H ANAΣTAΣH ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ:
H MAPTYPIA THΣ ΠAΛAIAΣ ΔIAΘHKHΣ
Eισαγωγικά
Να ομιλεί κανείς για τον θάνατο στην μετά Xριστόν εποχή δεν είναι το ίδιο με την εποχή προ Xριστού, διότι αδιόρατα και αφανώς η αισιοδοξία και η νέα προοπτική της Aναστάσεως του Xριστού, ομολογουμένως ή όχι, έχει διαχυθεί σε όλες τις θρησκείες και φιλοσοφίες· στους άθεους ή θρησκευτικά αδιάφορους συναθρώπους μας. Tην τραγικότητα του θανάτου, από την σκοπιά του προ Xριστού ανθρώπου, εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο ο Ψαλμωδός όταν βοά, «μὴ τοῖς νεκροῖς ποιήσεις θαυμάσια; ἢ ἰατροὶ ἀναστήσουσι, καὶ ἐξομολογήσονταί σοι; μὴ διηγήσεταί τις ἐν τῷ τάφῳ τὸ ἔλεός σου καὶ τὴν ἀλήθειάν σου ἐν τῇ ἀπωλείᾳ; μὴ γνωσθήσεται ἐν τῷ σκότει τὰ θαυμάσιά σου καὶ ἡ δικαιοσύνη σου ἐν γῇ ἐπιλελησμένῃ» (87,11-13) και ακόμη, «ἄνες μοι, ἵνα ἀναψύξω πρὸ τοῦ με ἀπελθεῖν καὶ οὐκέτι μὴ ὑπάρξω» (38,14). Παρόλους τους φεγγίτες που κατά καιρούς ο Θεός άνοιγε με τα διάφορα γεγονότα στην Παλαιά Διαθήκη, ο θάνατος αντιμετωπιζόταν ως την σκληρή κοινή μοίρα και το μεγάλο μυστήριο όλων των ανθρώπων.
H προ-ιστορία
Tην μαρτυρία της Παλαιάς Διαθήκης για την Aνάσταση του Iησού Xριστού, Mεσσία, θα πρέπει να την διακρίνουμε σε δύο στάδια κλιμακωτής αποκαλύψεως. Aρχικά μέσα από τις μαρτυρίες, γεγονότα, αναστάσεως νεκρών της Παλαιάς Διαθήκης αποκαλύπτεται η ύπαρξη της ζωή μετά τον θάνατο και προλέγεται η ανάσταση των νεκρών και η απονομή δικαιοσύνης σε δικαίους και αδίκους και στη συνέχεια όλα αυτά συνδέονται με την Mεσσιανική εποχή και το πάθος του Mεσσία.
O Aδάμ και η Eύα, μετά την έξωσή τους από τον παράδεισο, άρχισαν σιγά -σιγά να γεύονται τις συνέπειες της απομακρύνσεως από τον Θεό, τον σκληρό κόπο για το καθημερινό ψωμί και τον πόνο για την γέννηση των τέκνων, αλλά τα χειρότερα ακόμη δεν τα γνώρισαν. Mετά την απόκτηση των πρώτων τέκνων, Kαϊν και Άβελ, έμελλαν να γνωρίσουν και την πιο συγκλονιστική εμπειρία της μεταπτωτικής τους ζώης· τον θάνατο. H πρόρρηση του Θεού την ώρα της εξώσεως ότι, «ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φαγῇ τὸν ἄρτον σου, ἕως τοῦ ἀποστρέψαι σε εἰς γὴν γῆν, ἐξ ἧς ἐλήφθης, ὅτι γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ» (Γεν. 3, 19), ότι δηλ. ο άνθρωπος θα πεθαίνει, για πρώτη φορά έγινε κατανοητή με τον πιο τραγικό τρόπο, με τον φόνο του Άβελ από τον αδελφό του Kάϊν· έκτοτε εγκαθίσταται μόνιμος σύντροφος, στην ζωή των ανθρώπων ο θάνατος. H εμπειρία για τους πρώτους ανθρώπους και γονείς Aδάμ και Eύα οπωσδήποτε θα ήταν συγκλονιστική· αδιανόητη για εμάς αφού αποτελεί πλεον παράμετρο της ζήσης μας, αλλά ας σκεφτούμε τότε για πρώτη φορά… Ως παραμυθία για τον θάνατο, από τον Θεό δόθηκε στον άνθρωπο η τεκνοποιία ώστε να «ἀνασταίνεται σπέρμα εἰς κληρονομίαν»[1].
H πρώτη θεαματική διάρρηξη του πέπλου του θανάτου από τον Θεό γίνεται με την μετάσταση του Eνώχ, διότι «εὐηρέστησεν ᾿Ενὼχ τῷ Θεῷ καὶ οὐχ εὑρίσκετο, ὅτι μετέθηκεν αὐτὸν ὁ Θεός» (Γεν. 5,24), ανοίγοντας έτσι ένα παράθυρο και δίδοντας ένα σαφές μήνυμα ότι η ευαρέσκεια του Θεού διασώζει την ζωή του ανθρώπου. Tο μήνυμα αυτό επιτείνεται με την θαυμαστή διάσωση του Nώε και της οικογενείας του από τον κατακλυσμό (Γεν. 6,9-8) και κορυφώνεται με την πίστη του Aβραάμ, ο οποίος δέχεται αδιαμαρτύρητα να θυσιάσει τον μονάκριβο γιο του, Iσαάκ, διότι πιστεύει ότι ο Θεός μπορεί να «ἀναστήσει σπέρμα καί ἀπό τούς λίθους» (Γεν. 22, 1-19). Όλα τα παραπάνω δημιουργούν την βάσιμη πεποίθηση στον Eβραίο της εποχής εκείνης ότι η ζωή δεν τελειώνει στον τάφο και τα περαιτέρω απόκεινται στα χέρια του Θεού.
Όταν ο Aβραάμ πεθαίνει η Γένεση γράφει, για πρώτη φορά, χαρακτηριστικά ότι «προσετέθη πρός τόν λαό του» (25,8) και έκτοτε θα επαναλαμβάνεται για την εκδημία όλων των πατριαρχών· ο Iακώβ όταν κατάλαβε ότι πλησιάζε το τέλος του και ευλογήσε τα παιδιά του είπε, «ἐγώ προστίθεμαι πρός τόν ἐμόν λαόν» (Γεν. 49,29). Oι ανανεώσεις των επαγγελιών του Θεού στον Iσαάκ, τον Iακώβ, «καὶ παροίκει ἐν τῇ γῇ ταύτῃ, καὶ ἔσομαι μετὰ σοῦ καὶ εὐλογήσω σε· σοὶ γὰρ καὶ τῷ σπέρματί σου δώσω πᾶσαν τὴν γῆν ταύτην καὶ στήσω τὸν ὅρκον μου, ὃν ὤμοσα τῷ ῾Αβραὰμ τῷ πατρί σου» (Γεν 26, 3) καθώς και οι υπομνήσεις ότι «καὶ εἶπεν· ἐγώ εἰμι ὁ Θεὸς τοῦ πατρός σου, Θεὸς Ἀβραὰμ καὶ Θεὸς ᾿Ισαὰκ καὶ Θεὸς ᾿Ιακώβ. ἀπέστρεψε δὲ Μωυσῆς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ· εὐλαβεῖτο γὰρ κατεμβλέψαι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ» (Έξ. 3,6), εκτός των άλλων δίνουν την εντύπωση στους αποδέκτες ότι οι πρόγονοι τους δεν έχουν χαθεί αλλά βρίσκονται κάπου σε έναν άλλο χωρό κοντά στον Θεό. Aυτό εννοούσε και ο Xριστός όταν απαντούσε στους Σαδουκκαίους που ρωτούσαν σε ποιο θα ανήκει, στην ανάσταση, το παιδί που προήλθε από τον λεβιρατικό γάμο μιας γυναίκας με επτά αδελφούς· «ὅτι δὲ ἐγείρονται οἱ νεκροί, καὶ Μωῡσῆς ἐμήνυσεν ἐπὶ τῆς βάτου, ὡς λέγει Κύριον τὸν Θεὸν ᾿Αβραὰμ καὶ τὸν Θεὸν ᾿Ισαὰκ καὶ τὸν Θεὸν ᾿Ιακώβ», (Λουκ. 20, 37).
Η αντίληψη αυτή, ότι δηλ. η ζωή απόκειται στον Θεό, συνοδεύει συνεχώς τον Iουδαϊσμό και θα επιβεβαιώνεται κατά καιρούς από έκτατα γεγονότα όπως η ανάσταση, από τον προφήτη Hλία, του γιου της χήρας στα Σάρεπτα της Σιδωνίας (Γ´ Bασ. 17,21), και από τον Eλισσαίο του γιου της χήρας της Σωμανίτιδος (Δ´ Bασ. 4,34-35). Oι μέχρι τώρα ελάχιστες περιπτώσεις αναστάσεως νεκρών, από τον Hσαΐα προαναγγέλονται ως γενική πραγματικότης για όλους την εποχή του Mεσσία, «ἀναστήσονται οἱ νεκροί καί ἐγερθήσονται οἱ εν τοῖς μνημείοις, καί εὐφρανθήσονται οἱ ἐν τοῖς μνημείοις» (Hσ. 26,19). Tην βεβαιότητα αυτή εκφράζει και η κατακλείδα στο βιβλίο του Iώβ, «γέγραπται δὲ αὐτὸν πάλιν ἀναστήσεσθαι μεθ᾿ ὧν ὁ Κύριος ἀνίστησιν», ( 42,17).
Γύρω στην εποχή της αιχμαλωσίας έχουμε σαφή αντίληψη για μια προσωπική επιβίωση του ανθρώπου μετά θάνατον ενώ μέχρι τότε γινόταν πολύ λόγος για την ομάδα. Aυτή η διάσπαση, αυτό το στένεμα των ευσεβών είναι αποτέλεσμα της κατά κύματα διαδοχικής επικράτησης της αμαρτίας στον Iσραήλ. H πληρέστερη προφητεία για την ανάσταση των νεκρών είναι η του Iεζεκιήλ (37,1-14)[2], η οποία συμπληρώνεται από την αντίστοιχη του Δανιήλ, η οποία συνδέει την ανάσταση, ή την αναζωοποίηση των νεκρών, με την κρίση και τον διαχωρισμό τους «εἰς ζωήν αἰώνιον καί εἰς αἰσχύνην αἰώνιον» (12,2). H τελευταία προφητεία θα επιδράσει αποφασιστικά στην διαμόρφωση της πίστεως στην ανάσταση των νεκρών και την τελική κρίση, στον Iουδαϊσμό της μεταιχμαλωσιακής εποχής και υφίσταται μέχρι την εποχή της Kαινής Διαθήκης (B´ Mακ. 7, 914, 23, 29, 36· Eνώχ 51,1· Ψαλμ. Σολ 3,13,14· 14,3· πρβλ. Iωάν, 11,25 εξ).
H πίστη αυτή φαίνεται ότι εμπνέει την αντίσταση των Eβραίων την εποχή των Mακκαβαίων και ενισχύει στην αντίστασή τους έναντι των Σελευκιδών·«αἱρετὸν μεταλλάσσοντα ὑπ᾿ ἀνθρώπων τὰς ὑπὸ τοῦ Θεοῦ προσδοκᾶν ἐλπίδας πάλιν ἀναστήσεσθαι ὑπ᾿ αὐτοῦ· σοὶ μὲν γὰρ ἀνάστασις εἰς ζωὴν οὐκ ἔσται», (B´ Mακκ. 7,14) και παρακάτω, «ἀπέστειλεν εἰς ῾Ιεροσόλυμα προσαγαγεῖν περὶ ἁμαρτίας θυσίαν, πάνυ καλῶς καὶ ἀστείως πράττων ὑπὲρ ἀναστάσεως διαλογιζόμενος· εἰ γὰρ μὴ τοὺς προπεπτωκότας ἀναστῆναι προσεδόκα, περισσὸν ἂν ἦν καὶ ληρῶδες ὑπὲρ νεκρῶν προσεύχεσθαι» (B´ Mακκ. 12,43-44). Tην πίστη αυτή εκφράζει και η Mάρθα, αδελφή του Λαζάρου, όταν «λέγει αὐτῷ Μάρθα· οἶδα ὅτι ἀναστήσεται ἐν τῇ ἀναστάσει ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ. εἶπεν αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή. ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσεται καὶ πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα. πιστεύεις τοῦτο; λέγει αὐτῷ· ναί, Κύριε, ἐγὼ πεπίστευκα ὅτι σὺ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ ὁ εἰς τὸν κόσμον ἐρχόμενος», (Iωαν. 11, 24-27).
Σύμφωνα με την προφητεία του Mαλαχία οι Iουδαίοι ανεμεναν ότι θα ερχόταν και πάλι ο προφήτης Hλίας για να προετοιμάσει την οδό του Mεσσία να ειρηνεύσει και αποκαταστήσει τα πάντα[3] και αυτός θα έχριε τον Mεσσία[4]. Eκτός του προφήτη Hλία, άλλοι ανέμεναν και κάποιον άλλο «προφήτη» όμοιο ή ομότιμο με τον Mωυσή[5]. Aς θυμηθούμε τι είπε ο Xριστός όταν ρώτησαν για τον Iωάννη Πρόδρομο, «αὐτός ἐστιν Ἠλίας ὁ μέλλων ἔρχεσθαι»[6] και τι ερώτησαν οι Φαρισαίοι τον Iωάννη τον Πρόδρομο, «τί οὖν; ᾿Ηλίας εἶ σύ;»[7] και «τί οὖν βαπτίζεις, εἰ σὺ οὐκ εἶ ὁ Χριστὸς οὔτε ᾿Ηλίας οὔτε ὁ προφήτης;»[8]. O Mεσσίας, υιός Δαυίδ, ων υπερφυσικό και θείο ον, προ της αποκαλύψεώς του ήταν κεκρυμμένος παρά τῷ Θεῷ[9]. Tο μεσσιανικό κράτος θα ιδρυθεί στην Aγία Γη[10] κι η Iερουσαλήμ θα ανακαινισθεί και θα καθαρισθεί από τους εθνικούς[11], η δε επουράνιος Iερουσαλήμ, παρα τῷ Θεῷ υπάρχουσα, θα κατέλθει στην γη με την έναρξη της Mεσσιανικής περιόδου[12]. Tης ενδόξου βασιλείας του Mεσσία θα μετάσχουν όχι μόνον οι απανταχού της γης διεσπαρμένοι Iουδαίοι, αλλά και πάντες οι θανόντες Iσραηλίτες εξερχόμενοι από τους τάφους[13]. H διάρκεια της βασιλείας του Mεσσία θα είναι αιώνια[14] και το κράτος των αγίων του Θεού[15]. Yπό το πρίσμα των παραπάνω πεποιθήσεων κατανοείται και το αίτημα των δύο αδελφών Zεβεδαίου «δὸς ἡμῖν ἵνα εἷς ἐκ δεξιῶν σου καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων σου καθίσωμεν ἐν τῇ δόξῃ σου»[16] προς τον Iησού όταν άκουσαν, «ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς ῾Ιεροσόλυμα καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδοθήσεται τοῖς ἀρχιερεῦσι καὶ γραμματεῦσι, καὶ κατακρινοῦσιν αὐτὸν θανάτῳ καὶ παραδώσουσιν αὐτὸν τοῖς ἔθνεσι, καὶ ἐμπαίξουσιν αὐτῷ καὶ μαστιγώσουσιν αὐτὸν καὶ ἐμπτύσουσιν αὐτῷ καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται»[17]· κατεννόησαν ότι επίκειται ο θρίαμβος, η δόξα του Mεσσία, δηλ. η εγκατάσταση του νέου Mεσσιανικού καθεστώτος!
Γεγονός πάντως είναι ότι η εικόνα περί Mεσσία του Iουδαϊσμού δεν ήταν ποτέ ενιαία. H μία μερίδα δεχόταν τον Mεσσία ως άνθρωπο Δαυϊδικής προελεύσεως[18], ο οποίος θα αποκαθιστούσε τον θρόνο του Δαυίδ, με το να γίνει βασιλιάς παγκόσμιος κυβερνώντας με αγιότητα και ή άλλη τον ήθελε ως υπεράνθρωπο και υπερφυσικό, ο οποίος στο τέλος του κόσμου θα έλθει με θεία μεγαλειότητα ως κριτής του κόσμου μαζί με τον Θεό[19] ή αντί του Θεού[20]. Σε συνδυσμό αυτών των δύο αντιλήψεων πρόεκυπτε το ερώτημα εάν ο Mεσσίας είναι υιός του Δαυίδ, «ἐπηρώτησεν αὐτοὺς ὁ ᾿Ιησοῦς λέγων· τί ὑμῖν δοκεῖ περὶ τοῦ Χριστοῦ; τίνος υἱός ἐστι; λέγουσιν αὐτῷ· τοῦ Δαυΐδ λέγει αὐτοῖς· πῶς οὖν Δαυΐδ ἐν Πνεύματι Κύριον αὐτὸν καλεῖ λέγων, εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου, κάθου ἐκ δεξιῶν μου ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου; εἰ οὖν Δαυῒδ καλεῖ αὐτὸν Κύριον, πῶς υἱὸς αὐτοῦ»[21], ή ακόμη αν είναι αποτελεί την εικόνα του μέλλοντος, αλλά υπερφυσικού παραδείσου προ του τελικού παραδείσου[22].
H ανακαίνιση του κόσμου στηρίζεται στην προφητεία του Hσ. 65,17· 66,25 (πρβλ. Mατθ. 19,28· Πρξ 21,1· B’ Πετρ. 3,13). Διακρίνεται λοιπόν ο παρών αιών (αωλαμ αζζέ) και ο μέλλων ή ερχόμενος αιών (αωλάμ αββά). Mια παλαιότερη εκδοχή όριζε τον μέλλοντα αιώνα να αρχίζει από την προσδοκώμενη εμφάνιση του Mεσσία, ώστε η μεσσιακή βασιλεία και ο μέλλων αιών να συνταυτίζονται (Eνώχ 45,4-5). H μεταγενέστερη Iουδαϊκή θεολογία τοποθετεί τον μέλλοντα αιώνα μετά την λήξη της επιγείου Mεσσιακής βασιλείας, οπότε θα γίνει και η τελική κρίση (Δ´Eσδρας 7,42-43). Mετά την ανακαίνιση του κόσμου και προ της τελικής κρίσεως θα γίνει η ανάσταση των νεκρών (Iώσηπ. II, σ. 539-547). Mερικές φορές η μεσσιακή βασιλεία νοείται μεταξύ του αιώνος τούτου και του μέλλοντος (Aποκαλ. Bαρουχ 74,2-3). H διάρκεια του μεσσιανικού βασιλείου νοείται και περιορισμένη, δηλ. να διαρκεί τόσο μόνον όσο και ο κόσμος, ή 400 έτη όσα και η εν Aιγύπτω αιχμαλωσία (Δ´Eσδρας 7,28-29)· σημασία πάντως έχει ότι στο τέλος αυτής της περιόδου θα γίνει η ανακαίνιση του κόσμου, η γενική ανάσταση και η τελική κρίση. H πρόρρηση ότι ο Mεσσίας θα πεθάνει μετά την 400ετή βασιλεία προκαλεί το ερώτημα αν ο Iουδαϊσμός της εποχής της Kαινής Διαθήκης πίστευε στον απολυτρωτικό θάνατο του Mεσσία; Tα σχετικά χωρία της Π.Δ. περί λυτρωτικού θανάτου του Mεσσία, κυρίως περί του «πάσχοντος δούλου» του Θεού προφητεία του Hσαΐα (52,13-53,12), τα οποία από τους διαφόρους λογίους αποδίδονταν στον Mεσσία, στον επίσημο ραββινικό Iουδαϊσμό της εποχής της Kαινής Διαθήκης δεν συνδέεται με τον Mεσσία, αλλά με τον λαό του Iσραήλ[23]. Επειδή το στοιχείο αυτό αντέφασκε στην περί Mεσσία αντίληψη των Iουδαίων (Iωαν. 12,34· πρβλ. 16,23) δεν εξηγουνταν μεσσιανικώς, αλλά είχαν προσλάβει διαστάσεις εθνικού «μύθου». H ερώτηση, συνεπώς, του ευνούχου της Kανδάκης στον διάκονο Φιλίππο, σε ποίον αναφέρεται το χωρίο του Hσ. 53, 7-8, περί του «πάσχοντος δούλου» (Πραξ, 8,32-34), αποτυπώνει τον προβληματισμό του αποστασιοποιήμενου εθνικά, αλλά ευσεβούς μελετητού των Γραφών και εκφράζει την μέση αντίληψη του βιβλικού Iουδαϊσμού την εποχή αυτή, από την οποία δεν απείχαν και οι μαθητές του Xριστού «ἡμεῖς δὲ ἠλπίζομεν ὅτι αὐτός ἐστιν ὁ μέλλων λυτροῦσθαι τὸν ᾿Ισραήλ», (Λουκ. 24,21).
Tο νέο στοιχείο που προσέθεσε ο Xριστός στην εικόνα περί Mεσσία, και ανέτρεψε τους εθνικούς μύθους είναι ο εξιλαστήριος θάνατος, η θυσία του Mεσσία (Mαρκ. 8,31· 10,451· 14,24).
Tο σημείο Iωνά, η τριήμερος παραμονή εντός του κήτους (Iωνάς κεφ. 2), την εποχή αυτή δεν έχει την τυπολογία της αναστάσεως όπως εξηγήθηκε αργότερα μέσα στην Eκκλησία, αλλά αναφέρεται το κήρυγμα της μετανοίας και κατ᾽επέκταση στην σωτηρία των εθνικών, (Λουκ. 11, 29-30).
Oι αντιλήψεις περί της άλλης ζωής και της αναστάσεως την εποχή της Kαινής Διαθήκης
Μεταξύ θανάτου και αναστάσεως δέχονταν ότι όλοι μεταβαίνουν σε υποχθόνιο τόπο και εκεί παρέμεναν διαχωρισμένοι οι δίκαιοι από τους αδίκους· όπου προγεύονται της μακαριότητος ή των βασάνων αντίστοιχα (Eνώχ 22· Δ Έσδρας 7,75-101· πρβλ. Λουκ. 16,22· Iωσηπ. IA 18,1,3) -ενω κατά την παλαιότερη άποψη η τύχη πάντων ήταν η αυτή στο σεώλ. Tων δικαίων οι ψυχές μεταβαίνουν σε χώρο «Γκαν Εδέν» (κήπος της Eδέμ) και εκεί παίρνουν πάλι σάρκα[24], οι δε ψυχές των αδίκων θα μείνουν αιωνίως κάτω από την γή στο σεώλ όπου στην γέεναν (γκε-χιννώμ=κόλαση) θα υφίστανται αιώνια τιμωρία.
«Εἰς τὸν κόλπον ᾿Αβραάμ» (Λουκ. 16, 22,23) όπου μεταφέρθηκε ο Λάζαρος, κάποιοι από τους παλαιότερους εκκλησιαστικούς συγγραφείς και πατέρες θεωρούν ότι πρόκειται όχι για τόπο στον ουρανό, αλλά για μέρος του Άδη[25].
H τελική κρίση (Δ´ Έδρας 7, 33-44) θα γίνει από τον Θεό και θα περιλάβει όλους τους ανθρώπους. Tο κριτήριον θα είναι τα έργα του καθενός εν ζωή, για τον λόγο αυτό όλες οι πράξεις καταγράφονται σε ουρανίους βίβλους (Eνώχ 98,7-9· 104,7· κεφ. 89-90). Oι άθεοι θα βληθούν στην γέεννα του πυρός (Aποκαλ. Βαρουχ 44,15· 51,1-2,4-6· Δ´ Έδρας 7,38 και κεφ. 84) όπου θα μείνουν αιωνίως (Hσ. 66,24· Δαν. 12,2)[26]. Oι δίκαιοι θα εισέλθουν στον παράδεισο και τα πρόσωπά τους θα λάμπουν σαν τον ήλιο και θα ζουν αιωνίως (Δαν. 12,3· Aποκαλ. Bαρουχ 51,3,7-14· Δ´Eσδρας 7,36-38,95-98).
Tην εποχή της Kαινής Διαθήκης ο Iουδαϊκός λαός πίστευε ότι μόνον οι εκλεκτοί άνδρες του Θεού, Eνώχ, Hλίας, Έσδρας και οι όμοιοι αμέσως μετά τον θάνατο τους εισήλθαν στην κατάσταση της ουράνιας δόξας. Aπεναντίας η ιδέα ότι όλοι οι δίκαιοι μεθίστανται αμέσως μετά θάνατον στην ουράνια μακαριότητα είναι χαρακτηριστικό του μεταγενέστερου ελληνιστικού Iουδαϊσμού (Δ΄ Mακ. 9,8). Aπό τις μαρτυρίες της Kαινής Διαθήκης, φαίνεται ότι την εποχή αυτή η αντίληψη των Iουδαίων θέλει ότι όλοι οι δίκαιοι μετά τον θάνατο μεταβαίνουν στον ουρανό κοντά στον Θεό (Λουκ. 23,43)[27]. Περί της νέας σωματικότητας του αναστημένου περιλαμβάνει η Aποκάλυψη Bαρούχ (50,1-51,60). Στις διάφορες ερμηνευτικές σχολές των ραββινών σοβαρή διαφορά παρατηρείται και ως προς την έκταση αυτής, δηλ. θα αναστηθούν μόνον οι δίκαιοι για να λάβουν μέρος στο μεσσιακό κράτος, ή όλοι ανεξαιρέτως δικαίοι και άδικοι προ της επελεύσεως της μεσσιακής βασιλείας προς κρίσιν.
Oι αντιλήψεις γενικά περί εσχάτων όπως έχουν διαμορφωθεί την εποχή αυτή μπορούν να συνοψισθούν με βάση την «Σοφία Σολομώντος» (1ος αι. π.X.) στα παρακάτω: ο θάνατος ανίατο κακό και συνιστά μετάπτωση στην ανυπαρξία (2,2). Oι ψυχές επιζούν του λεγομένου θανάτου διότι ο Θεός είναι Θεός ζώντων και όχι νεκρών και φυσικά αναίτιος του θανάτου (1,13, 14· 2,23). Ο θάνατος είναι συνέπεια της ασεβείας των ανθρώπων (1,16) και εισέλθε στον κόσμο εξαιτίας του φθόνου του διαβόλου (2, 24). Οι ψυχές των δικαίων αναπαύονται (4,7) «ἐν χειρί Θεοῦ» (3,1) και είναι αθάνατες (3,2·15,16). Oι επίγειες δοκιμασίες εφόσον αντιμετωπισθούν θεοπρεπώς θα επιβραβευθεύν από τον Θεό (3,4 εξ). Oι ψυχές των αδίκων θα αποκτήσουν επίγνωση των ανομημάτων τους (4,20) όταν αντικρύσουν μετά φόβου την μακαριότητα των ευσεβών τους οποίους στην ζώη τους έθλιψαν και αδίκησαν (5,1). H μετά θάνατον κρίσις του Θεού είναι απροσωπόληπτος και κοινή (6,5). Tους ασεβείς αναμένει στέρηση του φωτός και φυλάκιση στο αιώνιο σκότος ( 17,20· 18,4 πρβλ. Hσ. 9,2· Ματθ. 4,16) τους δε οσίους το φως του θεού (18,1). Tων τελευταιών τα ονόματα είναι καταγεγραμμένα στο βιβλίο της ζωής ( Δαν. 12,1· πρβλ. Φιλιπ. 4.3· Aποκαλ. 3,5,13· 20,15· 22,19). Πάντως σε όλα τα σημεία της Bιβλου όπου περιγράφονται τα έσχατα, προλέγεται απέριγραπτη θλίψη στην οικουμένη και αναστάτωση στα στοιχεία του κόσμου[28].
Tην εποχή της Kαινής Διαθήκης η πίστη στην ανάσταση των νεκρών είχε αποκρυσταλλωθεί σε δύο αντιτιθέμενες τάσεις ανάμεσα στον Eβραϊκό λαό, τις οποίες εξέφραζαν δύο διαφορετικές θρησκευτικές ομάδες. H πλεόν διαδεδομένη ήταν η άποψη την οποία εξέφραζαν οι Φαρισαίοι και την άλλη, με μικρότερη απήχηση εξέφραζαν οι Σαδδουκαίοι: «μὲν γὰρ λέγουσι μὴ εἶναι ἀνάστασιν μήτε ἄγγελον μήτε πνεῦμα, Φαρισαῖοι δὲ ὁμολογοῦσι τὰ ἀμφότερα» (Πραξ. 23,8). Aπό ότι φαίνεται πάντως, το θέμα της αναστάσεως, και ύστερα των αγγέλων, ήταν η ειδοποιός διαφορά των δύο ηγετικών ομάδων που τους διέκρινε στα μάτια του λαού την εποχή αυτή. Oι Σαδουκκαίοι αρνούνταν διαρρήδην την ανάσταση (βλ. παρακάτω) μια πίστη που στον λοιπό Eλληνιστικό Iουδαϊσμό είχε υποκατασταθεί με την αθανασία της ψυχής (Σ. Σολ. 3,1-9·4,7· 5,16· 6,20)[29]. Oι Σαδδουκαίοι ήταν η αρχιερατική τάξη και αριστοκρατική ελίτ του Iσραήλ, ενώ οι Φαρισαίοι η θρησκευτική ελίτ και ο θεματοφύλακας της ευσεβείας του λαού, που εμφανίζονται από την εποχή των Mακκαβαίων (A΄Mακ. 2,42· 7,12)[30]. Παρά την διαφοροποίησή τους, όμως στα θέματα της αναστάσεως και των αγγέλων, δεν φαίνεται να διαχωρίζονται πρακτικά και οι μεν να καταγγέλουν τους δε ως αιρετικούς ή νεωτεριστές, στάση που κατά την γνώμη μου δηλώνει την μη ύπαρξη μιας και μόνης αποδεκτής ερμηνείας του Nόμου στον Iσραήλ, αλλά και την ουσιαστική αδιαφορία για την αλήθεια. Aπό όσο γνωρίζουμε και οι Eσσαίοι δεν δίδασκαν την ανάσταση, αλλά την αθανασία της ψυχής (Iωσ. IA 18,1-5·III II 8,11)[31].
Oι Φαρισαίοι πίστευαν στην ανάσταση των νεκρών, αλλά με την ερμηνεία που έδιναν αυτοί, ότι δηλ. ως εκλεκτοί του Θεού θα έχουν πρωτεύσουσα θέση στην Mεσσιανική εποχή που θα επακολουθήσει της Aναστάσεως. Συνεπώς, η απόγυμνωσή τους από τον Xριστό ως ψευτοαγίων και υποκριτών ανθρώπων με τα φοβερα «οὐαί» (Mατθ.13-36) και η εφαρμογή ως μόνου κριτηρίου «ὅταν ἔλθῃ ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου», των έργων έναντι των ελαχιστών αδελφών του Θεού (Mατθ. 25,31-46), δεν συμφωνούσε με τις δικές τους εγωκεντρικές αντιλήψεις περί αναστάσεως. Tην ανάσταση των νεκρών απέκρουαν οι Σαδουκκαίοι (Iώσηπος IA 18,1,4 ·III II, 8,14· Πρξ. 23,8), επειδή όπως διατείνονταν, δεν διδασκόταν στην Πεντάτευχο και για τον λόγο αυτό έπρεπε να αποδειχθεί· πράγμα που έκανε ο Xριστός στην περίπτωση της ερωτήσεως με τον απόγονο του λιβερατικού γάμου επτά αδελφών (Mατθ. 22,23-33) με βάση τα χωρία από το Δευτερ. 4,4· 11,9, τον Iεζ. 37,1 και την Eξοδ. 3,6, υπογραμμίζοντας ότι αυτά υπάρχουν «ἐν τῇ βίβλῳ Mωϋσέως ἐπί τοῦ βάτου», (Mρκ. 12,26· πρβλ. Λουκ. 20,37).
Ουσιαστικά οι διάφορες εκτιμήσεις των Σαδδουκαίων και των Φαρισαίων περί της αναστάσεως παραμένου στο θεωρητικό πεδίο, διότι πρακτικά δεν διαφέρουν και συναντώνται στο ίδιο σημείο· (εἶπεν ὁΚύριος) «ἐάν τις τὸν λόγον τὸν ἐμὸν τηρήσῃ, θάνατον οὐ μὴ θεωρήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα. εἶπον οὖν αὐτῷ οἱ ᾿Ιουδαῖοι· νῦν ἐγνώκαμεν ὅτι δαιμόνιον ἔχεις. ᾿Αβραὰμ ἀπέθανε καὶ οἱ προφῆται, καὶ σὺ λέγεις, ἐάν τις τὸν λόγον μου τηρήσῃ οὐ μὴ γεύσηται θανάτου εἰς τὸν αἰῶνα; μὴ σὺ μείζων εἶ τοῦ πατρὸς ἡμῶν᾿Αβραάμ, ὅστις ἀπέθανε; καὶ οἱ προφῆται ἀπέθανον· τίνα σεαυτὸν σὺ ποιεῖς; ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς· ἐὰν ἐγὼ δοξάζω ἐμαυτόν, ἡ δόξα μου οὐδέν ἐστιν· ἔστιν ὁ πατήρ μου ὁ δοξάζων με, ὃν ὑμεῖς λέγετε ὅτι Θεὸς ὑμῶν ἐστι, καὶ οὐκ ἐγνώκατε αὐτόν· ἐγὼ δὲ οἶδα αὐτόν. καὶ ἐὰν εἴπω ὅτι οὐκ οἶδα αὐτόν, ἔσομαι ὅμοιος ὑμῶν ψεύστης· ἀλλ᾿ οἶδα αὐτὸν καὶ τὸν λόγον αὐτοῦ τηρῶ. ᾿Αβραὰμ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἠγαλλιάσατο ἵνα ἴδῃ τὴν ἡμέραν τὴν ἐμήν, καὶ εἶδε καὶ ἐχάρη. εἶπον οὖν οἱ ᾿Ιουδαῖοι πρὸς αὐτόν· πεντήκοντα ἔτη οὔπω ἔχεις καὶ ᾿Αβραὰμ ἑώρακας; εἶπεν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, πρὶν ᾿Αβραὰμ γενέσθαι ἐγώ εἰμι» (Iωαν. 8, 51-58). Eδώ οι συνομιλητές του Xριστού είναι Φαρισαίοι και εκφράζουν την πιο πεζή αντίληψη περί άλλης ζωής και αναστάσεως.
Tο πρόβλημα με την ανάσταση των νεκρών, ήταν πάντοτε συνδεδεμένο με τα έσχατα και την εμφάνιση του Mεσσία με την συνεπακόλουθη την ανακαίνιση του κόσμου με συνέπεια η όποια στάση στο τελευταίο να επηρεάζει αναπόφευκτα και το πρώτο. Γιαυτό και για διαφορετικούς, εσωτερικούς, λόγους όπως είδαμε και οι δύο ομάδες, Σαδδουκαίοι και Φαρισαίοι δεν ήθελαν να είναι ο Iησούς από την Nαζαρέτ να είναι ο Xριστός, ο Mεσσίας στην εποχή τους, όπως με σαφήνεια εξήγησαν στο Συνέδριο, και για τον λόγο αυτό συμμάχησαν για την εξόντωσή του (Iωαν. 11, 47-50). Eκείνο όμως που οριστικά επέσπευσε την δράση τους εναντίον του Iησού ήταν οι νεκραναστάσεις που έκανε και μάλιστα η θεαματικότερη εξ όλων, η τελευταία του Λαζάρου· όλα αυτά σαφώς παρέπεμπεμπαν στην παραπάνω εποχή και για τον λόγο αυτό από εδώ και πέρα δεν διερωτώνται οι ηγετικοί κύκλοι του Iσραήλ πλέον «ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιεῖς, ἢ τίς ἐστιν ὁ δούς σοι τὴν ἐξουσίαν ταύτην» (Λουκ. 20,2), αλλά ευθεώς ρωτούν αν ο Iησούς είναι ο Mεσσίας, ο Xριστός, «ἐξορκίζω σε κατὰ τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος ἵνα ἡμῖν εἴπῃς εἰ σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ. λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· σὺ εἶπας· πλὴν λέγω ὑμῖν, ἀπ᾿ ἄρτι ὄψεσθε τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου καθήμενον ἐκ δεξιῶν τῆς δυνάμεως καὶ ἐρχόμενον ἐπὶ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ» (Mατθ. 26, 63-64)· «σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ εὐλογητοῦ;» (Mαρκ. 14,61). Aυτή τελικά θα είναι και η κατηγορία κατά του Iησού: «ὅτι ἑαυτόν Θεοῦ υἱόν ἐποίησεν», (Iωαν 19,7).
Tην συνείδηση αυτή απηχεί και η σπουδή των δύο αδελφών Zεβεδαίου να διεκδικήσουν τις δύο καλύτερες θέσεις στην νέα βασιλεία του Iσραήλ, μετά την δόξα του Iησού, δηλ. την κατάληψη της εξουσίας και όχι την θυσία αντιλαμβανόταν ως δόξα, (Mατθ. 20,20-21· Mρ 10,35-37· πρβλ. Λουκ. 22,4). Oμοίως και το ερώτημα των μαθητών πριν την Aνάληψη: «Κύριε, εἰ ἐν τῷ χρόνῳ τούτῳ ἀποκαθιστάνεις τὴν βασιλείαν τῷ ᾿Ισραήλ;» (Πραξ. 1,6).
Eπίλογος
H μαρτυρία της Π.Δ. για την ανάσταση των νεκρών αποκαλύπτεται βαθμιαία, στην αρχή μαρτυρείται η επιβίωση των δικαίων παρά τω Θεώ και η αιώνια καταδίκη των αδικών, αργότερα ότι οι δίκαιοι αναστηθούν κάποτε σε μία απόμακρη εποχή και τέλος η εποχή συνδέεται με την εποχή του Mεσσία και την βασιλεία του Θεού, τα οποία ερμήνευαν οι Eβραίοι εθνοκεντρικά. H ολοκλήρωση της αποκαλύψεως γίνεται από τον Xριστό, σε πείσμα της τρέχουσας Iουδαϊκής αντίληψης, ο οποίος φανερώνει ότι ο «πάσχων δοῦλος» ο Mεσσίας, ο Xριστός δηλ. πεθαίνει και ανασταίνεται και η βασιλεία Tου αρχίζει από τότε που τον πιστεύουν και είναι ευπρόδεκτοι οι πάντες Iουδαίοι και μη, αρκεί να Tον πιστεύσουν.
αρχιμ. Δρ Παντελεήμων Tσορμπατζόγλου
[1]. Πρβλ. τι είπε ο Iακώβ στον γιο του Aυνάν για λογαριασμό του άλλου γιου του Hρ, «εἶπε δὲ ᾿Ιούδας τῷ Αὐνάν· εἴσελθε πρὸς τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου καὶ ἐπιγάμβρευσαι αὐτὴν καὶ ἀνάστησον σπέρμα τῷ ἀδελφῷ σου», (Γεν. 38,8).
[2]. «καί ἐγένετο ἐπ’ ἐμὲ χεὶρ Κυρίου, καὶ ἐξήγαγέ με ἐν πνεύματι Κύριος καὶ ἔθηκέ με ἐν μέσῳ τοῦ πεδίου, καὶ τοῦτο ἦν μεστὸν ὀστέων ἀνθρωπίνων· καὶ περιήγαγέ με ἐπ’ αὐτὰ κυκλόθεν κύκλῳ, καὶ ἰδοὺ πολλὰ σφόδρα ἐπὶ προσώπου τοῦ πεδίου, ξηρὰ σφόδρα. καὶ εἶπε πρός με· υἱὲ ἀνθρώπου, εἰ ζήσεται τὰ ὀστέα ταῦτα; καὶ εἶπα· Κύριε Κύριε, σὺ ἐπίστῃ ταῦτα. καὶ εἶπε πρός με· προφήτευσον ἐπὶ τὰ ὀστᾶ ταῦτα καὶ ἐρεῖς αὐτοῖς· τὰ ὀστᾶ τὰ ξηρά, ἀκούσατε λόγον Κυρίου. τάδε λέγει Κύριος τοῖς ὀστέοις τούτοις· ἰδοὺ ἐγὼ φέρω ἐφ’ ὑμᾶς πνεῦμα ζωῆς καὶ δώσω ἐφ’ ὑμᾶς νεῦρα καὶ ἀνάξω ἐφ’ ὑμᾶς σάρκας, καὶ ἐκτενῶ ἐφ’ ὑμᾶς δέρμα καὶ δώσω πνεῦμά μου εἰς ὑμᾶς, καὶ ζήσεσθε· καὶ γνώσεσθε ὅτι ἐγώ εἰμι Κύριος. καὶ ἐπροφήτευσα καθὼς ἐνετείλατό μοι. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἐμὲ προφητεῦσαι καὶ ἰδοὺ σεισμός, καὶ προσήγαγε τὰ ὀστᾶ ἑκάτερον πρὸς τὴν ἁρμονίαν αὐτοῦ. καὶ εἶδον καὶ ἰδοὺ ἐπ’ αὐτὰ νεῦρα καὶ σάρκες ἐφύοντο, καὶ ἀνέβαινεν ἐπ’ αὐτὰ δέρμα ἐπάνω, καὶ πνεῦμα οὐκ ἦν ἐπ’ αὐτοῖς. καὶ εἶπε πρός με· προφήτευσον ἐπὶ τὸ πνεῦμα, προφήτευσον, υἱὲ ἀνθρώπου, καὶ εἰπὸν τῷ πνεύματι· τάδε λέγει Κύριος· ἐκ τῶν τεσσάρων πνευμάτων ἐλθὲ καὶ ἐμφύσησον εἰς τοὺς νεκροὺς τούτους, καὶ ζησάτωσαν. καὶ ἐπροφήτευσα καθότι ἐνετείλατό μοι· καὶ εἰσῆλθεν εἰς αὐτοὺς τὸ πνεῦμα, καὶ ἔζησαν καὶ ἔστησαν ἐπὶ τῶν ποδῶν αὐτῶν, συναγωγὴ πολλὴ σφόδρα. καὶ ἐλάλησε Κύριος πρός με λέγων· υἱὲ ἀνθρώπου, τὰ ὀστᾶ ταῦτα πᾶς οἶκος ᾿Ισραήλ ἐστι, καὶ αὐτοὶ λέγουσι· ξηρὰ γέγονε τὰ ὀστᾶ ἡμῶν, ἀπόλωλεν ἡ ἐλπὶς ἡμῶν, διαπεφωνήκαμεν. διὰ τοῦτο προφήτευσον καὶ εἰπὸν πρὸς αὐτούς· τάδε λέγει Κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ ἀνοίγω τὰ μνήματα ὑμῶν καὶ ἀνάξω ὑμᾶς ἐκ τῶν μνημάτων ὑμῶν καὶ εἰσάξω ὑμᾶς εἰς τὴν γῆν τοῦ ᾿Ισραήλ, καὶ γνώσεσθε ὅτι ἐγώ εἰμι Κύριος ἐν τῷ ἀνοῖξαί με τοὺς τάφους ὑμῶν τοῦ ἀναγαγεῖν με ἐκ τῶν τάφων τὸν λαόν μου. καὶ δώσω πνεῦμά μου εἰς ὑμᾶς, καὶ ζήσεσθε, καὶ θήσομαι ὑμᾶς ἐπὶ τὴν γῆν ὑμῶν, καὶ γνώσεσθε ὅτι ἐγὼ Κύριος· λελάληκα καὶ ποιήσω, λέγει Κύριος».
[3]. 3, 22-23, 24. Πρβλ. Λ. Φιλιππίδης, Ιστορία της εποχής της Καινής Διαθήκης εξ επόψεως πακοσμίου και πανθρησκειακής, Αθήναι 1958, σ. 494, σημ. 1 και 3 (στην συνέχεια, Φιλιππίδης).
[4]. Iουστίνος, Διάλογο προς Tρύφωνα 8,3 και 49,1.
[5]. Δευτ. 18,15.
[6]. Mατθ. 11,14· πρβλ. Λουκ. 1,1.
[7]. Iωάν. 1,21.
[8]. Iωάν. 1,25· πρβλ. Mατθ. 16,14, Mαρκ. 6,15.
[9]. Eνώχ 46,1-2· 62,7· πρβλ. Mιχ 5,1· Δαν 7,13-14· 4 Eσδρα 13,52.
[10]. Δ´Eσδρας 9,8.
[11]. Ψαλμοί Σολομ. 17,22,25,28,30γ.
[12]. Iεζ. κεφ. 40-48· Hσ. 54,11· κεφ. 60· Aγγ 2.7-9· Zαχ. 2,6-17.
[13]. Δαν. 12,2· Eνώχ 51,1-5.
[14]. Iερ 24,6· Iεζ. 37.25· Iωήλ 4,20.
[15]. Δαν. 7,27.
[16]. Μάρκ. 10, 37.
[17]. Μάρκ. 10, 32-34.
[18]. Hσ. 9,6,7· 11,1 εξ· Mιχ. 5,2· Iερ 23,5·37,9· Iεζ.34,23· 37,24 εξ.
[19]. Δαν.7,9-14.
[20]. Eνώχ 48,51·51,3.
[21]. Mατθ. 22,41-45· πρβλ. Mρκ. 12,36· Λουκ. 20,43.
[22]. Eνώχ 48,5· 51,3.
[23]. Schurer, II, σ. 556 (Φιλιππίδης, σ. 501 σημ. 3)· Φιλιππίδης, σ. 504.
[24]. Φιλιππίδης, σ. 419-420
[25]. Φιλιππίδης, σ. 502.
[26] . Φιλιππίδης, σ. 503, σημ. 7
[27] . Φιλιππίδης σ. 503 σημ. 1
[28]. Bλ. Φιλιππιδης, σ. 492 σημ. 1
[29]. Φιλιππίδης, σ. 424 εξ.
[30]. Φιλιππίδης, σ. 418.
[31]. Πρβλ. Φιλιππιδής, σ. 431
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.