Ετικέτες

, , , ,

4de1a4b6c545543050a0d8dc24423184.jpg

Ερμηνεία στις Πράξεις των Αποστόλων 1,1-14

Τὸν μὲν πρῶτον λόγον ἐποιησάμην περὶ πάντων, ὦ Θεόφιλε, ὧν ἤρξατο ὁ ᾿Ιησοῦς ποιεῖν τε καὶ διδάσκειν 1-2 ἄχρι ἧς ἡμέρας ἐντειλάμενος τοῖς ἀποστόλοις διὰ Πνεύματος ῾Αγίου οὓς ἐξελέξατο ἀνελήφθη· 1-3 οἷς καὶ παρέστησεν ἑαυτὸν ζῶντα μετὰ τὸ παθεῖν αὐτὸν ἐν πολλοῖς τεκμηρίοις, δι᾿ ἡμερῶν τεσσαράκοντα ὀπτανόμενος αὐτοῖς καὶ λέγων τὰ περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. 1-4 καὶ συναλιζόμενος παρήγγειλεν αὐτοῖς ἀπὸ ῾Ιεροσολύμων μὴ χωρίζεσθαι, ἀλλὰ περιμένειν τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ πατρὸς ἣν ἠκούσατέ μου· 1-5 ὅτι ᾿Ιωάννης μὲν ἐβάπτισεν ὕδατι, ὑμεῖς δὲ βαπτισθήσεσθε ἐν Πνεύματι ῾Αγίῳ οὐ μετὰ πολλὰς ταύτας ἡμέρας. 1-6 οἱ μὲν οὖν συνελθόντες ἐπηρώτων αὐτὸν λέγοντες· Κύριε, εἰ ἐν τῷ χρόνῳ τούτῳ ἀποκαθιστάνεις τὴν βασιλείαν τῷ ᾿Ισραήλ; 1-7 εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· οὐχ ὑμῶν ἐστι γνῶναι χρόνους ἢ καιροὺς οὓς ὁ πατὴρ ἔθετο ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ, 1-8 ἀλλὰ λήψεσθε δύναμιν ἐπελθόντος τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος ἐφ᾿ ὑμᾶς, καὶ ἔσεσθέ μοι μάρτυρες ἔν τε ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ἐν πάσῃ τῇ ᾿Ιουδαίᾳ καὶ Σαμαρείᾳ καὶ ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς. 1-9 καὶ ταῦτα εἰπὼν βλεπόντων αὐτῶν ἐπήρθη, καὶ νεφέλη ὑπέλαβεν αὐτὸν ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν. 1-10 καὶ ὡς ἀτενίζοντες ἦσαν εἰς τὸν οὐρανὸν πορευομένου αὐτοῦ, καὶ ἰδοὺ ἄνδρες δύο παρειστήκεισαν αὐτοῖς ἐν ἐσθῆτι λευκῇ, 1-11 οἳ καὶ εἶπον· ἄνδρες Γαλιλαῖοι, τί ἑστήκατε ἐμβλέποντες εἰς τὸν οὐρανόν; οὗτος ὁ ᾿Ιησοῦς ὁ ἀναληφθεὶς ἀφ᾿ ὑμῶν εἰς τὸν οὐρανόν, οὕτως ἐλεύσεται, ὃν τρόπον ἐθεάσασθε αὐτὸν πορευόμενον εἰς τὸν οὐρανόν. 1-12 Τότε ὑπέστρεψαν εἰς ῾Ιερουσαλὴμ ἀπὸ ὄρους τοῦ καλουμένου ἐλαιῶνος, ὅ ἐστιν ἐγγὺς ῾Ιερουσαλήμ, σαββάτου ἔχον ὁδόν. 1-13 καὶ ὅτε εἰσῆλθον, ἀνέβησαν εἰς τὸ ὑπερῷον οὗ ἦσαν καταμένοντες, ὅ τε Πέτρος καὶ ᾿Ιάκωβος καὶ ᾿Ιωάννης καὶ ᾿Ανδρέας, Φίλιππος καὶ Θωμᾶς, Βαρθολομαῖος καὶ Ματθαῖος, ᾿Ιάκωβος ᾿Αλφαίου καὶ Σίμων ὁ Ζηλωτὴς καὶ ᾿Ιούδας ᾿Ιακώβου 1-14 οὗτοι πάντες ἦσαν προσκαρτεροῦντες ὁμοθυμαδὸν τῇ προσευχῇ καὶ τῇ δεήσει σὺν γυναιξὶ καὶ Μαρίᾳ τῇ μητρὶ τοῦ ᾿Ιησοῦ καὶ σὺν τοῖς ἀδελφοῖς αὐτοῦ.

7bad8dd3d0e961484b2dd795d2f161b4.jpg

1. Εισαγωγικά

Οι Πράξεις των Αποστόλων κατά την παράδοση ομοφώνως αποδίδονται στον ευαγγε­λι­στή Λουκά· πιθανός δε χρόνος συγγραφής θεωρείται το χρονικό διάστημα της φυλακίσεως του απ. Παύλου στη Ρώμη, ή αμέσως μετά, δηλ. μεταξύ των ετών 62 και 64[2].

Ο Λουκάς ήταν μα­θη­τής του Παύλου καί από το όνομα φαίνεται ότι ήταν ρωμαίος πο­λίτης[3], μάλλον Αντι­ο­χεύς[4], και κατ’ επάγγελμα ιατρός[5]. Αναφέρεται για πρώτη φορά στο βιβλίο των Πράξεων μετά το όραμα της Τρωάδος, ὡς δὲ τὸ ὅραμα εἶδεν, εὐθέως ἐζη­τή­σα­μεν ἐξελθεῖν εἰς τὴν Μα­κε­δο­νί­αν, συμβιβάζοντες ὅτι προσκέκληται ἡμᾶς ὁ Κύριος εὐ­αγ­γελίσασθαι αὐτούς. ᾿Α­να­χθέν­τες οὖν ἀπὸ τῆς Τρῳάδος εὐθυδρομήσαμεν εἰς Σα­μο­θρᾴκην, τῇ δὲ ἐπιούσῃ εἰς Νε­­πολιν[6]. Από το σημείο αυτό αρχίζει ο Λουκάς να διη­γεί­ται σε πρώτο πρό­σωπο (ἡμεῖς– εδάφια). Αν ό­μως κρίνουμε, πάντως, από το συμβιβά­ζον­τες ὅτι προσκέ­κληται ἡμᾶς φαίνεται ότι δεν γνωρίσθηκε ε­­­κεί για πρώτη φορά με τον Παύ­λο, αλλ’ προ­ϋ­πήρχε γνωριμία και συνεργασία μεταξύ τους. Η διήγηση σε πρώτο πρό­σω­πο σταματά στους Φι­λίππους, ό­που φαίνεται ότι έμεινε ως ε­πί­σκο­πος της νεοπαγούς Εκ­κλη­σίας, μιας και ως ρω­μαϊος πολί­της θα ήταν πλέον κατάλληλος μετά τα παθήματα, και την αποκάλυψη, των άλ­­λων δύο ρω­μαϊων πολίτων Παύλου και Σι­λά. Ξαναεμφανίζεται πά­λι, όταν ο Παύλος πραγματοποιεί την τε­λευταία περιοδεία στην Αχαΐα και τον ακολουθεί στην Μακεδονία, Μ. Α­­σία, Ιεροσό­λυ­μα και στην πρώτη φυλάκιση του στην Ρώμη[7]. Οι συνε­χείς χαιρετισμοί στις ε­πιστολές της αιχ­μα­λωσίας του Παύλου και από τον Λουκάς στις εκ­κλη­σίες των Κολοσσών και στον Φιλ­ή­μο­να φανερώνουν τους παλαιούς δεσμούς του Λουκά με τις Μικρασιατικές εκ­­κλησίες,  πολύ πριν από τις περιοδείες του Παύλου. Τέλος, θα πρέ­πει  να πούμε ότι παρέ­μει­νε συνεχώς με τον Παύλο, διότι με κάποια πικρία ο τελευταίος δι­α­­πι­στώνει γράφοντας στα τέλη του βίου στον Τιμόθεο ότι ό­λοι τον εγκατέλειψαν πλην Λου­κᾶς ἐστι μόνος μετ᾿ ἐ­μοῦ[8].

Οι τελευταίες παρατηρήσεις αποκαλυπτούν και τις πηγές του Λουκά για την συγγραφή των Πράξεων, οι οποίες κατά βάση είναι οι ιδικές του παρατηρήσεις και ύστερα οι μαρ­τυ­ρίες του Παύλου και των άλλων αποστόλων τους οποίους γνώρισε και συνα­νε­στράφη προ­σω­πικώς, όπως φαίνεται από τις πολλές αναφορές σε όλο το μήκος των Πρά­ξεων.

Το σχέδιο που ακολουθεί ο Λουκάς, στην σύνταξη του βιβλίου του, είναι απλό και υ­πη­ρε­τεί απολύτως τον σκοπό της συγγραφής του καθότι απευθύνεται στον Θεόφιλο, τώρα πλέ­ον απλώς ως φίλος, δίχως επίθετο, ενώ ως κράτιστος στο Ευαγγέλιο[9], και στο­χεύει να καταδείξει  την εξάπλωση της Εκκλησίας, ως επιβεβαιώσεως της εντολής του Κυ­ρίου, ἔσεσθέ μοι μάρτυρες ἔν τε ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ἐν πάσῃ τῇ ᾿Ιουδαίᾳ καὶ Σαμα­ρείᾳ καὶ ἕ­­ως ἐσχάτου τῆς γῆς[10] πρώτα στην περιτομή (κεφ. 1-9) και ύστερα στην ακρο­βυ­στία (κεφ. 10-28). Για τον λόγο αυτό το βιβλίο των Πράξεων είναι το πλέον πολιτικό βιβλίο της Κ. Δια­θή­κης, με την έννοια ότι καταδεικνύει τις συνέπειες, την πολιτεία που εγκαθιδρύει το μή­νυμα του Ευαγγελίου σε Ιουδαϊκό ή εθνικό περιβάλλον, δηλ. στην οικουμένη. Δίνει τα πλαίσια της δράσεως της Εκκλησίας ως στρατευομένης μέσα στον κόσμο, στον οποίο παρά τις αντι­ξο­ότητες και με πολλές θυσίες κατορθώνει να φέρει το κήρυγμα της εν Χριστώ σω­τη­­ρί­ας πα­ντού. Το γεγονός της Εναθρωπήσεως και Αναστάσεως του Ιησού Χριστού δημι­ουργεί μια παράδοση η οποία διαχέεται στον κόσμο χάρη στο κήρυγμα των αυ­το­πτών μαρτύρων, δηλ. των Αποστόλων, και κάτι περισσότερο, το κήρυγμα αυτό δημιουργεί μια νέα πρα­γμα­τι­κότητα την Εκκλησία, δηλ. μια καινή πολιτεία στην οποία πνέει ένας άλλος αέρας και επι­κρατούν καινοφανείς όροι. Έτσι, λοιπόν, για όλα τα παραπάνω δεν είναι η ιστορία των Πρά­ξε­ων των Αποστόλων, γενικά, αλλά η Ιστορία των αποτελεσμάτων της δρά­σεως των Α­πο­­στό­λων, η εγκαθίδρυση της Εκκλησίας.

7c5e98941bb64f1d349e45caf8bc6abf.jpg

2. Ερμηνευτικά

Τὸν μὲν πρῶτον λόγον ἐποιησάμην περὶ πάντων, Θεόφιλε, ὧν ἤρξατο ᾿Ιησοῦς ποιεῖν τε καὶ διδάσκειν ἄχρι ἧς ἡμέρας ἐν­τει­λάμενος τοῖς ἀποστόλοις διὰ Πνεύματος ῾Α­­­γίου οὓς ­ξε­λέξατο ἀνελήφθη[11]. Οι Πράξεις των Αποστόλων, ως δεύτερος λόγος, α­φού πρώτος λόγος ήταν το Ευαγγέλιο του, από τον Λουκά απευθύνονται στον Θεόφιλο, για τον οποίο δεν γνω­ρίζουμε περισσότερα απ’ ότι διασώζεται στην Κ. Διαθήκη. Ο Θεόφιλος, ή ο κράτι­στος Θε­όφιλος του Ευαγγελίου, απ’ ότι φαίνεται θα ήταν ένα πρόσωπο ελ­λη­ν­ι­κής κατα­γω­γής, αν κρίνουμε από το όνομα, αλλά Ρωμαίος πολίτης και επίσημο, αφού προσ­φω­νείται κρά­τι­στος[12], πιθανόν σε κάποια ελληνική πόλη αναγνωρισμένη όμως ως ρωμαϊκή α­ποικία, δηλ. με τα δικαιώματα και υποχρεώσεις μιας, μικρής, Ρώμης[13].

Ο λόγος δε της δεύτερης αυτής συγγραφής του Λουκά, των Πράξεων, εξαρχής δηλώνεται απερίφραστα, κατ’ αναλογίαν με την εξαγγελία της αιτίας της συγγραφής του Ευαγγελίου του. Τότε, στο Ευαγγέλιο ο Λουκάς έγραφε ότι ἐπειδήπερ πολλοὶ ἐπεχείρησαν ἀνατάξασθαι διήγησιν περὶ τῶν πεπλη­ροφο­ρη­μένων ἐν ἡμῖν πραγμάτων καθὼς παρέδοσαν ἡμῖν οἱ ἀπ᾿ ἀρχῆς αὐτόπται καὶ ὑπηρέται γενόμενοι τοῦ λόγου[14], αυτός αναλαμβάνει την πρω­το­βουλία ως γνώστης, ἔδοξε κἀμοί, παρηκολουθηκότι ἄνωθεν να καταθέσει την προσωπική του μαρ­τυρία του πᾶσιν ἀκριβῶς, καθεξῆς σοι γράψαι, κράτιστε Θεόφιλε[15]. Τώρα, στις Πράξεις, α­φού πολύ σύντομα κάνει μια επιγραμματική σύνδεση με τα προηγούμενα, δηλ. με το Ευ­αγ­γέλιο, δηλώνει ότι θα αρχίσει από εκεί που τέλειωσε τον πρώτο του λόγο, την αν­ά­ληψη του Κυρίου.

58805590_413194952797815_4861697971693027328_o.jpg

Το κατά Λουκάν Ευαγγέλιο, μετά τις εμφανίσεις του Αναστάντος, τελειώνει ως εξής: καὶ εἶπεν αὐ­τοῖς ὅτι οὕτω γέγραπται καὶ οὕτως ἔδει παθεῖν τὸν Χριστὸν καὶ ἀναστῆναι ἐκ νε­κρῶν τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ, καὶ κηρυχθῆναι ἐπὶ τῷ ὀνόματι αὐτοῦ μετάνοιαν καὶ ἄφεσιν ἁμαρ­τιῶν εἰς πάντα τὰ ἔθνη, ἀρξάμενον ἀπὸ῾Ιε­ρουσαλήμ. ὑμεῖς δέ ἐστε μάρτυρες τούτων. καὶ ἰδοὺ ἐγὼ ἀπο­στέλ­λω τὴν ἐπαγ­γελίαν τοῦ πατρός μου ἐφ᾿ ὑμᾶς· ὑμεῖς δὲ καθίσατε ἐν τῇ πόλει ῾Ιερου­σα­λὴμ ἕως οὗ ἐνδύσησθε δύναμιν ἐξ ὕψους. ᾿Εξήγαγε δὲ αὐτοὺς ἔξω ἕως εἰς Βη­θανίαν, καὶ ἐ­πάρας τὰς χεῖρας αὐτοῦ εὐλόγησεν αὐτούς. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εὐλογεῖν αὐτὸν αὐτοὺς διέ­στη ἀ­π᾿ αὐτῶν καὶ ἀνεφέρετο εἰς τὸν οὐρανόν. καὶ αὐτοὶ προσκυνήσαντες αὐτὸν ὑπέ­στρε­ψαν εἰς ῾Ιερουσαλὴμ μετὰ χαρᾶς μεγάλης, καὶ ἦσαν διὰ παντὸς ἐν τῷ ἱερῷ αἰ­νοῦντες καὶ εὐλογοῦντες τὸν Θεόν[16]. Η αναφορά στην παραπάνω κατακλείδα του Ευαγ­γε­λίου γίνεται με πολύ αρι­στο­­τε­χνι­κό ώστε να αποτελέσει ταυτόχρονα και εισαγωγή στον δεύ­τερο λόγο, τις Πράξεις. Λέγει, λοιπόν, ότι θα αρχίσει απ’ εκεί που άφησε τα γεγονότα: … ὧν ἤρξατο ὁ ᾿Ιη­σοῦς ποιεῖν τε καὶ διδά­σκειν, ἄχρι ἧς ἡμέρας ἐν­τει­λάμενος τοῖς ἀπο­στό­λοις διὰ Πνεύ­μα­τος῾Αγίου οὓς ἐξελέξατο ἀνελήφθη[17].

  Φυσικά, η Ανάληψη του Κυρίου προϋποθέτει την Ανάσταση, στην οποία παραπέμπει με τις πολλές εμφανίσεις του Αναστάντος. Μπορεί κανείς να μην είδε πως έγινε η Ανά­στα­ση, αλλά όλοι είδαν τις συνέπειες Της, τις εμφανίσεις: παρέστησεν ἑαυτὸν ζῶντα μετὰ τὸ πα­θεῖν αὐτὸν ἐν πολλοῖς τεκμηρίοις, δι᾿ ἡμερῶν τεσσαράκοντα ὀπτανόμενος αὐτοῖς[18]. Η ιστο­ρι­κότητα της Αναστάσεως αποδεικνύεται από τις εμφανίσεις, ή όπως επιγραμματικά λέγει ο Παύλος χρησιμοποιώντας τέσσερα ρήματα: Χριστὸς ἀπέθανεν…. ἐτάφη… ἐγήγερται …καὶ ὤ­φθη…[19]. Εφόσον, λοιπόν, οι μαθητές ήταν οι μάρτυρες των εμφανίσεων του Ανα­στά­ντος Χρι­στού μόνον αυτοί μπορούν να βεβαιώσουν ότι πράγματι αναστήθηκε και δεν τον έ­κλε­ψαν όπων διέδιδαν οι Ιουδαίοι[20]. Αν δεν είχαν τις εμπει­ρίες των εμ­φα­νί­σεων του Ανα­στάν­τος Χριστού πως θα είχαν το θάρρος και την παρ­ρη­σία δια στόματος Πέ­τρου την η­μέ­ρα της Πε­ντη­κο­στής να κηρύξουν στεντορεία τη φωνή ό­τι τοῦτον τὸν ᾿Ιησοῦν ἀν­έ­στησεν ὁ Θ­εός, οὗ πάντες ἡμεῖς ἐσμεν μάρτυρες[21]

8b4e7c9b8022ae93134467854c4a35f8.jpg

Τέλος, η Ανάληψη δεν είναι μόνον η τελευταία εμφάνιση του Αναστάντος Χριστού, αλλά και η εισαγωγή στην νέα εποχή του Αγίου Πνεύματος, δηλ. της Εκκλησίας μέσα στον κό­σμο: καὶ συναλιζόμενος παρήγγειλεν αὐτοῖς ἀπὸ ῾Ιεροσολύμων μὴ χωρίζεσθαι, ἀλλὰ περι­μέ­νειν τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ πατρὸς ἣν ἠ­κού­σατέ μου· ὅτι ᾿Ιωάννης μὲν ἐβάπτισεν ὕδατι, ὑ­μεῖς δὲ βαπτισθήσεσθε ἐν Πνεύματι ῾Α­γίῳ οὐ μετὰ πολλὰς ταύτας ἡμέρας[22].

Ενώ όμως ο Κύριος προετοιμάζει τους μαθητές Του για την αποστολή που τους αναθέτει, τους εξηγεί τα πάντα και ανακεφαλαιώνει όσα τους δίδαξε, λέγων τὰ περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θε­οῦ[23], εκείνοι το μόνο που καταλαβαίνουν απ’ όλα αυτά είναι ότι τώρα έχουν μια τε­λευ­ταία ευκαιρία να υποβάλλουν ένα ερώτημα που τους βασανίζει και να πάρουν μια α­πά­ντηση: οἱ μὲν οὖν συνελθόντες ἐπηρώτων αὐτὸν λέγοντες· Κύριε, εἰ ἐν τῷ χρόνῳ τούτῳ ἀ­­πο­­καθιστάνεις τὴν βασιλείαν τῷ ᾿Ισραήλ;[24] «Ο αιώνιος καημός και το κρυφό μαράζι» των Εβραίων, πότε επιτέλους θα αποκατασταθεί το βασίλειο του Ισραήλ; μήπως δεν είναι πια καιρός να ζήσουν κι αυτοί τις μέρες δόξας όπως την εποχή του Δαυίδ και όπως άλλωστε τόσες φορές είχε υποσχεθεί ο Θεός;[25] Βλέπουμε, λοιπόν, ότι κάθε φορά που ο Χριστός μι­λού­σε για την βασιλεία του Θεού το μυαλό των μαθητών αυτομάτως πήγαινε στην επί γης αποκα­τά­σταση του Μεσσιανικού βασιλείου του Ισραήλ. Ας θυμηθούμε τι συνέβη λίγο και­ρό πριν: ἦ­σαν δὲ ἐν τῇ ὁδῷ ἀναβαίνοντες εἰς ῾Ιεροσόλυμα· καὶ ἦν προάγων αὐτοὺς ὁ ᾿Ιη­σοῦς, καὶ ἐθαμβοῦντο, καὶ ἀκολουθοῦντες ἐφοβοῦντο. καὶ παραλαβὼν πάλιν τοὺς δώδεκα ἤρξατο αὐτοῖς λέγειν τὰ μέλλοντα αὐτῷ συμβαίνειν, ὅτι ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς ῾Ιε­ρο­σό­λυ­μα καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώ­που παραδοθήσεται τοῖς ἀρχιερεῦσι καὶ γραμμα­τεῦσι, καὶ κα­τα­­κρι­νοῦ­σιν αὐτὸν θανάτῳ καὶ παραδώσουσιν αὐτὸν τοῖς ἔθνεσι, καὶ ἐμπαί­ξου­σιν αὐ­τῷ καὶ μαστιγώσουσιν αὐτὸν καὶ ἐμπτύσουσιν αὐτῷ καὶ ἀπο­κτενοῦσιν αὐτόν, καὶ τῇ τρί­τῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται. Καὶ προσπορεύονται αὐτῷ ᾿Ιάκωβος καὶ ᾿Ιωάννης υἱοὶ Ζε­βε­δαίου λέγοντες· διδάσκαλε, θέλομεν ἵνα ὃ ἐὰν αἰτήσωμεν ποιήσῃς ἡμῖν. ὁ δὲ εἶπεν αὐ­τοῖς· τί θέλετε ποιῆσαί με ὑμῖν; οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· δὸς ἡμῖν ἵνα εἷς ἐκ δεξιῶν σου καὶ εἷς ἐξ εὐ­ω­νύμων σου καθίσωμεν ἐν τῇ δόξῃ σου… καὶ ἀκούσαντες οἱ δέκα ἤρξαντο ἀγανακτεῖν πε­­ρὶ ᾿Ιακώβου καὶ ᾿Ιωάννου[26]. Κατά παρόμοιο τρόπο οι μαθητές αντιλαμβάνονται και τώ­ρα ό­τι την ώ­ρα αυτή που ο Κύριος τους λέγει ότι θα φύγει από κοντά τους, θα είναι η ώρα που περι­μέ­ναν τόσο πολύ. Φευ!, όμως, τι απογοήτευση ένιωσαν όταν άκουσαν τον Χριστό με αυστηρό τόνο να τους επιπλήττει: εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· οὐχ ὑμῶν ἐστι γνῶναι χρόνους ἢ καιροὺς οὓς ὁ πατὴρ ἔθετο ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ, ἀλλὰ λήψεσθε δύναμιν ἐπελ­θόντος τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος ἐφ᾿ ὑμᾶς, καὶ ἔσεσθέ μοι μάρτυρες ἔν τε  Ἰερουσαλὴμ καὶ ἐν πάσῃ τῇ ᾿Ι­­ου­­δαίᾳ καὶ Σαμαρείᾳ καὶ ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς[27].

Με την απάντηση που δίνει ο Χριστός ξεκαθαρίζει στους μαθη­τές του, και κατ’ επέκταση σε όλους εμάς, ότι είναι ξένος με αυτό που αποκαλούν ή ονει­ρεύ­ονται ως βασιλεία του Ι­σρα­­ήλ και ακόμη περισσότερο ανατρέπει τα χρονικά πλαίσια οποιασδήποτε θείας ενέρ­γει­ας. Δεν είναι ο Θεός υπηρέτης ενός λαού, του Εβραϊκού, αλλ’ είναι Θεός όλων των ανθρώ­πων, ακόμη και των Σαμαρειτών… αλλά και των Εθνικών!

8f94f1dc8bbc285b46afbad21ef787f9.jpg

Στο πρώτο ερώτημα περί του χρόνου, απαντά αποστομωτικά ότι δεν είναι στην διάκρισή τους και να μη σφετερίζονται ξένες αρμοδιότητες, του Θεού εν προκειμένω,  οὐχ ὑμῶν ἐστι γνῶναι χρόνους ἢ και­ροὺς οὓς ὁ πατὴρ ἔθετο ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσία. Μια απάντηση που απάλ­λαξε την Εκκλησία  ο­ρι­στικά από το άγχος του χρόνου και των ορίων του και πολύ περισ­σό­τερο απομάκρυνε κάθε κάθε κίνδυνο χιλιασμού. Αλλά, και στο άλλο ερώτημα για την βα­σιλεία του Ισραήλ δίνει απάντηση εξίσου κατηγο­ρηματική, λήψεσθε δύναμιν ἐπελ­θόν­τος τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος ἐφ᾿ ὑμᾶς, καὶ ἔσεσθέ μοι μάρτυρες ἔν τε ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ἐν πάσῃ τῇ ᾿Ιουδαίᾳ καὶ Σαμαρείᾳ καὶ ἕως ἐσχάτου τῆς γῆ.  Τους λέγει, δηλ. ότι εγώ δεν έ­χω τίποτα να κάνω με τις μεσσιανικές προσδοκίες του Ισραήλ, διότι εγώ ο Μεσσίας εγκαθιδρύω την δική μου βασι­λεία, την Εκ­κλη­σία, της οποίας εσείς θα είστε υπηρέτες. Το αί­τημα, λοιπόν, των αδελφών Ζεβεδαίου να καθίσουν εκ δεξιών και εξ ευώνυμων ικανο­ποι­είται για όλους πλέον, αφού αν­α­λαμβάνουν την τιμητική αποστολή να είναι οι μάρτυ­ρες Του, πρέσβεις, μέ­σα στην ι­στο­­ρία. Θα είναι πρέσβεις μιας νέας βασιλείας, της οποίας το ήθος και ύφος ήδη στην επί του Ὄρους Ὁμιλία ο Χριστός προδιέγραψε σε πείσμα των μεσσιανικών προ­σδο­κιών του όχλου[28]. Στην Κυριακή προσευχή, μάλιστα, δίδαξε ότι η βα­σι­λεία του Θεού είναι πάντοτε πα­ρούσα όταν γίνεται το θέ­λημα του Θεού ὡς ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς και έτσι α­γιάζεται το Όνομά του[29].

Ας μη ξεχνούμε, τέλος, ότι παρά τις αλλεπάλληλες διαψεύσεις του Κυ­ρίου για τα σχετικά με την επικείμενη βασιλεία του Ισραήλ, πριν την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύ­μα­τος, η διά­νοια των μαθητών παρέμενε παχυλή ως και των λοιπών συμπα­τριωτών τους, και αντιμε­τώ­πι­ζαν τα ίδια προβλήματα. Κι όλα αυτά πριν την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, διότι μετά την Πεντηκοστή θα ακούσουμε τον Πέτρο να δίνει την απάντηση στο ερώτημα αυτό με πολύ διαφορετικό τρόπο: τὸ εἰρημένον διὰ τοῦ προφήτου ᾿Ιωήλ· καὶ ἔσται ἐν ταῖς ἐ­σχά­ταις ἡμέραις, λέγει ὁ Θεός, ἐκχεῶ ἀπὸ τοῦ πνεύματός μου ἐπὶ πᾶσαν σάρκα, καὶ προ­φη­τεύσουσιν οἱ υἱοὶ ὑμῶν καὶ αἱ θυγατέρες ὑμῶν, καὶ οἱ νεανίσκοι ὑμῶν ὁράσεις ὄψονται, καὶ οἱ πρεσβύτεροι ὑμῶν ἐνύπνια ἐνυπνιασθήσονται· καί γε ἐπὶ τοὺς δούλους μου καὶ ἐπὶ τὰς δούλας μου ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἐκχεῶ ἀπὸ τοῦ πνεύματός μου, καὶ προ­φη­τεύ­σουσι. καὶ δώσω τέρατα ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω καὶ σημεῖα ἐπὶ τῆς γῆς κάτω, αἷμα καὶ πῦρ καὶ ἀτμίδα καπνοῦ· ὁ ἥλιος μεταστραφήσεται εἰς σκότος καὶ ἡ σελήνη εἰς αἷμα πρὶν ἢ ἐλ­θεῖν τὴν ἡμέραν Κυρίου τὴν μεγάλην καὶ ἐπιφανῆ. καὶ ἔσται πᾶς ὃς ἂν ἐπικαλέσηται τὸ ὄ­νομα Κυρίου σωθήσεται…. ῎Ανδρες ἀδελφοί, ἐξὸν εἰπεῖν μετὰ παρρησίας πρὸς ὑμᾶς περὶ τοῦ πατριάρχου Δαυῒδ ὅτι καὶ ἐτελεύτησε καὶ ἐτάφη καὶ τὸ μνῆμα αὐτοῦ ἐστιν ἐν ἡμῖν ἄχρι τῆς ἡ­μέρας ταύτης… προφήτης οὖν ὑπάρχων, καὶ εἰδὼς ὅτι ὅρκῳ ὤμοσεν αὐτῷ ὁ Θεὸς ἐκ καρ­ποῦ τῆς ὀσφύος αὐτοῦ τὸ κατὰ σάρκα ἀναστήσειν τὸν Χριστὸν καθίσαι ἐπὶ τοῦ θρόνου αὐ­τοῦ… οὐ γὰρ Δαυῒδ ἀνέβη εἰς τοὺς οὐρανούς, λέγει δὲ αὐτός· εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυ­ρίω μου, κάθου ἐκ δεξιῶν μου, ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου. ἀ­σφα­λῶς οὖν γινωσκέτω πᾶς οἶκος ᾿Ισραὴλ ὅτι καὶ Κύριον καὶ Χριστὸν αὐτὸν ὁ Θεὸς ἐ­ποί­η­σε, τοῦτον τὸν ᾿Ιησοῦν ὃν ὑμεῖς ἐσταυρώσατε.[30] Τα έσχατα, η βασιλεία του Θεού, ή ανα­­σύσταση του βασιλείου του Δαυίδ από τον Μεσσία, πραγματοποιείται από τον Ιησού που προσφάτως σταυρώθηκε, αλλά ανέστη και οι μαθητές του είναι μάρτυρες όλων αυτών ….και όλοι οι άλλοι που συμμετείχαν στα γεγονότα των ημερών εκείνων….

57485555_407169246733719_3421041214764351488_o.jpg

Οι απαντήσεις του Κυρίου στα δύο ερωτήματα των μαθητών, για τον χρόνο και το είδος της βασιλείας Του, προδιέγραψαν συνάμα και την ποιότητα του αποστολικού κηρύγματος και εν συνεχεία την ζωή της Εκκλησίας. Δεν υπάρχουν περιθώρια για ενασχολήσεις με σχο­λαία θέματα διότι προέχει η εκπλήρωση της βασικής αποστολής των Μαθητών, και των Χρι­­στιανών, δηλ. της Εκκλησίας, να είναι μάρτυρες του Αναστημένου Χριστού σε κάθε χρό­­νο και κάθε τόπο: ἔσεσθέ μοι μάρτυρες ἔν τε ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ἐν πάσῃ τῇ ᾿Ιουδαίᾳ καὶ Σα­­μαρείᾳ καὶ ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς. Η Εκκλησία, λοιπόν, ως ο επιζών μάρτυς της Αναστά­σε­ως μαρτυρεί συνεχώς για τις εμφανίσεις του Αναστάντος και τις θεοφανείες της Ζωοποι­ού Χάριτος του Θεού. Η δράση δε του μάρτυρος αυτού, της Εκκλησίας, εκτυλίσσεται ανά­με­σα στα ορόσημα που τίθενται από την Ανάληψη του Κυρίου και την Δευτέρα και ένδοξη Του παρουσία… καὶ ταῦτα εἰπὼν βλεπόντων αὐτῶν ἐπήρθη, καὶ νεφέλη ὑπέλαβεν αὐτὸν ἀ­πὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν. καὶ ὡς ἀτενίζοντες ἦσαν εἰς τὸν οὐρανὸν πορευομένου αὐτοῦ, καὶ ἰδοὺ ἄνδρες δύο παρειστήκεισαν αὐτοῖς ἐν ἐσθῆτι λευκῇ, οἳ καὶ εἶπον· ἄνδρες Γα­λι­λαῖοι, τί ἑστήκατε ἐμβλέποντες εἰς τὸν οὐρανόν; οὗτος ὁ ᾿Ιησοῦς ὁ ἀναληφθεὶς ἀφ᾿ ὑμῶν εἰς τὸν οὐρανόν, οὕτως ἐλεύσεται, ὃν τρόπον ἐθεάσασθε αὐτὸν πορευόμενον εἰς τὸν οὐ­ρανόν[31].

Η Ανάληψη του Χριστού εμπρός στα μάτια τους, προφανώς καθήλωσε τους μαθητές, δι­ό­τι έ­μειναν άφωνοι, ακίνητοι και αποσβολωμένοι, ώστε να «χρειασθεί» η επέμβαση των δύ­ο αγ­γέ­λων για να καταλάβουν τι έγινε και να ξεκινήσουν το δρόμο της επιστροφής για το Υ­­πε­­ρώο όπου θα περίμεναν την εκπλήρωση της υποσχέσεως του Κυρίου για την αποστολή του Αγίου Πνεύματος.

43c462021304c8c10e42b5b55da4bcd4.jpg

3. Επιλογικά

Πέρα από την θεοπνευστία, οι ιεροί συγγραφείς αναδεικνύονται και πρότυπα ιστορικών συγγραφέων. Στην περίπτωση, μάλιστα του Λουκά, που γράφει σ’ έναν εξ εθνικών Χριστι­α­νό άμοιρο του πνεύματος της Π. Διαθήκης και ξένο των επαγγελιών, χρειάζεται πολύ προ­­σοχή για την ιστορική τεκμηρίωση των γεγονότων, κατά τρόπο που να συνάδει με την οικεία αντίληψη περί ιστορικότητας[32]. Συνεπώς, η ιστορική συνείδηση του Λουκά, επιβάλ­λει την καταγραφή όλων των απαραιτήτων λε­πτο­μερειών προκειμένου να αναδείξει και να εν­τάξει τα γεγονότα στις διαστάσεις του πραγματικού, ώστε να μην επι­βα­ρύνονται τα όντως συγκλονιστικά και πρωτοφανή γεγονότα με οποιαδήποτε σκιά ή υποψία. Δηλ. προσάγει όλα εκείνα τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για να καταγραφούν τα συμβάντα ως ιστορικά γεγονότα. Ας προσέξουμε, λοιπόν, τις λεπτομέρειες, πρώτα δίνει τις ακριβείς γε­­ωγραφικές συντεταγμένες της τοποθεσίας της Αναλήψεως, ἀπὸ ὄρους τοῦ καλουμένου ἐλαιῶνος, ὅ ἐστιν ἐγγὺς ῾Ιερουσαλήμ, σαββάτου ἔχον ὁδόν[33],δηλ. απόσταση λι­γώτερη από χι­λιόμετρο, και εν συνεχεία προσδιορίζει επακριβώς τον τόπο της συγκε­ντ­ρώ­­σεως των μαθητών άμα τη επιστροφή στα Ιεροσόλυμα, ἀνέβησαν εἰς τὸ ὑπερῷον οὗ ἦ­σαν καταμέ­νον­τες[34], που σημαίνει ότι αναφέρεται σε κάποιο γνωστό δώμα, μάλλον του Μυ­­­στικού Δείπνου. Και για να ολοκληρώσει την «κατάθεσή» του προσάγει τους μάρτυρες των γεγονότων, οι οποίοι μπορούν να βεβαιώσουν την αλήθεια των λεγομένων του, ὅ τε Πέ­­τρος καὶ ᾿Ιάκωβος καὶ ᾿Ιωάννης καὶ ᾿Ανδρέας, Φίλιππος καὶ Θωμᾶς, Βαρθολομαῖος καὶ Μα­τθαῖος, ᾿Ιάκωβος ᾿Αλφαίου καὶ Σίμων ὁ Ζηλωτὴς καὶ ᾿Ιούδας ᾿Ιακώβου οὗτοι πάντες ἦ­σαν προσκαρτεροῦντες ὁμοθυμαδὸν τῇ προσευχῇ καὶ τῇ δεήσει σὺν γυναιξὶ καὶ Μαρίᾳ τῇ μη­­τρὶ τοῦ ᾿Ιησοῦ καὶ σὺν τοῖς ἀδελφοῖς αὐτοῦ[35]. Η τελευταία αναφορά στους αδελφούς του Κυρίου, και της Μαρίας, έχει ιδιαίτερη βαρύτητα όχι μόνον γιατί επιζούσαν και κα­τεί­χαν περίοπτη θέση στην πρώτη Εκκλησία, άρα μπορούσε να καταφύγει ο καθένας στην μαρτυρία τους όπως των άλλων που κατονομάζει αποστόλων και της Μαρίας της μητέρας του Κυρίου, αλλά πολύ περισσότερο η παρουσία τους από την πρώτη στιγμή μεταξύ των μαθητών αποδει­κνύει την αλήθεια της Αναστάσεως, και την δύναμη των εμφανίσεων του Αναστάντος Χριστού, διότι πως άλλως να εξηγηθεί η άρδην μεταστροφή των αδελφών Του Ας θυμηθούμε ότι ο ίδιος ο Λουκάς περιγράφει στο Ευαγγέλιο του την επίσκεψη  της μητέρας και των αδελφών προκειμένου να τον συνετίσουν… παρεγένοντο δὲ πρὸς αὐτὸν ἡ μή­τηρ καὶ οἱ ἀδελφοί αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἠδύναντο συντυχεῖν αὐτῷ διὰ τὸν ὄχλον. καὶ ἀπηγ­γέ­λη αὐτῷ λεγόντων· ἡ μήτηρ σου καὶ οἱ ἀδελφοί σου ἑστήκασιν ἔξω ἰδεῖν σε θέλοντες[36]. Τότε ο Χριστός πήρε αφορμή απ’ αυτό και όρισε την ποιότητα της συγγενείας Του: ὁ δὲ ἀπο­κρι­θεὶς εἶπε πρὸς αὐτούς· μήτηρ μου καὶ ἀδελφοί μου οὗτοί εἰσιν οἱ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ ἀκού­οντες καὶ ποιοῦντες αὐτόν[37], όπως πράγματι συνέβη μετά την Ανάσταση Του, στην Εκκλη­σία.

Αν παρατηρήσουμε προσεκτικά θα διαπιστώσουμε ότι ο Λουκάς γράφοντας τις Πράξεις των Αποστόλων έχει κατά νου το Ευαγγέλιο του και όσα εκεί παρουσιάζονται ως διδα­σκα­λία, εδώ εμφανίζονται ως γεγονότα. Έτσι συνδέει εσωτερικά τα γεγονότα στην σχέση υπό­σχε­σης και εκπλήρωσης, δηλ. αυτά που δίδαξε ο Χριστός πραγματοποιούνται μέσα στην Εκ­­κλησία Του. Ο Χριστός και το Ευαγγέλιο Του δημιουργούν παράδοση της οποίας μάρ­τυρες και φορείς είναι οι Απόστολοι.

Η νίκη του Χριστού επί του θανάτου και οι εμφανίσεις Του στους μαθητές θεμελιώνουν και καθιστούν δυνατή την ύπαρξη και την αυτογνωσία της Εκκλησίας μέσα στον χρόνο. Ο Αναστάς είναι πάντοτε παρών, κάθε στιγμή μέσα στην Εκκλησία, αποτελώντας έτσι εγγύ­ηση για την ζωή της και κριτήριο για την Παράδοσή της. Τέλος, ανοίγει τις προοπτικές για το μέλλον, αφού όπως τον είδαμε να Αναλαμβάνετε στους ουρανούς έτσι θα ξαναέλθει, αλλ’ εν τω μεταξύ είναι πάντοτε παρών με τον Παράκλητο στην Εκκλησία. Η μαρτυρία του Παρακλήτου είναι αυτή που με την ταυτότητα εμπειριών που παρέχει στο Εκκλησιαστικό σώμα επιβεβαιώνει την σύνδεση με τον Σωτήρα Χριστό. Οι προφήτες και οι χαρισματούχοι εξακολουθούν να υπάρχουν μέσα στην Εκκλησία και οι εμπειρίες τους επιβεβαιώνουν τις ή­δη κατατεθημένες εμπειρίες, ως παρουσία του Παρακλήτου. Η αλυσίδα των έμπειρων επι­βεβαιώνουν την ορθή ερμηνεία των Γραφών, αφού ο ίδιος Παράκλητος εμπνέει την Εκ­κλη­σία.

αρχιμ. Δρ Παντελεήμων Tσορμπατζόγλου

7837c39c53ba6ece9af59daf84fa4c7e.jpg

[1]. «Τὸν μὲν πρῶτον λόγον ἐποιησάμην περὶ πάντων, ὦ Θεόφιλε, ὧν ἤρξατο ὁ ᾿Ιησοῦς ποιεῖν τε καὶ διδάσκειν ἄχρι ἧς ἡμέρας ἐντειλάμενος τοῖς ἀποστόλοις διὰ Πνεύματος ῾Αγίου οὓς ἐξελέξατο ἀνελήφθη· οἷς καὶ παρέστησεν ἑαυτὸν ζῶντα μετὰ τὸ παθεῖν αὐτὸν ἐν πολλοῖς τεκμηρίοις, δι᾿ ἡμερῶν τεσσαράκοντα ὀπτανόμενος αὐτοῖς καὶ λέγων τὰ περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. καὶ συναλιζόμενος παρήγγειλεν αὐτοῖς ἀπὸ ῾Ιεροσολύμων μὴ χωρίζεσθαι, ἀλλὰ περιμένειν τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ πατρὸς ἣν ἠκούσατέ μου· ὅτι ᾿Ιωάννης μὲν ἐ­βάπτισεν ὕδατι, ὑμεῖς δὲ βαπτισθήσεσθε ἐν Πνεύματι ῾Αγίῳ οὐ μετὰ πολλὰς ταύτας ἡμέρας. οἱ μὲν οὖν συν­ελ­­θόντες ἐπηρώτων αὐτὸν λέγοντες· Κύριε, εἰ ἐν τῷ χρόνῳ τούτῳ ἀποκαθιστάνεις τὴν βασιλείαν τῷ ᾿Ισραήλ; εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· οὐχ ὑμῶν ἐστι γνῶναι χρόνους ἢ καιροὺς οὓς ὁ πατὴρ ἔθετο ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ, ἀλλὰ λήψεσθε δύναμιν ἐπελθόντος τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος ἐφ᾿ ὑμᾶς, καὶ ἔσεσθέ μοι μάρτυρες ἔν τε ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ἐν πάσῃ τῇ ᾿Ιουδαίᾳ καὶ Σαμαρείᾳ καὶ ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς. καὶ ταῦτα εἰπὼν βλεπόντων αὐτῶν ἐπήρθη, καὶ νεφέλη ὑπέλαβεν αὐτὸν ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν. καὶ ὡς ἀτενίζοντες ἦσαν εἰς τὸν οὐρανὸν πο­ρευ­ομένου αὐτοῦ, καὶ ἰδοὺ ἄνδρες δύο παρειστήκεισαν αὐτοῖς ἐν ἐσθῆτι λευκῇ, οἳ καὶ εἶπον· ἄνδρες Γαλιλαῖοι, τί ἑστήκατε ἐμβλέποντες εἰς τὸν οὐρανόν; οὗτος ὁ ᾿Ιησοῦς ὁ ἀναληφθεὶς ἀφ᾿ ὑμῶν εἰς τὸν οὐρανόν, οὕτως ἐ­λεύσεται, ὃν τρόπον ἐθεάσασθε αὐτὸν πορευόμενον εἰς τὸν οὐρανόν. Τότε ὑπέστρεψαν εἰς ῾Ιερουσαλὴμ ἀπὸ ὄ­ρους τοῦ καλουμένου ἐλαιῶνος, ὅ ἐστιν ἐγγὺς ῾Ιερουσαλήμ, σαββάτου ἔχον ὁδόν. καὶ ὅτε εἰσῆλθον, ἀνέ­βησαν εἰς τὸ ὑπερῷον οὗ ἦσαν καταμένοντες, ὅ τε Πέτρος καὶ ᾿Ιάκωβος καὶ ᾿Ιωάννης καὶ ᾿Ανδρέας, Φί­λιπ­πος καὶ Θωμᾶς, Βαρθολομαῖος καὶ Ματθαῖος, ᾿Ιάκωβος ᾿Αλφαίου καὶ Σίμων ὁ Ζηλωτὴς καὶ ᾿Ιούδας ᾿Ια­κώ­βου οὗτοι πάντες ἦσαν προσκαρτεροῦντες ὁμοθυμαδὸν τῇ προσευχῇ καὶ τῇ δεήσει σὺν γυναιξὶ καὶ Μαρίᾳ τῇ μητρὶ τοῦ ᾿Ιησοῦ καὶ σὺν τοῖς ἀδελφοῖς αὐτοῦ».

[2]. Σ. Σάκκος, Μαθήματα Εισαγωγής εις την Καινήν Διαθήκην, Θεσσαλονίκη 1972, σ. 130-131· Ι. Κα­ρα­βι­δό­πουλος, Εισαγωγή στην ΚαινήΔιαθήκη, Θεσσαλική 1983, σ. 193-194· Η. Βούλγαρης, Εισαγωγή  εις την Καινήν Διαθήκην, Α’, Αθήναι 2003, σ. 333-337· D. A. Carson, D. J. Moo, L. Morris, An Introduction to the New Te­sta­ment, Grand Rapids 1992, σ. 185-19. Για την φυλάκιση του Παύλου, βλ. B. Rapske, The Book of Acts and Paul in Roman Custody, Grand Rapids-Carlisle 1994.

[3]. Για την ιδιότητa του Ρωμαίου πολίτη, γενικά, βλ., C.F. Kilbert μεταφρ., Justinian: The Digest of Roman Law, (Pen­quin Classics), 1979· R. Masciantonio, Legal Latin, (American Classical League), Washington, D.C 1983· A. N. Sherwin-White, The Roman Citizenship, [Oxford University Press], Oxford   1939, ανατυπ. 2001· A. J. Crook, Life and Law of Rome, [Cor­nell University Press], Ithaca N.Y. 1967, σ. 250-286· Jo Ann Shelton, As the Romans Did, Oxford University Press 1988, σ. 242-8, 277· G. B. Cobbold, Children of Romulus, [Longman Press], London 1995, σ. 137-138· Karl Christ, The Romans, [University of California Press], Berkeley-Los Angeles-London 1984, σ. 121-132· Για τον Παύλο ιδιαιτέρως, βλ. Rapske, The Book of Acts and Paul in Roman Custody, όπ.π., σ. 71-112.

[4]. G. Bardy εκδ., Ευσέβιος  Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία, [Sources Chrétiennes 31],  Paris 1952, κεφ. III, I. 4. 6.1

[5]. Κλ 4,4· Φλμ 24· Β’ Τιμ 4,10.

[6]. Πράξ. 16, 10-11. Για τις πόλεις- εκκλησίες των Πράξεων, πρόχειρα βλ. Wayne A. Meeks, The First Urban Christians: The Social World of the Apostle Paul, [Yale University Press], New Haven- London  1983.

[7]. Πράξ. 20, 4-28, 31.

[8]. Β’ Τιμ 4,10.

[9]. Λουκ. 1, 1.

[10]. Πράξ. 1,8..

[11]. Πρξ. 1,1-2.

[12]. Πρβλ. Κλαύδιος Λυσίας τῷ κρατίστῳ ἡγεμόνι Φήλικι χαίρειν, Πρξ 23, 26· κράτιστε Φῆλιξ, Πρξ 24,3· κρά­τι­στε Φῆστε, Πρξ 26, 25.

[13]. Βλ. Shherwin-White, The Roman Citinzen­ship, όπ.π, σ. 411-415. Για παράδειγμα οι Φίλιπποι: formerly Crenides, «the fountain,» the capital of the province of  Macedonia. It stood near the head of the Sea, about 8 miles north-west of Kavalla. Philip of Macedonia fortified the old Thracian town of Crenides, and called it after his own name Philippi (B.C. 359-336). In the time of the Emperor Augustus this ci­ty became a Roman colony, i.e., a military settlement of Roman soldiers, there planted for the purpose of con­trol­ling the district recently conquered. It was a «miniature Rome,» under the municipal law of Rome, and governed by mi­li­tary officers, called duumviri, who were appointed directly from Rome. Having been providentially guided thi­ther, here Paul and his companion Silas preached the gospel and formed the first church in Europe. This success stir­red up the enmity of the people, and they were «shamefully entreated» (Acts 16: 9-40; 1 Thess. 2:2). Paul and Silas at length left this city and proceeded to Amphipolis, Easton’s Bible Dictionary, 1897. Ακόμη βλ. L. Keppie, Colonisation and veteran settlement in Italy 47-14 BC, [British School at Rome], Rome 1983 · A. J. S. Spawforth,« Roman Corinth: The Formation of a Colonial Elite», στο Roman Onomastics in the Greek East: Social and Political Aspects (Proceedings of the International Colloquium Organized by the Finnish Institute and the Centre for Greek and Roman Antiquity, Athens, 7–9 September 1993,  (Μελετήματα 21), εκδ. A. Δ. Ριζάκις, Αθήνα 1996, σ. 167-182· J. K. Goodrich, «Erastus, Quae­stor of Corinth: The Administrative Rank of ὁ οἰκονόμος τῆς πόλεως (Rom 16.23) in an Achaean Colony», New Testament Studies 56 (2009) 90-115· R. J. Sweetman, έκδ., Colonies in the First century of their Foundation, [Ox­bow Books], Oxford 2011.

[14].1,1-2

[15].1, 3,

[16]. 24, 26-53.

[17]. Πρξ 1, 1-2.

[18]. Πρξ 1,3. Πρβλ. Α’ Κορινθ 15,4-9.

[19]. Α’ Κορινθ 15,3-5.

[20]. Mατθ 28, 11-15.

[21]. Πρξ 2, 32.

[22]. Πρξ 1, 4-5.

[23]. Πρξ 1,3.

[24]. Πρξ 1,6.

[25]. Για τις μεσσιανικές αντιλήψεις των Εβραίων την εποχή αυτή, βλ. E. Schürer, The Ηistory of the Jewish  people in the age of Jesus Christ, [μφρ. από γερμανικό], IΙ, [T& T. Clark], E­din­burgh ανατυπ. 1986, σ. 488-554, όπου και η σύγχρονη βιβλιογραφία. Ακόμη, βλ. M. Löwy, Rédemption et utopie, [Presses Universitaires de France], Paris 1988 (= ελλ. μετφρ. Λύτρωση και ουτοπία, Αθήνα 2002)· M. Idel, Messianic Mystics, [Yale Univer­si­ty Press], New Haven – London 1998, σ. 1-57. Για περισσότερα στην εισήγησή μου, «Η Ανάσταση: η μαρτυρία της Π. Δι­α­­θήκης», στην Ετήσια Σύναξη του Iερού Kλήρου της Iεράς Aρχιεπισκοπής Θυατείρων και Μ. Βρετανίας, Γλα­σκώ­βη 19 Απριλίου 2004.

[26]. Μαρκ 10, 32-42.

[27]. Πρξ 1,7-8.

[28]. Ματθ. 5-7.

[29]. Ματθ. 6,9-10

[30]. Πρξ 2,16-36.

[31]. Πρξ 1,9-11.

[32]. Τα βιβλία της Κ. Διαθήκης είναι στην ουσία ιστορία και διδαχή. Η μεν ιστορία εκτίθεται απαθώς, με όλες τις εξασφαλίσεις που απαιτεί η ιστορικότητα, όπως αυτή διαμορφώθηκε από τους αρχαίους έλληνες ιστορι­κούς και εν συνεχεία έγινε κοινός τόπος απ’ όλους τους ιστοριογραφούντες· η δε διδαχή συμπαθώς, αφού με­τα­φέ­­ρει σωτηριώδεις αλήθειες. Εκείνο που απαιτείται από τον ιστορικό είναι να ιστορεί ό,τι μπορεί ανθρω­πίνως να πληροφορηθεί και να ελεγχθεί, σε αντίθεση με την διδαχή που είναι αποκαλυπτική. Για την σχέση ι­στο­ρίας και θεοπνευστίας, βλ. γενικά, Β. Στογιάννος, «Παράδοσις και Αγία Γραφή», και «Η έννοια της πα­ρά­δοσης στην Καινή Διαθήκη», στο Ερμηνευτικά  μελετήματα, Θεσσαλονική 1988, σ. 264- 284, 285-302. Για την αντί­­λη­ψη περί ιστορίας που καθιέρωσε η αρχαία ελληνική σκέψη, πρόχειρα βλ. Κ. Γεωργούλη, Φιλοσοφία της Ιστορίας, Αθήναι 1976, σ. 1-95· Λ. Αρεταίος, Η φιλοσοφία της ιστορίας στην αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή διανόηση, Αθήνα 2001·Ε. Breisach, Historiography. Ancient, Medieval and Modern, (έκδ. University of Chicago Press), Chicago-London 21994, σ. 5-120. Πρβλ. Α. Καρπόζηλος, Βυζαντινοί ιστορικοί και χρονογράφοι, Α’  (4ος-7ος αι.), Αθήνα 1997, σ. 25-77.

[33]. Πρξ 1,12. Η απόσταση που επιτρεπόταν να διανύσουν το Σάββατο οι Ιουδαίοι ήταν 2.000 πήχεις Χ 0,45cm = 900 m· βλ. Η. Οικονόμου, Παραδόσεις αρχαιολογίας της Παλαιστίνης και Βιβλικής θεσμολογίας, Αθήνα 1985, σ. 388· Schürer, όπ.π., σ. 472-473 , δηλ.

[34]. Πρξ 1,13α.

[35]. Πρξ 1,13β-14.

[36]. Λουκ. 8,19-20.

[37]. Λουκ. 8,21.