απέδειξε ότι δεν ήταν αδύναμος· ήταν και είναι δυνατός! Αλλά οι άνθρωποι αρνούνται να καταλάβουν το αληθινό νόημα της δύναμης που᾽ναι η θυσία· μία θυσία δίχως προϋποθέσεις και όρια η οποία δίνει νόημα, χρώμα και ομορφιά στη ζωή αυτή. Αυτό είναι το μυστήριο που μας αποκάλυψε ο Χριστός, «όποιος χάσει την ζωή του για μένα και το ευαγγελίο μου εκείνος θα την κερδίσει», (Μαρκ. 8,35).
Τρανό παράδειγμα των παραπάνω αποτελεί η αγία που τιμάται σήμερα Ε´ Κυριακή των Νηστειών, Μαρία η Αιγυπτία, η οποία αν και στα μάτια του κόσμου φαίνεται ότι έχασε τη ζωή της, αλλά αυτή την βρήκε και την κατάκτησε πραγματικά κοντά στον Χριστό. Αυτή που βρήκε την πηγή της Ζωής μόνον αυτή μπορεί να ομολογήσει για την πληρότητα της χαράς της, όπως ακριβώς κι όλοι όσοι έχουν τις ίδιες εμπειρίες.
Κυριακή 14 Απριλίου 2024, Δ´Νηστειών, «Ιωάννου της Κλίμακος»
Την Δ’ Κυριακή των Νηστειών προβάλλεται η μορφή και το έργο του μεγάλου ασκητικού συγγραφέως Ιωάννου του επονομαζομένου της «Κλίμακος» και κατ’ επέκταση ονοματίσθηκε έτσι και η Κυριακή. Ο Ιωάννης έζησε τον 6ο αι. Ονομάζεται Σιναΐτης, από το Μοναστήρι του Σινά, της αγίας Αικατερίνης, στο οποίο είχε εγκαταβιώσει και του οποίου εχρημάτισε και ηγούμενος. Ακόμη, ονομάζεται της «Κλίμακος» ονομάζεται, επειδή το μοναδικό βιβλίο που συνέγραψε φέρει τον τίτλο «Κλίμαξ», δηλαδή σκάλα, επειδή οδηγεί από τα χαμηλά στα υψηλά, από τα πρώτα στάδια της πνευματικής ζωής στα υψηλότερα και τελειότερα. Το βιβλίο αυτό γράφτηκε για να αποτελέσει ένα «εγχειρίδιο» για τους μοναχούς κατά παραγγελία του ηγουμένου τους Ιωάννου της μονής της Ραϊθού. Εκτός, όμως αυτού, το εμπνευσμένο αυτό βιβλίο, αποτέλεσε και αποτελεί ένα οδηγό για όλους τους Ορθοδόξους κάθε εποχής επειδή με ενάργεια περιγράφει τους πνευματικούς αγώνες και τα εμπόδια που συναντούμε όλοι μας στην πορεία μας προς τον Ουρανό. Περιέχει «τριάκοντα λόγους, ών έκαστος περιλαμβάνει μίαν αρετήν από των πρακτικών επί τας θεωρητικάς προχωρούντες αναβιβάζουσι τον άνθρωπον ως δια βαθμίδων τινων εις ουράνιον ύψος», όπως ε σημειώνει ο λπίδος και αγάπης» ύστοχα σημειώνει ο ιερός Συναξαριστής. Μέσα στους 30 λόγους αυτής της «ορθόδοξης εγκυκλοπαίδειας της πνευματικής ζωής» εισάγει τη ψυχή στον πνευματικό αγώνα και στη διάκριση των λογισμών. Διδάσκει την πρακτική εφαρμογή των ευαγγελικών εντολών και οδηγεί όσους ακούσουν και εφαρμόσουν όσα γράφει στην αιώνια ζωή. Οι τίτλοι κάποιων από τους λόγους αυτούς είναι: «Περί της του ματαίου βίου βιαίας αποταγής», «Περί ξενιτείας, εν ή και περί ονείρων», «Περί αοργησίας και πραότητος», «Περί πολυλογίας και σιωπής», «Περί διακρίσεως λογισμών και παθών και αρετών», «Περί της ιεράς μητρός των αρετών προσευχής», «Περί του συνδέσμου της εναρέτου Τριάδος εν αρεταίς πίστεως, ελπίδος και αγάπης» κ.ά.
Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακας, καταδεικνύει ότι τα πάθη συνδέονται στενά μεταξύ τους· είναι μία αλυσίδα και το ένα προέρχεται από το άλλο. Πολλές φορές χρησιμοποιεί τους όρους μητέρες των παθών και θυγατέρες των παθών προκειμένου να δείξει την εσωτερική σχέση τους. Πολλές φορές το ένα πάθος δίνει τόπο στο άλλο. Την υπερηφάνεια, για παράδειγμα ακολουθεί πολλές φορές η πορνεία και την οίηση η πλάνη. Ο μικρόψυχος και δειλός άνθρωπος πάσχει από δύο πάθη: την φιλοσωματία καί την ολιγοψυχία. Η φιλοσωματία είναι σημείο της απιστίας και η ολιγοπιστία μητέρα της κολάσεως που γεννά την ακηδία.
Μερικά από τα όντως πολύτιμα διδάγματα του αγίου καλό θα ήταν να μελετήσουμε. Γράφει, λοιπόν, ότι, για να μπορέσουμε όμως να πλησιάσουμε το Θεό πρέπει να βγάλουμε από μέσα μας οτιδήποτε άλλο έχουμε θεοποιήσει. Ν’ ελαφρώσουμε την καρδιά μας από οποιοδήποτε άλλο βάρος και να ετοιμάσουμε το θρόνο για να καθίσει ο Θεός. Πρέπει να επιφέρουμε την ολοκληρωτική αλλαγή στην όλη την ύπαρξη μας, ζώντας την ζωή της μετανοίας. Κι αυτό γιατί όπως και πάλι τονίζει ο Άγιος, μετάνοια σημαίνει ανανέωση του βαπτίσματος. Μετάνοια σημαίνει συμφωνία με τον Θεόν για νέα ζωή. Μετανοών σημαίνει αγοραστής της ταπεινώσεως. Μετανοών σημαίνει μόνιμος αποκλεισμός κάθε σωματικής παρηγορίας. Μετάνοια σημαίνει σκέψις αυτοκατακρίσεως. Αμεριμνησία για όλα τα άλλα και μέριμνα για τη σωτηρία του εαυτού μας. Μετάνοια σημαίνει θυγατέρα της ελπίδος και αποκήρυξις της απελπισίας. Μετάνοια σημαίνει κατάδικος απηλλαγμένος από αισχύνη. Διότι, όπως πολύ χαρακτηριστικά παρατηρεί, της μετανοίας όμως προηγείται η γνώση του εαυτού μας. Πρέπει να δούμε σε βάθος ποιοι ακριβώς είμαστε. Να αποκτήσουμε την πολυπόθητη αυτογνωσία, βγάζοντας από μέσα μας τον Φαρισαίο, χαμηλώνοντας το ανάστημα μας, σκύβοντας το κεφάλι μας. Για να συμπληρώσει, σαν καταφέρω να δω κατάματα τον εαυτό μου, χωρίς υπεκφυγές, περιστροφές, ωραιοποιήσεις, χωρίς να τον ξεχωρίζω Φαρισαϊκά από τους άλλους, σαν μπορέσω να φωνάξω αλλοίμονο σε μένα τον άθλιο, τότε έχω πατήσει και στο σκαλοπάτι της ταπείνωσης. Ταπείνωση και αυτογνωσία είναι αρετές αλληλένδετες. Η μια προϋποθέτει την άλλη και η μια οδηγεί στην άλλη. Χωρίς αυτογνωσία δεν γίνεται κανείς ταπεινός και χωρίς ταπεινοφροσύνη δεν είναι δυνατόν να γνωρίσεις, ποίος και τί ακριβώς είσαι. Τελικά θα καταλήξουμε στην αγάπη, που είναι ο Ουρανός στην γή. Αγάπη είναι ο Θεός, από αγάπη για μας έγινε άνθρωπος και ήρθε ανάμεσα μας, για αγάπη μίλησε. Όλες οι προσπάθειες μας, όλες οι θυσίες μας, κι αυτοί οι χτύποι της καρδιάς μας, στο ρυθμό της αγάπης Του πρέπει να χτυπούν.
Λέγει, λοιπόν, ο άγιος πατέρας, ότι, αυτός που θέλει να ομιλεί για την αγάπη είναι σαν να επιχειρεί να ομιλεί για τον ίδιο το Θεό… η αγάπη, ως προς την ποιότητα της είναι ομοίωσις με τον Θεόν, όσο βέβαια είναι δυνατόν στους ανθρώπους. Ως προς την ενέργεια της, μέθη ψυχής. Ως προς τις ιδιότητες της, πηγή πίστεως, άβυσσος μακροθυμίας, θάλασσα ταπεινώσεως. Η αγάπη χορηγεί την χάρη της προφητείας, η αγάπη παρέχει την δύναμη της θαυματουργίας, η αγάπη είναι άβυσσος της Θείας ελλάμψεως, η αγάπη είναι η πηγή του Θεϊκού πυρός –όσο περισσότερο πυρ αναβλύζει, τόσο περισσότερο καταφλέγει εκείνον που διψά. Η αγάπη είναι η στάση και η εδραίωση των Αγγέλων, η πρόοδος εις τους αιώνες όλων των εκλεκτών του Θεού.
Τέλος, χρήσιμο είναι να υπογραμμίσουμε την παρατήρηση που διατυπώνει για την νηστεία των τροφών, ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος: χαίρεται ο Ιουδαίος τα Σάββατα ή τις εορτές, και ο γαστρίμαργος μοναχός το Σάββατο και την Κυριακή. Από καιρό υπολογίζει το Πάσχα και από πολλές ημέρες ετοιμάζει τα φαγητά. Ο δούλος της κοιλίας σκέπτεται με τι είδους φαγητά θα εορτάσει, ο δε δούλος του Θεού με τι χαρίσματα θα πλουτίσει. Ο κοιλιόδουλος, όταν έλθη κάποιος ξένος, συνέχεται ολόκληρος από την αγάπη –αγάπη που προέρχεται από την γαστριμαργία– και θεωρεί ως αναψυχή του αδελφού την ιδική του κατάλυση! Επί παρουσία ορισμένων άλλων απεφάσισε την κατάλυση οίνου, και νομίζοντας πως κρύβει την αρετήν του, υποδουλώθηκε στο πάθος του.
Μιλώντας λοιπόν για τη Μ. Τεσσαρακοστή, μιλώντας για ασκητικότητα, για νηστεία, για ανακαίνιση του πνεύματος, για επανατοποθέτηση των πράξεών μας και επαναδιοργάνωση του εαυτού μας, είναι απαραίτητο εφόδιο ο θησαυρός των εμπειριών του αγίου Ιωάννη του Σιναΐτη. Γι’ αυτό και στα μοναστήρια, παλαιότερα, αυτή την περίοδο, μαζί με όλα τα άλλα, άρχιζαν να διαβάζουν και το περισπούδαστο αυτό έργο, την «Κλίμακα». Πολύ σοφά έπραξε η Εκκλησία μας και αφιέρωσε μια από της πέντε Κυριακές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής στο μεγάλο αυτό Πατέρα και παράλληλα μάς προτρέπει να μη διστάσουμε και να μη δειλιάσουμε να αναλάβουμε τον ανοδικό μας δρόμο, έχοντας σαν σύμβουλο τις πολύτιμες εμπειρίες του. Οι ψηλές κορφές δεν χαρίζονται μα κατακτούνται με τον κόπο μας και την Χάρη του Θεού· κι ο δικός μας κόπος λέγεται ταπεινοφροσύνη, όπως μας λέγει πάλι ο άγιος: είναι η ανώνυμη χάρη της ψυχής, η οποία μπορεί να ονομασθεί μόνο από όσους την δοκίμασαν εκ πείρας. Είναι ανέκφραστος πλούτος, ονομασία του Θεού, δωρεά του Θεού, εφ’ όσον εκείνος λέγει: «Μάθετε ουκ απ’ Αγγέλου, ουκ απ’ ανθρώπου, ουκ από δέλτου, αλλ’ απ’ εμού», δηλαδή από την ενοίκηση μου και την έλλαμψη μου και την ενέργεια μου μέσα σας, «ότι πράος ειμί και ταπεινός τη καρδία και τω λογισμώ και τω φρονήματι, και ευρήσετε ανάπαυσιν πολέμων και κουφισμόν λογισμών ταις ψυχαίς υμών».
Aρχιμανδρίτης Παντελεήμων Τσορμπατζόγλου, ΔρΘ
Κυριακή 14 Απριλίου 2024, Δ´Νηστειών, «Ιωάννου της Κλίμακος», (Εβρ. 6, 13-29)
Το αποστολικό ανάγνωσμα της ημέρας είναι από την προς Εβραίους επιστολή, η οποία αν και δεν φέρει όνομα συντάκτου εξαρχής αποδόθηκε στην γραφίδα του αποστόλου Παύλου.
Το κείμενο αυτό περισσότερο μοιάζει με πραγματεία παρά με μια συνηθισμένη επιστολή και τούτο διότι έχει σαφή στόχο και ζητούμενο· αναπτύσσει διεξοδικά την επιχειρηματολογία γύρω από το θέμα της σχέσεως του Μωσαϊκού Νόμου και της εν Χριστώ σωτηρίας. Το ήθος και το ύφος της επιστολής σαφώς παραπέμπουν στο γενικώτερο πνεύμα του κηρύγματος του αποστόλου Παύλου, όπως μας είναι αυτό γνωστό από τις Πράξεις των Αποστόλων και στις άλλες επιστολές. Ακόμη, η βασική διδασκαλία του Παύλου ότι η σωτηρία παρέχεται δίχως προϋποθέσεις και προαπαιτούμενα, όπως η τήρηση του Μωσαικού νόμου, η περιτομή, η διάκριση μεταξύ καθαρών και ακαθάρτων, από τον Χριστό με μόνη την πίστη σε Αυτόν στην προς Εβραίους επιστολή κωδικοποείται με τον καλύτερο τρόπο, ορίζοντας ταυτόχρονα και τα όρια της διαφοροποίησεως και της ρίξεως μεταξύ Εκκλησίας και συναγωγής.
Από τα συμφραζόμενα της επιστολής φαίνεται ότι η κοινότητα των εξ Ιουδαίων Χριστιανών στην Παλαιστίνη αντιμετώπιζε πολλά προβλήματα και τα οποία είχαν ποικίλες επιπτώσεις στην ζωή των ανθρώπων. Στην καλύτερη περίπτωση αντιμετώπιζαν, οι εξ Ιουδαίων Χριστιανοί, την αποβολή και τον κοινωνικό αποκλεισμό και στην χειρότερη τον διωγμό μέχρι την φυσική εξόντωση από τους ομοφύλους συμπατριώτες τους, όπως είχε συμβεί με τους Αποστόλους (Πρξ. κεφ. 3-9), με συνέπεια να σκέφτονται πολλοί αν θα ήταν συνετό να επιστρέψουν στο περιβάλλον του Ιουδαϊσμού, τουλαχιστόν εξωτερικά, αλλά να παραμείνουν Χριστιανοί εσωτερικά! Η κατάσταση ήταν εξουθενωτική και γιαυτό τον λόγο η παρέμβαση του Παύλου αποκτά τεράστια σημασία.
Ο προβληματισμός αυτός δίνει στον απόστολο Παύλο την ευκαιρία άπαξ δια παντός να υπογραμμίσει το ασύμβατο μεταξύ Εκκλησίας και συναγωγής, διότια αυτός που εγκαταλείπει την Εκκλησία αρνείται το έργο του Χριστού και την θυσία Του και συνεπώς χάνει την σωτηρία του. Οι συγκρίσεις με όλα τα μεγάλα και σπουδαία καυχήματα των Ιουδαίων, όπως ήταν οι άγγελοι, ο Μωυσής και η ιερωσύνη του Ααρών, τα οποία λειτουργούσαν ως εγγύηση της θείας ευαρεσκείας, χρησιμοποιούνται από τον απόστολο Παύλο ως πρώτο όρο συγκρίσεως σε σχέση με τον Ιησού Χριστό. Όλα αυτά, λέγει ο απόστολος Παύλος, λειτουργούσαν προφητικά και ως προετοιμασία για την εποχή του Μεσσία. Στον Νόμο ήδη υπάρχουν οι προϋποθέσεις για την νέα εποχή που αναμένεται· αναφέρεται, για παράδειγμα, στους Ψαλμούς ότι ο Μεσσίας θα είναι ο νέος αρχιερέας σύμφωνα μια νέα τάξη, έξω από την Ααρωνική, «σὺ ἱερεὺς εἰς τὸν αἰῶνα κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδέκ», (109, 4). Όλα, λοιπόν, τα λεγόμενα και πραττόμενα στην Παλαιά Διαθήκη είχαν ένα και μοναδικό σκοπό και ένα προορισμό, τον Μεσσία· είχαν, με άλλα λόγια καιρικό χαρακτήρα, δηλαδή ημερομηνία λήξεως, ήταν «σκιά τῶν μελλόντων ἀγαθῶν». Αφού, με βάση τον ίδιο τον Νόμο και τις Προφητείες ο Χριστός είναι ανώτερος από όλα τα καυχημάτα των Ιουδαίων, το σωστότερο που έχει να κάνει ένας άνθρωπος που πιστεύει στον Θεό είναι να αποδεχθεί το έργο του Χριστού και να μείνει ριζωμένος πάνω στην πίστη αυτή. Η συμμόρφωση με το πνεύμα των Γραφών υπαγορεύει στον άνθρωπο του Θεού την αποδοχή του έργου του Χριστού, αφού όλα οδηγούν σε Αυτόν.
Στην σημερινή περικοπή ο απόστολος Παύλος υπογραμμίζει την αμετάθετη βουλή του Θεού Πατρός για την σωτηρία του λαού Του. Η υπόσχεση του Θεού στον Αβραάμ ότι θα τον ευλογήσει και θα γίνει γενάρχης μεγάλου λαού, «ἦ μὴν εὐλογῶν εὐλογήσω σε καὶ πληθύνων πληθυνῶ σε» (Εβρ. 6,14 από Γέν. 22, 16-17· Δευτερ. 1,8) είναι τόση ισχυρή όσο και ο λόγος του Θεού, ο οποίος για να απαλλάξει τον Αβραάμ από κάθε ενδοιασμό, ορκίσθηκε στον εαυτό Του! Αυτή ήταν η δωρέα του Θεού, η οποία δεν θα είχε πρακτική συνέπεια αν ο Αβραάμ δεν εμπιστευόταν την υπόσχεση του Θεού. Επειδή, ο Αβραάμ πίστευσε στις υποσχέσεις του Θεού, γιαυτό αξιώθηκε με την εκπλήρωση των επαγγελίων. Το κλειδί, λοιπόν, της κατανοήσεως της περικοπής είναι η διατύπωση, «καὶ οὕτω μακροθυμήσας ἐπέτυχε τῆς ἐπαγγελίας» (6,15).
Η εμπιστοσύνη του Αβραάμ στις υπόσχεσεις του Θεού δημιουργεί προηγούμενο και για τους απογόνους, τους σύγχρονους εξ Ιουδαίων Χριστιανούς, οι οποίοι τόσο πολύ ταλαιπωρούνται από τους ομοφύλους τους. Παρά τις αντίθετες εξωτερικά καταστάσεις που βίωνε ο Αβραάμ, συνέχιζε να παραμένει σταθερά και αταλάντευτα προσηλωμένος στις υποσχέσεις και γιαυτό επιβραβεύθηκε· έτσι, λοιπόν, και εμείς μιμούμενοι το παράδειγμα του Αβραάμ, κρατώντας την ίδια πίστη και δείχνοντας την ίδια εμπιστοσύνη στις υποσχέσεις του Θεού, συμμετέχουμε στην εκπλήρωση των επαγγελιών, στην «μισθαποδοσία». Παρά τις αντιξοότητες, με την πίστη και την ελπίδα συμμετέχουμε στην εκπλήρωση των επαγγελίων, διότι με την πίστη βιώνουμε προταβολικώς την εκπλήρωσή τους. Η ελπίδα είναι σαν την άγκυρα με την οποία το πλοίο ενώ πλέει στην επιφάνεια της θαλάσσης ταυτόχρονα πιάνει την στεριά· εμείς, λοιπον, αντί να ρίξουμε την άγκυρα στην θάλασσα, την ρίχνουμε στον ουρανό κι έτσι κατεβάζουμε τον ουρανό στην γη και φέρνουμε τον Θεό κοντά μας.
Ο Θεός είναι κοντά μας κι έρχεται ανάμεσά μας με την ενανθρώπιση του Υιού και Λόγου του Θεού, του Ιησού Χριστού. Με την ενανθρώπιση Του ένα καινούργιο κεφάλαιο ανοίγεται στις σχέσεις Θεού κι ανθρώπων· αποκαθίσταται η οικογένεια του Θεού κι ο άνθρωπος αποκτά παρρησία απέναντι στον Θεό Πατέρα. Δεν είναι πια ο εξόριστος από τον Παράδεισο κι εχθρός του Θεού, αλλά καθίσταται οικείος και κατά χάρη κληρονόμος του Θεού και συγκληρονόμος του Ιησού Χριστού (Ρωμ. 8, 17). Με την πίστη και μόνον με την πίστη, σαν άλλη άγκυρα, μπορούμε να συμμετέχουμε στην ζωή του Χριστού και να απολαμβάνουμε όλες τις μεγάλες και ποικίλες δωρεές Του.
Η μεγάλη αγωνία του ανθρώπου, πως θα ευαρεστήσει τον Θεό απαντάται οριστικά με τον Χριστό· δεν χρειάζεται να κάνει κάτι, ή να θυσιάσει ο άνθρωπος για να γίνει αποδεκτός από τον Θεό, αλλά αρκεί να πιστεύσει στον Χριστό και να αποδεχθεί την θυσία Του: «δικαιωθέντες οὖν ἐκ πίστεως εἰρήνην ἔχομεν πρὸς τὸν Θεὸν διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, δι᾿ οὗ καὶ τὴν προσαγωγὴν ἐσχήκαμεν τῇ πίστει εἰς τὴν χάριν ταύτην ἐν ᾗ ἑστήκαμεν, καὶ καυχώμεθα ἐπ᾿ ἐλπίδι τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. 5, 1-2). Έτσι, λοιπόν, αποκτά πρόσωπο ο άνθρωπος να ατενίζει τον Θεό και με θάρρος και παρρησία να Τον προσφωνεί Πατέρα και να προσεύχεται με την βεβαιότηα της απαντήσεως… καταστάσεις αδιανόητες στο παρελθόν.
Aρχιμανδρίτης Παντελεήμων Τσορμπατζόγλου, ΔρΘ
Φώτιος Σωτ. Ιωαννίδης, καθηγητής Θεολογικής /ΑΠΘ,
«Γρηγόριος Μέγας ο Διάλογος και Ιωάννης της Κλίμακος Παράλληλες αναγνώσεις στη σκιαγράφηση του Ποιμένα και του έργου του»,
Εκείνο τον καιρό, ένας άνθρωπος πλησίασε τον Ιησού, γονάτισε μπροστά του και είπε: «Διδάσκαλε, έφερα σ’ εσένα το γιό μου, γιατί έχει μέσα του δαιμονικό πνεύμα που τον κάνει άλαλο. Κάθε φορά που τον πιάνει, τον ρίχνει κάτω και τότε βγάζει αφρούς, τρίζει τα δόντια και μένει ξερός. Είπα στους μαθητές σου να διώξουν αυτό το πνεύμα, αλλά δεν μπόρεσαν». «Άπιστη γενιά!» αποκρίθηκε ο Ιησούς. «Ως πότε θα είμαι μαζί σας; Πόσον καιρό ακόμη θα σας ανέχομαι; Φέρτε μου εδώ το παιδί». Εκείνοι του το έφεραν. Μόλις το πνεύμα είδε τον Ιησού, αμέσως τάραξε το παιδί, κι εκείνο έπεσε καταγής και κυλιόταν βγάζοντας αφρούς. «Πόσο καιρός είναι που του συμβαίνει αυτό;» ρώτησε ο Ιησούς τον πατέρα του παιδιού. Εκείνος απάντησε: «Από μικρό παιδί. Πολλές φορές μάλιστα και στη φωτιά τον έριξε και στα νερά για να τον εξολοθρέυσει. Αλλά αν μπορείς να κάνεις κάτι, σπλαχνίσου μας και βοήθησέ μας». Ο Ιησούς του είπε τούτο: «Εάν μπορείς να πιστέψεις, όλα είναι δυνατά γι’ αυτόν που πιστεύει». Αμέσως τότε φώναξε δυνατά ο πατέρας του παιδιού και είπε με δάκρυα: «Πιστεύω Κύριε! Αλλά βοήθησέ με, γιατί η πίστη μου δεν είναι δυνατή». Βλέποντας ο Ιησούς ότι συγκεντρώνεται κόσμος, πρόσταξε το δαιμονικό πνεύμα μ’ αυτά τα λόγια: «Άλαλο και κουφό πνεύμα, εγώ σε διατάζω: βγες απ’ αυτόν και μην ξαναμπείς πια μέσα του». Βγήκε τότε το πνεύμα, αφού κραύγασε δυνατά και συντάραξε το παιδί. Εκείνο έμεινε αναίσθητο, έτσι που πολλοί έλεγαν ότι πέθανε. Ο Ιησούς όμως το έπιασε από το χέρι του, το σήκωσε, κι αυτό στάθηκε όρθιο. Όταν μπήκε ο Ιησούς στο σπίτι, τον ρώτησαν οι μαθητές του ιδιαιτέρως: «Γιατί εμείς δεν μπορέσαμε να βγάλουμε αυτό το δαιμονικό πνεύμα;» Κι εκείνος τους απάντησε: «Αυτό το δαιμονικό γένος δεν μπορεί κανείς να το βγάλει με τίποτε άλλο παρά μόνο με προσευχή και νηστεία». Έφυγαν από κει και προχωρούσαν διασχίζοντας τη Γαλιλαία. Δεν ήθελε ο Ιησούς να μάθει κανείς ότι περνούσε από κει, γιατί δίδασκε τους μαθητές του και τους έλεγε: «Ο Υιός του Ανθρώπου θα παραδοθεί σε χέρια ανθρώπων, που θα τον θανατώσουν· την τρίτη όμως ημέρα μετά το θάνατό του θ’ αναστηθεί».
Κυριακή 7 Απριλίου 2024, Γ´ Νηστειών, «Σταυροπροσκυνήσεως»
Την Τρίτη Κυριακή των Νηστειών, η Εκκλησία μας τιμά και προβάλλει σε προσκύνηση τον Τίμιο Σταυρό με ιδιαίτερη τελετή. Το γεγονός που εορτάζεται αυτή την ημέρα είναι η εύρεση του Σταυρού και των ήλων του Κυρίου από την αγία Ελένη, κατά το 326, ταυτόχρονα με την ανακάλυψη του παναγίου Τάφου του Κυρίου. Την μνήμη αυτή, δηλαδή της ευρέσεως του Τιμίου Σταυρού γεραίρει η Ορθόδοξη Εκκλησία την 6η Μαρτίου, χωρίς όμως καμμία ιδιαίτερη ακολουθία. Επειδή, όμως, η 6η Μαρτίου συμπίπτει πάντοτε μέσα στη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, γιαυτό η εορτή μετατέθηκε για την Τρίτη Κυριακή των Νηστειών από τους Στουδίτες μοναχούς που αναδιάρθρωσαν τις ακολουθίες του Τριωδίου.Η λειτουργική πρακτική, άλλωστε, της μεταθέσεως εορτών από καθημερινές σε Κυριακές είχε εφαρμογή και σε άλλες εορτές, όπως στις μνήμες των πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως και ορισμένων αγίων διακεκριμένων, που τύχαιναν την πένθιμη περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής ή της Μεγάλης Εβδομάδος.
Πέρα από το γεγονός αυτό καθεαυτό, της ερεύσεως, η ημέρα αυτή έχει πολλαπλούς συμβολισμούς, γιατί είναι η Κυριακή της μεσονηστησίμου, δηλαδή βρίσκεται στο μέσο της τεσσαρακονθήμερης νηστείας, στην πορεία προς το Πάσχα. Ο Σταυρός υψώνεται στο μέσον του Ναού για να ατενίζουν οι Χριστιανοί το σύμβολο της θυσίας του Χριστού και να ενθυμούνται την σωτηρία που απορρέει από την θυσία Του· όπως μέσα στην έρημο ατένιζαν οι Εβραίοι τον Χάλκινο όφι και θεραπεύονταν από τα θανατηφόρα δήγματα των όφεων έτσι κι οι άνθρωποι λαβωμένοι από την αμαρτία αναζητούν σωτηρία, που δεν βρίσκεται πουθενά αλλά παρά στον Σταυρό του Χριστού, (Ιωάν. 3, 14).
Στον ανηφορικό δρόμο, λοιπόν, προς τον Γολγοθά, υψώνεται ο Σταυρός του Κυρίου εκ νέου, έξη μήνες μετά την κυριώνυμη Ύψωση, στις 14 Σεπτεμβρίου και επαναλαμβάνεται με την ίδια επισημότητα η όλη τελετή προκειμένου να αναζωπυρωθεί η αγωνιστικότητα και να ανανεωθεί το φρόνημα των πιστών.
Στις 13 Σεπτεμβρίου του έτους 335 έγιναν τα εγκαίνια του Ναού της Αναστάσεως, του Μαρτυρίου, που κτίστηκε από τον Μέγα Κωνσταντίνο επάνω στον τόπο της ευρέσεως του Τιμίου Σταυρού και της ταφής του Χριστού, από την μητέρα του αγία Ελένη. Την επόμενη ημέρα, δεδομένου ότι είχαν συγκεντρωθεί με την ευκαιρία της εορτής των εγκαινίων πλήθος επισκόπων, κληρικών και πιστών από διάφορα μέρη, ο επίσκοπος Ιεροσολύμων Μακάριος ανύψωσε επάνω στον άμβωνα τον Τίμιο Σταυρό προκειμένου να τον δουν και να τον προσκυνήσουν τα συγκεντρωμένα πλήθη· έτσι, λοιπόν, γεννήθηκε η εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού («ἐντεῦθεν ἤρξατο ἡ σταυροφανεία», Χρονικόν Πασχάλιο, P.G. 92, 713) και απέκτησε δεσπόζουσα θέση στο εορτολόγιο της Εκκλησίας, καθότι «ἴσα φέρει τῇ Μεγάλῃ Παρασκευῇ». Στην συνέχεια η πρακτική και το τελετουργικό του Ναού της Αναστάσεως επέδρασε αποφασιστικά σε όλη τη Χριστιανοσύνη και πρώτα- πρώτα στην Κωνσταντινούπολη όπου η τελετή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού έγινε μέρος του ετήσιο εορτολογικού κύκλου με την αυτοκρατορική συμμετοχή κι ύστερα σε Ανατολή και Δύση.
Επόμενος σταθμός αποτελεί η κατάληψη των Ιεροσολύμων από τους Πέρσες το 614 και η κατεδάφιση του Ναού της Αναστάσεως και η απαγωγή του Tιμίου Σταυρού στην Περσία. Μετά την ανάκτηση των Ιεροσολύμων από τον αυτοκράτορα Ηράκλειο ο μεν Ναός αναγέρθηκε εξ αρχής από τον πατριάρχη άγιο Μόδεστο το 626 ο δε Τίμιος Σταυρός επανέκαμψε το 628 ως τρόπαιο του νικητή αυτοκράτορα, ο οποίος και τον ανύψωσε πανηγυρικά εκ νέου κατά την 14ην Σεπτεμβρίου του έτους εκείνου, κι έτσι έλαβε η εορτή νέα αίγλη και την πάροδο του χρόνου απέκτησε αυτοτέλεια έναντι εκείνης των Εγκαινίων του Ναού. Κατά τα αμέσως επόμενα έτη, περί το 634 εκφώνησε ο πατριάρχης άγιος Σωφρόνιος τον τελευταίο, που διασώζεται, πανηγυρικό λόγο για την εορτή (PG 87, 3309 κε), και λέγουμε τελευταίο διότι μετά από λίγο καιρό, δύο ή τρία έτη, το 637, τα Ιεροσόλυμα θα πέσουν και πάλι σε βάρβαρα χέρια, οριστικά αυτή την φορά, των Αράβων. Από τότε η Ύψωση του Τιμίου Σταυρού μαζί με το θεολογικό περιεχόμενο απέκτησε και νέες διαστάσεις· από την αρχαία δόξα μόνον οι εορτασμοί θα απομείνουν για να θυμίζουν τα παλαιά μεγαλεία. Συνδέθηκε, έτσι, με τα βάσανα και μαρτύρια των Χριστιανών της Ανατολής που ζούσαν υπό καταπίεση και υπενθύμιζε το μαρτύριο των αδελφών αυτών, στις Εκκλησίες που απολάμβαναν άνεση και ελευθερία.
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η τιμή και προσκύνηση του Σταυρού εξ αρχής συνδέθηκε άρρηκτα με τις περιπέτειες των Χριστιανών και σε εθνικό επίπεδο. Η προσωπική ζωή συνδέθηκε με το νόημα και το περιεχόμενο που συμβολίζει για όλους ο Σταυρός του Κυρίου. Το μαρτύριο που βίωνε ο καθένας στην ζωή του γινόταν ελαφρύτερο και ο πόνος ηπιότερος ατενίζοντας τον Σταυρό και αναλογιζόμενος τα πάθη του Κυρίου για τη σωτηρία μας, αλλά και όλων των μαρτύρων της πίστεως που αγγόγιστα έφεραν τον σταυρό τους μέσα στην ιστορία. Αυτή την τελευταία εμπειρική σχέση είχε κατά νου ο απόστολος Παύλος όταν αναφωνούσε, «Χριστῷ συνεσταύρωμαι», (Γαλ. 2, 19) και αναδείκνυε την άλλη ανάλογη εμπειρία, «ἐγώ γάρ τά στίγματα τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματί μου βαστάζω», (Γαλ. 6, 17). Ο Σταυρός πάντα μας θυμίζει ότι μετά τον Γολγοθά έρχεται η Ανάσταση.
Συνεπώς, μετά από όλα όσα είπαμε παραπάνω είναι προφανές γιατί η Εκκλησία μας έχει δώσει τόσο μεγάλη λειτουργική σημασία και εορτολογική διάσταση, μαζί με την αντίστοιχη υμνολογική έκταση στον Τίμιο Σταυρό· γιατί απλούστατα ανακεφαλαιώνει όλη την θεολογία περί της Θείας Οικονομίας, αλλά και την συμμετοχή των Χριστιανών στο μαρτύριο του Χριστού. Γιαυτό κι εμείς με πίστη σταθερά, συνείδηση ειλικρινή και συναίσθημα ταπεινώσεως αναφωνούμε από τα βάθη της καρδιάς μας: «Σταυρέ τοῦ Χριστοῦ σῶσον ἡμᾶς τῇ δυνάμει σου». Αμήν.
Αδελφοί, επειδή έχουμε μέγα αρχιερέα αυτόν πού διάβηκε και διαπέρασε τους ουρανούς, τον Ιησού Χριστό, τον Υιό του Θεού, ας κρατάμε καλά την πίστη μας. Γιατί δεν έχουμε αρχιερέα κάποιον πού δεν μπορεί να συμπαθήσει τις αδυναμίες μας, αλλά έχουμε αρχιερέα αυτόν που δοκίμασε πειρασμούς όμοια σαν κι εμάς, χωρίς όμως να αμαρτήσει. Ας πλησιάζουμε λοιπόν, με θάρρος κι εμπιστοσύνη στο θρόνο της Χάριτος για να πάρουμε έλεος και για να βρούμε Χάρη στην ώρα που θα έχουμε ανάγκη για βοήθεια.
Κάθε αρχιερέας που εκλέγεται ανάμεσα από τους ανθρώπους διορίζεται για να προσφέρει στον Θεό δώρα και θυσίες για τις αμαρτίες των ανθρώπων· έτσι, λοιπόν σαν άνθρωπος που είναι μπορεί να συμπαθεί εκείνους πού βρίσκονται στην άγνοια και την πλάνη, αφού κι αυτός έχει επάνω του την ανθρώπινη ατέλεια. Γι’ αυτή, λοιπόν, την ατέλεια είναι υποχρεωμένος όπως για τον λαό, έτσι και για τον εαυτό του, να προσφέρει θυσίες για την συγχώρηση των αμαρτιών. Κανένας δεν παίρνει μόνος του από τον εαυτό του την τιμή της ιερωσύνης, άλλ’ από εκείνον πού τον καλεί, δηλ. από τον Θεό, καθώς ακριβώς έγινε και με τον Ααρών. Έτσι και ο Χριστός δεν δόξασε μόνος του τον εαυτό του γενόμενος αρχιερέας, αλλά τον δόξασε Αυτός που του είπε, «Υιός μου είσαι συ, εγώ σήμερα σε γέννησα». Καθώς και σ’ άλλο ψαλμό πού λέγει, «Εσύ είσαι αιώνιος ιερέας κατά την τάξη Μελχισεδέκ».
Ο Μελχισεδέκ, που ανάφερεται από τον απόστολο Παύλο, στο σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα, αποτελεί μία ιστορική πρόσωπικότητα, που ήταν ταυτόχρονα και βασιλέας και ιερέας. Στο βιβλίο της Γενέσεως παρουσιάζεται ως βασιλεύς της Σαλήμ (=Ιερουσαλήμ) και συγχρόνως και ως ιερεύς του Θεού του Υψίστου, στο περιστατικό της συναντήσεως με τον Αβραάμ. Ο τελευταίος είχε επιτεθεί κατά του βασιλέα του Ελάμ και των συμμάχων του, τους οποίους και κατατρόπωσε. Στην επιστροφή, ο Αβραάμ διερχόμενος από την χώρα του Μελχισεδέκ τον επισκέφθηκε και κατά την συνάντηση τον προσκύνησε και του πρόσφερε φόρο υποτελείας, το ένα δέκατο από όλα τα λάφυρα, αναγνωρίζοντας έτσι την ανωτερότητά του (Γέν. 14,18-20).
Την συνάντηση του Αβράμ και του Μελχισεδέκ και όλα όσα διαδραματίσθηκαν, ο απόστολος Παύλος εξηγεί κατά τρόπο μεσσιανικό και ερμηνεύει ότι επειδή μέσα στον Αβραάμ δυνητικά ζούσαν όλοι οι επιγενόμενοι πατριάρχες, Ισαάκ, Ιακώβ και τα παιδιά του, άρα αυτό που έκανε ο Αβραάμ έχει αντίκτυπο και τους απογόνους. Με τον τρόπο που προσκύνησε και έδωσε φόρο στον Μελχισεδέκ ο πατριάρχης Αβραάμ, παρομοίως οφειλέτες είναι και οι απόγονοι του. Στο πρόσωπο του Αβραάμ όλοι οι απόγονοι προσκύνησαν και υποκλίθηκαν στην ιερωσύνη του Μελχισεδέκ· συνεπώς και στην ιερωσύνη του Χριστού, του οποίου τύπος και προφητεία ήταν ο Μελχισεδέκ.
Το όνομα Μελχισεδέκ είναι σύνθετο και σημαίνει βασιλιάς δικαιοσύνης. Επίσης ονομάζεται και «βασιλεύς Σαλήμ», όχι τόσο από την πολή που βασίλευε (=Ιερουσαλήμ), όσο για την σημασία της λέξεως, που θα πει βασιλιάς της ειρήνης. Θεωρείται ως προφητικός τύπος του Μεσσία καθώς με τρόπο μοναδικό και δίχως άλλο προηγούμενο αναφέρεται ότι υπήρξε ταυτόχρονα ιερέας και βασιλέας. Η ιερατική ιδιότητά του προηγείται κατά πολύ από την ιερωσύνη του Ααρών, όπως θεσπίσθηκε μετά από τον Μωσαϊκό Νόμο. Ο Δαυίδ ο Ψαλμωδός, αναφέρει μάλιστα προφητικά για τον Μεσσία ότι θα είναι στο ύψος της ιερωσύνης του Μελχισεδέκ: «Εσύ θα είσαι παντοτεινός ιερέας κατά τη θέση και το αξίωμα Μελχισεδέκ» (σύ ἱερεύς εἰς τόν αἰῶνα κατά τήν τάξιν Μελχισεδέκ, Ψαλ. 109, 4) και επαναλαμβάνεται από τον απόστολό Παύλο όταν εξηγεί ότι η εκπλήρωση της προφητείας αυτή συμβαίνει στην ιερωσύνη του Ιησού Χριστού (Εβρ. 5, 6).
Η φυλή, από την οποία προέρχεται ο Χριστός, είναι η του Ιούδα και δεν έχει καμμία σχέση με φυλή του Λευΐ που είναι η ιερατική φυλή. Το ίδιο είχε συμβεί και με την προτύπωση του Χριστού τον Μελχισεδέκ, ο οποίος δεν είχε σχέση με ιερατική φυλή κι όμως την ιερέας του αληθινού Θεού τον οποίο προσκύνησε, μάλιστα, ο γενάρχης Αβραάμ. Ο Μελχισεδέκ, επίσης δεν είχε χρισθεί με έλαιο, όπως ο Ααρών κι η ιερωσύνη του ήταν θείο δώρο, το οποίο είναι αιώνιο, όπως και ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Ο Μελχισεδέκ δεν έχει διαδόχους, όπως και ο Χριστός. Η ιερωσύνη του Μελχισεδέκ είναι ανώτερη από τη Λευϊτική· το ίδιο συμβαίνει και στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Η ιερωσύνη Του είναι κατά πολύ ανώτερη και ασύγκριτη από τη νομική. Η θυσία του Χριστού σώζει «εἰς τόν αἰῶνα».
Ο Μελχισεδέκ επίσης ονομάζεται στην προς Εβραίους επιστολή ως «ἀπάτωρ, ἀμήτωρ,ἀγενεαλόγητος»(Εβρ. 7, 3) όχι γιατί δεν είχε προγονική καταγωγή, αλλά δεν αναφέρονται στην Παλαιά Διαθήκη για να λειτουργήσει ως προτύπωση του Μεσσία, ο οποίος δεν έχει κατ᾽ άνθρωπο προγονική ρίζα. Πράγματι, ο Κύριος Ιησούς Χριστός είναι απάτωρ κατά την ανθρώπινη φύση, δηλαδή χωρίς πατέρα, αφού, όπως απαγγέλλουμε και στο «Σύμβολο της Πίστεως», εσαρκώθη και ενανθρώπησε «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου». Η Υπεραγία Θεοτόκος δεν συνέλαβε τον Χριστό με τους φυσιολογικούς όρους της ανθρωπίνης φύσεως, δηλαδή με τη συνεργασία ανδρός, αλλά υπερφυώς, όπως λέγει και η υμνολογία της Εκκλησίας μας, χωρίς ανδρικό σπέρμα. Ο Δεσπότης Χριστός επίσης είναι αμήτωρ κατά τη Θεία Του φύση, αφού εγεννήθη μόνο εκ του Πατρός «πρὸπάντων τῶν αἰώνων». Είναι τέλος αγενεαλόγητος κατά τη θεία φύση Του, αφού δεν υπάρχουν «πρόγονοι» στον Χριστό ως Θεό· «τὴν γενεὰν αὐτοῦτίς διηγήσεται», αναφωνεί ο προφήτης Ησαΐας (53,8), εννοώντας τη θεία Του φύση, αφού ως άνθρωπος προέρχεται εκ σπέρματος Δαυΐδ.
Ο Μελχισεδέκ, επίσης, ονομάζεται «βασιλεύς Σαλήμ», δηλαδή βασιλιάς της ειρήνης· και όντως ο Χριστός ήρθε στη γη, για να φέρει, όχι μια ψεύτικη ειρήνη, που προσπαθούν να δώσουν κάθε φορά οι επίγειοι κοσμοκράτορες, αλλά την πραγματική ειρήνη και συνδιαλλαγή του ανθρώπου με τον Θεό, με τον εαυτό του και με τον συνάνθρωπό του.
Η φυλή, από την οποία προέρχεται ο Χριστός, είναι η του Ιούδα· αυτή δεν ήταν, όπως η φυλή του Λευί, ιερατική φυλή. Το ίδιο συμβαίνει και με τον τύπο του Ιησού Χριστού Μελχισεδέκ, ο οποίος δεν γενεαλογείται από την φυλή του Λευί. Ο Μελχισεδέκ δεν είχε χρισθή με έλαιο, όπως ο Ααρών· η ιερωσύνη του ήταν θείο δώρο, το οποίο είναι αιώνιο. Το ίδιο και ο Κύριος, ο Οποίος επίσης δεν έχει διαδόχους, καθώς και ο Μελχισεδέκ. Η ιερωσύνη του Μελχισεδέκ είναι ανώτερη από την Λευϊτική· το ίδιο συμβαίνει και στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Η ιερωσύνη Του είναι κατά πολύ ανώτερη και ασύγκριτη από την νομική.
Τέλος, αν στην προς Εβραίους επιστολή εξαίρεται τόσο πολύ το πρόσωπο του Μελχισεδέκ συμβαίνει αυτό γιατί προτυπώνει το έργο και την ιερωσύνη του Μεσσία, Ιησού Χριστού. Ο Μελχισεδέκ υπηρετεί και αυτός με τον τρόπο του, την υπόθεση της σωτηρίας και προετοιμάζει τον Ισραήλ για την έλευση του Μεσσία.
Aρχιμανδρίτης Παντελεήμων Τσορμπατζόγλου, ΔρΘ
Η ερμηνεία της περικοπής κατά τον Άγιο Ιωάννη Χρυσόστομο
[…] Όμως ο απόστολος Παύλος δεν αναθέτει τα πάντα στον ιερέα, αλλά ζητάει και τη δική μας συνδρομή, και εννοώ την ομολογία της πίστης. «Ἔχοντες οὖν ἀρχιερέα μέγαν διεληλυθότα τοὺς οὐρανούς, Ἰησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ, κρατῶμεν τῆς ὁμολογίας (: Αφού λοιπόν, σύμφωνα και με όσα είπαμε, έχουμε μεγάλο Αρχιερέα, ο οποίος έχει πλέον διασχίσει τους ουρανούς και μπήκε στον τόπο της αιώνιας αναπαύσεως, στην ουράνια βασιλεία Του όπου μας περιμένει, τον Ιησού δηλαδή, ο οποίος δεν είναι ένας απλός άνθρωπος αλλά και ο Υιός του Θεού, ας κρατούμε καλά την ομολογία της πίστεώς μας προς Αυτόν)». Ποια ομολογία εννοεί; Ότι υπάρχει ανάσταση, ότι υπάρχει ανταπόδοση, ότι υπάρχουν άπειρα αγαθά, ότι ο Χριστός είναι Θεός, ότι η πίστη είναι ορθή. Αυτά ας ομολογήσουμε, αυτά ας κρατάμε σταθερά. Και ότι αυτά είναι αληθινά, φαίνεται από το ότι ο αρχιερέας είναι μέσα. Επομένως ας ομολογήσουμε, αυτά ας κρατάμε σταθερά. Και ότι αυτά είναι αληθινά, φαίνεται από το ότι ο αρχιερέας είναι μέσα. Επομένως ας ομολογήσουμε ότι δεν έχουμε πέσει. Αν και τα πράγματα δεν είναι κοντά, εμείς όμως ας ομολογήσουμε· αν ήταν πριν από λίγο, ήταν ψέμα. Ώστε και αυτό είναι αληθινό, το ότι μετατίθενται.
Καθόσον και ο αρχιερέας μας είναι μέγας· «οὐ γὰρ ἔχομεν ἀρχιερέα μὴ δυνάμενον συμπαθῆσαι ταῖς ἀσθενείαις ἡμῶν (: Και μην περάσει ποτέ από τον νου μας ότι, αφού Αυτός είναι τώρα στους ουρανούς, δε θα δείξει ενδιαφέρον για μας. Διότι δεν έχουμε αρχιερέα που να μην μπορεί να μας συμπαθήσει στις ηθικές και φυσικές αδυναμίες μας, επειδή τάχα δε γνωρίζει τα όσα μας συμβαίνουν ή επειδή υψώθηκε τόσο πολύ)». «Δεν αγνοεί», λέγει, «τα δικά μας, όπως πολλοί αρχιερείς, οι οποίοι δεν γνωρίζουν αυτούς από το ποίμνιό τους που βρίσκονται σε θλίψεις, αλλά ούτε ότι υπάρχει ποτέ θλίψη. Γιατί στην περίπτωση των ανθρώπων είναι αδύνατο να γνωρίζει την ταλαιπωρία εκείνου που υποφέρει αυτός που δεν τη δοκίμασε και δεν την αισθάνθηκε. Τα πάντα υπέφερε ο δικός μας αρχιερέας. Γι’ αυτό λοιπόν πρώτα υπέφερε και ύστερα ανέβηκε στον ουρανό, για να μπορεί να δείχνει συμπάθεια».
«πεπειραμένον δὲ κατὰ πάντα καθ᾿ ὁμοιότητα χωρὶς ἁμαρτίας (: αλλά έχουμε Αρχιερέα ο οποίος έχει αντιμετωπίσει πειρασμούς με όλους τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να δοκιμασθεί η ανθρώπινη φύση. Έχει αντιμετωπίσει πειρασμούς εξ ολοκλήρου όμοια με εμάς, χωρίς όμως να υποπέσει σε καμία αμαρτία)». Πρόσεχε πως και παραπάνω ανέφερε τα «παραπλησίως (: με παρόμοιο τρόπο)», και εδώ το «καθ᾿ ὁμοιότητα (: σύμφωνα με την ομοιότητά Του με εμάς)». Δηλαδή διώχθηκε, φτύστηκε, κατηγορήθηκε, χλευάστηκε, συκοφαντήθηκε, αποπέμφθηκε, στο τέλος σταυρώθηκε. «πεπειραμένον δὲ κατὰ πάντα καθ᾿ ὁμοιότητα χωρὶς ἁμαρτίας (: έχουμε Αρχιερέα ο οποίος έχει αντιμετωπίσει πειρασμούς με όλους τους τρόπους που μπορεί να δοκιμαστεί η ανθρώπινη φύση. Έχει αντιμετωπίσει πειρασμούς εξ ολοκλήρου όμοια με εμάς, χωρίς όμως να υποπέσει σε καμία αμαρτία)». Εδώ και κάτι άλλο υπαινίσσεται, ότι ήταν δυνατό να υποφέρει χωρίς να αμαρτήσει και να βρεθεί σε θλίψεις. Ώστε και όταν λέγει «ἐν ὁμοιώματι σαρκὸς (: με σάρκα η οποία έμοιαζε μόνο, αλλά δεν ήταν και πραγματική σάρκα της αμαρτίας)» [Ρωμ. 8, 3], δεν εννοεί αυτό, ότι είχε ομοίωμα σάρκας, αλλά ότι ανέλαβε σάρκα. Γιατί λοιπόν είπε «ἐν ὁμοιώματι»; Μιλούσε για αμαρτωλή σάρκα, αφού ήταν όμοια με τη δική μας σάρκα· γιατί στη φύση ήταν η ίδια με τη δική μας, στην αμαρτία όμως δεν ήταν η ίδια.
«προσερχώμεθα οὖν μετὰ παῤῥησίας τῷ θρόνῳ τῆς χάριτος, ἵνα λάβωμεν ἔλεον καὶ χάριν εὕρωμεν εἰς εὔκαιρον βοήθειαν (: Αφού λοιπόν τέτοιος είναι ο Αρχιερέας μας ας πλησιάζουμε με θάρρος και άφοβη εμπιστοσύνη στο βασιλικό Του θρόνο, από τον οποίο πηγάζει η χάρη. Ας πλησιάζουμε σε Αυτόν για να λάβουμε συγχώρηση για τις αμαρτίες μας και για να βρούμε εύνοια και δωρεές που θα μας δώσουν άμεση βοήθεια σε κάθε κρίσιμη ώρα πειρασμού)».
Ποιον εννοεί «θρόνον τῆς χάριτος»; Τον βασιλικό θρόνο, για τον οποίο λέγει: «Εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου· κάθου ἐκ δεξιῶν μου, ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου (: Είπε ο Κύριος και Θεός μου προς τον Κύριο και Θεό μου, προς τον Μεσσία· ‘’Κάθισε στα δεξιά του θρόνου μου και εγώ θα θέσω όλους τους εχθρούς σου ως υποπόδιο των ποδών Σου’’)» [Ψαλμ. 109, 1]. Σαν να έλεγε: «ας πλησιάζουμε με θάρρος, γιατί έχουμε αναμάρτητο αρχιερέα, που κατανικάει την οικουμένη»· γιατί λέγει: «θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον (: Αλλά έχετε θάρρος. Εγώ έχω νικήσει τον κόσμο. Και με τη νίκη μου αυτή εξασφάλισα και για σας τον θρίαμβο και τη δόξα)»[Ιω. 16, 33]. Γιατί αυτό σημαίνει το να πάθει τα πάντα, αλλά να είναι καθαρός από αμαρτίες. «Αν εμείς», λέγει, «είμαστε αμαρτωλοί και Αυτός αναμάρτητος, πώς να πλησιάζουμε με θάρρος; Γιατί είναι θρόνος χάριτος, όχι θρόνος κρίσης τώρα. Γι’ αυτό ας πλησιάζουμε με θάρρος», λέγει, «για να λάβουμε έλεος, όπως ζητάμε». Το πράγμα είναι γενναιοδωρία και δωρεά βασιλική.
«ἵνα λάβωμεν ἔλεον καὶ χάριν εὕρωμεν εἰς εὔκαιρον βοήθειαν (: και για να βρούμε εύνοια και δωρεές που θα μας δώσουν άμεση βοήθεια σε κάθε κρίσιμη ώρα πειρασμού)». «Αν τώρα πλησιάσεις», λέγει, «θα λάβεις και χάρη και ευσπλαχνία, γιατί πλησιάζεις την κατάλληλη ώρα. Αν όμως πλησιάσεις τότε, δε θα λάβεις πια, γιατί άκαιρη θα είναι τότε η προσέλευσή σου, επειδή δε θα είναι τότε θρόνος χάριτος». Θρόνος χάριτος είναι όσο κάθεται και δίνει χάρη ο βασιλιάς. Όταν όμως έλθει η συντέλεια, τότε σηκώνεται για να κρίνει. Γιατί λέγει: «ἀνάστα, ὁ Θεός, κρίνων τὴν γῆν, ὅτι σὺ κατακληρονομήσεις ἐν πᾶσι τοῖς ἔθνεσι (: Σήκω, Θεέ μου, και εφάρμοσε τη δίκαιη κρίση Σου και απόφαση επί της γης, διότι κάτω από τη δική Σου κυριότητα και κατοχή βρίσκονται όλα τα έθνη)» [Ψαλμ. 81, 8]. Μπορούμε να πούμε και κάτι άλλο. «Ας πλησιάζουμε», λέγει, «με θάρρος», δηλαδή χωρίς να συναισθανόμαστε κανένα κακό, χωρίς να διστάζουμε. Γιατί ένας τέτοιος άνθρωπος δεν μπορεί να πλησιάσει με θάρρος. Γι’ αυτό και αλλού λέγει: «οὕτως λέγει Κύριος· καιρῷ δεκτῷ ἐπήκουσά σου καὶ ἐν ἡμέρᾳ σωτηρίας ἐβοήθησά σοι καὶ ἔπλασά σε καὶ ἔδωκά σε εἰς διαθήκην ἐθνῶν τοῦ καταστῆσαι τὴν γῆν καὶ κληρονομῆσαι κληρονομίας ἐρήμους (: Αυτά λέγει ο Κύριος: ‘’Σε κατάλληλο και ευπρόσδεκτο καιρό εγώ άκουσα την προσευχή σου, σε ημέρα σωτηρίας σε βοήθησα. Εγώ σε έπλασα. Έδωσα εσένα ως νέα διαθήκη με τα έθνη, για να αποκαταστήσεις τους ανθρώπους της γης, και να αποκτήσεις ως δική σου μόνιμη ιδιοκτησία, τους έως τώρα έρημους από χάρη Θεού λαούς’’)» [Ησ. 49, 8]. Γιατί και τώρα είναι απόδειξη χάριτος, το να βρίσκουμε μετάνοια για τα αμαρτήματα που κάνουμε μετά το βάπτισμα. Και για να μη νομίσεις ότι στέκεται όρθιος, ακούοντας ότι είναι αρχιερέας, αμέσως Τον οδηγεί στο θρόνο. Ο ιερέας όμως δεν κάθεται, αλλά στέκεται.
Βλέπεις ότι το να γίνει αρχιερέας δεν είναι έργο της φύσης, αλλά της χάριτος και της συγκατάβασης και της ταπείνωσής Του; Αυτό είναι ευκαιρία να πούμε τώρα και εμείς, ας πλησιάζουμε και να ζητάμε με θάρρος· ας προσφέρουμε μόνο πίστη, και όλα μας τα δίνει. Τώρα είναι ο καιρός της δωρεάς, ας μην απελπίζεται κανένας. Τότε θα είναι ο καιρός της απόγνωσης, όταν θα κλείνεται ο νυμφώνας, όταν θα μπει ο βασιλιάς να δει εκείνους που βρίσκονται μέσα, όταν θα απολαύσουν τους κόλπους του πατριάρχη Αβραάμ εκείνο που πρόκειται να τους αξιωθούν. Τώρα όμως δεν είναι, γιατί το θέατρο ακόμη υπάρχει, ο αγώνας ακόμη συνεχίζεται, το βραβείο ακόμη είναι αβέβαιο.
Ας προσπαθήσουμε, λοιπόν. Γιατί και ο Παύλος λέγει: «ἐγὼ τοίνυν οὕτω τρέχω, ὡς οὐκ ἀδήλως, οὕτω πυκτεύω, ὡς οὐκ ἀέρα δέρων, ἀλλ᾿ ὑποπιάζω μου τὸ σῶμα καὶ δουλαγωγῶ, μήπως ἄλλοις κηρύξας αὐτὸς ἀδόκιμος γένωμαι (: Μιμηθείτε το παράδειγμά μου. Εγώ λοιπόν τρέχω έτσι, ώστε ξέρω καλά τι ζητώ, για ποιο σκοπό αγωνίζομαι και με ποιο τρόπο θα τον πετύχω. Δεν παρουσιάζομαι σαν να πυγμαχώ δίνοντας γροθιές στον αέρα και αγωνιζόμενος στα κούφια, αλλά ταλαιπωρώ το σώμα μου και το μεταχειρίζομαι ως δούλο, για να μην αποδοκιμαστώ και αποδειχθώ ανάξιος του βραβείου εγώ ο ίδιος που κήρυξα σε άλλους και με τη δική μου προτροπή και διδασκαλία αυτοί πήραν το βραβείο» [ Α΄ Κορ. 9, 26-27]. Έχουμε ανάγκη από δρόμο, και μάλιστα από δρόμο πολύ. Όποιος τρέχει δε βλέπει εντελώς κανέναν, είτε περνάει μέσα από λιβάδια, είτε μέσα από τόπους ξερούς. Ο δρομέας δε βλέπει προς τους θεατές, αλλά προς το βραβείο· είτε υπάρχουν πλούσιοι ή φτωχοί, είτε τον περιπαίζει κάποιος ή τον επαινεί, ή τον βρίζει ή τον λιθοβολεί, ή του κλείνει το σπίτι, είτε δει τα παιδιά ή τη γυναίκα του ή οτιδήποτε άλλο, πουθενά δεν προσέχει. Αλλά σε ένα πράγμα μόνο αφοσιώνεται, στο τρέξιμο και στο να λάβει το βραβείο. Ο δρομέας πουθενά δε σταματάει, γιατί αν αδρανήσει έστω και για λίγο, έχασε τα πάντα. Ο δρομέας όχι μόνο δεν ελαττώνει την προσπάθειά του πριν το τέλος, αλλά τότε μάλιστα αυξάνει την ταχύτητά του.
«Πᾶς γὰρ ἀρχιερεὺς ἐξ ἀνθρώπων λαμβανόμενος ὑπὲρ ἀνθρώπων καθίσταται τὰ πρὸς τὸν Θεόν, ἵνα προσφέρῃ δῶρά τε καὶ θυσίας ὑπὲρ ἁμαρτιῶν, μετριοπαθεῖν δυνάμενος τοῖς ἀγνοοῦσι καὶ πλανωμένοις, ἐπεὶ καὶ αὐτὸς περίκειται ἀσθένειαν· καὶ διὰ ταύτην ὀφείλει, καθὼς περὶ τοῦ λαοῦ, οὕτω καὶ περὶ ἑαυτοῦ προσφέρειν ὑπὲρ ἁμαρτιῶν (: Θα βρούμε έλεος, χάρη και βοήθεια από τον μεγάλο και εύσπλαχνο Αρχιερέα μας. Διότι κάθε αρχιερέας στη λευιτική ιεροσύνη των Ιουδαίων ξεχωρίζεται από τους ανθρώπους και εγκαθίσταται αρχιερέας στα έργα της λατρείας του Θεού για την ωφέλεια των ανθρώπων, για να προσφέρει και δώρα και θυσίες για τη συγχώρηση των αμαρτιών του λαού. Και μπορεί ο αρχιερέας των Ιουδαίων να δείχνει συμπάθεια και ανοχή σε όσους αμαρτάνουν από άγνοια και πλάνη, επειδή και αυτός ως άνθρωπος έχει επάνω του ηθική ασθένεια και ανθρώπινες αδυναμίες. Και εξαιτίας της ασθένειας και της ενοχής του αυτής οφείλει σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου, όπως προσφέρει θυσία για χάρη του λαού, έτσι να προσφέρει θυσία και για τον εαυτό του, για να συγχωρηθούν οι αμαρτίες του)».
Θέλει πλέον ο Παύλος να δείξει ότι η Διαθήκη αυτή είναι πολύ ανώτερη από την Παλαιά. Και το κάνει αυτό διατυπώνοντας από πριν και από πολύ μακριά τους συλλογισμούς του. Αφού λοιπόν τίποτε δεν ήταν σωματικό ή φανταστικό, όπως ούτε ο ναός, ούτε τα άγια των αγίων, ούτε ο ιερέας που έχει τόσο μεγάλη κατάρτιση, ούτε οι νομικές διακρίσεις, αλλά όλα ήταν σπουδαιότερα και τελειότερα και τίποτε δεν ήταν από τα σωματικά, αλλά τα πάντα ανήκαν στα πνευματικά, και αφού τα πνευματικά δεν προέτρεπαν τόσο τους ασθενέστερους στην πίστη όσο τα σωματικά, γι’ αυτό κινεί όλον αυτόν τον λόγο. Και πρόσεχε τη σύνεσή του. Αρχίζει από τον ιερέα πρώτα και συνέχεια τον ονομάζει αρχιερέα, και από αυτόν δείχνει πρώτα τη διαφορά.
Γι’ αυτό ορίζει πρώτα τι είναι ιερέας και δείχνει ποια πράγματα έχει του ιερέα και ποια είναι τα σύμβολα της ιεροσύνης. Και επειδή του εναντιωνόταν, ότι ούτε ευγενής ήταν, ούτε από φυλή ιερατική καταγόταν, ούτε ιερέας στη γη, και ήταν φυσικό γι’ αυτό να πουν μερικοί, «πώς λοιπόν ήταν ιερέας αυτός;», ό,τι έκανε στην «προς Ρωμαίους» επιστολή[σε όλο το 4ο κεφάλαιο], το ίδιο κάνει και τώρα. Παίρνοντας δηλαδή ένα λόγο που δύσκολα γίνεται πιστευτός, αν η πίστη κάνει αυτό που δεν μπόρεσε να το κάνει ο κόπος του νόμου και ο ιδρώτας του ορθού τρόπου ζωής, και θέλοντας να δείξει ότι το φαινομενικά αδύνατο έγινε και πραγματοποιήθηκε, κατέφυγε στον πατριάρχη και τα μετέφερε όλα σε εκείνη την εποχή. Έτσι λοιπόν και εδώ ακολουθεί τον άλλο δρόμο της ιεροσύνης, αφού μιλάει σε αυτούς που Τον ακολούθησαν πρώτοι. Και όπως στην κόλαση δεν αναφέρει μόνο τη γέενα, αλλά και όσα συνέβηκαν στους πατέρες, έτσι ακριβώς κάνει και εδώ. Πρώτα το επιβεβαιώνει από τα παρόντα. Έπρεπε βέβαια τα επίγεια να επιβεβαιώνονται από τα ουράνια, αλλά όταν οι ακροατές είναι αδύναμοι πνευματικά γίνεται το αντίθετο. Στην αρχή λοιπόν εκείνα που είναι κοινά τα αναφέρει πρώτα, και ύστερα δείχνει εκείνο που υπερέχει. Γιατί έτσι γίνεται φανερή η κατά σύγκριση υπεροχή, όταν σε άλλα έχει κάτι κοινό και σε άλλα υπερέχει, διαφορετικά δε γίνεται φανερή η υπεροχή κατά σύγκριση.
«Πᾶς γὰρ ἀρχιερεὺς ἐξ ἀνθρώπων λαμβανόμενος (: Θα βρούμε έλεος, χάρη και βοήθεια από τον μεγάλο και εύσπλαχνο αρχιερέα μας. Διότι κάθε αρχιερέας στη λευιτική ιεροσύνη των Ιουδαίων ξεχωρίζεται από τους ανθρώπους)». Αυτό είναι κοινό με τον Χριστό. «ὑπὲρ ἀνθρώπων καθίσταται τὰ πρὸς τὸν Θεόν (: και εγκαθίσταται αρχιερέας στα έργα της λατρείας του Θεού για την ωφέλεια των ανθρώπων)». Και αυτό είναι κοινό. «ἵνα προσφέρῃ δῶρά τε καὶ θυσίας ὑπὲρ ἁμαρτιῶν (: για να προσφέρει και δώρα και θυσίες για τη συγχώρηση των αμαρτιών του λαού)». Και αυτό κοινό, όχι όμως όλο. Τα υπόλοιπα δεν είναι κοινά. «μετριοπαθεῖν δυνάμενος τοῖς ἀγνοοῦσι καὶ πλανωμένοις (: Και μπορεί ο αρχιερέας των Ιουδαίων να δείχνει συμπάθεια και ανοχή σε όσους αμαρτάνουν από άγνοια και πλάνη)». Εδώ λοιπόν βρίσκεται η υπεροχή. «ἐπεὶ καὶ αὐτὸς περίκειται ἀσθένειαν (: επειδή και αυτός ως άνθρωπος έχει επάνω του ηθική ασθένεια και ανθρώπινες αδυναμίες)».
Στη συνέχεια προσθέτει και άλλο· ότι γίνεται από άλλον και ότι δε γίνεται από μόνος του. Και αυτό είναι κοινό. «καὶ οὐχ ἑαυτῷ τις λαμβάνει τὴν τιμήν, ἀλλὰ καλούμενος ὑπὸ τοῦ Θεοῦ, καθάπερ καὶ Ἀαρών (: Επίσης, κανείς δεν παίρνει από μόνος του την υψηλή τιμή της αρχιερωσύνης, αλλά τη δέχεται όταν καλείται από τον Θεό· όπως κλήθηκε στο αξίωμα αυτό από τον Θεό και ο Ααρών)». Εδώ κάτι άλλο πάλι αποδεικνύει, δείχνοντας πως έχει σταλεί από τον Θεό. Αυτό το έλεγε παντού ο Χριστός όταν μιλούσε στους Ιουδαίους: «εἰ ὁ Θεὸς πατὴρ ὑμῶν ἦν, ἠγαπᾶτε ἂν ἐμέ· ἐγὼ γὰρ ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐξῆλθον καὶ ἥκω· οὐδὲ γὰρ ἀπ᾿ ἐμαυτοῦ ἐλήλυθα, ἀλλ᾿ ἐκεῖνός με ἀπέστειλε (: Απαντώντας λοιπόν ο Ιησούς στην καυχησιολογία τους αυτή τους είπε: ‘’Εάν ο Θεός ήταν πατέρας σας, θα είχατε αγάπη και σε μένα, διότι εγώ από τον Θεό έχω βγει με την ενανθρώπησή μου και έχω έλθει ανάμεσά σας. Είμαι ανάμεσά σας ως πρεσβευτής του Θεού. Διότι και στον κόσμο που ήλθα, δεν έχω έλθει από μόνος μου, αλλά Εκείνος με απέστειλε’’)» [Ιω. 8, 42]. Εδώ νομίζω πως υπαινίσσεται και τους ιερείς των Ιουδαίων, σαν να μην είναι ιερείς εκείνοι που καταπατούν και παραβιάζουν τον νόμο της ιεροσύνης.
«οὕτω καὶ ὁ Χριστὸς οὐχ ἑαυτὸν ἐδόξασε γενηθῆναι ἀρχιερέα (: Έτσι και ο Χριστός δε δόξασε μόνος Του τον εαυτό Του με το να γίνει αρχιερέας)». Πού λοιπόν χειροτονήθηκε; Γιατί ο Ααρών χειροτονήθηκε πολλές φορές, όπως στην περίπτωση της ράβδου [βλ. Εξ. 7, 8-13· 8, 12-14] και όταν η φωτιά κατέβηκε από τον ουρανό και εξόντωσε εκείνους που καταπάτησαν την ιεροσύνη [Λευιτ. 10, 1-3].
Εδώ όμως συμβαίνει το αντίθετο· όχι μόνο δεν έπαθαν τίποτε, αλλά αντίθετα ευημερούν. Από πού λοιπόν; Το δείχνει αυτό από την προφητεία. Δεν έχει τίποτε υλικό ούτε ορατό. Γι’ αυτό το βεβαιώνει από προφητεία και από τα μελλοντικά. «ἀλλ᾿ ὁ λαλήσας πρὸς αὐτόν· υἱός μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε (: αλλά Τον δόξασε ο Θεός Πατήρ, ο οποίος Του είπε: ‘’Υιός μου είσαι Εσύ. Εγώ Σε γέννησα σήμερα, όταν Σου έδωσα την ανθρώπινη φύση και τη δόξασα με την Ανάστασή Σου και την ενθρόνισή Σου στα δεξιά μου)». Τι σχέση έχει αυτό προς τον Υιό; «Ναι», λέγει ίσως κάποιος, «αυτό έχει λεχθεί προς τον Υιό. Και τι βοηθάει αυτό στο ζήτημά μας;». Πάρα πολύ· γιατί είναι προετοιμασία της χειροτονίας Του από τον Θεό. «καθὼς καὶ ἐν ἑτέρῳ λέγει· σὺ ἱερεὺς εἰς τὸν αἰῶνα κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδέκ (: Όπως και σε άλλο σημείο της Αγίας Γραφής λέει: Εσύ είσαι ιερέας αιώνιος σαν τον Μελχισεδέκ. Για το πρόσωπο αυτό παρασιωπάται σκόπιμα στην Αγία Γραφή η γενεαλογία και ο θάνατός του, για να είναι σύμβολο και προτύπωση της παντοτινής βασιλείας και της ιεροσύνης Σου)». Σε ποιον έχει λεχθεί αυτό; Ποιος είναι ιερέας κατά την τάξη Μελχισεδέκ; Κανείς άλλος παρά μόνο Αυτός. Γιατί όλοι ήταν υπόδουλοι στον νόμο, όλοι τηρούσαν το Σάββατο και έκαναν την περιτομή. «Κανείς», λέγει, «δε θα μπορούσε να δείξει κάποιον άλλον».
Ιωάννου του Χρυσοστόμου Άπαντα τα έργα, Υπόμνημα στην προς Εβραίους επιστολήν», ομιλίες Ζ΄ και Η΄(επιλεγμένα αποσπάσματα), Πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1989, τόμος 24, σελίδες 380-387 και 396-401 αντίστοιχα.
Κυριακή 7 Απριλίου 2024, Γ´ Νηστειών, «Σταυροπροσκυνήσεως», Μάρκ. 8, 34-9,1)
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.