Ερμηνεία στις Πράξεις των Αποστόλων 1,1-14
Τὸν μὲν πρῶτον λόγον ἐποιησάμην περὶ πάντων, ὦ Θεόφιλε, ὧν ἤρξατο ὁ ᾿Ιησοῦς ποιεῖν τε καὶ διδάσκειν 1-2 ἄχρι ἧς ἡμέρας ἐντειλάμενος τοῖς ἀποστόλοις διὰ Πνεύματος ῾Αγίου οὓς ἐξελέξατο ἀνελήφθη· 1-3 οἷς καὶ παρέστησεν ἑαυτὸν ζῶντα μετὰ τὸ παθεῖν αὐτὸν ἐν πολλοῖς τεκμηρίοις, δι᾿ ἡμερῶν τεσσαράκοντα ὀπτανόμενος αὐτοῖς καὶ λέγων τὰ περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. 1-4 καὶ συναλιζόμενος παρήγγειλεν αὐτοῖς ἀπὸ ῾Ιεροσολύμων μὴ χωρίζεσθαι, ἀλλὰ περιμένειν τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ πατρὸς ἣν ἠκούσατέ μου· 1-5 ὅτι ᾿Ιωάννης μὲν ἐβάπτισεν ὕδατι, ὑμεῖς δὲ βαπτισθήσεσθε ἐν Πνεύματι ῾Αγίῳ οὐ μετὰ πολλὰς ταύτας ἡμέρας. 1-6 οἱ μὲν οὖν συνελθόντες ἐπηρώτων αὐτὸν λέγοντες· Κύριε, εἰ ἐν τῷ χρόνῳ τούτῳ ἀποκαθιστάνεις τὴν βασιλείαν τῷ ᾿Ισραήλ; 1-7 εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· οὐχ ὑμῶν ἐστι γνῶναι χρόνους ἢ καιροὺς οὓς ὁ πατὴρ ἔθετο ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ, 1-8 ἀλλὰ λήψεσθε δύναμιν ἐπελθόντος τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος ἐφ᾿ ὑμᾶς, καὶ ἔσεσθέ μοι μάρτυρες ἔν τε ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ἐν πάσῃ τῇ ᾿Ιουδαίᾳ καὶ Σαμαρείᾳ καὶ ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς. 1-9 καὶ ταῦτα εἰπὼν βλεπόντων αὐτῶν ἐπήρθη, καὶ νεφέλη ὑπέλαβεν αὐτὸν ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν. 1-10 καὶ ὡς ἀτενίζοντες ἦσαν εἰς τὸν οὐρανὸν πορευομένου αὐτοῦ, καὶ ἰδοὺ ἄνδρες δύο παρειστήκεισαν αὐτοῖς ἐν ἐσθῆτι λευκῇ, 1-11 οἳ καὶ εἶπον· ἄνδρες Γαλιλαῖοι, τί ἑστήκατε ἐμβλέποντες εἰς τὸν οὐρανόν; οὗτος ὁ ᾿Ιησοῦς ὁ ἀναληφθεὶς ἀφ᾿ ὑμῶν εἰς τὸν οὐρανόν, οὕτως ἐλεύσεται, ὃν τρόπον ἐθεάσασθε αὐτὸν πορευόμενον εἰς τὸν οὐρανόν. 1-12 Τότε ὑπέστρεψαν εἰς ῾Ιερουσαλὴμ ἀπὸ ὄρους τοῦ καλουμένου ἐλαιῶνος, ὅ ἐστιν ἐγγὺς ῾Ιερουσαλήμ, σαββάτου ἔχον ὁδόν. 1-13 καὶ ὅτε εἰσῆλθον, ἀνέβησαν εἰς τὸ ὑπερῷον οὗ ἦσαν καταμένοντες, ὅ τε Πέτρος καὶ ᾿Ιάκωβος καὶ ᾿Ιωάννης καὶ ᾿Ανδρέας, Φίλιππος καὶ Θωμᾶς, Βαρθολομαῖος καὶ Ματθαῖος, ᾿Ιάκωβος ᾿Αλφαίου καὶ Σίμων ὁ Ζηλωτὴς καὶ ᾿Ιούδας ᾿Ιακώβου 1-14 οὗτοι πάντες ἦσαν προσκαρτεροῦντες ὁμοθυμαδὸν τῇ προσευχῇ καὶ τῇ δεήσει σὺν γυναιξὶ καὶ Μαρίᾳ τῇ μητρὶ τοῦ ᾿Ιησοῦ καὶ σὺν τοῖς ἀδελφοῖς αὐτοῦ.
1. Εισαγωγικά
Οι Πράξεις των Αποστόλων κατά την παράδοση ομοφώνως αποδίδονται στον ευαγγελιστή Λουκά· πιθανός δε χρόνος συγγραφής θεωρείται το χρονικό διάστημα της φυλακίσεως του απ. Παύλου στη Ρώμη, ή αμέσως μετά, δηλ. μεταξύ των ετών 62 και 64[2].
Ο Λουκάς ήταν μαθητής του Παύλου καί από το όνομα φαίνεται ότι ήταν ρωμαίος πολίτης[3], μάλλον Αντιοχεύς[4], και κατ’ επάγγελμα ιατρός[5]. Αναφέρεται για πρώτη φορά στο βιβλίο των Πράξεων μετά το όραμα της Τρωάδος, ὡς δὲ τὸ ὅραμα εἶδεν, εὐθέως ἐζητήσαμεν ἐξελθεῖν εἰς τὴν Μακεδονίαν, συμβιβάζοντες ὅτι προσκέκληται ἡμᾶς ὁ Κύριος εὐαγγελίσασθαι αὐτούς. ᾿Αναχθέντες οὖν ἀπὸ τῆς Τρῳάδος εὐθυδρομήσαμεν εἰς Σαμοθρᾴκην, τῇ δὲ ἐπιούσῃ εἰς Νεάπολιν[6]. Από το σημείο αυτό αρχίζει ο Λουκάς να διηγείται σε πρώτο πρόσωπο (ἡμεῖς– εδάφια). Αν όμως κρίνουμε, πάντως, από το συμβιβάζοντες ὅτι προσκέκληται ἡμᾶς φαίνεται ότι δεν γνωρίσθηκε εκεί για πρώτη φορά με τον Παύλο, αλλ’ προϋπήρχε γνωριμία και συνεργασία μεταξύ τους. Η διήγηση σε πρώτο πρόσωπο σταματά στους Φιλίππους, όπου φαίνεται ότι έμεινε ως επίσκοπος της νεοπαγούς Εκκλησίας, μιας και ως ρωμαϊος πολίτης θα ήταν πλέον κατάλληλος μετά τα παθήματα, και την αποκάλυψη, των άλλων δύο ρωμαϊων πολίτων Παύλου και Σιλά. Ξαναεμφανίζεται πάλι, όταν ο Παύλος πραγματοποιεί την τελευταία περιοδεία στην Αχαΐα και τον ακολουθεί στην Μακεδονία, Μ. Ασία, Ιεροσόλυμα και στην πρώτη φυλάκιση του στην Ρώμη[7]. Οι συνεχείς χαιρετισμοί στις επιστολές της αιχμαλωσίας του Παύλου και από τον Λουκάς στις εκκλησίες των Κολοσσών και στον Φιλήμονα φανερώνουν τους παλαιούς δεσμούς του Λουκά με τις Μικρασιατικές εκκλησίες, πολύ πριν από τις περιοδείες του Παύλου. Τέλος, θα πρέπει να πούμε ότι παρέμεινε συνεχώς με τον Παύλο, διότι με κάποια πικρία ο τελευταίος διαπιστώνει γράφοντας στα τέλη του βίου στον Τιμόθεο ότι όλοι τον εγκατέλειψαν πλην Λουκᾶς ἐστι μόνος μετ᾿ ἐμοῦ[8].
Οι τελευταίες παρατηρήσεις αποκαλυπτούν και τις πηγές του Λουκά για την συγγραφή των Πράξεων, οι οποίες κατά βάση είναι οι ιδικές του παρατηρήσεις και ύστερα οι μαρτυρίες του Παύλου και των άλλων αποστόλων τους οποίους γνώρισε και συνανεστράφη προσωπικώς, όπως φαίνεται από τις πολλές αναφορές σε όλο το μήκος των Πράξεων.
Το σχέδιο που ακολουθεί ο Λουκάς, στην σύνταξη του βιβλίου του, είναι απλό και υπηρετεί απολύτως τον σκοπό της συγγραφής του καθότι απευθύνεται στον Θεόφιλο, τώρα πλέον απλώς ως φίλος, δίχως επίθετο, ενώ ως κράτιστος στο Ευαγγέλιο[9], και στοχεύει να καταδείξει την εξάπλωση της Εκκλησίας, ως επιβεβαιώσεως της εντολής του Κυρίου, ἔσεσθέ μοι μάρτυρες ἔν τε ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ἐν πάσῃ τῇ ᾿Ιουδαίᾳ καὶ Σαμαρείᾳ καὶ ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς[10] πρώτα στην περιτομή (κεφ. 1-9) και ύστερα στην ακροβυστία (κεφ. 10-28). Για τον λόγο αυτό το βιβλίο των Πράξεων είναι το πλέον πολιτικό βιβλίο της Κ. Διαθήκης, με την έννοια ότι καταδεικνύει τις συνέπειες, την πολιτεία που εγκαθιδρύει το μήνυμα του Ευαγγελίου σε Ιουδαϊκό ή εθνικό περιβάλλον, δηλ. στην οικουμένη. Δίνει τα πλαίσια της δράσεως της Εκκλησίας ως στρατευομένης μέσα στον κόσμο, στον οποίο παρά τις αντιξοότητες και με πολλές θυσίες κατορθώνει να φέρει το κήρυγμα της εν Χριστώ σωτηρίας παντού. Το γεγονός της Εναθρωπήσεως και Αναστάσεως του Ιησού Χριστού δημιουργεί μια παράδοση η οποία διαχέεται στον κόσμο χάρη στο κήρυγμα των αυτοπτών μαρτύρων, δηλ. των Αποστόλων, και κάτι περισσότερο, το κήρυγμα αυτό δημιουργεί μια νέα πραγματικότητα την Εκκλησία, δηλ. μια καινή πολιτεία στην οποία πνέει ένας άλλος αέρας και επικρατούν καινοφανείς όροι. Έτσι, λοιπόν, για όλα τα παραπάνω δεν είναι η ιστορία των Πράξεων των Αποστόλων, γενικά, αλλά η Ιστορία των αποτελεσμάτων της δράσεως των Αποστόλων, η εγκαθίδρυση της Εκκλησίας.
2. Ερμηνευτικά
Τὸν μὲν πρῶτον λόγον ἐποιησάμην περὶ πάντων, ὦ Θεόφιλε, ὧν ἤρξατο ὁ ᾿Ιησοῦς ποιεῖν τε καὶ διδάσκειν ἄχρι ἧς ἡμέρας ἐντειλάμενος τοῖς ἀποστόλοις διὰ Πνεύματος ῾Αγίου οὓς ἐξελέξατο ἀνελήφθη[11]. Οι Πράξεις των Αποστόλων, ως δεύτερος λόγος, αφού πρώτος λόγος ήταν το Ευαγγέλιο του, από τον Λουκά απευθύνονται στον Θεόφιλο, για τον οποίο δεν γνωρίζουμε περισσότερα απ’ ότι διασώζεται στην Κ. Διαθήκη. Ο Θεόφιλος, ή ο κράτιστος Θεόφιλος του Ευαγγελίου, απ’ ότι φαίνεται θα ήταν ένα πρόσωπο ελληνικής καταγωγής, αν κρίνουμε από το όνομα, αλλά Ρωμαίος πολίτης και επίσημο, αφού προσφωνείται κράτιστος[12], πιθανόν σε κάποια ελληνική πόλη αναγνωρισμένη όμως ως ρωμαϊκή αποικία, δηλ. με τα δικαιώματα και υποχρεώσεις μιας, μικρής, Ρώμης[13].
Ο λόγος δε της δεύτερης αυτής συγγραφής του Λουκά, των Πράξεων, εξαρχής δηλώνεται απερίφραστα, κατ’ αναλογίαν με την εξαγγελία της αιτίας της συγγραφής του Ευαγγελίου του. Τότε, στο Ευαγγέλιο ο Λουκάς έγραφε ότι ἐπειδήπερ πολλοὶ ἐπεχείρησαν ἀνατάξασθαι διήγησιν περὶ τῶν πεπληροφορημένων ἐν ἡμῖν πραγμάτων καθὼς παρέδοσαν ἡμῖν οἱ ἀπ᾿ ἀρχῆς αὐτόπται καὶ ὑπηρέται γενόμενοι τοῦ λόγου[14], αυτός αναλαμβάνει την πρωτοβουλία ως γνώστης, ἔδοξε κἀμοί, παρηκολουθηκότι ἄνωθεν να καταθέσει την προσωπική του μαρτυρία του πᾶσιν ἀκριβῶς, καθεξῆς σοι γράψαι, κράτιστε Θεόφιλε[15]. Τώρα, στις Πράξεις, αφού πολύ σύντομα κάνει μια επιγραμματική σύνδεση με τα προηγούμενα, δηλ. με το Ευαγγέλιο, δηλώνει ότι θα αρχίσει από εκεί που τέλειωσε τον πρώτο του λόγο, την ανάληψη του Κυρίου.
Το κατά Λουκάν Ευαγγέλιο, μετά τις εμφανίσεις του Αναστάντος, τελειώνει ως εξής: καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὅτι οὕτω γέγραπται καὶ οὕτως ἔδει παθεῖν τὸν Χριστὸν καὶ ἀναστῆναι ἐκ νεκρῶν τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ, καὶ κηρυχθῆναι ἐπὶ τῷ ὀνόματι αὐτοῦ μετάνοιαν καὶ ἄφεσιν ἁμαρτιῶν εἰς πάντα τὰ ἔθνη, ἀρξάμενον ἀπὸ῾Ιερουσαλήμ. ὑμεῖς δέ ἐστε μάρτυρες τούτων. καὶ ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ πατρός μου ἐφ᾿ ὑμᾶς· ὑμεῖς δὲ καθίσατε ἐν τῇ πόλει ῾Ιερουσαλὴμ ἕως οὗ ἐνδύσησθε δύναμιν ἐξ ὕψους. ᾿Εξήγαγε δὲ αὐτοὺς ἔξω ἕως εἰς Βηθανίαν, καὶ ἐπάρας τὰς χεῖρας αὐτοῦ εὐλόγησεν αὐτούς. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εὐλογεῖν αὐτὸν αὐτοὺς διέστη ἀπ᾿ αὐτῶν καὶ ἀνεφέρετο εἰς τὸν οὐρανόν. καὶ αὐτοὶ προσκυνήσαντες αὐτὸν ὑπέστρεψαν εἰς ῾Ιερουσαλὴμ μετὰ χαρᾶς μεγάλης, καὶ ἦσαν διὰ παντὸς ἐν τῷ ἱερῷ αἰνοῦντες καὶ εὐλογοῦντες τὸν Θεόν[16]. Η αναφορά στην παραπάνω κατακλείδα του Ευαγγελίου γίνεται με πολύ αριστοτεχνικό ώστε να αποτελέσει ταυτόχρονα και εισαγωγή στον δεύτερο λόγο, τις Πράξεις. Λέγει, λοιπόν, ότι θα αρχίσει απ’ εκεί που άφησε τα γεγονότα: … ὧν ἤρξατο ὁ ᾿Ιησοῦς ποιεῖν τε καὶ διδάσκειν, ἄχρι ἧς ἡμέρας ἐντειλάμενος τοῖς ἀποστόλοις διὰ Πνεύματος῾Αγίου οὓς ἐξελέξατο ἀνελήφθη[17].
Φυσικά, η Ανάληψη του Κυρίου προϋποθέτει την Ανάσταση, στην οποία παραπέμπει με τις πολλές εμφανίσεις του Αναστάντος. Μπορεί κανείς να μην είδε πως έγινε η Ανάσταση, αλλά όλοι είδαν τις συνέπειες Της, τις εμφανίσεις: παρέστησεν ἑαυτὸν ζῶντα μετὰ τὸ παθεῖν αὐτὸν ἐν πολλοῖς τεκμηρίοις, δι᾿ ἡμερῶν τεσσαράκοντα ὀπτανόμενος αὐτοῖς[18]. Η ιστορικότητα της Αναστάσεως αποδεικνύεται από τις εμφανίσεις, ή όπως επιγραμματικά λέγει ο Παύλος χρησιμοποιώντας τέσσερα ρήματα: Χριστὸς ἀπέθανεν…. ἐτάφη… ἐγήγερται …καὶ ὤφθη…[19]. Εφόσον, λοιπόν, οι μαθητές ήταν οι μάρτυρες των εμφανίσεων του Αναστάντος Χριστού μόνον αυτοί μπορούν να βεβαιώσουν ότι πράγματι αναστήθηκε και δεν τον έκλεψαν όπων διέδιδαν οι Ιουδαίοι[20]. Αν δεν είχαν τις εμπειρίες των εμφανίσεων του Αναστάντος Χριστού πως θα είχαν το θάρρος και την παρρησία δια στόματος Πέτρου την ημέρα της Πεντηκοστής να κηρύξουν στεντορεία τη φωνή ότι τοῦτον τὸν ᾿Ιησοῦν ἀνέστησεν ὁ Θεός, οὗ πάντες ἡμεῖς ἐσμεν μάρτυρες[21]
Τέλος, η Ανάληψη δεν είναι μόνον η τελευταία εμφάνιση του Αναστάντος Χριστού, αλλά και η εισαγωγή στην νέα εποχή του Αγίου Πνεύματος, δηλ. της Εκκλησίας μέσα στον κόσμο: καὶ συναλιζόμενος παρήγγειλεν αὐτοῖς ἀπὸ ῾Ιεροσολύμων μὴ χωρίζεσθαι, ἀλλὰ περιμένειν τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ πατρὸς ἣν ἠκούσατέ μου· ὅτι ᾿Ιωάννης μὲν ἐβάπτισεν ὕδατι, ὑμεῖς δὲ βαπτισθήσεσθε ἐν Πνεύματι ῾Αγίῳ οὐ μετὰ πολλὰς ταύτας ἡμέρας[22].
Ενώ όμως ο Κύριος προετοιμάζει τους μαθητές Του για την αποστολή που τους αναθέτει, τους εξηγεί τα πάντα και ανακεφαλαιώνει όσα τους δίδαξε, λέγων τὰ περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ[23], εκείνοι το μόνο που καταλαβαίνουν απ’ όλα αυτά είναι ότι τώρα έχουν μια τελευταία ευκαιρία να υποβάλλουν ένα ερώτημα που τους βασανίζει και να πάρουν μια απάντηση: οἱ μὲν οὖν συνελθόντες ἐπηρώτων αὐτὸν λέγοντες· Κύριε, εἰ ἐν τῷ χρόνῳ τούτῳ ἀποκαθιστάνεις τὴν βασιλείαν τῷ ᾿Ισραήλ;[24] «Ο αιώνιος καημός και το κρυφό μαράζι» των Εβραίων, πότε επιτέλους θα αποκατασταθεί το βασίλειο του Ισραήλ; μήπως δεν είναι πια καιρός να ζήσουν κι αυτοί τις μέρες δόξας όπως την εποχή του Δαυίδ και όπως άλλωστε τόσες φορές είχε υποσχεθεί ο Θεός;[25] Βλέπουμε, λοιπόν, ότι κάθε φορά που ο Χριστός μιλούσε για την βασιλεία του Θεού το μυαλό των μαθητών αυτομάτως πήγαινε στην επί γης αποκατάσταση του Μεσσιανικού βασιλείου του Ισραήλ. Ας θυμηθούμε τι συνέβη λίγο καιρό πριν: ἦσαν δὲ ἐν τῇ ὁδῷ ἀναβαίνοντες εἰς ῾Ιεροσόλυμα· καὶ ἦν προάγων αὐτοὺς ὁ ᾿Ιησοῦς, καὶ ἐθαμβοῦντο, καὶ ἀκολουθοῦντες ἐφοβοῦντο. καὶ παραλαβὼν πάλιν τοὺς δώδεκα ἤρξατο αὐτοῖς λέγειν τὰ μέλλοντα αὐτῷ συμβαίνειν, ὅτι ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς ῾Ιεροσόλυμα καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδοθήσεται τοῖς ἀρχιερεῦσι καὶ γραμματεῦσι, καὶ κατακρινοῦσιν αὐτὸν θανάτῳ καὶ παραδώσουσιν αὐτὸν τοῖς ἔθνεσι, καὶ ἐμπαίξουσιν αὐτῷ καὶ μαστιγώσουσιν αὐτὸν καὶ ἐμπτύσουσιν αὐτῷ καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται. Καὶ προσπορεύονται αὐτῷ ᾿Ιάκωβος καὶ ᾿Ιωάννης υἱοὶ Ζεβεδαίου λέγοντες· διδάσκαλε, θέλομεν ἵνα ὃ ἐὰν αἰτήσωμεν ποιήσῃς ἡμῖν. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· τί θέλετε ποιῆσαί με ὑμῖν; οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· δὸς ἡμῖν ἵνα εἷς ἐκ δεξιῶν σου καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων σου καθίσωμεν ἐν τῇ δόξῃ σου… καὶ ἀκούσαντες οἱ δέκα ἤρξαντο ἀγανακτεῖν περὶ ᾿Ιακώβου καὶ ᾿Ιωάννου[26]. Κατά παρόμοιο τρόπο οι μαθητές αντιλαμβάνονται και τώρα ότι την ώρα αυτή που ο Κύριος τους λέγει ότι θα φύγει από κοντά τους, θα είναι η ώρα που περιμέναν τόσο πολύ. Φευ!, όμως, τι απογοήτευση ένιωσαν όταν άκουσαν τον Χριστό με αυστηρό τόνο να τους επιπλήττει: εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· οὐχ ὑμῶν ἐστι γνῶναι χρόνους ἢ καιροὺς οὓς ὁ πατὴρ ἔθετο ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ, ἀλλὰ λήψεσθε δύναμιν ἐπελθόντος τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος ἐφ᾿ ὑμᾶς, καὶ ἔσεσθέ μοι μάρτυρες ἔν τε Ἰερουσαλὴμ καὶ ἐν πάσῃ τῇ ᾿Ιουδαίᾳ καὶ Σαμαρείᾳ καὶ ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς[27].
Με την απάντηση που δίνει ο Χριστός ξεκαθαρίζει στους μαθητές του, και κατ’ επέκταση σε όλους εμάς, ότι είναι ξένος με αυτό που αποκαλούν ή ονειρεύονται ως βασιλεία του Ισραήλ και ακόμη περισσότερο ανατρέπει τα χρονικά πλαίσια οποιασδήποτε θείας ενέργειας. Δεν είναι ο Θεός υπηρέτης ενός λαού, του Εβραϊκού, αλλ’ είναι Θεός όλων των ανθρώπων, ακόμη και των Σαμαρειτών… αλλά και των Εθνικών!
Στο πρώτο ερώτημα περί του χρόνου, απαντά αποστομωτικά ότι δεν είναι στην διάκρισή τους και να μη σφετερίζονται ξένες αρμοδιότητες, του Θεού εν προκειμένω, οὐχ ὑμῶν ἐστι γνῶναι χρόνους ἢ καιροὺς οὓς ὁ πατὴρ ἔθετο ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσία. Μια απάντηση που απάλλαξε την Εκκλησία οριστικά από το άγχος του χρόνου και των ορίων του και πολύ περισσότερο απομάκρυνε κάθε κάθε κίνδυνο χιλιασμού. Αλλά, και στο άλλο ερώτημα για την βασιλεία του Ισραήλ δίνει απάντηση εξίσου κατηγορηματική, λήψεσθε δύναμιν ἐπελθόντος τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος ἐφ᾿ ὑμᾶς, καὶ ἔσεσθέ μοι μάρτυρες ἔν τε ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ἐν πάσῃ τῇ ᾿Ιουδαίᾳ καὶ Σαμαρείᾳ καὶ ἕως ἐσχάτου τῆς γῆ. Τους λέγει, δηλ. ότι εγώ δεν έχω τίποτα να κάνω με τις μεσσιανικές προσδοκίες του Ισραήλ, διότι εγώ ο Μεσσίας εγκαθιδρύω την δική μου βασιλεία, την Εκκλησία, της οποίας εσείς θα είστε υπηρέτες. Το αίτημα, λοιπόν, των αδελφών Ζεβεδαίου να καθίσουν εκ δεξιών και εξ ευώνυμων ικανοποιείται για όλους πλέον, αφού αναλαμβάνουν την τιμητική αποστολή να είναι οι μάρτυρες Του, πρέσβεις, μέσα στην ιστορία. Θα είναι πρέσβεις μιας νέας βασιλείας, της οποίας το ήθος και ύφος ήδη στην επί του Ὄρους Ὁμιλία ο Χριστός προδιέγραψε σε πείσμα των μεσσιανικών προσδοκιών του όχλου[28]. Στην Κυριακή προσευχή, μάλιστα, δίδαξε ότι η βασιλεία του Θεού είναι πάντοτε παρούσα όταν γίνεται το θέλημα του Θεού ὡς ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς και έτσι αγιάζεται το Όνομά του[29].
Ας μη ξεχνούμε, τέλος, ότι παρά τις αλλεπάλληλες διαψεύσεις του Κυρίου για τα σχετικά με την επικείμενη βασιλεία του Ισραήλ, πριν την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, η διάνοια των μαθητών παρέμενε παχυλή ως και των λοιπών συμπατριωτών τους, και αντιμετώπιζαν τα ίδια προβλήματα. Κι όλα αυτά πριν την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, διότι μετά την Πεντηκοστή θα ακούσουμε τον Πέτρο να δίνει την απάντηση στο ερώτημα αυτό με πολύ διαφορετικό τρόπο: τὸ εἰρημένον διὰ τοῦ προφήτου ᾿Ιωήλ· καὶ ἔσται ἐν ταῖς ἐσχάταις ἡμέραις, λέγει ὁ Θεός, ἐκχεῶ ἀπὸ τοῦ πνεύματός μου ἐπὶ πᾶσαν σάρκα, καὶ προφητεύσουσιν οἱ υἱοὶ ὑμῶν καὶ αἱ θυγατέρες ὑμῶν, καὶ οἱ νεανίσκοι ὑμῶν ὁράσεις ὄψονται, καὶ οἱ πρεσβύτεροι ὑμῶν ἐνύπνια ἐνυπνιασθήσονται· καί γε ἐπὶ τοὺς δούλους μου καὶ ἐπὶ τὰς δούλας μου ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἐκχεῶ ἀπὸ τοῦ πνεύματός μου, καὶ προφητεύσουσι. καὶ δώσω τέρατα ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω καὶ σημεῖα ἐπὶ τῆς γῆς κάτω, αἷμα καὶ πῦρ καὶ ἀτμίδα καπνοῦ· ὁ ἥλιος μεταστραφήσεται εἰς σκότος καὶ ἡ σελήνη εἰς αἷμα πρὶν ἢ ἐλθεῖν τὴν ἡμέραν Κυρίου τὴν μεγάλην καὶ ἐπιφανῆ. καὶ ἔσται πᾶς ὃς ἂν ἐπικαλέσηται τὸ ὄνομα Κυρίου σωθήσεται…. ῎Ανδρες ἀδελφοί, ἐξὸν εἰπεῖν μετὰ παρρησίας πρὸς ὑμᾶς περὶ τοῦ πατριάρχου Δαυῒδ ὅτι καὶ ἐτελεύτησε καὶ ἐτάφη καὶ τὸ μνῆμα αὐτοῦ ἐστιν ἐν ἡμῖν ἄχρι τῆς ἡμέρας ταύτης… προφήτης οὖν ὑπάρχων, καὶ εἰδὼς ὅτι ὅρκῳ ὤμοσεν αὐτῷ ὁ Θεὸς ἐκ καρποῦ τῆς ὀσφύος αὐτοῦ τὸ κατὰ σάρκα ἀναστήσειν τὸν Χριστὸν καθίσαι ἐπὶ τοῦ θρόνου αὐτοῦ… οὐ γὰρ Δαυῒδ ἀνέβη εἰς τοὺς οὐρανούς, λέγει δὲ αὐτός· εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίω μου, κάθου ἐκ δεξιῶν μου, ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου. ἀσφαλῶς οὖν γινωσκέτω πᾶς οἶκος ᾿Ισραὴλ ὅτι καὶ Κύριον καὶ Χριστὸν αὐτὸν ὁ Θεὸς ἐποίησε, τοῦτον τὸν ᾿Ιησοῦν ὃν ὑμεῖς ἐσταυρώσατε.[30] Τα έσχατα, η βασιλεία του Θεού, ή ανασύσταση του βασιλείου του Δαυίδ από τον Μεσσία, πραγματοποιείται από τον Ιησού που προσφάτως σταυρώθηκε, αλλά ανέστη και οι μαθητές του είναι μάρτυρες όλων αυτών ….και όλοι οι άλλοι που συμμετείχαν στα γεγονότα των ημερών εκείνων….
Οι απαντήσεις του Κυρίου στα δύο ερωτήματα των μαθητών, για τον χρόνο και το είδος της βασιλείας Του, προδιέγραψαν συνάμα και την ποιότητα του αποστολικού κηρύγματος και εν συνεχεία την ζωή της Εκκλησίας. Δεν υπάρχουν περιθώρια για ενασχολήσεις με σχολαία θέματα διότι προέχει η εκπλήρωση της βασικής αποστολής των Μαθητών, και των Χριστιανών, δηλ. της Εκκλησίας, να είναι μάρτυρες του Αναστημένου Χριστού σε κάθε χρόνο και κάθε τόπο: ἔσεσθέ μοι μάρτυρες ἔν τε ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ἐν πάσῃ τῇ ᾿Ιουδαίᾳ καὶ Σαμαρείᾳ καὶ ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς. Η Εκκλησία, λοιπόν, ως ο επιζών μάρτυς της Αναστάσεως μαρτυρεί συνεχώς για τις εμφανίσεις του Αναστάντος και τις θεοφανείες της Ζωοποιού Χάριτος του Θεού. Η δράση δε του μάρτυρος αυτού, της Εκκλησίας, εκτυλίσσεται ανάμεσα στα ορόσημα που τίθενται από την Ανάληψη του Κυρίου και την Δευτέρα και ένδοξη Του παρουσία… καὶ ταῦτα εἰπὼν βλεπόντων αὐτῶν ἐπήρθη, καὶ νεφέλη ὑπέλαβεν αὐτὸν ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν. καὶ ὡς ἀτενίζοντες ἦσαν εἰς τὸν οὐρανὸν πορευομένου αὐτοῦ, καὶ ἰδοὺ ἄνδρες δύο παρειστήκεισαν αὐτοῖς ἐν ἐσθῆτι λευκῇ, οἳ καὶ εἶπον· ἄνδρες Γαλιλαῖοι, τί ἑστήκατε ἐμβλέποντες εἰς τὸν οὐρανόν; οὗτος ὁ ᾿Ιησοῦς ὁ ἀναληφθεὶς ἀφ᾿ ὑμῶν εἰς τὸν οὐρανόν, οὕτως ἐλεύσεται, ὃν τρόπον ἐθεάσασθε αὐτὸν πορευόμενον εἰς τὸν οὐρανόν[31].
Η Ανάληψη του Χριστού εμπρός στα μάτια τους, προφανώς καθήλωσε τους μαθητές, διότι έμειναν άφωνοι, ακίνητοι και αποσβολωμένοι, ώστε να «χρειασθεί» η επέμβαση των δύο αγγέλων για να καταλάβουν τι έγινε και να ξεκινήσουν το δρόμο της επιστροφής για το Υπερώο όπου θα περίμεναν την εκπλήρωση της υποσχέσεως του Κυρίου για την αποστολή του Αγίου Πνεύματος.
3. Επιλογικά
Πέρα από την θεοπνευστία, οι ιεροί συγγραφείς αναδεικνύονται και πρότυπα ιστορικών συγγραφέων. Στην περίπτωση, μάλιστα του Λουκά, που γράφει σ’ έναν εξ εθνικών Χριστιανό άμοιρο του πνεύματος της Π. Διαθήκης και ξένο των επαγγελιών, χρειάζεται πολύ προσοχή για την ιστορική τεκμηρίωση των γεγονότων, κατά τρόπο που να συνάδει με την οικεία αντίληψη περί ιστορικότητας[32]. Συνεπώς, η ιστορική συνείδηση του Λουκά, επιβάλλει την καταγραφή όλων των απαραιτήτων λεπτομερειών προκειμένου να αναδείξει και να εντάξει τα γεγονότα στις διαστάσεις του πραγματικού, ώστε να μην επιβαρύνονται τα όντως συγκλονιστικά και πρωτοφανή γεγονότα με οποιαδήποτε σκιά ή υποψία. Δηλ. προσάγει όλα εκείνα τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για να καταγραφούν τα συμβάντα ως ιστορικά γεγονότα. Ας προσέξουμε, λοιπόν, τις λεπτομέρειες, πρώτα δίνει τις ακριβείς γεωγραφικές συντεταγμένες της τοποθεσίας της Αναλήψεως, ἀπὸ ὄρους τοῦ καλουμένου ἐλαιῶνος, ὅ ἐστιν ἐγγὺς ῾Ιερουσαλήμ, σαββάτου ἔχον ὁδόν[33],δηλ. απόσταση λιγώτερη από χιλιόμετρο, και εν συνεχεία προσδιορίζει επακριβώς τον τόπο της συγκεντρώσεως των μαθητών άμα τη επιστροφή στα Ιεροσόλυμα, ἀνέβησαν εἰς τὸ ὑπερῷον οὗ ἦσαν καταμένοντες[34], που σημαίνει ότι αναφέρεται σε κάποιο γνωστό δώμα, μάλλον του Μυστικού Δείπνου. Και για να ολοκληρώσει την «κατάθεσή» του προσάγει τους μάρτυρες των γεγονότων, οι οποίοι μπορούν να βεβαιώσουν την αλήθεια των λεγομένων του, ὅ τε Πέτρος καὶ ᾿Ιάκωβος καὶ ᾿Ιωάννης καὶ ᾿Ανδρέας, Φίλιππος καὶ Θωμᾶς, Βαρθολομαῖος καὶ Ματθαῖος, ᾿Ιάκωβος ᾿Αλφαίου καὶ Σίμων ὁ Ζηλωτὴς καὶ ᾿Ιούδας ᾿Ιακώβου οὗτοι πάντες ἦσαν προσκαρτεροῦντες ὁμοθυμαδὸν τῇ προσευχῇ καὶ τῇ δεήσει σὺν γυναιξὶ καὶ Μαρίᾳ τῇ μητρὶ τοῦ ᾿Ιησοῦ καὶ σὺν τοῖς ἀδελφοῖς αὐτοῦ[35]. Η τελευταία αναφορά στους αδελφούς του Κυρίου, και της Μαρίας, έχει ιδιαίτερη βαρύτητα όχι μόνον γιατί επιζούσαν και κατείχαν περίοπτη θέση στην πρώτη Εκκλησία, άρα μπορούσε να καταφύγει ο καθένας στην μαρτυρία τους όπως των άλλων που κατονομάζει αποστόλων και της Μαρίας της μητέρας του Κυρίου, αλλά πολύ περισσότερο η παρουσία τους από την πρώτη στιγμή μεταξύ των μαθητών αποδεικνύει την αλήθεια της Αναστάσεως, και την δύναμη των εμφανίσεων του Αναστάντος Χριστού, διότι πως άλλως να εξηγηθεί η άρδην μεταστροφή των αδελφών Του Ας θυμηθούμε ότι ο ίδιος ο Λουκάς περιγράφει στο Ευαγγέλιο του την επίσκεψη της μητέρας και των αδελφών προκειμένου να τον συνετίσουν… παρεγένοντο δὲ πρὸς αὐτὸν ἡ μήτηρ καὶ οἱ ἀδελφοί αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἠδύναντο συντυχεῖν αὐτῷ διὰ τὸν ὄχλον. καὶ ἀπηγγέλη αὐτῷ λεγόντων· ἡ μήτηρ σου καὶ οἱ ἀδελφοί σου ἑστήκασιν ἔξω ἰδεῖν σε θέλοντες[36]. Τότε ο Χριστός πήρε αφορμή απ’ αυτό και όρισε την ποιότητα της συγγενείας Του: ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε πρὸς αὐτούς· μήτηρ μου καὶ ἀδελφοί μου οὗτοί εἰσιν οἱ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ ἀκούοντες καὶ ποιοῦντες αὐτόν[37], όπως πράγματι συνέβη μετά την Ανάσταση Του, στην Εκκλησία.
Αν παρατηρήσουμε προσεκτικά θα διαπιστώσουμε ότι ο Λουκάς γράφοντας τις Πράξεις των Αποστόλων έχει κατά νου το Ευαγγέλιο του και όσα εκεί παρουσιάζονται ως διδασκαλία, εδώ εμφανίζονται ως γεγονότα. Έτσι συνδέει εσωτερικά τα γεγονότα στην σχέση υπόσχεσης και εκπλήρωσης, δηλ. αυτά που δίδαξε ο Χριστός πραγματοποιούνται μέσα στην Εκκλησία Του. Ο Χριστός και το Ευαγγέλιο Του δημιουργούν παράδοση της οποίας μάρτυρες και φορείς είναι οι Απόστολοι.
Η νίκη του Χριστού επί του θανάτου και οι εμφανίσεις Του στους μαθητές θεμελιώνουν και καθιστούν δυνατή την ύπαρξη και την αυτογνωσία της Εκκλησίας μέσα στον χρόνο. Ο Αναστάς είναι πάντοτε παρών, κάθε στιγμή μέσα στην Εκκλησία, αποτελώντας έτσι εγγύηση για την ζωή της και κριτήριο για την Παράδοσή της. Τέλος, ανοίγει τις προοπτικές για το μέλλον, αφού όπως τον είδαμε να Αναλαμβάνετε στους ουρανούς έτσι θα ξαναέλθει, αλλ’ εν τω μεταξύ είναι πάντοτε παρών με τον Παράκλητο στην Εκκλησία. Η μαρτυρία του Παρακλήτου είναι αυτή που με την ταυτότητα εμπειριών που παρέχει στο Εκκλησιαστικό σώμα επιβεβαιώνει την σύνδεση με τον Σωτήρα Χριστό. Οι προφήτες και οι χαρισματούχοι εξακολουθούν να υπάρχουν μέσα στην Εκκλησία και οι εμπειρίες τους επιβεβαιώνουν τις ήδη κατατεθημένες εμπειρίες, ως παρουσία του Παρακλήτου. Η αλυσίδα των έμπειρων επιβεβαιώνουν την ορθή ερμηνεία των Γραφών, αφού ο ίδιος Παράκλητος εμπνέει την Εκκλησία.
αρχιμ. Δρ Παντελεήμων Tσορμπατζόγλου
[1]. «Τὸν μὲν πρῶτον λόγον ἐποιησάμην περὶ πάντων, ὦ Θεόφιλε, ὧν ἤρξατο ὁ ᾿Ιησοῦς ποιεῖν τε καὶ διδάσκειν ἄχρι ἧς ἡμέρας ἐντειλάμενος τοῖς ἀποστόλοις διὰ Πνεύματος ῾Αγίου οὓς ἐξελέξατο ἀνελήφθη· οἷς καὶ παρέστησεν ἑαυτὸν ζῶντα μετὰ τὸ παθεῖν αὐτὸν ἐν πολλοῖς τεκμηρίοις, δι᾿ ἡμερῶν τεσσαράκοντα ὀπτανόμενος αὐτοῖς καὶ λέγων τὰ περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. καὶ συναλιζόμενος παρήγγειλεν αὐτοῖς ἀπὸ ῾Ιεροσολύμων μὴ χωρίζεσθαι, ἀλλὰ περιμένειν τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ πατρὸς ἣν ἠκούσατέ μου· ὅτι ᾿Ιωάννης μὲν ἐβάπτισεν ὕδατι, ὑμεῖς δὲ βαπτισθήσεσθε ἐν Πνεύματι ῾Αγίῳ οὐ μετὰ πολλὰς ταύτας ἡμέρας. οἱ μὲν οὖν συνελθόντες ἐπηρώτων αὐτὸν λέγοντες· Κύριε, εἰ ἐν τῷ χρόνῳ τούτῳ ἀποκαθιστάνεις τὴν βασιλείαν τῷ ᾿Ισραήλ; εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· οὐχ ὑμῶν ἐστι γνῶναι χρόνους ἢ καιροὺς οὓς ὁ πατὴρ ἔθετο ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ, ἀλλὰ λήψεσθε δύναμιν ἐπελθόντος τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος ἐφ᾿ ὑμᾶς, καὶ ἔσεσθέ μοι μάρτυρες ἔν τε ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ἐν πάσῃ τῇ ᾿Ιουδαίᾳ καὶ Σαμαρείᾳ καὶ ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς. καὶ ταῦτα εἰπὼν βλεπόντων αὐτῶν ἐπήρθη, καὶ νεφέλη ὑπέλαβεν αὐτὸν ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν. καὶ ὡς ἀτενίζοντες ἦσαν εἰς τὸν οὐρανὸν πορευομένου αὐτοῦ, καὶ ἰδοὺ ἄνδρες δύο παρειστήκεισαν αὐτοῖς ἐν ἐσθῆτι λευκῇ, οἳ καὶ εἶπον· ἄνδρες Γαλιλαῖοι, τί ἑστήκατε ἐμβλέποντες εἰς τὸν οὐρανόν; οὗτος ὁ ᾿Ιησοῦς ὁ ἀναληφθεὶς ἀφ᾿ ὑμῶν εἰς τὸν οὐρανόν, οὕτως ἐλεύσεται, ὃν τρόπον ἐθεάσασθε αὐτὸν πορευόμενον εἰς τὸν οὐρανόν. Τότε ὑπέστρεψαν εἰς ῾Ιερουσαλὴμ ἀπὸ ὄρους τοῦ καλουμένου ἐλαιῶνος, ὅ ἐστιν ἐγγὺς ῾Ιερουσαλήμ, σαββάτου ἔχον ὁδόν. καὶ ὅτε εἰσῆλθον, ἀνέβησαν εἰς τὸ ὑπερῷον οὗ ἦσαν καταμένοντες, ὅ τε Πέτρος καὶ ᾿Ιάκωβος καὶ ᾿Ιωάννης καὶ ᾿Ανδρέας, Φίλιππος καὶ Θωμᾶς, Βαρθολομαῖος καὶ Ματθαῖος, ᾿Ιάκωβος ᾿Αλφαίου καὶ Σίμων ὁ Ζηλωτὴς καὶ ᾿Ιούδας ᾿Ιακώβου οὗτοι πάντες ἦσαν προσκαρτεροῦντες ὁμοθυμαδὸν τῇ προσευχῇ καὶ τῇ δεήσει σὺν γυναιξὶ καὶ Μαρίᾳ τῇ μητρὶ τοῦ ᾿Ιησοῦ καὶ σὺν τοῖς ἀδελφοῖς αὐτοῦ».
[2]. Σ. Σάκκος, Μαθήματα Εισαγωγής εις την Καινήν Διαθήκην, Θεσσαλονίκη 1972, σ. 130-131· Ι. Καραβιδόπουλος, Εισαγωγή στην ΚαινήΔιαθήκη, Θεσσαλική 1983, σ. 193-194· Η. Βούλγαρης, Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην, Α’, Αθήναι 2003, σ. 333-337· D. A. Carson, D. J. Moo, L. Morris, An Introduction to the New Testament, Grand Rapids 1992, σ. 185-19. Για την φυλάκιση του Παύλου, βλ. B. Rapske, The Book of Acts and Paul in Roman Custody, Grand Rapids-Carlisle 1994.
[3]. Για την ιδιότητa του Ρωμαίου πολίτη, γενικά, βλ., C.F. Kilbert μεταφρ., Justinian: The Digest of Roman Law, (Penquin Classics), 1979· R. Masciantonio, Legal Latin, (American Classical League), Washington, D.C 1983· A. N. Sherwin-White, The Roman Citizenship, [Oxford University Press], Oxford 1939, ανατυπ. 2001· A. J. Crook, Life and Law of Rome, [Cornell University Press], Ithaca N.Y. 1967, σ. 250-286· Jo Ann Shelton, As the Romans Did, Oxford University Press 1988, σ. 242-8, 277· G. B. Cobbold, Children of Romulus, [Longman Press], London 1995, σ. 137-138· Karl Christ, The Romans, [University of California Press], Berkeley-Los Angeles-London 1984, σ. 121-132· Για τον Παύλο ιδιαιτέρως, βλ. Rapske, The Book of Acts and Paul in Roman Custody, όπ.π., σ. 71-112.
[4]. G. Bardy εκδ., Ευσέβιος Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία, [Sources Chrétiennes 31], Paris 1952, κεφ. III, I. 4. 6.1
[5]. Κλ 4,4· Φλμ 24· Β’ Τιμ 4,10.
[6]. Πράξ. 16, 10-11. Για τις πόλεις- εκκλησίες των Πράξεων, πρόχειρα βλ. Wayne A. Meeks, The First Urban Christians: The Social World of the Apostle Paul, [Yale University Press], New Haven- London 1983.
[7]. Πράξ. 20, 4-28, 31.
[8]. Β’ Τιμ 4,10.
[9]. Λουκ. 1, 1.
[10]. Πράξ. 1,8..
[11]. Πρξ. 1,1-2.
[12]. Πρβλ. Κλαύδιος Λυσίας τῷ κρατίστῳ ἡγεμόνι Φήλικι χαίρειν, Πρξ 23, 26· κράτιστε Φῆλιξ, Πρξ 24,3· κράτιστε Φῆστε, Πρξ 26, 25.
[13]. Βλ. Shherwin-White, The Roman Citinzenship, όπ.π, σ. 411-415. Για παράδειγμα οι Φίλιπποι: formerly Crenides, «the fountain,» the capital of the province of Macedonia. It stood near the head of the Sea, about 8 miles north-west of Kavalla. Philip of Macedonia fortified the old Thracian town of Crenides, and called it after his own name Philippi (B.C. 359-336). In the time of the Emperor Augustus this city became a Roman colony, i.e., a military settlement of Roman soldiers, there planted for the purpose of controlling the district recently conquered. It was a «miniature Rome,» under the municipal law of Rome, and governed by military officers, called duumviri, who were appointed directly from Rome. Having been providentially guided thither, here Paul and his companion Silas preached the gospel and formed the first church in Europe. This success stirred up the enmity of the people, and they were «shamefully entreated» (Acts 16: 9-40; 1 Thess. 2:2). Paul and Silas at length left this city and proceeded to Amphipolis, Easton’s Bible Dictionary, 1897. Ακόμη βλ. L. Keppie, Colonisation and veteran settlement in Italy 47-14 BC, [British School at Rome], Rome 1983 · A. J. S. Spawforth,« Roman Corinth: The Formation of a Colonial Elite», στο Roman Onomastics in the Greek East: Social and Political Aspects (Proceedings of the International Colloquium Organized by the Finnish Institute and the Centre for Greek and Roman Antiquity, Athens, 7–9 September 1993, (Μελετήματα 21), εκδ. A. Δ. Ριζάκις, Αθήνα 1996, σ. 167-182· J. K. Goodrich, «Erastus, Quaestor of Corinth: The Administrative Rank of ὁ οἰκονόμος τῆς πόλεως (Rom 16.23) in an Achaean Colony», New Testament Studies 56 (2009) 90-115· R. J. Sweetman, έκδ., Colonies in the First century of their Foundation, [Oxbow Books], Oxford 2011.
[14].1,1-2
[15].1, 3,
[16]. 24, 26-53.
[17]. Πρξ 1, 1-2.
[18]. Πρξ 1,3. Πρβλ. Α’ Κορινθ 15,4-9.
[19]. Α’ Κορινθ 15,3-5.
[20]. Mατθ 28, 11-15.
[21]. Πρξ 2, 32.
[22]. Πρξ 1, 4-5.
[23]. Πρξ 1,3.
[24]. Πρξ 1,6.
[25]. Για τις μεσσιανικές αντιλήψεις των Εβραίων την εποχή αυτή, βλ. E. Schürer, The Ηistory of the Jewish people in the age of Jesus Christ, [μφρ. από γερμανικό], IΙ, [T& T. Clark], Edinburgh ανατυπ. 1986, σ. 488-554, όπου και η σύγχρονη βιβλιογραφία. Ακόμη, βλ. M. Löwy, Rédemption et utopie, [Presses Universitaires de France], Paris 1988 (= ελλ. μετφρ. Λύτρωση και ουτοπία, Αθήνα 2002)· M. Idel, Messianic Mystics, [Yale University Press], New Haven – London 1998, σ. 1-57. Για περισσότερα στην εισήγησή μου, «Η Ανάσταση: η μαρτυρία της Π. Διαθήκης», στην Ετήσια Σύναξη του Iερού Kλήρου της Iεράς Aρχιεπισκοπής Θυατείρων και Μ. Βρετανίας, Γλασκώβη 19 Απριλίου 2004.
[26]. Μαρκ 10, 32-42.
[27]. Πρξ 1,7-8.
[28]. Ματθ. 5-7.
[29]. Ματθ. 6,9-10
[30]. Πρξ 2,16-36.
[31]. Πρξ 1,9-11.
[32]. Τα βιβλία της Κ. Διαθήκης είναι στην ουσία ιστορία και διδαχή. Η μεν ιστορία εκτίθεται απαθώς, με όλες τις εξασφαλίσεις που απαιτεί η ιστορικότητα, όπως αυτή διαμορφώθηκε από τους αρχαίους έλληνες ιστορικούς και εν συνεχεία έγινε κοινός τόπος απ’ όλους τους ιστοριογραφούντες· η δε διδαχή συμπαθώς, αφού μεταφέρει σωτηριώδεις αλήθειες. Εκείνο που απαιτείται από τον ιστορικό είναι να ιστορεί ό,τι μπορεί ανθρωπίνως να πληροφορηθεί και να ελεγχθεί, σε αντίθεση με την διδαχή που είναι αποκαλυπτική. Για την σχέση ιστορίας και θεοπνευστίας, βλ. γενικά, Β. Στογιάννος, «Παράδοσις και Αγία Γραφή», και «Η έννοια της παράδοσης στην Καινή Διαθήκη», στο Ερμηνευτικά μελετήματα, Θεσσαλονική 1988, σ. 264- 284, 285-302. Για την αντίληψη περί ιστορίας που καθιέρωσε η αρχαία ελληνική σκέψη, πρόχειρα βλ. Κ. Γεωργούλη, Φιλοσοφία της Ιστορίας, Αθήναι 1976, σ. 1-95· Λ. Αρεταίος, Η φιλοσοφία της ιστορίας στην αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή διανόηση, Αθήνα 2001·Ε. Breisach, Historiography. Ancient, Medieval and Modern, (έκδ. University of Chicago Press), Chicago-London 21994, σ. 5-120. Πρβλ. Α. Καρπόζηλος, Βυζαντινοί ιστορικοί και χρονογράφοι, Α’ (4ος-7ος αι.), Αθήνα 1997, σ. 25-77.
[33]. Πρξ 1,12. Η απόσταση που επιτρεπόταν να διανύσουν το Σάββατο οι Ιουδαίοι ήταν 2.000 πήχεις Χ 0,45cm = 900 m· βλ. Η. Οικονόμου, Παραδόσεις αρχαιολογίας της Παλαιστίνης και Βιβλικής θεσμολογίας, Αθήνα 1985, σ. 388· Schürer, όπ.π., σ. 472-473 , δηλ.
[34]. Πρξ 1,13α.
[35]. Πρξ 1,13β-14.
[36]. Λουκ. 8,19-20.
[37]. Λουκ. 8,21.
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.