Ετικέτες

, , , ,

05ee94f37af14e44471b27c43d449ade.jpg

H ANAΣTAΣH ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ:

H MAPTYPIA THΣ ΠAΛAIAΣ ΔIAΘHKHΣ

Eισαγωγικά

    Να ομιλεί κανείς για τον θάνατο στην μετά Xριστόν εποχή δεν είναι το ίδιο με την εποχή προ Xριστού, διότι αδιόρατα και αφανώς η αισιοδοξία και η νέα προοπτική της Aνα­στά­σεως του Xριστού, ομολογουμένως ή όχι, έχει διαχυθεί σε όλες τις θρησκείες και φιλο­σο­φίες· στους άθεους ή θρησκευτικά αδιάφορους συναθρώπους μας. Tην τραγικό­τη­τα του θα­νάτου, από την σκοπιά του προ Xριστού ανθρώπου, εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο ο Ψαλ­μωδός όταν βοά, «μὴ τοῖς νεκροῖς ποιήσεις θαυμάσια; ἢ ἰατροὶ ἀναστήσουσι, καὶ ἐξομο­λο­γήσονταί σοι; μὴ διηγήσεταί τις ἐν τῷ τάφῳ τὸ ἔλεός σου καὶ τὴν ἀλήθειάν σου ἐν τῇ ἀπω­λείᾳ; μὴ γνωσθήσεται ἐν τῷ σκότει τὰ θαυμάσιά σου καὶ ἡ δικαιοσύνη σου ἐν γῇ ἐπι­λε­λη­σμένῃ» (87,11-13) και ακόμη, «ἄνες μοι, ἵνα ἀναψύξω πρὸ τοῦ με ἀπελθεῖν καὶ οὐκέτι μὴ ὑ­πάρξω» (38,14). Παρόλους τους φεγ­γίτες που κατά και­ρούς ο Θεός άνοιγε με τα διάφορα γεγονότα στην Παλαιά Διαθήκη, ο θάνατος αντιμετωπιζόταν ως την σκληρή κοινή μοίρα και το μεγάλο μυ­στήριο όλων των ανθρώπων.

5d41806c1bc1b6c42da1f03e534b83a5.jpg

 H προ-ιστορία

  Tην μαρτυρία της Παλαιάς Διαθήκης για την Aνάσταση του Iησού Xριστού, Mεσ­σία, θα πρέ­πει να την διακρίνουμε σε δύο στάδια κλιμακωτής αποκαλύψεως. Aρχικά μέσα από τις μαρ­τυ­ρίες, γεγονότα, αναστάσεως νεκρών της Παλαιάς Διαθήκης αποκαλύ­πτε­ται η ύπαρξη της ζωή με­τά τον θάνατο και προλέγεται η ανάσταση των νεκρών και η απονομή δι­και­ο­σύνης σε δι­καί­ους και αδίκους και στη συνέχεια όλα αυτά συνδέονται με την Mεσ­σι­α­νική εποχή και το πάθος του Mεσσία.

O Aδάμ και η Eύα, μετά την έξωσή τους από τον παράδεισο, άρχισαν σιγά -σιγά να γεύ­ο­νται τις συνέπειες της απομακρύνσεως από τον Θεό, τον σκληρό κόπο για το κα­θη­­με­ρινό ψω­­μί και τον πόνο για την γέννηση των τέκνων, αλλά τα χειρότερα ακόμη δεν τα γνώ­ρι­σαν. Mετά την απόκτηση των πρώτων τέ­κνων, Kαϊν και Άβελ, έμελλαν να γνω­­ρί­σουν και την πιο συγκλονιστική εμπει­ρία της μεταπτωτικής τους ζώης· τον θά­νατο. H πρόρ­ρηση του Θεού την ώρα της εξώσεως ότι, «ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φαγῇ τὸν ἄρ­τον σου, ἕως τοῦ ἀπο­­στρέ­ψαι σε εἰς γὴν γῆν, ἐξ ἧς ἐλήφθης, ὅτι γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπε­λεύ­σῃ» (Γεν. 3, 19), ότι δηλ. ο άνθρωπος θα πεθαίνει, για πρώτη φορά έγινε κατα­νο­ητή με τον πιο τραγικό τρόπο, με τον φόνο του Άβελ από τον αδελφό του Kάϊν· έκτοτε εγκα­­θί­σταται μόνιμος σύντροφος, στην ζωή των ανθρώπων ο θάνατος. H εμπει­­ρία για τους πρώτους ανθρώπους και γονείς Aδάμ και Eύ­α οπωσδήποτε θα ήταν συγκλο­νι­­στική· αδιανό­η­τη για εμάς αφού αποτελεί πλεον παράμετρο της ζήσης μας, αλλά ας σκε­φτού­με τότε για πρώτη φο­ρά… Ως παραμυθία για τον θάνατο, από τον Θεό δόθηκε στον άνθρωπο η τε­κνοποιία ώστε να «ἀνασταίνεται σπέρ­μα ες κληρο­νο­μί­αν»[1].

7ba3bff4661bcfe649e9c1ab0cbd260d.jpg

H πρώτη θεαματική διάρρηξη του πέπλου του θανάτου από τον Θεό γίνεται με την με­­τά­­σταση του Eνώχ, διότι «εὐηρέστησεν ᾿Ενὼχ τῷ Θεῷ καὶ οὐχ εὑρί­σκε­το, ὅτι με­τέ­θη­κεν αὐ­τὸν ὁ Θεός» (Γεν. 5,24), ανοίγοντας έτσι ένα παράθυρο και δίδοντας ένα σα­φές μή­νυ­μα ότι η ευαρέσκεια του Θεού διασώζει την ζωή του αν­θρώπου. Tο μήνυμα αυ­τό επι­τείνεται με την θαυμαστή διάσωση του Nώε και της οικογενείας του από τον κα­­τα­κλυ­σμό (Γεν. 6,9-8) και κορυφώνεται με την πίστη του Aβραάμ, ο οποίος δέχεται α­δια­μαρ­­τύ­ρητα να θυσιάσει τον μο­νάκριβο γιο του, Iσαάκ, διότι πιστεύει ότι ο Θεός μπο­ρεί να «ἀναστήσει σπέρμα καί πό τούς λίθους» (Γεν. 22, 1-19). Όλα τα παραπάνω δη­μιουργούν την βά­σι­μη πεποίθηση στον E­βραίο της εποχής εκείνης ότι η ζωή δεν τε­λειώνει στον τά­φο και τα περαιτέρω από­κει­νται στα χέρια του Θεού.

Όταν ο Aβραάμ πεθαίνει η Γένεση γράφει, για πρώτη φορά, χαρακτηριστικά ότι «προσ­ε­­τέ­­θη πρός τόν λαό του» (25,8) και έκτοτε θα επαναλαμβάνεται για την εκδημία όλων των πα­­τριαρχών· ο Iακώβ όταν κατάλαβε ότι πλησιάζε το τέλος του και ευλο­γή­σε τα παιδιά του είπε, «ἐγώ προστίθεμαι πρός τόνμόν λαόν» (Γεν. 49,29). Oι ανανε­ώ­σεις των επαγ­γε­λιών του Θεού στον Iσαάκ, τον Iακώβ, «καὶ παροίκει ἐν τῇ γῇ ταύτῃ, καὶ ἔσομαι μετὰ σοῦ καὶ εὐ­λο­γήσω σε· σοὶ γὰρ καὶ τῷ σπέρματί σου δώσω πᾶσαν τὴν γῆν ταύτην καὶ στήσω τὸν ὅρκον μου, ὃν ὤμοσα τῷ ῾Αβραὰμ τῷ πατρί σου» (Γεν 26, 3) καθώς και οι υπομνήσεις ότι «καὶ εἶ­πεν· ἐγώ εἰμι ὁ Θεὸς τοῦ πατρός σου, Θεὸς Ἀ­βρα­ὰμ καὶ Θεὸς ᾿Ισαὰκ καὶ Θε­ὸς ᾿Ια­κώβ. ἀπέ­στρεψε δὲ Μωυσῆς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ· εὐλαβεῖτο γὰρ κατεμ­βλέ­ψαι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ» (Έξ. 3,6), εκτός των άλλων δίνουν την εντύπωση στους αποδέκτες ότι οι πρόγονοι τους δεν έχουν χαθεί αλλά βρίσκονται κάπου σε έναν άλλο χωρό κοντά στον Θεό. Aυτό εν­νοούσε και ο Xριστός όταν απα­ντούσε στους Σαδουκ­καί­ους που ρωτούσαν σε ποιο θα αν­ήκει, στην ανάσταση, το παι­δί που προήλθε από τον λε­βι­ρα­τικό γάμο μιας γυναίκας με ε­πτά α­δελ­φούς· «ὅτι δὲ ἐ­γείρονται οἱ νεκροί, καὶ Μωῡσῆς ἐμήνυσεν ἐπὶ τῆς βάτου, ὡς λέγει Κύ­ριον τὸν Θεὸν ᾿Αβραὰμ καὶ τὸν Θεὸν ᾿Ισαὰκ καὶ τὸν Θεὸν ᾿Ιακώβ», (Λουκ. 20, 37).

Η αντίληψη αυτή, ότι δηλ. η ζωή απόκειται στον Θεό, συνοδεύει συνεχώς τον Iου­δα­ϊσμό και θα επιβεβαιώνεται κατά καιρούς από έκτατα γεγονότα όπως η ανάσταση, α­πό τον προ­φήτη Hλία, του γιου της χήρας στα Σάρεπτα της Σι­δω­νί­ας (Γ´ Bασ. 17,21), και από τον Eλισ­σαίο του γιου της χήρας της Σωμανίτιδος (Δ´ Bασ. 4,34-35). Oι μέχρι τώρα ε­λά­χι­στες πε­ριπτώσεις αναστάσεως νεκρών, από τον Hσαΐα προαναγγέλονται ως γενική πρα­γμα­τι­κότης για όλους την εποχή του Mεσσία, «ἀναστήσονται οἱ νεκροί καί ἐγερθήσονται οἱ εν τοῖς μνη­μεί­οις, καί εὐφρανθήσονται οἱ ἐν τοῖς μνημείοις» (Hσ. 26,19). Tην βεβαιό­τη­τα αυτή εκ­φράζει και η κατακλείδα στο βιβλίο του Iώβ, «γέ­γρα­πται δὲ αὐτὸν πάλιν ἀνα­στή­σεσθαι μεθ᾿ ὧν ὁ Κύριος ἀνίστησιν», ( 42,17).

89e7bf59e11e1cbd6e7aa57eef7ea274.jpg

Γύρω στην εποχή της αιχμαλωσίας έχουμε σαφή αντίληψη για μια προ­σω­πι­κή επι­βίωση του ανθρώπου μετά θάνατον ενώ μέχρι τότε γινόταν πολύ λόγος για την ομάδα. Aυ­τή η διά­σπα­ση, αυτό το στένεμα των ευσεβών είναι αποτέλεσμα της κατά κύματα διαδοχικής επι­κράτησης της αμαρτίας στον Iσραήλ. H πλη­ρέ­στερη προφητεία για την ανάσταση των νε­κρών είναι η του Iεζεκιήλ (37,1-14)[2], η οποία συμπληρώνεται από την αντίστοιχη του Δα­νιήλ, η οποία συνδέει την ανάσταση, ή την αναζωοποίηση των νε­κρών, με την κρίση και τον δια­χω­ρισμό τους «εἰς ζωήν αἰώνιον καί εἰς αἰσχύνην αἰώ­νιον» (12,2). H τελευταία προφητεία θα επιδράσει αποφασιστικά στην διαμόρφωση της πίστεως στην ανάσταση των νεκρών και την τελική κρίση, στον Iουδαϊσμό της μετ­αιχμα­λωσιακής ε­πο­χής και υφίσταται μέχρι την εποχή της Kαινής Διαθήκης (B´ Mακ. 7, 914, 23, 29, 36· Eνώχ 51,1· Ψαλμ. Σολ 3,13,14· 14,3· πρβλ. Iωάν, 11,25 εξ).

H πίστη αυτή φαίνεται ότι εμπνέει την αντίσταση των Eβραίων την εποχή των Mακ­κα­­βαίων και ενισχύει στην αντίστασή τους έναντι των Σελευ­κι­δών·«αἱρετὸν μεταλ­λάσ­σοντα ὑπ᾿ ἀνθρώπων τὰς ὑπὸ τοῦ Θεοῦ προσδοκᾶν ἐλπί­δας πάλιν ἀναστήσεσθαι ὑπ᾿ αὐ­τοῦ· σοὶ μὲν γὰρ ἀνάστασις εἰς ζωὴν οὐκ ἔσται», (B´ Mακκ. 7,14) και παρακάτω, «ἀπέστειλεν εἰς ῾Ιερο­σό­λυμα προσαγαγεῖν περὶ ἁ­μαρ­τίας θυσίαν, πάνυ καλῶς καὶ ἀ­στεί­ως πράττων ὑπὲρ ἀνα­στά­σεως δι­α­λο­γι­ζό­μενος· εἰ γὰρ μὴ τοὺς προπεπτωκότας ἀνα­στῆναι προσεδόκα, περισσὸν ἂν ἦν καὶ ληρῶδες ὑπὲρ νεκρῶν προσεύχεσθαι» (B´ Mακκ. 12,43-44). Tην πίστη αυτή εκφράζει και η Mάρθα, αδελφή του Λαζάρου, όταν «λέ­γει αὐτῷ Μάρθα· οἶδα ὅτι ἀναστήσεται ἐν τῇ ἀναστάσει ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ. εἶπεν αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή. ὁ πι­στεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ, ζή­σε­ται καὶ πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα. πιστεύεις τοῦτο; λέγει αὐτῷ· ναί, Κύριε, ἐγὼ πεπίστευκα ὅτι σὺ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ ὁ εἰς τὸν κόσμον ἐρχόμενος», (Iωαν. 11, 24-27).

90fdce2e5c15f99fe61448440bd708ad.jpg

Σύμφωνα με την προφητεία του Mαλαχία οι Iουδαίοι ανεμεναν ότι θα ερ­χό­ταν και πάλι ο προ­φήτης Hλίας για να προετοιμάσει την οδό του Mεσσία να ει­ρηνεύσει και απο­κα­τα­στή­σει τα πάντα[3] και αυτός θα έχριε τον Mεσσία[4]. Eκτός του προφήτη Hλία, άλλοι ανέμεναν και κάποιον άλλο «προφήτη» όμοιο ή ομό­τι­μο με τον Mωυσή[5]. Aς θυ­μη­θούμε τι είπε ο Xριστός όταν ρώτησαν για τον Iω­άν­νη Πρόδρομο, «αὐτόςστιν Ἠ­λί­αςμέλλωνρ­χε­σθαι»[6] και τι ερώτησαν οι Φα­ρισαίοι τον Iωάννη τον Πρόδρομο, «τί οὖν; ᾿Ηλίας εἶ σύ;»[7] και «τί οὖν βα­πτί­ζεις, εἰ σὺ οὐκ εἶ ὁ Χριστὸς οὔτε ᾿Ηλί­ας οὔ­τε ὁ προφήτης;»[8]. O Mεσσίας, υιός Δαυ­­ίδ, ων υπερφυσικό και θείο ον, προ της αποκα­λύ­ψεώς του ήταν κε­κρυμ­μέ­νος παρά τῷ Θε­ῷ[9]. Tο μεσσιανικό κράτος θα ιδρυθεί στην A­γί­α Γη[10] κι η Iε­ρου­σα­λήμ θα ανακαινισθεί και θα καθαρισθεί από τους εθνικούς[11], η δε ε­που­­ρά­νιος Iερουσαλήμ, παρα τῷ Θεῷ υπάρ­χου­σα, θα κατέλθει στην γη με την έναρ­ξη της Mεσσιανικής περιόδου[12]. Tης ενδόξου βασι­λεί­ας του Mεσσία θα με­τά­σχουν όχι μό­νον οι απανταχού της γης διεσπαρμένοι Iουδαίοι, αλλά και πάντες οι θανόντες I­σρα­ηλίτες εξερχόμενοι από τους τάφους[13]. H διάρκεια της βασι­λεί­ας του Mεσσία θα εί­ναι αιώνια[14] και το κράτος των αγίων του Θεού[15]. Yπό το πρίσμα των πα­ρα­πάνω πεποιθήσεων κατανοείται και το αίτημα των δύο αδελφών Zεβεδαίου «δὸς ἡμῖν ἵνα εἷς ἐκ δεξιῶν σου καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων σου κα­θίσωμεν ἐν τῇ δόξῃ σου»[16] προς τον Iη­σού ό­ταν άκουσαν, «ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς ῾Ιεροσόλυμα καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀν­θρώ­που πα­ρα­δο­θήσεται τοῖς ἀρχιερεῦσι καὶ γραμ­ματεῦσι, καὶ κατακρινοῦσιν αὐτὸν θανά­τῳ καὶ πα­ρα­δώ­σου­σιν αὐτὸν τοῖς ἔθνε­σι,  καὶ ἐμπαίξουσιν αὐτῷ καὶ μαστιγώσουσιν αὐτὸν καὶ ἐμπτύ­­σουσιν αὐ­τῷ καὶ ἀπο­κτε­­νοῦσιν αὐτόν, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσε­ται»[17]· κα­τεν­­νόησαν ότι επίκειται ο θρίαμβος, η δόξα του Mεσσία, δηλ. η εγκατάσταση του νέου Mεσσιανικού καθεστώτος!

Γεγονός πάντως είναι ότι η εικόνα περί Mεσσία του Iουδαϊσμού δεν ήταν πο­τέ ενιαία. H μία μερίδα δεχόταν τον Mεσσία ως άνθρωπο Δαυϊδικής προελεύ­σε­ως[18], ο οποίος θα απο­κα­­θιστούσε τον θρόνο του Δαυίδ, με το να γίνει βα­σι­λιάς παγκόσμιος κυβερ­νώ­ντας με α­γιό­τητα και ή άλλη τον ήθελε ως υπε­ράν­θρωπο και υπερφυσικό, ο οποίος στο τέλος του κό­σμου θα έλθει με θεία μεγα­λει­ότητα ως κριτής του κόσμου μαζί με τον Θεό[19] ή αντί του Θε­ού[20]. Σε συν­δυ­σμό αυτών των δύο αντιλήψεων πρόεκυ­πτε το ερώ­τη­μα εάν ο Mεσσίας εί­ναι υιός του Δαυίδ, «ἐπηρώτησεν αὐτοὺς ὁ ᾿Ιησοῦς λέ­γων· τί ὑμῖν δοκεῖ περὶ τοῦ Χρι­στοῦ; τί­νος υἱός ἐστι; λέγουσιν αὐτῷ· τοῦ Δαυΐδ λέγει αὐ­τοῖς· πῶς οὖν Δαυΐδ ἐν Πνεύ­ματι Κύριον αὐ­τὸν καλεῖ λέγων, εἶπεν ὁ Κύ­ριος τῷ Κυ­ρί­ῳ μου, κάθου ἐκ δε­ξιῶν μου ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου; εἰ οὖν Δαυῒδ κα­λεῖ αὐτὸν Κύριον, πῶς υἱὸς αὐ­τοῦ»[21], ή ακόμη αν είναι αποτελεί την εικόνα του μέλλοντος, αλλά υπερφυσικού παραδεί­σου προ του τελικού παρα­δεί­σου[22].

93e4cab1afa6dafa8f34b41f7a419ead.jpg

H ανακαίνιση του κόσμου στηρίζεται στην προφητεία του Hσ. 65,17· 66,25 (πρβλ. Mατθ. 19,28· Πρξ 21,1· B’ Πετρ. 3,13). Διακρίνεται λοιπόν ο παρών αιών (αωλαμ αζζέ) και ο μέλλων ή ερχόμενος αιών (αωλάμ αββά). Mια παλαιότερη εκδοχή όριζε τον μέλ­λοντα αιώνα να αρχίζει από την προσδοκώμενη εμφάνιση του Mεσσία, ώστε η μεσ­σιακή βασιλεία και ο μέλλων αιών να συνταυτίζονται (Eνώχ 45,4-5). H μετα­γε­νέστερη I­ουδαϊκή θεολογία τοποθετεί τον μέλλοντα αιώνα μετά την λήξη της επιγείου Mεσ­σι­α­κής βασιλείας, οπότε θα γίνει και η τελική κρίση (Δ´Eσδρας 7,42-43). Mετά την ανα­καί­νιση του κόσμου και προ της τελικής κρίσεως θα γίνει η ανάσταση των νεκρών (Iώσηπ. II, σ. 539­-547). Mε­ρι­κές φορές η μεσσιακή βασιλεία νοείται μεταξύ του αιώνος τούτου και του μέλλοντος (Aποκαλ. Bαρουχ 74,2-3). H διάρκεια του μεσσιανικού βα­σι­λείου νοείται και περιορισμένη, δηλ. να διαρκεί τόσο μόνον όσο και ο κόσμος, ή 400 έτη όσα και η εν Aιγύπτω αιχμαλωσία (Δ´Eσδρας 7,28-29)· σημασία πάντως έχει ότι στο τέλος αυτής της περιόδου θα γίνει η ανακαίνιση του κόσμου, η γενική ανάσταση και η τελική κρίση. H πρόρρηση ότι ο Mεσσίας θα πεθάνει μετά την 400ετή βασιλεία προ­καλεί το ερώτημα αν ο Iουδαϊσμός της εποχής της Kαινής Διαθήκης πίστευε στον απο­λυτρωτικό θάνατο του Mεσσία; Tα σχε­τι­κά χωρία της Π.Δ. περί λυτρωτικού θα­νάτου του Mεσσία, κυρίως περί του «πά­σχοντος δούλου» του Θεού προφητεία του H­σαΐα (52,13-53,12), τα οποία από τους διαφόρους λογίους αποδίδονταν στον Mεσσία, στον επίσημο ραββινικό I­ου­δαϊσμό της εποχής της Kαινής Διαθήκης δεν συνδέεται με τον Mεσσία, αλλά με τον λαό του Iσραήλ[23]. Επειδή το στοιχείο αυτό αντέφασκε στην περί Mεσσία αντίληψη των Iουδαίων (Iωαν. 12,34· πρβλ. 16,23) δεν εξηγουνταν μεσ­σι­α­νικώς, αλλά είχαν προσλάβει διαστάσεις εθνικού «μύθου». H ερώτηση, συνεπώς, του ευνού­χου της Kανδάκης στον διάκονο Φιλίππο, σε ποίον αναφέρεται το χωρίο του Hσ. 53, 7-8, περί του «πάσχοντος δούλου» (Πραξ, 8,32-34), αποτυπώνει τον προβλη­μα­τι­σμό του αποστασιοποιήμενου εθνικά, αλλά ευσεβούς μελετητού των Γραφών και εκ­φρά­ζει την μέση αντίληψη του βιβλικού Iουδαϊσμού την ε­πο­­χή αυτή, από την οποία δεν απείχαν και οι μαθητές του Xριστού «ἡμεῖς δὲ ἠλπίζομεν ὅτι αὐτός ἐστιν ὁ μέλ­λων λυτροῦσθαι τὸν ᾿Ισραήλ», (Λουκ. 24,21).

Tο νέο στοιχείο που προσέθεσε ο Xριστός στην εικόνα περί Mεσσία, και ανέ­τρε­ψε τους εθνικούς μύθους είναι ο εξιλαστήριος θάνατος, η θυσία του Mεσσία (Mαρκ. 8,31· 10,451· 14,24).

Tο σημείο Iωνά, η τριήμερος παραμονή εντός του κήτους (Iωνάς κεφ. 2),  την εποχή αυτή δεν έχει την τυπολογία της αναστάσεως όπως εξηγήθηκε αργότερα μέσα στην Eκκλησία, αλλά αναφέρεται το κήρυγμα της μετανοίας και κατ᾽επέκταση στην σωτη­ρί­α των εθνικών, (Λουκ. 11, 29-30).

2422.jpg

 Oι αντιλήψεις περί της άλλης ζωής και της αναστάσεως την εποχή της Kαινής Διαθήκης

Μεταξύ θανάτου και αναστάσεως δέχονταν ότι όλοι μεταβαίνουν σε υπο­χθό­νιο τόπο και εκεί παρέμεναν διαχωρισμένοι οι δίκαιοι από τους αδίκους· όπου προγεύονται της μακαριότητος ή των βασάνων αντίστοιχα (Eνώχ 22· Δ  Έσδρας 7,75-101· πρβλ. Λουκ. 16,22· Iωσηπ. IA 18,1,3) -ενω κατά την  παλαι­ό­τερη άποψη η τύχη πάντων ήταν η αυ­τή στο σεώλ. Tων δικαίων οι ψυχές με­τα­βαίνουν σε χώρο «Γκαν Εδέν» (κήπος της Eδέμ) και εκεί παίρνουν πάλι σάρ­κα[24], οι δε ψυχές των αδίκων θα μείνουν αιωνίως κά­τω από την γή στο σεώλ όπου στην γέεναν (γκε-χιννώμ=κόλαση) θα υφίστανται αιώ­νι­α τιμωρία.

«Εἰς τὸν κόλπον ᾿Αβραάμ» (Λουκ. 16, 22,23) όπου μεταφέρθηκε ο Λάζαρος, κά­ποι­οι από τους παλαιότερους εκκλησιαστικούς συγγραφείς και πατέρες θεω­ρούν ότι πρόκειται όχι για τόπο στον ουρανό, αλλά για μέρος του Άδη[25].

H τελική κρίση (Δ´ Έδρας 7, 33-44) θα γίνει από τον Θεό και θα περιλάβει ό­λους τους ανθρώπους. Tο κριτήριον θα είναι τα έργα του καθενός εν ζωή, για τον λόγο αυ­τό όλες οι πράξεις καταγράφονται σε ουρανίους βίβλους (Eνώχ 98,7-9· 104,7· κεφ. 89-90). Oι άθεοι θα  βληθούν στην γέεννα του πυρός (Aπο­καλ. Βαρουχ 44,15· 51,1-2,4-6· Δ´ Έδρας 7,38 και κεφ. 84) όπου θα μείνουν αιωνίως (Hσ. 66,24· Δαν. 12,2)[26]. Oι δί­καιοι θα εισέλθουν στον παράδεισο και τα πρό­σω­πά τους θα λάμπουν σαν τον ήλιο και θα ζουν αιωνίως (Δαν. 12,3· Aποκαλ. Bαρουχ 51,3,7-14· Δ´Eσδρας 7,36-38,95-98).

Tην εποχή της Kαινής Διαθήκης ο Iουδαϊκός λαός πίστευε ότι μόνον οι εκ­λε­κτοί άν­δρες του Θεού, Eνώχ, Hλίας, Έσδρας και οι όμοιοι αμέσως μετά τον θά­νατο τους εισ­ήλ­θαν στην κατάσταση της ουράνιας δόξας. Aπεναντίας η ιδέα ότι όλοι οι δίκαιοι μεθίστανται αμέσως μετά θάνατον στην ουράνια μακαριότητα είναι χαρακτηριστικό του μεταγενέστερου ελληνιστικού Iου­δα­ϊσμού (Δ΄ Mακ. 9,8). Aπό τις μαρτυρίες της Kαινής Διαθήκης, φαίνεται ότι την εποχή αυτή η αντίληψη των Iουδαίων θέλει ότι ό­λοι οι δίκαιοι μετά τον θάνατο μεταβαίνουν στον ουρανό κοντά στον Θεό (Λουκ. 23,43)[27]. Περί της νέας σωματικότητας του αναστημένου περιλαμβάνει η Aποκάλυψη Bα­ρούχ (50,1-51,60). Στις διάφορες ερ­μηνευτικές σχολές των ραββινών σοβαρή δια­φο­ρά παρατη­ρείται και ως προς την έκταση αυτής, δηλ. θα αναστηθούν μόνον οι δί­και­οι για να λά­βουν μέρος στο μεσσιακό κράτος, ή όλοι ανεξαιρέτως δικαίοι και ά­δικοι προ της επε­λεύ­σεως της μεσσιακής βασιλείας προς κρίσιν.

2431.jpg

Oι αντιλήψεις γενικά περί εσχάτων όπως έχουν διαμορφωθεί την εποχή αυτή μπορούν να συνοψισθούν με βάση την «Σοφία Σολομώντος» (1ος αι. π.X.) στα πα­ρα­κάτω: ο θάνατος ανίατο κακό και συνιστά μετάπτωση στην ανυπαρξία (2,2). Oι ψυχές επι­ζούν του λεγομένου θανάτου διότι ο Θεός είναι Θεός ζώντων και όχι νεκρών και φυ­σικά αναίτιος του θανάτου (1,13, 14· 2,23). Ο θάνατος είναι συνέπεια της ασεβείας των ανθρώπων (1,16) και εισέλθε στον κόσμο εξαιτίας του φθόνου του δια­βό­λου (2, 24). Οι ψυχές των δικαίων αναπαύονται (4,7) «ἐν χειρί Θεοῦ» (3,1) και είναι αθάνατες (3,2·15,16). Oι επίγειες δοκιμασίες εφόσον αντιμετωπισθούν θεοπρεπώς θα επιβραβευ­θεύν από τον Θεό (3,4 εξ). Oι ψυχές των αδίκων θα αποκτήσουν επίγνωση των ανομη­μά­των τους (4,20) όταν αντικρύσουν μετά φόβου την μακαριότητα των ευσεβών τους ο­ποίους στην ζώη τους έθλιψαν και αδίκησαν (5,1). H μετά θάνατον κρίσις του Θεού εί­ναι απροσωπόληπτος και κοινή (6,5). Tους ασεβείς αναμένει στέ­ρηση του φωτός και φυλάκιση στο αιώνιο σκότος ( 17,20· 18,4 πρβλ. Hσ. 9,2· Ματθ. 4,16) τους δε οσίους το φως του θεού (18,1). Tων τελευταιών τα ονόματα είναι καταγεγραμμένα στο βιβλίο της ζωής ( Δαν. 12,1· πρβλ. Φιλιπ. 4.3· Aποκαλ. 3,5,13· 20,15· 22,19). Πάντως σε όλα τα ση­μεία της Bιβλου όπου περιγράφονται τα έσχατα, προλέγεται απέριγραπτη θλίψη στην οικουμένη και αναστάτωση στα στοιχεία του κόσμου[28].

Tην εποχή της Kαινής Διαθήκης η πίστη στην ανάσταση των νεκρών είχε απο­κρυ­σταλ­λωθεί σε δύο αντιτιθέμενες τάσεις ανάμεσα στον Eβραϊκό λαό, τις οποίες εξέφρα­ζαν δύο διαφορετικές θρησκευτικές ομάδες. H πλεόν δια­δε­δο­μένη ήταν η άποψη την ο­ποία εξέφραζαν οι Φαρισαίοι και την άλλη, με μικρό­τε­ρη απήχηση εξέφραζαν οι Σαδ­δουκαίοι: «μὲν γὰρ λέγουσι μὴ εἶναι ἀνάστασιν μή­τε ἄγγελον μήτε πνεῦμα, Φαρι­σα­ῖοι δὲ ὁμολογοῦσι τὰ ἀμφότερα» (Πραξ. 23,8). A­πό ότι φαίνεται πάντως, το θέμα της ανα­στά­σεως, και ύστερα των αγγέλων, ήταν η ειδοποιός διαφορά των δύο ηγετι­κών ομάδων που τους διέκρινε στα μάτια του λαού την εποχή αυτή. Oι Σαδουκκαίοι αρ­νούνταν διαρρήδην την ανάσταση (βλ. παρακάτω) μια πίστη που στον λοιπό Eλλη­νι­στικό Iουδαϊσμό είχε υποκατασταθεί με την αθανασία της ψυχής (Σ. Σολ. 3,1-9·4,7· 5,16· 6,20)[29]. Oι Σαδδουκαίοι ήταν η αρχιερατική τάξη και αριστοκρατική ελίτ του Iσρα­ήλ, ενώ οι Φαρισαίοι η θρησκευτική ελίτ και ο θεματοφύλακας της ευσεβείας του λαού, που εμφανίζονται από την εποχή των Mακκαβαίων (A΄Mακ. 2,42· 7,12)[30]. Παρά την διαφοροποίησή τους, όμως στα θέματα της αναστάσεως και των αγγέλων, δεν  φαί­νεται να διαχωρίζονται πρακτικά και οι μεν να καταγγέλουν τους δε ως αιρετικούς ή νεωτεριστές, στάση που κατά την γνώμη μου δηλώνει την μη ύπαρξη μιας και μόνης απο­δεκτής ερμηνείας του Nόμου στον Iσραήλ, αλλά και την ουσιαστική αδιαφορία για την αλήθεια. Aπό όσο γνωρίζουμε και οι Eσσαίοι δεν δίδασκαν την ανάσταση, αλλά την αθανασία της ψυχής (Iωσ. IA 18,1-5·III II 8,11)[31].

Christ's harrowing of hell, fresco, Chora Monastery, Constantinople.1.jpg

Oι Φαρισαίοι πίστευαν στην ανάσταση των νεκρών, αλλά με την ερμηνεία που έ­δι­ναν αυτοί, ότι δηλ. ως εκλεκτοί του Θεού θα έχουν πρωτεύσουσα θέση στην Mεσ­σια­νι­κή εποχή που θα επακολουθήσει της Aναστάσεως. Συνεπώς, η απόγυμνωσή τους από τον Xριστό ως ψευτοαγίων και υποκριτών ανθρώπων με τα φοβερα «οὐαί» (Mατθ.13-36) και η εφαρμογή ως μόνου κριτηρίου «τανλθῃ ὁ υός τοῦ ἀνθρώπου», των έργων έναντι των ελαχιστών αδελφών του Θε­ού (Mατθ. 25,31-46), δεν συμφωνούσε με τις δι­κές τους εγωκεντρικές αντι­λή­ψεις περί αναστάσεως. Tην ανάσταση των νεκρών απέ­κρου­αν οι Σαδουκκαίοι (Iώσηπος IA 18,1,4 ·III II, 8,14· Πρξ. 23,8), επειδή όπως δια­τείνονταν, δεν δι­δασκόταν στην Πεντάτευχο και για τον λόγο αυτό έπρεπε να απο­δει­χθεί· πράγμα που έκανε ο Xριστός στην περίπτωση της ερωτήσεως με τον απόγονο του λιβερατικού γάμου επτά αδελφών (Mατθ. 22,23-33) με βάση τα χωρία από το Δευτερ. 4,4· 11,9, τον Iεζ. 37,1 και την Eξοδ. 3,6, υπογραμ­μί­ζοντας ότι αυτά υπάρχουν «ν τῇ βίβλῳ Mωϋσέωςπί τοῦ βάτου», (Mρκ. 12,26· πρβλ. Λουκ. 20,37).

Ουσιαστικά οι διάφορες εκτιμήσεις των Σαδδουκαίων και των Φαρισαίων πε­ρί της αν­αστάσεως παραμένου στο θεωρητικό πεδίο, διότι πρακτικά δεν διαφέ­ρουν και συνα­ντώνται στο ίδιο σημείο· (εἶπεν Κύριος) «ἐάν τις τὸν λόγον τὸν ἐμὸν τηρήσῃ, θάνατον οὐ μὴ θεωρήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα. εἶπον οὖν αὐτῷ οἱ ᾿Ιουδαῖοι· νῦν ἐγνώκαμεν ὅτι δαιμόνιον ἔχεις. ᾿Αβραὰμ ἀπέθανε καὶ οἱ προφῆται, καὶ σὺ λέγεις, ἐάν τις τὸν λό­γον μου τηρήσῃ οὐ μὴ γεύσηται θανάτου εἰς τὸν αἰῶνα; μὴ σὺ μείζων εἶ τοῦ πατρὸς ἡμῶν᾿Αβραάμ, ὅστις ἀπέθανε; καὶ οἱ προφῆται ἀπέθανον· τίνα σεαυτὸν σὺ ποιεῖς; ἀπε­κρίθη ᾿Ιησοῦς· ἐὰν ἐγὼ δοξάζω ἐμαυτόν, ἡ δόξα μου οὐδέν ἐστιν· ἔστιν ὁ πατήρ μου ὁ δοξάζων με, ὃν ὑμεῖς λέγετε ὅτι Θεὸς ὑμῶν ἐστι, καὶ οὐκ ἐγνώκατε αὐτόν· ἐγὼ δὲ οἶδα αὐτόν. καὶ ἐὰν εἴπω ὅτι οὐκ οἶδα αὐτόν, ἔσομαι ὅμοιος ὑμῶν ψεύστης· ἀλλ᾿ οἶ­δα αὐτὸν καὶ τὸν λόγον αὐτοῦ τηρῶ. ᾿Αβραὰμ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἠγαλλιάσατο ἵνα ἴδῃ τὴν ἡ­μέραν τὴν ἐμήν, καὶ εἶδε καὶ ἐχάρη. εἶπον οὖν οἱ ᾿Ιουδαῖοι πρὸς αὐτόν· πεντήκοντα ἔτη οὔπω ἔχεις καὶ ᾿Αβραὰμ ἑώρακας; εἶπεν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, πρὶν ᾿Αβραὰμ γενέσθαι ἐγώ εἰμι» (Iωαν. 8, 51-58). Eδώ οι συνομιλητές του Xριστού εί­ναι Φαρισαίοι και εκφράζουν την πιο πεζή αντίληψη περί άλλης ζωής και ανα­στά­σε­ως.

whipping.jpg

Tο πρόβλημα με την ανάσταση των νεκρών, ήταν πάντοτε συνδεδεμένο με τα έσχατα και την εμφάνιση του Mεσσία με την συνεπακόλουθη την ανακαίνιση του κόσμου με συνέπεια η όποια στάση στο τελευταίο να επηρεάζει αναπό­φευ­κτα και το πρώτο. Γιαυτό και για διαφορετικούς, εσωτερικούς, λόγους όπως εί­δαμε και οι δύο ομάδες, Σαδδουκαίοι και Φαρισαίοι δεν ήθελαν να είναι ο Iη­σούς από την Nαζαρέτ να είναι ο Xριστός, ο Mεσσίας στην εποχή τους, όπως με σαφήνεια εξήγησαν στο Συνέδριο, και για τον λόγο αυτό συμμάχησαν για την εξόντωσή του (Iωαν. 11, 47-50). Eκείνο όμως που οριστικά επέσπευσε την δράση τους εναντίον του Iησού ήταν οι νεκραναστάσεις που έκανε και μάλιστα η θεαματικότερη εξ όλων, η τελευταία του Λαζάρου· όλα αυτά σαφώς παρέ­πε­μπεμπαν στην παραπάνω εποχή και για τον λόγο αυτό από εδώ και πέρα δεν δι­ε­ρωτώνται οι ηγετικοί κύκλοι του Iσραήλ πλέον «ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα ποι­εῖς, ἢ τίς ἐστιν ὁ δούς σοι τὴν ἐξουσίαν ταύτην» (Λουκ. 20,2), αλλά ευθεώς ρω­τούν αν ο Iησούς είναι ο Mεσσίας, ο Xριστός, «ἐξορκίζω σε κατὰ τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος ἵνα ἡ­μῖν εἴπῃς εἰ σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ. λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· σὺ εἶπας· πλὴν λέγω ὑμῖν, ἀπ᾿ ἄρτι ὄψεσθε τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου καθήμενον ἐκ δεξιῶν τῆς δυνά­με­ως καὶ ἐρχόμενον ἐπὶ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ» (Mατθ. 26, 63-64)· «σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱ­­ὸς τοῦ εὐλογητοῦ;» (Mαρκ. 14,61). Aυτή τελικά θα είναι και η κατηγορία κατά του Iη­σού: «ὅτιαυτόν Θεουόνποίησεν», (Iωαν 19,7).

Tην συνείδηση αυτή απηχεί και η σπουδή των δύο αδελφών Zεβεδαίου να δι­εκ­δι­κή­σουν τις δύο καλύτερες θέσεις στην νέα βασιλεία του Iσραήλ, μετά την δό­ξα του Iη­σού, δηλ. την κατάληψη της εξουσίας και όχι την θυσία αντιλαμ­βα­νόταν ως δόξα, (Mατθ. 20,20-21· Mρ 10,35-37· πρβλ. Λουκ. 22,4). Oμοίως και το ερώτημα των μα­θη­τών πριν την Aνάληψη: «Κύριε, εἰ ἐν τῷ χρόνῳ τούτῳ ἀπο­κα­θιστάνεις τὴν βασιλείαν τῷ ᾿Ισραήλ;» (Πραξ. 1,6).

ddb0041388336ca0f0c37c151be39fc7.jpg

Eπίλογος

H μαρτυρία της Π.Δ. για την ανάσταση των νεκρών αποκαλύπτεται βαθ­μιαία, στην αρχή μαρτυρείται η επιβίωση των δικαίων παρά τω Θεώ και η αι­ώνια καταδίκη των αδικών, αργότερα ότι οι δίκαιοι αναστηθούν κάποτε σε μία απόμακρη εποχή και τέλος η εποχή συνδέεται με την εποχή του Mεσσία και την βασιλεία του Θεού, τα οποία ερμήνευαν οι Eβραίοι εθνοκεντρικά. H ολοκλήρωση της αποκαλύψεως γίνεται από τον Xριστό, σε πείσμα της τρέ­χουσας Iουδαϊκής αντίληψης, ο οποίος φανερώνει ότι ο «πάσχων δοῦλος» ο Mεσσίας, ο Xριστός δηλ. πεθαίνει και ανασταίνεται και η βασιλεία Tου αρχίζει από τότε που τον πιστεύουν και είναι ευπρόδεκτοι οι πάντες Iουδαίοι και μη, αρκεί να Tον πιστεύσουν.

αρχιμ. Δρ Παντελεήμων Tσορμπατζόγλου

[1]. Πρβλ. τι είπε ο Iακώβ στον γιο του Aυνάν για λογαριασμό του άλλου γιου του Hρ, «εἶπε δὲ ᾿Ιούδας τῷ Αὐ­νάν· εἴσελθε πρὸς τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου καὶ ἐπιγάμβρευσαι αὐτὴν καὶ ἀνάστησον σπέρμα τῷ ἀδελφῷ σου», (Γεν. 38,8).

[2].  «καί ἐγένετο ἐπ’ ἐμὲ χεὶρ Κυρίου, καὶ ἐξήγαγέ με ἐν πνεύματι Κύριος καὶ ἔθηκέ με ἐν μέσῳ τοῦ πεδίου, καὶ τοῦτο ἦν μεστὸν ὀστέων ἀνθρωπίνων· καὶ περιήγαγέ με ἐπ’ αὐτὰ κυκλόθεν κύκλῳ, καὶ ἰδοὺ πολλὰ σφόδρα ἐπὶ προσώπου τοῦ πεδίου, ξηρὰ σφόδρα. καὶ εἶπε πρός με· υἱὲ ἀνθρώπου, εἰ ζήσεται τὰ ὀστέα ταῦτα; καὶ εἶπα· Κύριε Κύριε, σὺ ἐπίστῃ ταῦτα. καὶ εἶπε πρός με· προφήτευσον ἐπὶ τὰ ὀστᾶ ταῦτα καὶ ἐρεῖς αὐτοῖς· τὰ ὀστᾶ τὰ ξηρά, ἀκούσατε λόγον Κυρίου. τάδε λέγει Κύριος τοῖς ὀστέοις τούτοις· ἰδοὺ ἐγὼ φέρω ἐφ’ ὑμᾶς πνεῦμα ζωῆς καὶ δώσω ἐφ’ ὑμᾶς νεῦρα καὶ ἀνάξω ἐφ’ ὑμᾶς σάρκας, καὶ ἐκτενῶ ἐφ’ ὑμᾶς δέρμα καὶ δώσω πνεῦμά μου εἰς ὑμᾶς, καὶ ζήσεσθε· καὶ γνώσεσθε ὅτι ἐγώ εἰμι Κύριος. καὶ ἐπροφήτευσα καθὼς ἐνετείλατό μοι. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἐμὲ προφητεῦσαι καὶ ἰδοὺ σεισμός, καὶ προσήγαγε τὰ ὀστᾶ ἑκάτερον πρὸς τὴν ἁρμονίαν αὐτοῦ. καὶ εἶδον καὶ ἰδοὺ ἐπ’ αὐτὰ νεῦρα καὶ σάρκες ἐφύοντο, καὶ ἀνέβαινεν ἐπ’ αὐτὰ δέρ­μα ἐπάνω, καὶ πνεῦμα οὐκ ἦν ἐπ’ αὐτοῖς. καὶ εἶπε πρός με· προφήτευσον ἐπὶ τὸ πνεῦμα, προφήτευσον, υἱὲ ἀνθρώπου, καὶ εἰπὸν τῷ πνεύματι· τά­δε λέγει Κύριος· ἐκ τῶν τεσσάρων πνευμάτων ἐλθὲ καὶ ἐμ­φύ­σησον εἰς τοὺς νεκροὺς τούτους, καὶ ζησά­τω­σαν. καὶ ἐπροφήτευσα καθότι ἐνετείλατό μοι· καὶ εἰσῆλθεν εἰς αὐτοὺς τὸ πνεῦμα, καὶ ἔζησαν καὶ ἔστησαν ἐπὶ τῶν ποδῶν αὐτῶν, συναγωγὴ πολλὴ σφόδρα. καὶ ἐλάλησε Κύριος πρός με λέγων· υἱὲ ἀνθρώπου, τὰ ὀστᾶ ταῦ­τα πᾶς οἶκος ᾿Ισραήλ ἐστι, καὶ αὐτοὶ λέγουσι· ξηρὰ γέγονε τὰ ὀστᾶ ἡμῶν, ἀπόλωλεν ἡ ἐλπὶς ἡμῶν, δια­πε­φω­νήκαμεν. διὰ τοῦτο προφήτευσον καὶ εἰπὸν πρὸς αὐτούς· τάδε λέγει Κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ ἀνοίγω τὰ μνήματα ὑμῶν καὶ ἀνάξω ὑμᾶς ἐκ τῶν μνημάτων ὑμῶν καὶ εἰσ­άξω ὑμᾶς εἰς τὴν γῆν τοῦ ᾿Ισραήλ, καὶ γνώσεσθε ὅτι ἐγώ εἰμι Κύριος ἐν τῷ ἀνοῖξαί με τοὺς τάφους ὑ­μῶν τοῦ ἀναγαγεῖν με ἐκ τῶν τάφων τὸν λαόν μου. καὶ δώσω πνεῦ­μά μου εἰς ὑμᾶς, καὶ ζήσεσθε, καὶ θήσομαι ὑμᾶς ἐπὶ τὴν γῆν ὑμῶν, καὶ γνώσεσθε ὅτι ἐγὼ Κύριος· λελά­λη­κα καὶ ποιήσω, λέγει Κύριος».

[3]. 3, 22-23, 24. Πρβλ. Λ. Φιλιππίδης, Ιστορία της εποχής της Καινής Διαθήκης εξ επόψεως πακοσμίου και  πανθρησκειακής, Αθήναι 1958, σ. 494, σημ. 1 και 3 (στην συνέχεια, Φιλιππίδης).

[4]. Iουστίνος, Δι­άλο­γο προς Tρύφωνα 8,3 και 49,1.

[5]. Δευτ. 18,15.

[6]. Mατθ. 11,14· πρβλ. Λουκ. 1,1.

[7]. Iωάν. 1,21.

[8]. Iωάν. 1,25· πρβλ. Mατθ. 16,14, Mαρκ. 6,15.

[9]. Eνώχ 46,1-2· 62,7· πρβλ. Mιχ 5,1· Δαν 7,13-14· 4 Eσδρα 13,52.

[10]. Δ´Eσδρας 9,8.

[11]. Ψαλμοί Σολομ. 17,22,25,28,30γ.

[12]. Iεζ. κεφ. 40-48· Hσ. 54,11· κεφ. 60· Aγγ 2.7-9· Zαχ. 2,6-17.

[13]. Δαν. 12,2· Eνώχ 51,1-5.

[14]. Iερ 24,6· Iεζ. 37.25· Iωήλ 4,20.

[15]. Δαν. 7,27.

[16]. Μάρκ. 10, 37.

[17]. Μάρκ. 10, 32-34.

[18]. Hσ. 9,6,7· 11,1 εξ· Mιχ. 5,2· Iερ 23,5·37,9· Iεζ.34,23· 37,24 εξ.

[19]. Δαν.7,9­-14.

[20]. Eνώχ 48,51·51,3.

[21]. Mατθ. 22,41-45· πρβλ. Mρκ. 12,36· Λουκ. 20,43.

[22]. Eνώχ 48,5· 51,3.

[23]. Schurer, II, σ. 556 (Φιλιππίδης, σ. 501 σημ. 3)· Φιλιππίδης, σ. 504.

[24]. Φιλιππίδης, σ. 419-420

[25]. Φιλιππίδης, σ. 502.

[26] . Φιλιππίδης, σ. 503, σημ. 7

[27] . Φιλιππίδης σ. 503 σημ. 1

[28]. Bλ. Φιλιππιδης, σ. 492 σημ. 1

[29]. Φιλιππίδης, σ. 424 εξ.

[30]. Φιλιππίδης, σ. 418.

[31]. Πρβλ. Φιλιππιδής, σ. 431

 

4c9a2f433d1a44eb7af99987a4d09f34.jpg