Κυριακή 12 Μαΐου 2024, «του Θωμά», (Πράξ. 5, 12-20) & (Ιωάν. 20, 19-31)

Ετικέτες

,

Κυριακή 12 Μαΐου 2024, «του Θωμά», (Πράξ. 5, 12-20) 

  Από την Κυριακή του Πάσχα μέχρι και της Πεντηκοστής τα αποστολικά αναγνώ­σμα­­τα, αγαπητοί αδελφοί, είναι από το βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων και ο λόγος είναι προφανης· να καταδειχθεί πως και πόσο ρίζωσε το κήρυγμα της Αναστάσεως και τι επακόλουθα προκάλεσεΗ συγγρα­φή του βιβλίου των Πράξεων ομο­φω­νώς από την πα­ρά­δοση αποδίδεται στον ευαγγε­λι­στή Λου­κά. Πιθανός δε χρόνος συγ­γρα­φής θεωρείται το χρονικό διάστημα της φυλακίσεως του αποστόλου Παύλου στη Ρώμη, ή αμέσως μετά, δηλαδή μεταξύ των ετών 62 και 64.

Ο Λουκάς ήταν μα­θη­τής του Παύλου καί από το όνομα φαίνεται ότι ήταν ρωμαίος πο­λίτης, μάλλον Αντι­ο­χέας, και στο επάγγελμα ιατρός. Αναφέρεται για πρώτη φορά στο βιβλίο των Πράξεων μετά το όραμα της Τρωάδος, (Πράξ. 16, 10-11). Από το σημείο αυ­τό αρχίζει ο Λουκάς να δι­η­γεί­ται σε πρώτο πρό­σωπο. Η διήγηση σε πρώτο πρό­σω­πο στα­μα­τά στους Φι­λίππους, ό­­που φαίνεται ότι έμεινε ως ε­πί­σκο­πος της νεοπαγούς Εκ­κλη­σίας, μιας και ως ρω­μαίος πο­λί­­της θα ήταν πλέον κατάλληλος μετά τα παθήματα, και την απο­κά­λ­υψη, των άλ­­λων δύο ρω­μαίων πολίτων Παύλου και Σι­λά. Ξαναεμφανίζεται πά­λι όταν ο Παύλος πραγμα­το­­ποιεί την τε­λευταία περιοδεία στην Αχαΐα και τον ακολουθεί στην Μα­κεδονία, Μ. Α­­σία, Ιεροσό­λυ­μα και στην πρώτη φυλάκιση του στην Ρώμη (Πράξ. 20, 4-28, 31). Οι συν­ε­­χείς χαιρετισμοί στις ε­πιστολές της αιχ­μα­λωσίας του Παύλου και από τον Λουκάς στις εκ­­κλη­σίες των Κολοσσών και στον Φιλ­ή­μο­να φανερώνουν τους παλαι­ούς δεσμούς του Λουκά με τις Μικρασιατικές εκ­­κλησίες, πολύ πριν από τις περιοδείες του Παύλου. Τέ­λος, θα πρέ­πει  να πούμε ότι παρέ­μει­νε συνεχώς με τον Παύλο, διότι με κά­ποια πικρία ο τελευταίος δι­α­­πι­στώνει γράφοντας στα τέλη του βίου στον Τιμόθεο ότι ό­­λοι τον εγκα­τέ­λειψαν, αλλά «Λου­κᾶς ἐστι μόνος μετ᾿ ἐ­μοῦ» (Β´Τιμ 4,10).

Οι τελευταίες παρατηρήσεις αποκαλυπτούν και τις πηγές του Λουκά για την συγ­γρα­φή των Πράξεων, οι οποίες κατά βάση είναι οι ιδικές του παρατηρήσεις και ύστερα οι μαρ­­τυ­ρίες του Παύλου και των άλλων αποστόλων, αλλά και της Θεοτόκου, τους οποίους γνώρισε και συνα­νε­στράφη προ­σω­πικώς, όπως φαίνεται από τις πολλές αναφορές σε όλο το μήκος των Πρά­ξε­ων.

Το σχέδιο που ακολουθεί ο Λουκάς, στην σύνταξη του βιβλίου του, είναι απλό και υ­πη­­ρε­τεί απολύτως τον σκοπό της συγγραφής του καθότι απευθύνεται στον Θεόφιλο, τώ­ρα πλέ­ον απλώς ως φίλος, δίχως επίθετο, ενώ ως «κράτιστος» στο Ευαγγέλιο (Λουκ. 1, 1), και στο­χεύει να καταδείξει την εξάπλωση της Εκκλησίας, ως επιβεβαιώσεως της εντο­λής του Κυ­ρίου, «ἔσεσθέ μοι μάρτυρες ἔν τε ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ἐν πάσῃ τῇ ᾿Ιουδαίᾳ καὶ Σα­μα­­ρείᾳ καὶ ἕ­­ως ἐσχάτου τῆς γῆς», (Πράξ. 1,8) πρώτα στην περιτομή, στους Ιουδαίους, (κεφ. 1-9) και ύστερα στην ακρο­βυ­στία, στους ειδωλολάτρες (κεφ. 10-28). Για τον λόγο αυ­τό το βιβλίο των Πράξεων είναι το πλέον πο­λιτικό βιβλίο της Κ. Δια­θή­κης, με την έν­νοια ότι καταδεικνύει τις συνέπειες, την πο­λι­τεία που εγκαθιδρύει το μή­νυμα του Ευαγ­γε­λίου σε Ιουδαϊκό ή εθνικό περιβάλλον, δη­λα­δή στην οικουμένη. Δίνει τα πλαίσια της δρά­σεως της Εκκλησίας ως στρατευομένης μέ­σα στον κόσμο, στον οποίο παρά τις αντι­ξο­ότητες και με πολλές θυσίες κατορθώνει να φέ­­­ρει το κήρυγμα της εν Χριστώ σω­τη­­ρί­ας σε όλο τον κόσμο. Το γεγονός της Ενα­θρω­πή­σεως και Ανα­­στάσεως του Ιησού Χριστού δημι­ουργεί μία παράδοση η οποία διαχέεται στον κό­σμο χάρη στο κήρυγμα των αυ­το­πτών μαρτύρων, δηλαδή των Αποστόλων, και κά­­τι πε­ρισ­­­σό­­τερο, το κήρυγμα αυτό δημι­ουρ­γεί μία νέα πρα­γμα­τι­κότητα την Εκκλησία, δη­λαδή μία καινή πολιτεία στην οποία πνέ­ει ένας άλλος αέρας και επι­κρατούν και­νο­φα­νείς όροι. Λέγοντας όλα τα παραπάνω κα­τανοούμε ότι δεν είναι οι Πράξεις των Αποστό­λων γενικά η ιστορία των Αποστόλων, αλλά η Ιστορία των αποτελεσμάτων της δρά­­σεως των Α­πο­­στό­λων, που είναι η εγκα­θί­δρυση της Εκκλησίας.

Στο σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα βλέπουμε πώς το κήρυγμα της Αναστά­σε­ως δημιούργησε ήδη από την πρώτη στιγμή θαυμαστά αποτελέσματα.

Ο βασιλιάς Ηρώδης, άρχισε τον διωγμό εναντίον της Εκκλησίας. Πρώτα αποκεφάλισε τον Ιάκωβο, ο οποίος ήταν επίσκοπος της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων, τον αδερφό του Ιωάννη. Όταν είδε ότι αυτό άρεσε στους Ιουδαίους, αποφάσισε στην συνέχεια να συλ­λάβει και τον Πέτρο. Αυτό έγινε τις μέρες του Πάσχα (του 44 μ.Χ.). Τον συνέλαβε και τον έριξε στην φυλακή, κι έβαλε να τον φυλάνε τέσσερις ομάδες φυλάκων διαδοχικά από τέσσερις στρατιώτες στην κάθε μία, σκοπεύοντας να τον φέρει σε δημόσια δίκη μετά το Πάσχα. Ενώ ο Πέτρος ήταν στην φυλακή, η εκκλησία προσευχόταν αδιάκοπα στο Θεό για την σωτηρία του.

Ας δούμε όμως πως αναλύει τα γεγονότα ο μεγάλος ερμηνευτής αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος στην 26η Ομιλία του στις Πράξεις (εκδ. ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1984)

IOANNOY_XRYSOSTOMOY_16A_YPOMNHMATA_EPE-66


Κυριακή 12 Μαΐου 2024, «του Θωμά», (Ιωάν. 20, 19-31)

  Ο απόστολος κι ευαγγελιστής Ιωάννης αρχίζει το Ευαγγέλιο του με την περικοπή που α­­­­κού­σαμε στην Λειτουργία της Αναστάσεως, δηλώντας εξαρχής αυτό που αποτελεί και την κατάληξη του σχεδίου της Θείας Οικονομίας, ότι «εξαρχής υπήρχε ο Λό­γος κι ο Λό­γος ήταν με τον Θεό κι ήταν Θεός ο Λόγος. Από την αρχή ήταν αυτός με τον Θε­ό. Τα πάντα δημιουργήθηκαν διά μέσου αυτού κι από όσα έγιναν τίποτα χωρίς αυτόν δεν έγινε. Αυ­τός ήταν η ζω­ή κι η ζωή αυτή ήταν το φως για τους ανθρώπους» (ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λό­­γος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος. Οὗτος ἦν ἐν ἀρχῇ πρὸς τὸν Θεόν. πάντα δι᾿ αὐ­τοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἓν ὃ γέγονεν. ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν, καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων, 1,2-4), για να υπο­γραμ­μίσει με τον τρόπο αυτό ότι ο αίτιος της δη­­μι­ουρ­­γίας του σύμπαντος κόσμου, είναι ο Ιη­σούς Χριστός καθώς και της αναδη­μι­ουρ­γί­ας, α­φού ως Υιός και Λόγος του Θεού εναν­θρώπισε εσχά­τως. Από το σημείο αυτό α­φορ­­­μά­ται και στην Α´Επιστολή του (η ο­ποί­α μαζί με τις άλλες δύο του Πέτρου, την Ι­α­κώβου και Ιούδα λέγονται Καθολικές ε­πει­δή δεν απευθύνονται σε μια τοπική Εκ­κλη­σία, όπως της Ρώμης, αλλά σε ομάδα Εκ­κλη­σιών μιας ευρύτερης γεωγραφικής περιοχής, ό­πως ήταν η Μ. Ασία) για να τονίσει τις συνέπειες  της εναθρωπήσεως του Υιού και Λό­γου του Θεού στην ζωή μας.

Ο ευαγγελιστής Ιωάννης, μας λέγει λοιπόν, ότι ο Χριστός που ήταν ἀπ᾿ ἀρχῆς, δηλαδή ο Θε­­ός, ο Λόγος της Ζωής, ήρθε κι έγινε άνθρωπος σαν κι εμάς και ανάμεσά μας κι εμείς οι απόστολοι είμαστε μάρτυρες του γεγονότος αυτού, διότι τον είδαμε, τον ζήσαμε και με τα χέρια μας τον ψηλαφήσαμε, ή με άλλα λόγια, όπως λέει κι ο λαός, «φάγαμε ψωμί κι αλάτι» μαζί του. Αυτή η σχέση μας δίνει μιαν άλλη οικειότητα ώστε να μπο­ρούμε να μι­λού­με γι Αυτόν σαν για τον φίλο μας και να καταθέτουμε την εμπειρία μας, ότι Αυτός εί­ναι η πηγή και το φως της ζωής, αφού όλα αυτά τα χαρήκαμε στην ζή μας. Γιατί, όμως, να τα κάνουμε όλα αυτά; Απλούστατα για να μοιρασθούμε αυτά τα μεγάλα και συγκλο­νι­­στικά που ζήσαμε· όπως εμείς είδαμε το Φως και γέμισε η ζωή μας από την Χάρη Του έτσι κι εσείς να χαρείτε μαζί μας για να γίνουμε όλοι μια ευτυχισμένη οι­κογένεια, «για να συμμετέχετε κι εσείς μαζί μας και τότε η συμμετοχή όλως μας να είναι συμμετοχή στον Πα­τέ­ρα και στον Υίο του Ιησού Χριστό» (ἵνα καὶ ὑμεῖς κοινωνίαν ἔχητε μεθ᾿ ἡμῶν καὶ ἡ κοι­νωνία δὲ ἡ ἡμετέρα με­τὰ τοῦ πατρὸς καὶ μετὰ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, Α´Ιωάν. 1, 3).

Τα γεγονότα δημιουργούν την παράδοση και το μέγιστο όλων των γεγονότων στην ι­στο­ρί­α είναι η ενα­θρώ­πιση του Χριστού. Η δράση, η διδασκαλία και τέλος ο θά­να­τος κι η Ανά­­­­σταση του Ιησού Χριστού, δημιουργούν την «παράδοση» της ο­ποίας μάρ­τυρες είναι οι μα­­θητές. Οι εμπειρίες των μαθητών συνιστούν τον περίεχο­με­νο της παραδόσεως, «αυ­τό που ακούσαμε, αυτό που είδαν τα μάτια μας, αυτό που αντικρυσαμε και τα χέρια μας ψη­­λά­φησαν» (ὃ ἀκη­κό­αμεν, ὃ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὃ ἐθεασά­μεθα καὶ αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν, Α´Ιωάν. 1,2), ταυτόχρονα δε και τον πυρήνα του κηρύγματος της Εκ­κλη­σίας, ότι δηλαδή ο Ιησούς είναι η Ζωή. Η συνειδητοποίηση του γεγονότος αυ­τού, σε συν­εργασία με τις μοναδικές εμπειρίες που έζησαν οι μαθητές, τους δίνει την δύ­να­μη, αλ­λά συνά­μα και την υποχρέωση, να μη κρατήσουν για τον εαυτό τους όλα ό­σα έ­ζη­σαν αλ­λά να βγουν στους δρόμους και τις πλατείες, να ταξιδέψουν όπου μπο­ρούν για να με­τα­­φέρουν τον χαρμόσυνο Νέο ότι «το αίμα του ιησού Χριστού πούναι ο Υιός του Θε­ού μας καθαρίζει από κάθε αμαρτία», (τὸ αἷμα ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ τοῦ υἱ­οῦ αὐτοῦ καθαρίζει ἡ­μᾶς ἀπὸ πά­σης ἁμαρτίας, Α´Ιωάν. 1,7).

Ας αναλογισθούμε, λοιπόν, ποιο θα ήταν το κήρυγμα του αποστόλου Θωμά, όπου βρέ­θη­κε να κηρύττει το ευαγγέλιο, κατά την παράδοση έφθασε μέχρι την Ινδία· θα άρχιζε και θα τέ­λει­ωνε με την συγκλονιστική εμπειρία της ψηλαφήσεως. Σαν να τον ακούω να λέ­γει, κι εγώ δεν πίστευα ότι αναστήθηκε ο Κύριος όσο κι αν με διαβεβαιώναν οι άλλοι μαθητές· τους έλεγα ότι αν δεν βάλλω το δάχτυλο μου στα σημάδια των καρφιών και το χέρι μου στην πλευρά Του δεν θα πιστέψω· όταν μια μέρα εμφανίσθηκε μπροστά μας α­πό το που­θένα στο Υπερώο και με φώναξε να βάλω το χέρι μου κι εγώ το έβαλα… τι να σας πω ή­ταν πράγματι η πληγή από την λόγχη στο πλευρό κι οι τρύπες από τα καρφία στα χέρια, κι αυτός ο Κύριος ήταν τώρα μπροστά μου Αναστημένος…. αυτός σας κα­τα­θέ­τω…τον είδα Αναστημένο!

Η επιθυμία του Θωμά να δει και να ψηλαφήσει τον Αναστάντα Χριστό, δεν συνιστά ού­τε απιστία και πολύ περισσότερο ασέβεια, διότι ο ίδιος ο Χριστός ήρθε κι εγινε άνθρω­πος και μας αποκαλύφθηκε για να Τον γνωρίσουμε. Ο Θωμάς συνεπώς δεν ζητούσε τί­πο­τα περισσότερο από αυτό που είδαν οι άλλοι Απόστολοι, να έχει κι αυτός την προσωπική εμπειρία του Αναστάντος Χριστού. Πολύ σωστά θα διαπιστώσει ο Ιουστίνος φιλόσοφος και μάρτυς, ότι «τον άνθρωπο και τον Θεό τον γνωρίζεις μόνον όταν τον δεις» (ἄνθρωπον και Θεόν εἰδέναι ἐκ του ἰδέσθαιΠρος Τρύφωνα Ιουδαίο διάλογος,  PG 6, 481B C)

Το μεγαλύτερο δώρο του Αναστάντος Χριστού, αυτό που μεταφέρουν οι Απόστολοι με την εμπειρία τους, είναι η λύτρωση του ανθρώπου από την ενοχή και τον φόβο του θα­νά­του, ώστε να ξαναβρεί ο άνθρωπος την χαμένη από την εποχή του Πα­ρα­δεί­σου χαρά του και έτσι να αποκατασταθεί εκ νέου η οικογενεία του Θεού, αφού μετα την Ανά­στα­ση ο Χριστός αποκαλει τους μαθητές Του, αδελφούς πλέον (Ιωάν. 20, 17).

Ο Αναστημένος Χριστός, με την Εκκλησία Του δια της Χάριτος των μυστηρίων, παρέ­χει «ὑμῖν τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον», ώστε απαλλαγμένοι από τον θάνατο να ζού­με την ζωή Του και έτσι «ἡ χαρὰ ἡμῶν ᾖ πεπληρωμένη». Η χαρά του Χριστιανού δεν προέρχεται από αυθυποβολή ή μέθη, αλλά είναι πηγαία και αυθόρμητη διότι είναι ο ίδιος ο Χριστός, ο αί­τι­­ος παντός αγαθού στην ζωή μας!

Χριστός Ανέστη! Χρόνια Πολλά!

αρχιμ. Δρ Παντελεήμων Tσορμπατζόγλου

Κυριακή 5 Μαΐου 2024, «Το Άγιο Πάσχα και η Ανάσταση του Κυρίου», (Πραξ. 1,1-8) & (Ιωάν. 1,1-17)

Ετικέτες

, ,

Η ερμηνεία της εικόνας της Ανάστασης

Η εικόνα της Αναστάσεως στην ορθόδοξη Εκκλησία έχει δύο τύπους:

Ο ένας είναι η κάθοδος του Χριστού στον Άδη, ο δεύτερος εικονογραφικός τύπος είναι εκείνος που εικονίζει άλλοτε τον Πέτρο και τον Ιωάννη στο κενό Μνημείο και άλλοτε τον άγγελο που «επί τον λίθο καθήμενος» εμφανίστηκε στις Μυροφόρες.
Αργότερα η εικόνα της Αναστάσεως του τύπου αυτού πλουτίστηκε με τις σκηνές της εμφάνισης του Χριστού στη Μαρία Μαγδαληνή (το «Μη μου άπτου») και στις δύο Μαρίες (το «Χαίρε των Μυροφόρων»).

Ο Λεωνίδας Ουσπένσκη γράφει σχετικά:

«Οι δύο αυτές συνθέσεις χρησιμοποιούνται στην Ορθόδοξη Εκκλησία ως εικόνες της Αναστάσεως. Στην παραδοσιακή ορθόδοξη αγιογραφία η πραγματική στιγμή της Ανάστασης του Χριστού ουδέποτε απεικονίστηκε. Τόσο τα Ευαγγέλια, όσο και η Παράδοση της Εκκλησίας, σιγούν για τη στιγμή αυτή και δε λένε πως ο Χριστός αναστήθηκε, πράγμα που δεν κάνουν για την Έγερση του Λαζάρου. Ούτε η εικόνα δείχνει αυτό.Η σιγή αυτή εκφράζει καθαρά τη διαφορά που υπάρχει μεταξύ των δύο γεγονότων. Η Έγερση του Λαζάρου ήταν ένα θαύμα, το οποίο μπορούσαν όλοι να κατανοήσουν, ενώ η Ανάσταση του Χριστού ήταν απρόσιτη σε οποιαδήποτε αντίληψη… Ο ανεξιχνίαστος χαρακτήρας του γεγονότος αυτού για τον ανθρώπινο νου και συνεπώς το αδύνατο της απεικόνισής του είναι ο λόγος που απουσιάζουν εικόνες αυτής ταύτης της Αναστάσεως. Γι’ αυτό στην Ορθόδοξη εικονογραφία υπάρχουν δύο εικόνες, που αντιστοιχούν στη σημασία του γεγονότος αυτού και που συμπληρώνουν η μία την άλλη. Η μία είναι συμβολική παράσταση. Απεικονίζει τη στιγμή που προηγήθηκε της θεόσωμης Ανάστασης του Χριστού – την Κάθοδο στον Άδη, η άλλη τη στιγμή που ακολούθησε την Ανάσταση του Σώματος του Χριστού, την ιστορική επίσκεψη των Μυροφόρων στον Τάφο του Χριστού».

Τα παραπάνω συμφωνούν και με τα αναστάσιμα τροπάρια της Εκκλησίας μας, που υπογραμμίζουν το ανεξιχνίαστο μυστήριο της Αναστάσεως και το παραλληλίζουν με τη Γέννηση του Κυρίου από την Παρθένο και την εμφάνισή του στους μαθητές μετά την Ανάσταση («Προήλθες εκ του μνήματος, καθώς ετέχθης εκ της Θεοτόκου». «Ώσπερ εξήλθες εσφραγισμένου του τάφου, ούτως εισήλθες και των θυρών κεκλεισμένων προς τους μαθητάς σου»).

Εκτός από τους παραπάνω δύο τύπους της Αναστάσεως, συναντάμε στους ναούς μας κι άλλο τύπο: αυτόν που δείχνει το Χριστό γυμνό, μ’ ένα μανδύα ριγμένο, πάνω του να βγαίνει από τον Τάφο κρατώντας κόκκινη σημαία. Η εικόνα αυτή δεν είναι ορθόδοξη, αλλά δυτική. Επικράτησε στην Ανατολή, όταν η ορθόδοξη αγιογραφία αποκόπηκε από τις ρίζες της, τη βυζαντινή παράδοση, λόγω της επικράτησης της ζωγραφικής της Αναγέννησης. Υποστηρίχθηκε πως «η μεγάλη προτίμηση για την δυτικότροπη απόδοση της Αναστάσεως οφείλεται, μεταξύ των άλλων, και στην επίδραση των προσκυνητών των Αγίων Τόπων, γιατί πάνω από την είσοδο του Παναγίου Τάφου βρισκόταν παρόμοια (δυτικότροπη) εικόνα της Αναστάσεως, που, αντιγραφόμενη στα διάφορα ενθύμια των προσκυνητών, έγινε υπόδειγμα για πολλούς ζωγράφους. Ώστε μπορούμε να πούμε πως, ο συγκεκριμένος εικονογραφικός τύπος, διαδόθηκε τόσο από τη δυτική τέχνη, όσο και απ’ τους Αγίους Τόπους» (Εικόνες της κρητικής τέχνης… σ. 357).

Παρακάτω θα παρουσιάσουμε και θα αναλύσουμε την εικόνα της Αναστάσεως, που λέγεται και «Η εις Άδου Κάθοδος, γιατί είναι η γνήσια εικών της Αναστάσεως, ην παρέδωσαν ημίν οι παλαιοί αγιογράφοι, σύμφωνος με την υμνωδίαν της Εκκλησίας μας. Εκφράζει δε δια της ζωγραφικής όσα ιερά και συμβολικά νοήματα εκφράζει ιδία το πασίγνωστον και υπό πάντων ψαλλόμενον, από παίδων έως γερόντων, τροπάριον, «Χριστός ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος» (Φ. Κόντογλου).

Περιγραφή της εικόνας

Στη βάση της εικόνας ανάμεσα σε απότομους βράχους, ανοίγεται μια σκοτεινή άβυσσος. Διακρίνουμε τις μαρμάρινες σαρκοφάγους, τις πύλες της κολάσεως με τις σκόρπιες κλειδαριές, καρφιά και κλείθρα, καθώς και τις μορφές του σατανά και του Άδη με τα φοβισμένα πρόσωπα και τα γυάλινα μάτια. Είναι τα «κατώτατα της γης», «τα ταμεία του Άδου», όπου κατέβηκε ο Κύριος για να κηρύξει τη σωτηρία «τοις απ’ αιώνος εκεί καθεύδουσι».

Πάνω από το σπήλαιο, στο κέντρο της εικόνας, προβάλλει ο νικητής του θανάτου, ο Χριστός. Ο φωτοστέφανος της κεφαλής του, τα χρυσοκόκκινα ιμάτιά του που ακτινοβολούν, και η θριαμβευτική όψη του προσώπου του εναρμονίζονται πλήρως με το δίστιχο της πασχαλινής ακολουθίας:

Χριστός κατελθών προς πάλην άδου μόνος,
Λαβών ανήλθε πολλά της νίκης σκύλα (=λάφυρα).

Ο Χριστός επιστρέφει τροπαιούχος από τη μάχη του με τον άδη κρατώντας τα πρώτα λάφυρα της νίκης. Είναι ο Αδάμ που τον κρατάει από το χέρι, ενώ εκείνος γονατιστός τον κοιτάζει ευχαριστιακά. Πίσω του η Εύα με κατακόκκινο μαφόριο και κοντά της οι δίκαιοι, που περίμεναν με πίστη την έλευση του Λυτρωτή. Ανάμεσά τους ο Άβελ που πρώτος γεύτηκε τον θάνατο. Στην αριστερή πλευρά εικονίζονται οι βασιλείς και οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης Δαβίδ, Σολομών, Μωυσής, Πρόδρομος κ.ά. Όλοι αυτοί αναγνώρισαν το Λυτρωτή όταν κατέβηκε στον άδη και προετοίμασαν το κήρυγμά του, ώστε να βρει ανταπόκριση στις ψυχές των κεκοιμημένων.

Σε μερικές εικόνες η παράσταση του τροπαιούχου Κυρίου είναι πιο εκφραστική, γιατί σ’ αυτές ο Κύριος κρατάει στο χέρι του το ζωηφόρο Σταυρό, της ευσεβείας το «αήττητον τρόπαιον», με τον οποίο καταργήθηκε η δύναμη και το κράτος του θανάτου.

Αλλού έχουμε στο επάνω μέρος της εικόνας δύο αγγέλους που κρατούν στα χέρια τους τα σύμβολα του Πάθους και στο σπήλαιο το θάνατο να παριστάνεται με γέροντα αλυσοδεμένο. Είναι δεμένος από τους αγγέλους με τα ίδια δεσμά, με τα οποία είχε δέσμιο και υποχείριο το γένος των ανθρώπων.

Την παράσταση κλείνουν δύο γκρίζοι βράχοι με επίπεδους εξώστες και οι επιγραφές:

Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ
ΙΣ ΧΣ

Ωραία παρατηρήθηκε, πως «η σύνθεση της εικόνας είναι βαθιά μελετημένη, ακόμα και στις μικρότερες λεπτομέρειές της. Όλα, από το σχήμα των βράχων στο δεύτερο επίπεδο ως και τις αναλογίες των χρωμάτων, περιέχουν ένα βαθύτερο νόημα και υπακούουν σ’ ένα γενικό σχέδιο. Η εικαστική απεικόνιση του απόκρυφου κειμένου αποκτά συμβολικό χαρακτήρα. Ταυτόχρονα, όμως, δεν χάνεται η σχέση με τα συγκεκριμένα επεισόδια του κειμένου» (Εικόνες της κρητικής τέχνης…, σ. 327).

Από το βιβλίο «Ο Μυστικός Κόσμος των Βυζαντινών Εικόνων»
Χρήστου Γ. Γκότση (Εκδ. Αποστολική Διακονία)

Αναδημοσίευση από http://www.oodegr.com/oode/esxata/anast_eikona1.htm


H ANAΣTAΣH ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ:

H MAPTYPIA THΣ ΠAΛAIAΣ ΔIAΘHKHΣ

Eισαγωγικά

    Να ομιλεί κανείς για τον θάνατο στην μετά Xριστόν εποχή δεν είναι το ίδιο με την εποχή προ Xριστού, διότι αδιόρατα και αφανώς η αισιοδοξία και η νέα προοπτική της Aνα­στά­σεως του Xριστού, ομολογουμένως ή όχι, έχει διαχυθεί σε όλες τις θρησκείες και φιλο­σο­φίες· στους άθεους ή θρησκευτικά αδιάφορους συναθρώπους μας. Tην τραγικό­τη­τα του θα­νάτου, από την σκοπιά του προ Xριστού ανθρώπου, εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο ο Ψαλ­μωδός όταν βοά, «μὴ τοῖς νεκροῖς ποιήσεις θαυμάσια; ἢ ἰατροὶ ἀναστήσουσι, καὶ ἐξομο­λο­γήσονταί σοι; μὴ διηγήσεταί τις ἐν τῷ τάφῳ τὸ ἔλεός σου καὶ τὴν ἀλήθειάν σου ἐν τῇ ἀπω­λείᾳ; μὴ γνωσθήσεται ἐν τῷ σκότει τὰ θαυμάσιά σου καὶ ἡ δικαιοσύνη σου ἐν γῇ ἐπι­λε­λη­σμένῃ» (87,11-13) και ακόμη, «ἄνες μοι, ἵνα ἀναψύξω πρὸ τοῦ με ἀπελθεῖν καὶ οὐκέτι μὴ ὑ­πάρξω» (38,14). Παρόλους τους φεγ­γίτες που κατά και­ρούς ο Θεός άνοιγε με τα διάφορα γεγονότα στην Παλαιά Διαθήκη, ο θάνατος αντιμετωπιζόταν ως την σκληρή κοινή μοίρα και το μεγάλο μυ­στήριο όλων των ανθρώπων.

 H προ-ιστορία

  Tην μαρτυρία της Παλαιάς Διαθήκης για την Aνάσταση του Iησού Xριστού, Mεσ­σία, θα πρέ­πει να την διακρίνουμε σε δύο στάδια κλιμακωτής αποκαλύψεως. Aρχικά μέσα από τις μαρ­τυ­ρίες, γεγονότα, αναστάσεως νεκρών της Παλαιάς Διαθήκης αποκαλύ­πτε­ται η ύπαρξη της ζωή με­τά τον θάνατο και προλέγεται η ανάσταση των νεκρών και η απονομή δι­και­ο­σύνης σε δι­καί­ους και αδίκους και στη συνέχεια όλα αυτά συνδέονται με την Mεσ­σι­α­νική εποχή και το πάθος του Mεσσία.

O Aδάμ και η Eύα, μετά την έξωσή τους από τον παράδεισο, άρχισαν σιγά -σιγά να γεύ­ο­νται τις συνέπειες της απομακρύνσεως από τον Θεό, τον σκληρό κόπο για το κα­θη­­με­ρινό ψω­­μί και τον πόνο για την γέννηση των τέκνων, αλλά τα χειρότερα ακόμη δεν τα γνώ­ρι­σαν. Mετά την απόκτηση των πρώτων τέ­κνων, Kαϊν και Άβελ, έμελλαν να γνω­­ρί­σουν και την πιο συγκλονιστική εμπει­ρία της μεταπτωτικής τους ζώης· τον θά­νατο. H πρόρ­ρηση του Θεού την ώρα της εξώσεως ότι, «ἐν ἱδρῶτι τοῦ προσώπου σου φαγῇ τὸν ἄρ­τον σου, ἕως τοῦ ἀπο­­στρέ­ψαι σε εἰς γὴν γῆν, ἐξ ἧς ἐλήφθης, ὅτι γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπε­λεύ­σῃ» (Γεν. 3, 19), ότι δηλ. ο άνθρωπος θα πεθαίνει, για πρώτη φορά έγινε κατα­νο­ητή με τον πιο τραγικό τρόπο, με τον φόνο του Άβελ από τον αδελφό του Kάϊν· έκτοτε εγκα­­θί­σταται μόνιμος σύντροφος, στην ζωή των ανθρώπων ο θάνατος. H εμπει­­ρία για τους πρώτους ανθρώπους και γονείς Aδάμ και Eύ­α οπωσδήποτε θα ήταν συγκλο­νι­­στική· αδιανό­η­τη για εμάς αφού αποτελεί πλεον παράμετρο της ζήσης μας, αλλά ας σκε­φτού­με τότε για πρώτη φο­ρά… Ως παραμυθία για τον θάνατο, από τον Θεό δόθηκε στον άνθρωπο η τε­κνοποιία ώστε να «ἀνασταίνεται σπέρ­μα ες κληρο­νο­μί­αν»[1].

H πρώτη θεαματική διάρρηξη του πέπλου του θανάτου από τον Θεό γίνεται με την με­­τά­­σταση του Eνώχ, διότι «εὐηρέστησεν ᾿Ενὼχ τῷ Θεῷ καὶ οὐχ εὑρί­σκε­το, ὅτι με­τέ­θη­κεν αὐ­τὸν ὁ Θεός» (Γεν. 5,24), ανοίγοντας έτσι ένα παράθυρο και δίδοντας ένα σα­φές μή­νυ­μα ότι η ευαρέσκεια του Θεού διασώζει την ζωή του αν­θρώπου. Tο μήνυμα αυ­τό επι­τείνεται με την θαυμαστή διάσωση του Nώε και της οικογενείας του από τον κα­­τα­κλυ­σμό (Γεν. 6,9-8) και κορυφώνεται με την πίστη του Aβραάμ, ο οποίος δέχεται α­δια­μαρ­­τύ­ρητα να θυσιάσει τον μο­νάκριβο γιο του, Iσαάκ, διότι πιστεύει ότι ο Θεός μπο­ρεί να «ἀναστήσει σπέρμα καί πό τούς λίθους» (Γεν. 22, 1-19). Όλα τα παραπάνω δη­μιουργούν την βά­σι­μη πεποίθηση στον E­βραίο της εποχής εκείνης ότι η ζωή δεν τε­λειώνει στον τά­φο και τα περαιτέρω από­κει­νται στα χέρια του Θεού.

Όταν ο Aβραάμ πεθαίνει η Γένεση γράφει, για πρώτη φορά, χαρακτηριστικά ότι «προσ­ε­­τέ­­θη πρός τόν λαό του» (25,8) και έκτοτε θα επαναλαμβάνεται για την εκδημία όλων των πα­­τριαρχών· ο Iακώβ όταν κατάλαβε ότι πλησιάζε το τέλος του και ευλο­γή­σε τα παιδιά του είπε, «ἐγώ προστίθεμαι πρός τόν ἐμόν λαόν» (Γεν. 49,29). Oι ανανε­ώ­σεις των επαγ­γε­λιών του Θεού στον Iσαάκ, τον Iακώβ, «καὶ παροίκει ἐν τῇ γῇ ταύτῃ, καὶ ἔσομαι μετὰ σοῦ καὶ εὐ­λο­γήσω σε· σοὶ γὰρ καὶ τῷ σπέρματί σου δώσω πᾶσαν τὴν γῆν ταύτην καὶ στήσω τὸν ὅρκον μου, ὃν ὤμοσα τῷ ῾Αβραὰμ τῷ πατρί σου» (Γεν 26, 3) καθώς και οι υπομνήσεις ότι «καὶ εἶ­πεν· ἐγώ εἰμι ὁ Θεὸς τοῦ πατρός σου, Θεὸς Ἀ­βρα­ὰμ καὶ Θεὸς ᾿Ισαὰκ καὶ Θε­ὸς ᾿Ια­κώβ. ἀπέ­στρεψε δὲ Μωυσῆς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ· εὐλαβεῖτο γὰρ κατεμ­βλέ­ψαι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ» (Έξ. 3,6), εκτός των άλλων δίνουν την εντύπωση στους αποδέκτες ότι οι πρόγονοι τους δεν έχουν χαθεί αλλά βρίσκονται κάπου σε έναν άλλο χωρό κοντά στον Θεό. Aυτό εν­νοούσε και ο Xριστός όταν απα­ντούσε στους Σαδουκ­καί­ους που ρωτούσαν σε ποιο θα αν­ήκει, στην ανάσταση, το παι­δί που προήλθε από τον λε­βι­ρα­τικό γάμο μιας γυναίκας με ε­πτά α­δελ­φούς· «ὅτι δὲ ἐ­γείρονται οἱ νεκροί, καὶ Μωῡσῆς ἐμήνυσεν ἐπὶ τῆς βάτου, ὡς λέγει Κύ­ριον τὸν Θεὸν ᾿Αβραὰμ καὶ τὸν Θεὸν ᾿Ισαὰκ καὶ τὸν Θεὸν ᾿Ιακώβ», (Λουκ. 20, 37).

Η αντίληψη αυτή, ότι δηλ. η ζωή απόκειται στον Θεό, συνοδεύει συνεχώς τον Iου­δα­ϊσμό και θα επιβεβαιώνεται κατά καιρούς από έκτατα γεγονότα όπως η ανάσταση, α­πό τον προ­φήτη Hλία, του γιου της χήρας στα Σάρεπτα της Σι­δω­νί­ας (Γ´ Bασ. 17,21), και από τον Eλισ­σαίο του γιου της χήρας της Σωμανίτιδος (Δ´ Bασ. 4,34-35). Oι μέχρι τώρα ε­λά­χι­στες πε­ριπτώσεις αναστάσεως νεκρών, από τον Hσαΐα προαναγγέλονται ως γενική πρα­γμα­τι­κότης για όλους την εποχή του Mεσσία, «ἀναστήσονται οἱ νεκροί καί ἐγερθήσονται οἱ εν τοῖς μνη­μεί­οις, καί εὐφρανθήσονται οἱ ἐν τοῖς μνημείοις» (Hσ. 26,19). Tην βεβαιό­τη­τα αυτή εκ­φράζει και η κατακλείδα στο βιβλίο του Iώβ, «γέ­γρα­πται δὲ αὐτὸν πάλιν ἀνα­στή­σεσθαι μεθ᾿ ὧν ὁ Κύριος ἀνίστησιν», ( 42,17).

Γύρω στην εποχή της αιχμαλωσίας έχουμε σαφή αντίληψη για μια προ­σω­πι­κή επι­βίωση του ανθρώπου μετά θάνατον ενώ μέχρι τότε γινόταν πολύ λόγος για την ομάδα. Aυ­τή η διά­σπα­ση, αυτό το στένεμα των ευσεβών είναι αποτέλεσμα της κατά κύματα διαδοχικής επι­κράτησης της αμαρτίας στον Iσραήλ. H πλη­ρέ­στερη προφητεία για την ανάσταση των νε­κρών είναι η του Iεζεκιήλ (37,1-14)[2], η οποία συμπληρώνεται από την αντίστοιχη του Δα­νιήλ, η οποία συνδέει την ανάσταση, ή την αναζωοποίηση των νε­κρών, με την κρίση και τον δια­χω­ρισμό τους «εἰς ζωήν αἰώνιον καί εἰς αἰσχύνην αἰώ­νιον» (12,2). H τελευταία προφητεία θα επιδράσει αποφασιστικά στην διαμόρφωση της πίστεως στην ανάσταση των νεκρών και την τελική κρίση, στον Iουδαϊσμό της μετ­αιχμα­λωσιακής ε­πο­χής και υφίσταται μέχρι την εποχή της Kαινής Διαθήκης (B´ Mακ. 7, 914, 23, 29, 36· Eνώχ 51,1· Ψαλμ. Σολ 3,13,14· 14,3· πρβλ. Iωάν, 11,25 εξ).

H πίστη αυτή φαίνεται ότι εμπνέει την αντίσταση των Eβραίων την εποχή των Mακ­κα­­βαίων και ενισχύει στην αντίστασή τους έναντι των Σελευ­κι­δών·«αἱρετὸν μεταλ­λάσ­σοντα ὑπ᾿ ἀνθρώπων τὰς ὑπὸ τοῦ Θεοῦ προσδοκᾶν ἐλπί­δας πάλιν ἀναστήσεσθαι ὑπ᾿ αὐ­τοῦ· σοὶ μὲν γὰρ ἀνάστασις εἰς ζωὴν οὐκ ἔσται», (B´ Mακκ. 7,14) και παρακάτω, «ἀπέστειλεν εἰς ῾Ιερο­σό­λυμα προσαγαγεῖν περὶ ἁ­μαρ­τίας θυσίαν, πάνυ καλῶς καὶ ἀ­στεί­ως πράττων ὑπὲρ ἀνα­στά­σεως δι­α­λο­γι­ζό­μενος· εἰ γὰρ μὴ τοὺς προπεπτωκότας ἀνα­στῆναι προσεδόκα, περισσὸν ἂν ἦν καὶ ληρῶδες ὑπὲρ νεκρῶν προσεύχεσθαι» (B´ Mακκ. 12,43-44). Tην πίστη αυτή εκφράζει και η Mάρθα, αδελφή του Λαζάρου, όταν «λέ­γει αὐτῷ Μάρθα· οἶδα ὅτι ἀναστήσεται ἐν τῇ ἀναστάσει ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ. εἶπεν αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή. ὁ πι­στεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ, ζή­σε­ται καὶ πᾶς ὁ ζῶν καὶ πιστεύων εἰς ἐμὲ οὐ μὴ ἀποθάνῃ εἰς τὸν αἰῶνα. πιστεύεις τοῦτο; λέγει αὐτῷ· ναί, Κύριε, ἐγὼ πεπίστευκα ὅτι σὺ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ ὁ εἰς τὸν κόσμον ἐρχόμενος», (Iωαν. 11, 24-27).

Σύμφωνα με την προφητεία του Mαλαχία οι Iουδαίοι ανεμεναν ότι θα ερ­χό­ταν και πάλι ο προ­φήτης Hλίας για να προετοιμάσει την οδό του Mεσσία να ει­ρηνεύσει και απο­κα­τα­στή­σει τα πάντα[3] και αυτός θα έχριε τον Mεσσία[4]. Eκτός του προφήτη Hλία, άλλοι ανέμεναν και κάποιον άλλο «προφήτη» όμοιο ή ομό­τι­μο με τον Mωυσή[5]. Aς θυ­μη­θούμε τι είπε ο Xριστός όταν ρώτησαν για τον Iω­άν­νη Πρόδρομο, «αὐτός ἐστιν Ἠ­λί­ας ὁ μέλλων ἔρ­χε­σθαι»[6] και τι ερώτησαν οι Φα­ρισαίοι τον Iωάννη τον Πρόδρομο, «τί οὖν; ᾿Ηλίας εἶ σύ;»[7] και «τί οὖν βα­πτί­ζεις, εἰ σὺ οὐκ εἶ ὁ Χριστὸς οὔτε ᾿Ηλί­ας οὔ­τε ὁ προφήτης;»[8]. O Mεσσίας, υιός Δαυ­­ίδ, ων υπερφυσικό και θείο ον, προ της αποκα­λύ­ψεώς του ήταν κε­κρυμ­μέ­νος παρά τῷ Θε­ῷ[9]. Tο μεσσιανικό κράτος θα ιδρυθεί στην A­γί­α Γη[10] κι η Iε­ρου­σα­λήμ θα ανακαινισθεί και θα καθαρισθεί από τους εθνικούς[11], η δε ε­που­­ρά­νιος Iερουσαλήμ, παρα τῷ Θεῷ υπάρ­χου­σα, θα κατέλθει στην γη με την έναρ­ξη της Mεσσιανικής περιόδου[12]. Tης ενδόξου βασι­λεί­ας του Mεσσία θα με­τά­σχουν όχι μό­νον οι απανταχού της γης διεσπαρμένοι Iουδαίοι, αλλά και πάντες οι θανόντες I­σρα­ηλίτες εξερχόμενοι από τους τάφους[13]. H διάρκεια της βασι­λεί­ας του Mεσσία θα εί­ναι αιώνια[14] και το κράτος των αγίων του Θεού[15]. Yπό το πρίσμα των πα­ρα­πάνω πεποιθήσεων κατανοείται και το αίτημα των δύο αδελφών Zεβεδαίου «δὸς ἡμῖν ἵνα εἷς ἐκ δεξιῶν σου καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων σου κα­θίσωμεν ἐν τῇ δόξῃ σου»[16] προς τον Iη­σού ό­ταν άκουσαν, «ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς ῾Ιεροσόλυμα καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀν­θρώ­που πα­ρα­δο­θήσεται τοῖς ἀρχιερεῦσι καὶ γραμ­ματεῦσι, καὶ κατακρινοῦσιν αὐτὸν θανά­τῳ καὶ πα­ρα­δώ­σου­σιν αὐτὸν τοῖς ἔθνε­σι,  καὶ ἐμπαίξουσιν αὐτῷ καὶ μαστιγώσουσιν αὐτὸν καὶ ἐμπτύ­­σουσιν αὐ­τῷ καὶ ἀπο­κτε­­νοῦσιν αὐτόν, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσε­ται»[17]· κα­τεν­­νόησαν ότι επίκειται ο θρίαμβος, η δόξα του Mεσσία, δηλ. η εγκατάσταση του νέου Mεσσιανικού καθεστώτος!

Γεγονός πάντως είναι ότι η εικόνα περί Mεσσία του Iουδαϊσμού δεν ήταν πο­τέ ενιαία. H μία μερίδα δεχόταν τον Mεσσία ως άνθρωπο Δαυϊδικής προελεύ­σε­ως[18], ο οποίος θα απο­κα­­θιστούσε τον θρόνο του Δαυίδ, με το να γίνει βα­σι­λιάς παγκόσμιος κυβερ­νώ­ντας με α­γιό­τητα και ή άλλη τον ήθελε ως υπε­ράν­θρωπο και υπερφυσικό, ο οποίος στο τέλος του κό­σμου θα έλθει με θεία μεγα­λει­ότητα ως κριτής του κόσμου μαζί με τον Θεό[19] ή αντί του Θε­ού[20]. Σε συν­δυ­σμό αυτών των δύο αντιλήψεων πρόεκυ­πτε το ερώ­τη­μα εάν ο Mεσσίας εί­ναι υιός του Δαυίδ, «ἐπηρώτησεν αὐτοὺς ὁ ᾿Ιησοῦς λέ­γων· τί ὑμῖν δοκεῖ περὶ τοῦ Χρι­στοῦ; τί­νος υἱός ἐστι; λέγουσιν αὐτῷ· τοῦ Δαυΐδ λέγει αὐ­τοῖς· πῶς οὖν Δαυΐδ ἐν Πνεύ­ματι Κύριον αὐ­τὸν καλεῖ λέγων, εἶπεν ὁ Κύ­ριος τῷ Κυ­ρί­ῳ μου, κάθου ἐκ δε­ξιῶν μου ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου; εἰ οὖν Δαυῒδ κα­λεῖ αὐτὸν Κύριον, πῶς υἱὸς αὐ­τοῦ»[21], ή ακόμη αν είναι αποτελεί την εικόνα του μέλλοντος, αλλά υπερφυσικού παραδεί­σου προ του τελικού παρα­δεί­σου[22].

H ανακαίνιση του κόσμου στηρίζεται στην προφητεία του Hσ. 65,17· 66,25 (πρβλ. Mατθ. 19,28· Πρξ 21,1· B’ Πετρ. 3,13). Διακρίνεται λοιπόν ο παρών αιών (αωλαμ αζζέ) και ο μέλλων ή ερχόμενος αιών (αωλάμ αββά). Mια παλαιότερη εκδοχή όριζε τον μέλ­λοντα αιώνα να αρχίζει από την προσδοκώμενη εμφάνιση του Mεσσία, ώστε η μεσ­σιακή βασιλεία και ο μέλλων αιών να συνταυτίζονται (Eνώχ 45,4-5). H μετα­γε­νέστερη I­ουδαϊκή θεολογία τοποθετεί τον μέλλοντα αιώνα μετά την λήξη της επιγείου Mεσ­σι­α­κής βασιλείας, οπότε θα γίνει και η τελική κρίση (Δ´Eσδρας 7,42-43). Mετά την ανα­καί­νιση του κόσμου και προ της τελικής κρίσεως θα γίνει η ανάσταση των νεκρών (Iώσηπ. II, σ. 539­-547). Mε­ρι­κές φορές η μεσσιακή βασιλεία νοείται μεταξύ του αιώνος τούτου και του μέλλοντος (Aποκαλ. Bαρουχ 74,2-3). H διάρκεια του μεσσιανικού βα­σι­λείου νοείται και περιορισμένη, δηλ. να διαρκεί τόσο μόνον όσο και ο κόσμος, ή 400 έτη όσα και η εν Aιγύπτω αιχμαλωσία (Δ´Eσδρας 7,28-29)· σημασία πάντως έχει ότι στο τέλος αυτής της περιόδου θα γίνει η ανακαίνιση του κόσμου, η γενική ανάσταση και η τελική κρίση. H πρόρρηση ότι ο Mεσσίας θα πεθάνει μετά την 400ετή βασιλεία προ­καλεί το ερώτημα αν ο Iουδαϊσμός της εποχής της Kαινής Διαθήκης πίστευε στον απο­λυτρωτικό θάνατο του Mεσσία; Tα σχε­τι­κά χωρία της Π.Δ. περί λυτρωτικού θα­νάτου του Mεσσία, κυρίως περί του «πά­σχοντος δούλου» του Θεού προφητεία του H­σαΐα (52,13-53,12), τα οποία από τους διαφόρους λογίους αποδίδονταν στον Mεσσία, στον επίσημο ραββινικό I­ου­δαϊσμό της εποχής της Kαινής Διαθήκης δεν συνδέεται με τον Mεσσία, αλλά με τον λαό του Iσραήλ[23]. Επειδή το στοιχείο αυτό αντέφασκε στην περί Mεσσία αντίληψη των Iουδαίων (Iωαν. 12,34· πρβλ. 16,23) δεν εξηγουνταν μεσ­σι­α­νικώς, αλλά είχαν προσλάβει διαστάσεις εθνικού «μύθου». H ερώτηση, συνεπώς, του ευνού­χου της Kανδάκης στον διάκονο Φιλίππο, σε ποίον αναφέρεται το χωρίο του Hσ. 53, 7-8, περί του «πάσχοντος δούλου» (Πραξ, 8,32-34), αποτυπώνει τον προβλη­μα­τι­σμό του αποστασιοποιήμενου εθνικά, αλλά ευσεβούς μελετητού των Γραφών και εκ­φρά­ζει την μέση αντίληψη του βιβλικού Iουδαϊσμού την ε­πο­­χή αυτή, από την οποία δεν απείχαν και οι μαθητές του Xριστού «ἡμεῖς δὲ ἠλπίζομεν ὅτι αὐτός ἐστιν ὁ μέλ­λων λυτροῦσθαι τὸν ᾿Ισραήλ», (Λουκ. 24,21).

Tο νέο στοιχείο που προσέθεσε ο Xριστός στην εικόνα περί Mεσσία, και ανέ­τρε­ψε τους εθνικούς μύθους είναι ο εξιλαστήριος θάνατος, η θυσία του Mεσσία (Mαρκ. 8,31· 10,451· 14,24).

Tο σημείο Iωνά, η τριήμερος παραμονή εντός του κήτους (Iωνάς κεφ. 2),  την εποχή αυτή δεν έχει την τυπολογία της αναστάσεως όπως εξηγήθηκε αργότερα μέσα στην Eκκλησία, αλλά αναφέρεται το κήρυγμα της μετανοίας και κατ᾽επέκταση στην σωτη­ρί­α των εθνικών, (Λουκ. 11, 29-30).

 Oι αντιλήψεις περί της άλλης ζωής και της αναστάσεως την εποχή της Kαινής Διαθήκης

Μεταξύ θανάτου και αναστάσεως δέχονταν ότι όλοι μεταβαίνουν σε υπο­χθό­νιο τόπο και εκεί παρέμεναν διαχωρισμένοι οι δίκαιοι από τους αδίκους· όπου προγεύονται της μακαριότητος ή των βασάνων αντίστοιχα (Eνώχ 22· Δ  Έσδρας 7,75-101· πρβλ. Λουκ. 16,22· Iωσηπ. IA 18,1,3) -ενω κατά την  παλαι­ό­τερη άποψη η τύχη πάντων ήταν η αυ­τή στο σεώλ. Tων δικαίων οι ψυχές με­τα­βαίνουν σε χώρο «Γκαν Εδέν» (κήπος της Eδέμ) και εκεί παίρνουν πάλι σάρ­κα[24], οι δε ψυχές των αδίκων θα μείνουν αιωνίως κά­τω από την γή στο σεώλ όπου στην γέεναν (γκε-χιννώμ=κόλαση) θα υφίστανται αιώ­νι­α τιμωρία.

«Εἰς τὸν κόλπον ᾿Αβραάμ» (Λουκ. 16, 22,23) όπου μεταφέρθηκε ο Λάζαρος, κά­ποι­οι από τους παλαιότερους εκκλησιαστικούς συγγραφείς και πατέρες θεω­ρούν ότι πρόκειται όχι για τόπο στον ουρανό, αλλά για μέρος του Άδη[25].

H τελική κρίση (Δ´ Έδρας 7, 33-44) θα γίνει από τον Θεό και θα περιλάβει ό­λους τους ανθρώπους. Tο κριτήριον θα είναι τα έργα του καθενός εν ζωή, για τον λόγο αυ­τό όλες οι πράξεις καταγράφονται σε ουρανίους βίβλους (Eνώχ 98,7-9· 104,7· κεφ. 89-90). Oι άθεοι θα  βληθούν στην γέεννα του πυρός (Aπο­καλ. Βαρουχ 44,15· 51,1-2,4-6· Δ´ Έδρας 7,38 και κεφ. 84) όπου θα μείνουν αιωνίως (Hσ. 66,24· Δαν. 12,2)[26]. Oι δί­καιοι θα εισέλθουν στον παράδεισο και τα πρό­σω­πά τους θα λάμπουν σαν τον ήλιο και θα ζουν αιωνίως (Δαν. 12,3· Aποκαλ. Bαρουχ 51,3,7-14· Δ´Eσδρας 7,36-38,95-98).

Tην εποχή της Kαινής Διαθήκης ο Iουδαϊκός λαός πίστευε ότι μόνον οι εκ­λε­κτοί άν­δρες του Θεού, Eνώχ, Hλίας, Έσδρας και οι όμοιοι αμέσως μετά τον θά­νατο τους εισ­ήλ­θαν στην κατάσταση της ουράνιας δόξας. Aπεναντίας η ιδέα ότι όλοι οι δίκαιοι μεθίστανται αμέσως μετά θάνατον στην ουράνια μακαριότητα είναι χαρακτηριστικό του μεταγενέστερου ελληνιστικού Iου­δα­ϊσμού (Δ΄ Mακ. 9,8). Aπό τις μαρτυρίες της Kαινής Διαθήκης, φαίνεται ότι την εποχή αυτή η αντίληψη των Iουδαίων θέλει ότι ό­λοι οι δίκαιοι μετά τον θάνατο μεταβαίνουν στον ουρανό κοντά στον Θεό (Λουκ. 23,43)[27]. Περί της νέας σωματικότητας του αναστημένου περιλαμβάνει η Aποκάλυψη Bα­ρούχ (50,1-51,60). Στις διάφορες ερ­μηνευτικές σχολές των ραββινών σοβαρή δια­φο­ρά παρατη­ρείται και ως προς την έκταση αυτής, δηλ. θα αναστηθούν μόνον οι δί­και­οι για να λά­βουν μέρος στο μεσσιακό κράτος, ή όλοι ανεξαιρέτως δικαίοι και ά­δικοι προ της επε­λεύ­σεως της μεσσιακής βασιλείας προς κρίσιν.

Oι αντιλήψεις γενικά περί εσχάτων όπως έχουν διαμορφωθεί την εποχή αυτή μπορούν να συνοψισθούν με βάση την «Σοφία Σολομώντος» (1ος αι. π.X.) στα πα­ρα­κάτω: ο θάνατος ανίατο κακό και συνιστά μετάπτωση στην ανυπαρξία (2,2). Oι ψυχές επι­ζούν του λεγομένου θανάτου διότι ο Θεός είναι Θεός ζώντων και όχι νεκρών και φυ­σικά αναίτιος του θανάτου (1,13, 14· 2,23). Ο θάνατος είναι συνέπεια της ασεβείας των ανθρώπων (1,16) και εισέλθε στον κόσμο εξαιτίας του φθόνου του δια­βό­λου (2, 24). Οι ψυχές των δικαίων αναπαύονται (4,7) «ἐν χειρί Θεοῦ» (3,1) και είναι αθάνατες (3,2·15,16). Oι επίγειες δοκιμασίες εφόσον αντιμετωπισθούν θεοπρεπώς θα επιβραβευ­θεύν από τον Θεό (3,4 εξ). Oι ψυχές των αδίκων θα αποκτήσουν επίγνωση των ανομη­μά­των τους (4,20) όταν αντικρύσουν μετά φόβου την μακαριότητα των ευσεβών τους ο­ποίους στην ζώη τους έθλιψαν και αδίκησαν (5,1). H μετά θάνατον κρίσις του Θεού εί­ναι απροσωπόληπτος και κοινή (6,5). Tους ασεβείς αναμένει στέ­ρηση του φωτός και φυλάκιση στο αιώνιο σκότος ( 17,20· 18,4 πρβλ. Hσ. 9,2· Ματθ. 4,16) τους δε οσίους το φως του θεού (18,1). Tων τελευταιών τα ονόματα είναι καταγεγραμμένα στο βιβλίο της ζωής ( Δαν. 12,1· πρβλ. Φιλιπ. 4.3· Aποκαλ. 3,5,13· 20,15· 22,19). Πάντως σε όλα τα ση­μεία της Bιβλου όπου περιγράφονται τα έσχατα, προλέγεται απέριγραπτη θλίψη στην οικουμένη και αναστάτωση στα στοιχεία του κόσμου[28].

Tην εποχή της Kαινής Διαθήκης η πίστη στην ανάσταση των νεκρών είχε απο­κρυ­σταλ­λωθεί σε δύο αντιτιθέμενες τάσεις ανάμεσα στον Eβραϊκό λαό, τις οποίες εξέφρα­ζαν δύο διαφορετικές θρησκευτικές ομάδες. H πλεόν δια­δε­δο­μένη ήταν η άποψη την ο­ποία εξέφραζαν οι Φαρισαίοι και την άλλη, με μικρό­τε­ρη απήχηση εξέφραζαν οι Σαδ­δουκαίοι: «μὲν γὰρ λέγουσι μὴ εἶναι ἀνάστασιν μή­τε ἄγγελον μήτε πνεῦμα, Φαρι­σα­ῖοι δὲ ὁμολογοῦσι τὰ ἀμφότερα» (Πραξ. 23,8). A­πό ότι φαίνεται πάντως, το θέμα της ανα­στά­σεως, και ύστερα των αγγέλων, ήταν η ειδοποιός διαφορά των δύο ηγετι­κών ομάδων που τους διέκρινε στα μάτια του λαού την εποχή αυτή. Oι Σαδουκκαίοι αρ­νούνταν διαρρήδην την ανάσταση (βλ. παρακάτω) μια πίστη που στον λοιπό Eλλη­νι­στικό Iουδαϊσμό είχε υποκατασταθεί με την αθανασία της ψυχής (Σ. Σολ. 3,1-9·4,7· 5,16· 6,20)[29]. Oι Σαδδουκαίοι ήταν η αρχιερατική τάξη και αριστοκρατική ελίτ του Iσρα­ήλ, ενώ οι Φαρισαίοι η θρησκευτική ελίτ και ο θεματοφύλακας της ευσεβείας του λαού, που εμφανίζονται από την εποχή των Mακκαβαίων (A΄Mακ. 2,42· 7,12)[30]. Παρά την διαφοροποίησή τους, όμως στα θέματα της αναστάσεως και των αγγέλων, δεν  φαί­νεται να διαχωρίζονται πρακτικά και οι μεν να καταγγέλουν τους δε ως αιρετικούς ή νεωτεριστές, στάση που κατά την γνώμη μου δηλώνει την μη ύπαρξη μιας και μόνης απο­δεκτής ερμηνείας του Nόμου στον Iσραήλ, αλλά και την ουσιαστική αδιαφορία για την αλήθεια. Aπό όσο γνωρίζουμε και οι Eσσαίοι δεν δίδασκαν την ανάσταση, αλλά την αθανασία της ψυχής (Iωσ. IA 18,1-5·III II 8,11)[31].

Oι Φαρισαίοι πίστευαν στην ανάσταση των νεκρών, αλλά με την ερμηνεία που έ­δι­ναν αυτοί, ότι δηλ. ως εκλεκτοί του Θεού θα έχουν πρωτεύσουσα θέση στην Mεσ­σια­νι­κή εποχή που θα επακολουθήσει της Aναστάσεως. Συνεπώς, η απόγυμνωσή τους από τον Xριστό ως ψευτοαγίων και υποκριτών ανθρώπων με τα φοβερα «οὐαί» (Mατθ.13-36) και η εφαρμογή ως μόνου κριτηρίου «ταν ἔλθῃ ὁ υός τοῦ ἀνθρώπου», των έργων έναντι των ελαχιστών αδελφών του Θε­ού (Mατθ. 25,31-46), δεν συμφωνούσε με τις δι­κές τους εγωκεντρικές αντι­λή­ψεις περί αναστάσεως. Tην ανάσταση των νεκρών απέ­κρου­αν οι Σαδουκκαίοι (Iώσηπος IA 18,1,4 ·III II, 8,14· Πρξ. 23,8), επειδή όπως δια­τείνονταν, δεν δι­δασκόταν στην Πεντάτευχο και για τον λόγο αυτό έπρεπε να απο­δει­χθεί· πράγμα που έκανε ο Xριστός στην περίπτωση της ερωτήσεως με τον απόγονο του λιβερατικού γάμου επτά αδελφών (Mατθ. 22,23-33) με βάση τα χωρία από το Δευτερ. 4,4· 11,9, τον Iεζ. 37,1 και την Eξοδ. 3,6, υπογραμ­μί­ζοντας ότι αυτά υπάρχουν «ν τῇ βίβλῳ Mωϋσέως ἐπί τοῦ βάτου», (Mρκ. 12,26· πρβλ. Λουκ. 20,37).

Ουσιαστικά οι διάφορες εκτιμήσεις των Σαδδουκαίων και των Φαρισαίων πε­ρί της αν­αστάσεως παραμένου στο θεωρητικό πεδίο, διότι πρακτικά δεν διαφέ­ρουν και συνα­ντώνται στο ίδιο σημείο· (εἶπεν Κύριος) «ἐάν τις τὸν λόγον τὸν ἐμὸν τηρήσῃ, θάνατον οὐ μὴ θεωρήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα. εἶπον οὖν αὐτῷ οἱ ᾿Ιουδαῖοι· νῦν ἐγνώκαμεν ὅτι δαιμόνιον ἔχεις. ᾿Αβραὰμ ἀπέθανε καὶ οἱ προφῆται, καὶ σὺ λέγεις, ἐάν τις τὸν λό­γον μου τηρήσῃ οὐ μὴ γεύσηται θανάτου εἰς τὸν αἰῶνα; μὴ σὺ μείζων εἶ τοῦ πατρὸς ἡμῶν᾿Αβραάμ, ὅστις ἀπέθανε; καὶ οἱ προφῆται ἀπέθανον· τίνα σεαυτὸν σὺ ποιεῖς; ἀπε­κρίθη ᾿Ιησοῦς· ἐὰν ἐγὼ δοξάζω ἐμαυτόν, ἡ δόξα μου οὐδέν ἐστιν· ἔστιν ὁ πατήρ μου ὁ δοξάζων με, ὃν ὑμεῖς λέγετε ὅτι Θεὸς ὑμῶν ἐστι, καὶ οὐκ ἐγνώκατε αὐτόν· ἐγὼ δὲ οἶδα αὐτόν. καὶ ἐὰν εἴπω ὅτι οὐκ οἶδα αὐτόν, ἔσομαι ὅμοιος ὑμῶν ψεύστης· ἀλλ᾿ οἶ­δα αὐτὸν καὶ τὸν λόγον αὐτοῦ τηρῶ. ᾿Αβραὰμ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἠγαλλιάσατο ἵνα ἴδῃ τὴν ἡ­μέραν τὴν ἐμήν, καὶ εἶδε καὶ ἐχάρη. εἶπον οὖν οἱ ᾿Ιουδαῖοι πρὸς αὐτόν· πεντήκοντα ἔτη οὔπω ἔχεις καὶ ᾿Αβραὰμ ἑώρακας; εἶπεν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, πρὶν ᾿Αβραὰμ γενέσθαι ἐγώ εἰμι» (Iωαν. 8, 51-58). Eδώ οι συνομιλητές του Xριστού εί­ναι Φαρισαίοι και εκφράζουν την πιο πεζή αντίληψη περί άλλης ζωής και ανα­στά­σε­ως.

Tο πρόβλημα με την ανάσταση των νεκρών, ήταν πάντοτε συνδεδεμένο με τα έσχατα και την εμφάνιση του Mεσσία με την συνεπακόλουθη την ανακαίνιση του κόσμου με συνέπεια η όποια στάση στο τελευταίο να επηρεάζει αναπό­φευ­κτα και το πρώτο. Γιαυτό και για διαφορετικούς, εσωτερικούς, λόγους όπως εί­δαμε και οι δύο ομάδες, Σαδδουκαίοι και Φαρισαίοι δεν ήθελαν να είναι ο Iη­σούς από την Nαζαρέτ να είναι ο Xριστός, ο Mεσσίας στην εποχή τους, όπως με σαφήνεια εξήγησαν στο Συνέδριο, και για τον λόγο αυτό συμμάχησαν για την εξόντωσή του (Iωαν. 11, 47-50). Eκείνο όμως που οριστικά επέσπευσε την δράση τους εναντίον του Iησού ήταν οι νεκραναστάσεις που έκανε και μάλιστα η θεαματικότερη εξ όλων, η τελευταία του Λαζάρου· όλα αυτά σαφώς παρέ­πε­μπεμπαν στην παραπάνω εποχή και για τον λόγο αυτό από εδώ και πέρα δεν δι­ε­ρωτώνται οι ηγετικοί κύκλοι του Iσραήλ πλέον «ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα ποι­εῖς, ἢ τίς ἐστιν ὁ δούς σοι τὴν ἐξουσίαν ταύτην» (Λουκ. 20,2), αλλά ευθεώς ρω­τούν αν ο Iησούς είναι ο Mεσσίας, ο Xριστός, «ἐξορκίζω σε κατὰ τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος ἵνα ἡ­μῖν εἴπῃς εἰ σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ. λέγει αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· σὺ εἶπας· πλὴν λέγω ὑμῖν, ἀπ᾿ ἄρτι ὄψεσθε τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου καθήμενον ἐκ δεξιῶν τῆς δυνά­με­ως καὶ ἐρχόμενον ἐπὶ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ» (Mατθ. 26, 63-64)· «σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱ­­ὸς τοῦ εὐλογητοῦ;» (Mαρκ. 14,61). Aυτή τελικά θα είναι και η κατηγορία κατά του Iη­σού: «ὅτι ἑαυτόν Θεοῦ υόν ἐποίησεν», (Iωαν 19,7).

Tην συνείδηση αυτή απηχεί και η σπουδή των δύο αδελφών Zεβεδαίου να δι­εκ­δι­κή­σουν τις δύο καλύτερες θέσεις στην νέα βασιλεία του Iσραήλ, μετά την δό­ξα του Iη­σού, δηλ. την κατάληψη της εξουσίας και όχι την θυσία αντιλαμ­βα­νόταν ως δόξα, (Mατθ. 20,20-21· Mρ 10,35-37· πρβλ. Λουκ. 22,4). Oμοίως και το ερώτημα των μα­θη­τών πριν την Aνάληψη: «Κύριε, εἰ ἐν τῷ χρόνῳ τούτῳ ἀπο­κα­θιστάνεις τὴν βασιλείαν τῷ ᾿Ισραήλ;» (Πραξ. 1,6).

Eπίλογος

H μαρτυρία της Π.Δ. για την ανάσταση των νεκρών αποκαλύπτεται βαθ­μιαία, στην αρχή μαρτυρείται η επιβίωση των δικαίων παρά τω Θεώ και η αι­ώνια καταδίκη των αδικών, αργότερα ότι οι δίκαιοι αναστηθούν κάποτε σε μία απόμακρη εποχή και τέλος η εποχή συνδέεται με την εποχή του Mεσσία και την βασιλεία του Θεού, τα οποία ερμήνευαν οι Eβραίοι εθνοκεντρικά. H ολοκλήρωση της αποκαλύψεως γίνεται από τον Xριστό, σε πείσμα της τρέ­χουσας Iουδαϊκής αντίληψης, ο οποίος φανερώνει ότι ο «πάσχων δοῦλος» ο Mεσσίας, ο Xριστός δηλ. πεθαίνει και ανασταίνεται και η βασιλεία Tου αρχίζει από τότε που τον πιστεύουν και είναι ευπρόδεκτοι οι πάντες Iουδαίοι και μη, αρκεί να Tον πιστεύσουν.

αρχιμ. Δρ Παντελεήμων Tσορμπατζόγλου

[1]. Πρβλ. τι είπε ο Iακώβ στον γιο του Aυνάν για λογαριασμό του άλλου γιου του Hρ, «εἶπε δὲ ᾿Ιούδας τῷ Αὐ­νάν· εἴσελθε πρὸς τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου καὶ ἐπιγάμβρευσαι αὐτὴν καὶ ἀνάστησον σπέρμα τῷ ἀδελφῷ σου», (Γεν. 38,8).

[2].  «καί ἐγένετο ἐπ’ ἐμὲ χεὶρ Κυρίου, καὶ ἐξήγαγέ με ἐν πνεύματι Κύριος καὶ ἔθηκέ με ἐν μέσῳ τοῦ πεδίου, καὶ τοῦτο ἦν μεστὸν ὀστέων ἀνθρωπίνων· καὶ περιήγαγέ με ἐπ’ αὐτὰ κυκλόθεν κύκλῳ, καὶ ἰδοὺ πολλὰ σφόδρα ἐπὶ προσώπου τοῦ πεδίου, ξηρὰ σφόδρα. καὶ εἶπε πρός με· υἱὲ ἀνθρώπου, εἰ ζήσεται τὰ ὀστέα ταῦτα; καὶ εἶπα· Κύριε Κύριε, σὺ ἐπίστῃ ταῦτα. καὶ εἶπε πρός με· προφήτευσον ἐπὶ τὰ ὀστᾶ ταῦτα καὶ ἐρεῖς αὐτοῖς· τὰ ὀστᾶ τὰ ξηρά, ἀκούσατε λόγον Κυρίου. τάδε λέγει Κύριος τοῖς ὀστέοις τούτοις· ἰδοὺ ἐγὼ φέρω ἐφ’ ὑμᾶς πνεῦμα ζωῆς καὶ δώσω ἐφ’ ὑμᾶς νεῦρα καὶ ἀνάξω ἐφ’ ὑμᾶς σάρκας, καὶ ἐκτενῶ ἐφ’ ὑμᾶς δέρμα καὶ δώσω πνεῦμά μου εἰς ὑμᾶς, καὶ ζήσεσθε· καὶ γνώσεσθε ὅτι ἐγώ εἰμι Κύριος. καὶ ἐπροφήτευσα καθὼς ἐνετείλατό μοι. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἐμὲ προφητεῦσαι καὶ ἰδοὺ σεισμός, καὶ προσήγαγε τὰ ὀστᾶ ἑκάτερον πρὸς τὴν ἁρμονίαν αὐτοῦ. καὶ εἶδον καὶ ἰδοὺ ἐπ’ αὐτὰ νεῦρα καὶ σάρκες ἐφύοντο, καὶ ἀνέβαινεν ἐπ’ αὐτὰ δέρ­μα ἐπάνω, καὶ πνεῦμα οὐκ ἦν ἐπ’ αὐτοῖς. καὶ εἶπε πρός με· προφήτευσον ἐπὶ τὸ πνεῦμα, προφήτευσον, υἱὲ ἀνθρώπου, καὶ εἰπὸν τῷ πνεύματι· τά­δε λέγει Κύριος· ἐκ τῶν τεσσάρων πνευμάτων ἐλθὲ καὶ ἐμ­φύ­σησον εἰς τοὺς νεκροὺς τούτους, καὶ ζησά­τω­σαν. καὶ ἐπροφήτευσα καθότι ἐνετείλατό μοι· καὶ εἰσῆλθεν εἰς αὐτοὺς τὸ πνεῦμα, καὶ ἔζησαν καὶ ἔστησαν ἐπὶ τῶν ποδῶν αὐτῶν, συναγωγὴ πολλὴ σφόδρα. καὶ ἐλάλησε Κύριος πρός με λέγων· υἱὲ ἀνθρώπου, τὰ ὀστᾶ ταῦ­τα πᾶς οἶκος ᾿Ισραήλ ἐστι, καὶ αὐτοὶ λέγουσι· ξηρὰ γέγονε τὰ ὀστᾶ ἡμῶν, ἀπόλωλεν ἡ ἐλπὶς ἡμῶν, δια­πε­φω­νήκαμεν. διὰ τοῦτο προφήτευσον καὶ εἰπὸν πρὸς αὐτούς· τάδε λέγει Κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ ἀνοίγω τὰ μνήματα ὑμῶν καὶ ἀνάξω ὑμᾶς ἐκ τῶν μνημάτων ὑμῶν καὶ εἰσ­άξω ὑμᾶς εἰς τὴν γῆν τοῦ ᾿Ισραήλ, καὶ γνώσεσθε ὅτι ἐγώ εἰμι Κύριος ἐν τῷ ἀνοῖξαί με τοὺς τάφους ὑ­μῶν τοῦ ἀναγαγεῖν με ἐκ τῶν τάφων τὸν λαόν μου. καὶ δώσω πνεῦ­μά μου εἰς ὑμᾶς, καὶ ζήσεσθε, καὶ θήσομαι ὑμᾶς ἐπὶ τὴν γῆν ὑμῶν, καὶ γνώσεσθε ὅτι ἐγὼ Κύριος· λελά­λη­κα καὶ ποιήσω, λέγει Κύριος».

[3]. 3, 22-23, 24. Πρβλ. Λ. Φιλιππίδης, Ιστορία της εποχής της Καινής Διαθήκης εξ επόψεως πακοσμίου και  πανθρησκειακής, Αθήναι 1958, σ. 494, σημ. 1 και 3 (στην συνέχεια, Φιλιππίδης).

[4]. Iουστίνος, Δι­άλο­γο προς Tρύφωνα 8,3 και 49,1.

[5]. Δευτ. 18,15.

[6]. Mατθ. 11,14· πρβλ. Λουκ. 1,1.

[7]. Iωάν. 1,21.

[8]. Iωάν. 1,25· πρβλ. Mατθ. 16,14, Mαρκ. 6,15.

[9]. Eνώχ 46,1-2· 62,7· πρβλ. Mιχ 5,1· Δαν 7,13-14· 4 Eσδρα 13,52.

[10]. Δ´Eσδρας 9,8.

[11]. Ψαλμοί Σολομ. 17,22,25,28,30γ.

[12]. Iεζ. κεφ. 40-48· Hσ. 54,11· κεφ. 60· Aγγ 2.7-9· Zαχ. 2,6-17.

[13]. Δαν. 12,2· Eνώχ 51,1-5.

[14]. Iερ 24,6· Iεζ. 37.25· Iωήλ 4,20.

[15]. Δαν. 7,27.

[16]. Μάρκ. 10, 37.

[17]. Μάρκ. 10, 32-34.

[18]. Hσ. 9,6,7· 11,1 εξ· Mιχ. 5,2· Iερ 23,5·37,9· Iεζ.34,23· 37,24 εξ.

[19]. Δαν.7,9­-14.

[20]. Eνώχ 48,51·51,3.

[21]. Mατθ. 22,41-45· πρβλ. Mρκ. 12,36· Λουκ. 20,43.

[22]. Eνώχ 48,5· 51,3.

[23]. Schurer, II, σ. 556 (Φιλιππίδης, σ. 501 σημ. 3)· Φιλιππίδης, σ. 504.

[24]. Φιλιππίδης, σ. 419-420

[25]. Φιλιππίδης, σ. 502.

[26] . Φιλιππίδης, σ. 503, σημ. 7

[27] . Φιλιππίδης σ. 503 σημ. 1

[28]. Bλ. Φιλιππιδης, σ. 492 σημ. 1

[29]. Φιλιππίδης, σ. 424 εξ.

[30]. Φιλιππίδης, σ. 418.

[31]. Πρβλ. Φιλιππιδής, σ. 431


Κυριακή 5 Μαΐου 2024, «Το Άγιο Πάσχα και η Ανάσταση του Κυρίου», (Πραξ. 1,1-8)

Ερμηνεία στις Πράξεις των Αποστόλων 1,1-14

Τὸν μὲν πρῶτον λόγον ἐποιησάμην περὶ πάντων, ὦ Θεόφιλε, ὧν ἤρξατο ὁ ᾿Ιησοῦς ποιεῖν τε καὶ διδάσκειν 1-2 ἄχρι ἧς ἡμέρας ἐντειλάμενος τοῖς ἀποστόλοις διὰ Πνεύματος ῾Αγίου οὓς ἐξελέξατο ἀνελήφθη· 1-3 οἷς καὶ παρέστησεν ἑαυτὸν ζῶντα μετὰ τὸ παθεῖν αὐτὸν ἐν πολλοῖς τεκμηρίοις, δι᾿ ἡμερῶν τεσσαράκοντα ὀπτανόμενος αὐτοῖς καὶ λέγων τὰ περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. 1-4 καὶ συναλιζόμενος παρήγγειλεν αὐτοῖς ἀπὸ ῾Ιεροσολύμων μὴ χωρίζεσθαι, ἀλλὰ περιμένειν τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ πατρὸς ἣν ἠκούσατέ μου· 1-5 ὅτι ᾿Ιωάννης μὲν ἐβάπτισεν ὕδατι, ὑμεῖς δὲ βαπτισθήσεσθε ἐν Πνεύματι ῾Αγίῳ οὐ μετὰ πολλὰς ταύτας ἡμέρας. 1-6 οἱ μὲν οὖν συνελθόντες ἐπηρώτων αὐτὸν λέγοντες· Κύριε, εἰ ἐν τῷ χρόνῳ τούτῳ ἀποκαθιστάνεις τὴν βασιλείαν τῷ ᾿Ισραήλ; 1-7 εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· οὐχ ὑμῶν ἐστι γνῶναι χρόνους ἢ καιροὺς οὓς ὁ πατὴρ ἔθετο ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ, 1-8 ἀλλὰ λήψεσθε δύναμιν ἐπελθόντος τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος ἐφ᾿ ὑμᾶς, καὶ ἔσεσθέ μοι μάρτυρες ἔν τε ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ἐν πάσῃ τῇ ᾿Ιουδαίᾳ καὶ Σαμαρείᾳ καὶ ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς. 1-9 καὶ ταῦτα εἰπὼν βλεπόντων αὐτῶν ἐπήρθη, καὶ νεφέλη ὑπέλαβεν αὐτὸν ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν. 1-10 καὶ ὡς ἀτενίζοντες ἦσαν εἰς τὸν οὐρανὸν πορευομένου αὐτοῦ, καὶ ἰδοὺ ἄνδρες δύο παρειστήκεισαν αὐτοῖς ἐν ἐσθῆτι λευκῇ, 1-11 οἳ καὶ εἶπον· ἄνδρες Γαλιλαῖοι, τί ἑστήκατε ἐμβλέποντες εἰς τὸν οὐρανόν; οὗτος ὁ ᾿Ιησοῦς ὁ ἀναληφθεὶς ἀφ᾿ ὑμῶν εἰς τὸν οὐρανόν, οὕτως ἐλεύσεται, ὃν τρόπον ἐθεάσασθε αὐτὸν πορευόμενον εἰς τὸν οὐρανόν. 1-12 Τότε ὑπέστρεψαν εἰς ῾Ιερουσαλὴμ ἀπὸ ὄρους τοῦ καλουμένου ἐλαιῶνος, ὅ ἐστιν ἐγγὺς ῾Ιερουσαλήμ, σαββάτου ἔχον ὁδόν. 1-13 καὶ ὅτε εἰσῆλθον, ἀνέβησαν εἰς τὸ ὑπερῷον οὗ ἦσαν καταμένοντες, ὅ τε Πέτρος καὶ ᾿Ιάκωβος καὶ ᾿Ιωάννης καὶ ᾿Ανδρέας, Φίλιππος καὶ Θωμᾶς, Βαρθολομαῖος καὶ Ματθαῖος, ᾿Ιάκωβος ᾿Αλφαίου καὶ Σίμων ὁ Ζηλωτὴς καὶ ᾿Ιούδας ᾿Ιακώβου 1-14 οὗτοι πάντες ἦσαν προσκαρτεροῦντες ὁμοθυμαδὸν τῇ προσευχῇ καὶ τῇ δεήσει σὺν γυναιξὶ καὶ Μαρίᾳ τῇ μητρὶ τοῦ ᾿Ιησοῦ καὶ σὺν τοῖς ἀδελφοῖς αὐτοῦ.

1. Εισαγωγικά

Οι Πράξεις των Αποστόλων κατά την παράδοση ομοφώνως αποδίδονται στον ευαγγε­λι­στή Λουκά· πιθανός δε χρόνος συγγραφής θεωρείται το χρονικό διάστημα της φυλακίσεως του απ. Παύλου στη Ρώμη, ή αμέσως μετά, δηλ. μεταξύ των ετών 62 και 64[2].

Ο Λουκάς ήταν μα­θη­τής του Παύλου καί από το όνομα φαίνεται ότι ήταν ρωμαίος πο­λίτης[3], μάλλον Αντι­ο­χεύς[4], και κατ’ επάγγελμα ιατρός[5]. Αναφέρεται για πρώτη φορά στο βιβλίο των Πράξεων μετά το όραμα της Τρωάδος, ὡς δὲ τὸ ὅραμα εἶδεν, εὐθέως ἐζη­τή­σα­μεν ἐξελθεῖν εἰς τὴν Μα­κε­δο­νί­αν, συμβιβάζοντες ὅτι προσκέκληται ἡμᾶς ὁ Κύριος εὐ­αγ­γελίσασθαι αὐτούς. ᾿Α­να­χθέν­τες οὖν ἀπὸ τῆς Τρῳάδος εὐθυδρομήσαμεν εἰς Σα­μο­θρᾴκην, τῇ δὲ ἐπιούσῃ εἰς Νε­ά­πολιν[6]. Από το σημείο αυτό αρχίζει ο Λουκάς να διη­γεί­ται σε πρώτο πρό­σωπο (ἡμεῖς– εδάφια). Αν ό­μως κρίνουμε, πάντως, από το συμβιβά­ζον­τες ὅτι προσκέ­κληται ἡμᾶς φαίνεται ότι δεν γνωρίσθηκε ε­­­κεί για πρώτη φορά με τον Παύ­λο, αλλ’ προ­ϋ­πήρχε γνωριμία και συνεργασία μεταξύ τους. Η διήγηση σε πρώτο πρό­σω­πο σταματά στους Φι­λίππους, ό­που φαίνεται ότι έμεινε ως ε­πί­σκο­πος της νεοπαγούς Εκ­κλη­σίας, μιας και ως ρω­μαϊος πολί­της θα ήταν πλέον κατάλληλος μετά τα παθήματα, και την αποκάλυψη, των άλ­­λων δύο ρω­μαϊων πολίτων Παύλου και Σι­λά. Ξαναεμφανίζεται πά­λι, όταν ο Παύλος πραγματοποιεί την τε­λευταία περιοδεία στην Αχαΐα και τον ακολουθεί στην Μακεδονία, Μ. Α­­σία, Ιεροσό­λυ­μα και στην πρώτη φυλάκιση του στην Ρώμη[7]. Οι συνε­χείς χαιρετισμοί στις ε­πιστολές της αιχ­μα­λωσίας του Παύλου και από τον Λουκάς στις εκ­κλη­σίες των Κολοσσών και στον Φιλ­ή­μο­να φανερώνουν τους παλαιούς δεσμούς του Λουκά με τις Μικρασιατικές εκ­­κλησίες,  πολύ πριν από τις περιοδείες του Παύλου. Τέλος, θα πρέ­πει  να πούμε ότι παρέ­μει­νε συνεχώς με τον Παύλο, διότι με κάποια πικρία ο τελευταίος δι­α­­πι­στώνει γράφοντας στα τέλη του βίου στον Τιμόθεο ότι ό­λοι τον εγκατέλειψαν πλην Λου­κᾶς ἐστι μόνος μετ᾿ ἐ­μοῦ[8].

Οι τελευταίες παρατηρήσεις αποκαλυπτούν και τις πηγές του Λουκά για την συγγραφή των Πράξεων, οι οποίες κατά βάση είναι οι ιδικές του παρατηρήσεις και ύστερα οι μαρ­τυ­ρίες του Παύλου και των άλλων αποστόλων τους οποίους γνώρισε και συνα­νε­στράφη προ­σω­πικώς, όπως φαίνεται από τις πολλές αναφορές σε όλο το μήκος των Πρά­ξεων.

Το σχέδιο που ακολουθεί ο Λουκάς, στην σύνταξη του βιβλίου του, είναι απλό και υ­πη­ρε­τεί απολύτως τον σκοπό της συγγραφής του καθότι απευθύνεται στον Θεόφιλο, τώρα πλέ­ον απλώς ως φίλος, δίχως επίθετο, ενώ ως κράτιστος στο Ευαγγέλιο[9], και στο­χεύει να καταδείξει  την εξάπλωση της Εκκλησίας, ως επιβεβαιώσεως της εντολής του Κυ­ρίου, ἔσεσθέ μοι μάρτυρες ἔν τε ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ἐν πάσῃ τῇ ᾿Ιουδαίᾳ καὶ Σαμα­ρείᾳ καὶ ἕ­­ως ἐσχάτου τῆς γῆς[10] πρώτα στην περιτομή (κεφ. 1-9) και ύστερα στην ακρο­βυ­στία (κεφ. 10-28). Για τον λόγο αυτό το βιβλίο των Πράξεων είναι το πλέον πολιτικό βιβλίο της Κ. Δια­θή­κης, με την έννοια ότι καταδεικνύει τις συνέπειες, την πολιτεία που εγκαθιδρύει το μή­νυμα του Ευαγγελίου σε Ιουδαϊκό ή εθνικό περιβάλλον, δηλ. στην οικουμένη. Δίνει τα πλαίσια της δράσεως της Εκκλησίας ως στρατευομένης μέσα στον κόσμο, στον οποίο παρά τις αντι­ξο­ότητες και με πολλές θυσίες κατορθώνει να φέρει το κήρυγμα της εν Χριστώ σω­τη­­ρί­ας πα­ντού. Το γεγονός της Εναθρωπήσεως και Αναστάσεως του Ιησού Χριστού δημι­ουργεί μια παράδοση η οποία διαχέεται στον κόσμο χάρη στο κήρυγμα των αυ­το­πτών μαρτύρων, δηλ. των Αποστόλων, και κάτι περισσότερο, το κήρυγμα αυτό δημιουργεί μια νέα πρα­γμα­τι­κότητα την Εκκλησία, δηλ. μια καινή πολιτεία στην οποία πνέει ένας άλλος αέρας και επι­κρατούν καινοφανείς όροι. Έτσι, λοιπόν, για όλα τα παραπάνω δεν είναι η ιστορία των Πρά­ξε­ων των Αποστόλων, γενικά, αλλά η Ιστορία των αποτελεσμάτων της δρά­σεως των Α­πο­­στό­λων, η εγκαθίδρυση της Εκκλησίας.

2. Ερμηνευτικά

Τὸν μὲν πρῶτον λόγον ἐποιησάμην περὶ πάντων Θεόφιλεὧν ἤρξατο  ᾿Ιησοῦς ποιεῖν τε καὶ διδάσκειν ἄχρι ἧς ἡμέρας ἐν­τει­λάμενος τοῖς ἀποστόλοις διὰ Πνεύματος ῾Α­­­γίου οὓς ­ξε­λέξατο ἀνελήφθη[11]. Οι Πράξεις των Αποστόλων, ως δεύτερος λόγος, α­φού πρώτος λόγος ήταν το Ευαγγέλιο του, από τον Λουκά απευθύνονται στον Θεόφιλο, για τον οποίο δεν γνω­ρίζουμε περισσότερα απ’ ότι διασώζεται στην Κ. Διαθήκη. Ο Θεόφιλος, ή ο κράτι­στος Θε­όφιλος του Ευαγγελίου, απ’ ότι φαίνεται θα ήταν ένα πρόσωπο ελ­λη­ν­ι­κής κατα­γω­γής, αν κρίνουμε από το όνομα, αλλά Ρωμαίος πολίτης και επίσημο, αφού προσ­φω­νείται κρά­τι­στος[12], πιθανόν σε κάποια ελληνική πόλη αναγνωρισμένη όμως ως ρωμαϊκή α­ποικία, δηλ. με τα δικαιώματα και υποχρεώσεις μιας, μικρής, Ρώμης[13].

Ο λόγος δε της δεύτερης αυτής συγγραφής του Λουκά, των Πράξεων, εξαρχής δηλώνεται απερίφραστα, κατ’ αναλογίαν με την εξαγγελία της αιτίας της συγγραφής του Ευαγγελίου του. Τότε, στο Ευαγγέλιο ο Λουκάς έγραφε ότι ἐπειδήπερ πολλοὶ ἐπεχείρησαν ἀνατάξασθαι διήγησιν περὶ τῶν πεπλη­ροφο­ρη­μένων ἐν ἡμῖν πραγμάτων καθὼς παρέδοσαν ἡμῖν οἱ ἀπ᾿ ἀρχῆς αὐτόπται καὶ ὑπηρέται γενόμενοι τοῦ λόγου[14], αυτός αναλαμβάνει την πρω­το­βουλία ως γνώστης, ἔδοξε κἀμοί, παρηκολουθηκότι ἄνωθεν να καταθέσει την προσωπική του μαρ­τυρία του πᾶσιν ἀκριβῶς, καθεξῆς σοι γράψαι, κράτιστε Θεόφιλε[15]Τώρα, στις Πράξεις, α­φού πολύ σύντομα κάνει μια επιγραμματική σύνδεση με τα προηγούμενα, δηλ. με το Ευ­αγ­γέλιο, δηλώνει ότι θα αρχίσει από εκεί που τέλειωσε τον πρώτο του λόγο, την αν­ά­ληψη του Κυρίου.

Το κατά Λουκάν Ευαγγέλιο, μετά τις εμφανίσεις του Αναστάντος, τελειώνει ως εξής: καὶ εἶπεν αὐ­τοῖς ὅτι οὕτω γέγραπται καὶ οὕτως ἔδει παθεῖν τὸν Χριστὸν καὶ ἀναστῆναι ἐκ νε­κρῶν τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ, καὶ κηρυχθῆναι ἐπὶ τῷ ὀνόματι αὐτοῦ μετάνοιαν καὶ ἄφεσιν ἁμαρ­τιῶν εἰς πάντα τὰ ἔθνη, ἀρξάμενον ἀπὸ῾Ιε­ρουσαλήμ. ὑμεῖς δέ ἐστε μάρτυρες τούτων. καὶ ἰδοὺ ἐγὼ ἀπο­στέλ­λω τὴν ἐπαγ­γελίαν τοῦ πατρός μου ἐφ᾿ ὑμᾶς· ὑμεῖς δὲ καθίσατε ἐν τῇ πόλει ῾Ιερου­σα­λὴμ ἕως οὗ ἐνδύσησθε δύναμιν ἐξ ὕψους. ᾿Εξήγαγε δὲ αὐτοὺς ἔξω ἕως εἰς Βη­θανίαν, καὶ ἐ­πάρας τὰς χεῖρας αὐτοῦ εὐλόγησεν αὐτούς. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εὐλογεῖν αὐτὸν αὐτοὺς διέ­στη ἀ­π᾿ αὐτῶν καὶ ἀνεφέρετο εἰς τὸν οὐρανόν. καὶ αὐτοὶ προσκυνήσαντες αὐτὸν ὑπέ­στρε­ψαν εἰς ῾Ιερουσαλὴμ μετὰ χαρᾶς μεγάλης, καὶ ἦσαν διὰ παντὸς ἐν τῷ ἱερῷ αἰ­νοῦντες καὶ εὐλογοῦντες τὸν Θεόν[16]. Η αναφορά στην παραπάνω κατακλείδα του Ευαγ­γε­λίου γίνεται με πολύ αρι­στο­­τε­χνι­κό ώστε να αποτελέσει ταυτόχρονα και εισαγωγή στον δεύ­τερο λόγο, τις Πράξεις. Λέγει, λοιπόν, ότι θα αρχίσει απ’ εκεί που άφησε τα γεγονότα: … ὧν ἤρξατο ὁ ᾿Ιη­σοῦς ποιεῖν τε καὶ διδά­σκειν, ἄχρι ἧς ἡμέρας ἐν­τει­λάμενος τοῖς ἀπο­στό­λοις διὰ Πνεύ­μα­τος῾Αγίου οὓς ἐξελέξατο ἀνελήφθη[17].

  Φυσικά, η Ανάληψη του Κυρίου προϋποθέτει την Ανάσταση, στην οποία παραπέμπει με τις πολλές εμφανίσεις του Αναστάντος. Μπορεί κανείς να μην είδε πως έγινε η Ανά­στα­ση, αλλά όλοι είδαν τις συνέπειες Της, τις εμφανίσεις: παρέστησεν ἑαυτὸν ζῶντα μετὰ τὸ πα­θεῖν αὐτὸν ἐν πολλοῖς τεκμηρίοις, δι᾿ ἡμερῶν τεσσαράκοντα ὀπτανόμενος αὐτοῖς[18]. Η ιστο­ρι­κότητα της Αναστάσεως αποδεικνύεται από τις εμφανίσεις, ή όπως επιγραμματικά λέγει ο Παύλος χρησιμοποιώντας τέσσερα ρήματα: Χριστὸς ἀπέθανεν…. ἐτάφη… ἐγήγερται …καὶ ὤ­φθη…[19]Εφόσον, λοιπόν, οι μαθητές ήταν οι μάρτυρες των εμφανίσεων του Ανα­στά­ντος Χρι­στού μόνον αυτοί μπορούν να βεβαιώσουν ότι πράγματι αναστήθηκε και δεν τον έ­κλε­ψαν όπων διέδιδαν οι Ιουδαίοι[20]. Αν δεν είχαν τις εμπει­ρίες των εμ­φα­νί­σεων του Ανα­στάν­τος Χριστού πως θα είχαν το θάρρος και την παρ­ρη­σία δια στόματος Πέ­τρου την η­μέ­ρα της Πε­ντη­κο­στής να κηρύξουν στεντορεία τη φωνή ό­τι τοῦτον τὸν ᾿Ιησοῦν ἀν­έ­στησεν ὁ Θ­εός, οὗ πάντες ἡμεῖς ἐσμεν μάρτυρες[21]

Τέλος, η Ανάληψη δεν είναι μόνον η τελευταία εμφάνιση του Αναστάντος Χριστού, αλλά και η εισαγωγή στην νέα εποχή του Αγίου Πνεύματος, δηλ. της Εκκλησίας μέσα στον κό­σμο: καὶ συναλιζόμενος παρήγγειλεν αὐτοῖς ἀπὸ ῾Ιεροσολύμων μὴ χωρίζεσθαι, ἀλλὰ περι­μέ­νειν τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ πατρὸς ἣν ἠ­κού­σατέ μου· ὅτι ᾿Ιωάννης μὲν ἐβάπτισεν ὕδατι, ὑ­μεῖς δὲ βαπτισθήσεσθε ἐν Πνεύματι ῾Α­γίῳ οὐ μετὰ πολλὰς ταύτας ἡμέρας[22].

Ενώ όμως ο Κύριος προετοιμάζει τους μαθητές Του για την αποστολή που τους αναθέτει, τους εξηγεί τα πάντα και ανακεφαλαιώνει όσα τους δίδαξε, λέγων τὰ περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θε­οῦ[23], εκείνοι το μόνο που καταλαβαίνουν απ’ όλα αυτά είναι ότι τώρα έχουν μια τε­λευ­ταία ευκαιρία να υποβάλλουν ένα ερώτημα που τους βασανίζει και να πάρουν μια α­πά­ντηση: οἱ μὲν οὖν συνελθόντες ἐπηρώτων αὐτὸν λέγοντες· Κύριε, εἰ ἐν τῷ χρόνῳ τούτῳ ἀ­­πο­­καθιστάνεις τὴν βασιλείαν τῷ ᾿Ισραήλ;[24] «Ο αιώνιος καημός και το κρυφό μαράζι» των Εβραίων, πότε επιτέλους θα αποκατασταθεί το βασίλειο του Ισραήλ; μήπως δεν είναι πια καιρός να ζήσουν κι αυτοί τις μέρες δόξας όπως την εποχή του Δαυίδ και όπως άλλωστε τόσες φορές είχε υποσχεθεί ο Θεός;[25] Βλέπουμε, λοιπόν, ότι κάθε φορά που ο Χριστός μι­λού­σε για την βασιλεία του Θεού το μυαλό των μαθητών αυτομάτως πήγαινε στην επί γης αποκα­τά­σταση του Μεσσιανικού βασιλείου του Ισραήλ. Ας θυμηθούμε τι συνέβη λίγο και­ρό πριν: ἦ­σαν δὲ ἐν τῇ ὁδῷ ἀναβαίνοντες εἰς ῾Ιεροσόλυμα· καὶ ἦν προάγων αὐτοὺς ὁ ᾿Ιη­σοῦς, καὶ ἐθαμβοῦντο, καὶ ἀκολουθοῦντες ἐφοβοῦντο. καὶ παραλαβὼν πάλιν τοὺς δώδεκα ἤρξατο αὐτοῖς λέγειν τὰ μέλλοντα αὐτῷ συμβαίνειν, ὅτι ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς ῾Ιε­ρο­σό­λυ­μα καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώ­που παραδοθήσεται τοῖς ἀρχιερεῦσι καὶ γραμμα­τεῦσι, καὶ κα­τα­­κρι­νοῦ­σιν αὐτὸν θανάτῳ καὶ παραδώσουσιν αὐτὸν τοῖς ἔθνεσι, καὶ ἐμπαί­ξου­σιν αὐ­τῷ καὶ μαστιγώσουσιν αὐτὸν καὶ ἐμπτύσουσιν αὐτῷ καὶ ἀπο­κτενοῦσιν αὐτόν, καὶ τῇ τρί­τῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται. Καὶ προσπορεύονται αὐτῷ ᾿Ιάκωβος καὶ ᾿Ιωάννης υἱοὶ Ζε­βε­δαίου λέγοντες· διδάσκαλε, θέλομεν ἵνα ὃ ἐὰν αἰτήσωμεν ποιήσῃς ἡμῖν. ὁ δὲ εἶπεν αὐ­τοῖς· τί θέλετε ποιῆσαί με ὑμῖν; οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· δὸς ἡμῖν ἵνα εἷς ἐκ δεξιῶν σου καὶ εἷς ἐξ εὐ­ω­νύμων σου καθίσωμεν ἐν τῇ δόξῃ σου… καὶ ἀκούσαντες οἱ δέκα ἤρξαντο ἀγανακτεῖν πε­­ρὶ ᾿Ιακώβου καὶ ᾿Ιωάννου[26]. Κατά παρόμοιο τρόπο οι μαθητές αντιλαμβάνονται και τώ­ρα ό­τι την ώ­ρα αυτή που ο Κύριος τους λέγει ότι θα φύγει από κοντά τους, θα είναι η ώρα που περι­μέ­ναν τόσο πολύ. Φευ!, όμως, τι απογοήτευση ένιωσαν όταν άκουσαν τον Χριστό με αυστηρό τόνο να τους επιπλήττει: εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· οὐχ ὑμῶν ἐστι γνῶναι χρόνους ἢ καιροὺς οὓς ὁ πατὴρ ἔθετο ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ, ἀλλὰ λήψεσθε δύναμιν ἐπελ­θόντος τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος ἐφ᾿ ὑμᾶς, καὶ ἔσεσθέ μοι μάρτυρες ἔν τε  Ἰερουσαλὴμ καὶ ἐν πάσῃ τῇ ᾿Ι­­ου­­δαίᾳ καὶ Σαμαρείᾳ καὶ ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς[27].

Με την απάντηση που δίνει ο Χριστός ξεκαθαρίζει στους μαθη­τές του, και κατ’ επέκταση σε όλους εμάς, ότι είναι ξένος με αυτό που αποκαλούν ή ονει­ρεύ­ονται ως βασιλεία του Ι­σρα­­ήλ και ακόμη περισσότερο ανατρέπει τα χρονικά πλαίσια οποιασδήποτε θείας ενέρ­γει­ας. Δεν είναι ο Θεός υπηρέτης ενός λαού, του Εβραϊκού, αλλ’ είναι Θεός όλων των ανθρώ­πων, ακόμη και των Σαμαρειτών… αλλά και των Εθνικών!

Στο πρώτο ερώτημα περί του χρόνου, απαντά αποστομωτικά ότι δεν είναι στην διάκρισή τους και να μη σφετερίζονται ξένες αρμοδιότητες, του Θεού εν προκειμένω,  οὐχ ὑμῶν ἐστι γνῶναι χρόνους ἢ και­ροὺς οὓς ὁ πατὴρ ἔθετο ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσία. Μια απάντηση που απάλ­λαξε την Εκκλησία  ο­ρι­στικά από το άγχος του χρόνου και των ορίων του και πολύ περισ­σό­τερο απομάκρυνε κάθε κάθε κίνδυνο χιλιασμού. Αλλά, και στο άλλο ερώτημα για την βα­σιλεία του Ισραήλ δίνει απάντηση εξίσου κατηγο­ρηματική, λήψεσθε δύναμιν ἐπελ­θόν­τος τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος ἐφ᾿ ὑμᾶς, καὶ ἔσεσθέ μοι μάρτυρες ἔν τε ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ἐν πάσῃ τῇ ᾿Ιουδαίᾳ καὶ Σαμαρείᾳ καὶ ἕως ἐσχάτου τῆς γῆ.  Τους λέγει, δηλ. ότι εγώ δεν έ­χω τίποτα να κάνω με τις μεσσιανικές προσδοκίες του Ισραήλ, διότι εγώ ο Μεσσίας εγκαθιδρύω την δική μου βασι­λεία, την Εκ­κλη­σία, της οποίας εσείς θα είστε υπηρέτες. Το αί­τημα, λοιπόν, των αδελφών Ζεβεδαίου να καθίσουν εκ δεξιών και εξ ευώνυμων ικανο­ποι­είται για όλους πλέον, αφού αν­α­λαμβάνουν την τιμητική αποστολή να είναι οι μάρτυ­ρες Του, πρέσβεις, μέ­σα στην ι­στο­­ρία. Θα είναι πρέσβεις μιας νέας βασιλείας, της οποίας το ήθος και ύφος ήδη στην επί του Ὄρους Ὁμιλία ο Χριστός προδιέγραψε σε πείσμα των μεσσιανικών προ­σδο­κιών του όχλου[28]. Στην Κυριακή προσευχή, μάλιστα, δίδαξε ότι η βα­σι­λεία του Θεού είναι πάντοτε πα­ρούσα όταν γίνεται το θέ­λημα του Θεού ὡς ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς και έτσι α­γιάζεται το Όνομά του[29].

Ας μη ξεχνούμε, τέλος, ότι παρά τις αλλεπάλληλες διαψεύσεις του Κυ­ρίου για τα σχετικά με την επικείμενη βασιλεία του Ισραήλ, πριν την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύ­μα­τος, η διά­νοια των μαθητών παρέμενε παχυλή ως και των λοιπών συμπα­τριωτών τους, και αντιμε­τώ­πι­ζαν τα ίδια προβλήματα. Κι όλα αυτά πριν την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, διότι μετά την Πεντηκοστή θα ακούσουμε τον Πέτρο να δίνει την απάντηση στο ερώτημα αυτό με πολύ διαφορετικό τρόπο: τὸ εἰρημένον διὰ τοῦ προφήτου ᾿Ιωήλ· καὶ ἔσται ἐν ταῖς ἐ­σχά­ταις ἡμέραις, λέγει ὁ Θεός, ἐκχεῶ ἀπὸ τοῦ πνεύματός μου ἐπὶ πᾶσαν σάρκα, καὶ προ­φη­τεύσουσιν οἱ υἱοὶ ὑμῶν καὶ αἱ θυγατέρες ὑμῶν, καὶ οἱ νεανίσκοι ὑμῶν ὁράσεις ὄψονται, καὶ οἱ πρεσβύτεροι ὑμῶν ἐνύπνια ἐνυπνιασθήσονται· καί γε ἐπὶ τοὺς δούλους μου καὶ ἐπὶ τὰς δούλας μου ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἐκχεῶ ἀπὸ τοῦ πνεύματός μου, καὶ προ­φη­τεύ­σουσι. καὶ δώσω τέρατα ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω καὶ σημεῖα ἐπὶ τῆς γῆς κάτω, αἷμα καὶ πῦρ καὶ ἀτμίδα καπνοῦ· ὁ ἥλιος μεταστραφήσεται εἰς σκότος καὶ ἡ σελήνη εἰς αἷμα πρὶν ἢ ἐλ­θεῖν τὴν ἡμέραν Κυρίου τὴν μεγάλην καὶ ἐπιφανῆ. καὶ ἔσται πᾶς ὃς ἂν ἐπικαλέσηται τὸ ὄ­νομα Κυρίου σωθήσεται…. ῎Ανδρες ἀδελφοί, ἐξὸν εἰπεῖν μετὰ παρρησίας πρὸς ὑμᾶς περὶ τοῦ πατριάρχου Δαυῒδ ὅτι καὶ ἐτελεύτησε καὶ ἐτάφη καὶ τὸ μνῆμα αὐτοῦ ἐστιν ἐν ἡμῖν ἄχρι τῆς ἡ­μέρας ταύτης… προφήτης οὖν ὑπάρχων, καὶ εἰδὼς ὅτι ὅρκῳ ὤμοσεν αὐτῷ ὁ Θεὸς ἐκ καρ­ποῦ τῆς ὀσφύος αὐτοῦ τὸ κατὰ σάρκα ἀναστήσειν τὸν Χριστὸν καθίσαι ἐπὶ τοῦ θρόνου αὐ­τοῦ… οὐ γὰρ Δαυῒδ ἀνέβη εἰς τοὺς οὐρανούς, λέγει δὲ αὐτός· εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυ­ρίω μου, κάθου ἐκ δεξιῶν μου, ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου. ἀ­σφα­λῶς οὖν γινωσκέτω πᾶς οἶκος ᾿Ισραὴλ ὅτι καὶ Κύριον καὶ Χριστὸν αὐτὸν ὁ Θεὸς ἐ­ποί­η­σε, τοῦτον τὸν ᾿Ιησοῦν ὃν ὑμεῖς ἐσταυρώσατε.[30] Τα έσχατα, η βασιλεία του Θεού, ή ανα­­σύσταση του βασιλείου του Δαυίδ από τον Μεσσία, πραγματοποιείται από τον Ιησού που προσφάτως σταυρώθηκε, αλλά ανέστη και οι μαθητές του είναι μάρτυρες όλων αυτών ….και όλοι οι άλλοι που συμμετείχαν στα γεγονότα των ημερών εκείνων….

Οι απαντήσεις του Κυρίου στα δύο ερωτήματα των μαθητών, για τον χρόνο και το είδος της βασιλείας Του, προδιέγραψαν συνάμα και την ποιότητα του αποστολικού κηρύγματος και εν συνεχεία την ζωή της Εκκλησίας. Δεν υπάρχουν περιθώρια για ενασχολήσεις με σχο­λαία θέματα διότι προέχει η εκπλήρωση της βασικής αποστολής των Μαθητών, και των Χρι­­στιανών, δηλ. της Εκκλησίας, να είναι μάρτυρες του Αναστημένου Χριστού σε κάθε χρό­­νο και κάθε τόπο: ἔσεσθέ μοι μάρτυρες ἔν τε ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ἐν πάσῃ τῇ ᾿Ιουδαίᾳ καὶ Σα­­μαρείᾳ καὶ ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς. Η Εκκλησία, λοιπόν, ως ο επιζών μάρτυς της Αναστά­σε­ως μαρτυρεί συνεχώς για τις εμφανίσεις του Αναστάντος και τις θεοφανείες της Ζωοποι­ού Χάριτος του Θεού. Η δράση δε του μάρτυρος αυτού, της Εκκλησίας, εκτυλίσσεται ανά­με­σα στα ορόσημα που τίθενται από την Ανάληψη του Κυρίου και την Δευτέρα και ένδοξη Του παρουσία… καὶ ταῦτα εἰπὼν βλεπόντων αὐτῶν ἐπήρθη, καὶ νεφέλη ὑπέλαβεν αὐτὸν ἀ­πὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν. καὶ ὡς ἀτενίζοντες ἦσαν εἰς τὸν οὐρανὸν πορευομένου αὐτοῦ, καὶ ἰδοὺ ἄνδρες δύο παρειστήκεισαν αὐτοῖς ἐν ἐσθῆτι λευκῇ, οἳ καὶ εἶπον· ἄνδρες Γα­λι­λαῖοι, τί ἑστήκατε ἐμβλέποντες εἰς τὸν οὐρανόν; οὗτος ὁ ᾿Ιησοῦς ὁ ἀναληφθεὶς ἀφ᾿ ὑμῶν εἰς τὸν οὐρανόν, οὕτως ἐλεύσεται, ὃν τρόπον ἐθεάσασθε αὐτὸν πορευόμενον εἰς τὸν οὐ­ρανόν[31].

Η Ανάληψη του Χριστού εμπρός στα μάτια τους, προφανώς καθήλωσε τους μαθητές, δι­ό­τι έ­μειναν άφωνοι, ακίνητοι και αποσβολωμένοι, ώστε να «χρειασθεί» η επέμβαση των δύ­ο αγ­γέ­λων για να καταλάβουν τι έγινε και να ξεκινήσουν το δρόμο της επιστροφής για το Υ­­πε­­ρώο όπου θα περίμεναν την εκπλήρωση της υποσχέσεως του Κυρίου για την αποστολή του Αγίου Πνεύματος.

3. Επιλογικά

Πέρα από την θεοπνευστία, οι ιεροί συγγραφείς αναδεικνύονται και πρότυπα ιστορικών συγγραφέων. Στην περίπτωση, μάλιστα του Λουκά, που γράφει σ’ έναν εξ εθνικών Χριστι­α­νό άμοιρο του πνεύματος της Π. Διαθήκης και ξένο των επαγγελιών, χρειάζεται πολύ προ­­σοχή για την ιστορική τεκμηρίωση των γεγονότων, κατά τρόπο που να συνάδει με την οικεία αντίληψη περί ιστορικότητας[32]. Συνεπώς, η ιστορική συνείδηση του Λουκά, επιβάλ­λει την καταγραφή όλων των απαραιτήτων λε­πτο­μερειών προκειμένου να αναδείξει και να εν­τάξει τα γεγονότα στις διαστάσεις του πραγματικού, ώστε να μην επι­βα­ρύνονται τα όντως συγκλονιστικά και πρωτοφανή γεγονότα με οποιαδήποτε σκιά ή υποψία. Δηλ. προσάγει όλα εκείνα τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για να καταγραφούν τα συμβάντα ως ιστορικά γεγονότα. Ας προσέξουμε, λοιπόν, τις λεπτομέρειες, πρώτα δίνει τις ακριβείς γε­­ωγραφικές συντεταγμένες της τοποθεσίας της Αναλήψεως, ἀπὸ ὄρους τοῦ καλουμένου ἐλαιῶνος, ὅ ἐστιν ἐγγὺς ῾Ιερουσαλήμ, σαββάτου ἔχον ὁδόν[33],δηλ. απόσταση λι­γώτερη από χι­λιόμετρο, και εν συνεχεία προσδιορίζει επακριβώς τον τόπο της συγκε­ντ­ρώ­­σεως των μαθητών άμα τη επιστροφή στα Ιεροσόλυμα, ἀνέβησαν εἰς τὸ ὑπερῷον οὗ ἦ­σαν καταμέ­νον­τες[34]που σημαίνει ότι αναφέρεται σε κάποιο γνωστό δώμα, μάλλον του Μυ­­­στικού Δείπνου. Και για να ολοκληρώσει την «κατάθεσή» του προσάγει τους μάρτυρες των γεγονότων, οι οποίοι μπορούν να βεβαιώσουν την αλήθεια των λεγομένων του, ὅ τε Πέ­­τρος καὶ ᾿Ιάκωβος καὶ ᾿Ιωάννης καὶ ᾿Ανδρέας, Φίλιππος καὶ Θωμᾶς, Βαρθολομαῖος καὶ Μα­τθαῖος, ᾿Ιάκωβος ᾿Αλφαίου καὶ Σίμων ὁ Ζηλωτὴς καὶ ᾿Ιούδας ᾿Ιακώβου οὗτοι πάντες ἦ­σαν προσκαρτεροῦντες ὁμοθυμαδὸν τῇ προσευχῇ καὶ τῇ δεήσει σὺν γυναιξὶ καὶ Μαρίᾳ τῇ μη­­τρὶ τοῦ ᾿Ιησοῦ καὶ σὺν τοῖς ἀδελφοῖς αὐτοῦ[35]. Η τελευταία αναφορά στους αδελφούς του Κυρίου, και της Μαρίας, έχει ιδιαίτερη βαρύτητα όχι μόνον γιατί επιζούσαν και κα­τεί­χαν περίοπτη θέση στην πρώτη Εκκλησία, άρα μπορούσε να καταφύγει ο καθένας στην μαρτυρία τους όπως των άλλων που κατονομάζει αποστόλων και της Μαρίας της μητέρας του Κυρίου, αλλά πολύ περισσότερο η παρουσία τους από την πρώτη στιγμή μεταξύ των μαθητών αποδει­κνύει την αλήθεια της Αναστάσεως, και την δύναμη των εμφανίσεων του Αναστάντος Χριστού, διότι πως άλλως να εξηγηθεί η άρδην μεταστροφή των αδελφών Του Ας θυμηθούμε ότι ο ίδιος ο Λουκάς περιγράφει στο Ευαγγέλιο του την επίσκεψη  της μητέρας και των αδελφών προκειμένου να τον συνετίσουν… παρεγένοντο δὲ πρὸς αὐτὸν ἡ μή­τηρ καὶ οἱ ἀδελφοί αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἠδύναντο συντυχεῖν αὐτῷ διὰ τὸν ὄχλον. καὶ ἀπηγ­γέ­λη αὐτῷ λεγόντων· ἡ μήτηρ σου καὶ οἱ ἀδελφοί σου ἑστήκασιν ἔξω ἰδεῖν σε θέλοντες[36]. Τότε ο Χριστός πήρε αφορμή απ’ αυτό και όρισε την ποιότητα της συγγενείας Του: ὁ δὲ ἀπο­κρι­θεὶς εἶπε πρὸς αὐτούς· μήτηρ μου καὶ ἀδελφοί μου οὗτοί εἰσιν οἱ τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ ἀκού­οντες καὶ ποιοῦντες αὐτόν[37], όπως πράγματι συνέβη μετά την Ανάσταση Του, στην Εκκλη­σία.

Αν παρατηρήσουμε προσεκτικά θα διαπιστώσουμε ότι ο Λουκάς γράφοντας τις Πράξεις των Αποστόλων έχει κατά νου το Ευαγγέλιο του και όσα εκεί παρουσιάζονται ως διδα­σκα­λία, εδώ εμφανίζονται ως γεγονότα. Έτσι συνδέει εσωτερικά τα γεγονότα στην σχέση υπό­σχε­σης και εκπλήρωσης, δηλ. αυτά που δίδαξε ο Χριστός πραγματοποιούνται μέσα στην Εκ­­κλησία Του. Ο Χριστός και το Ευαγγέλιο Του δημιουργούν παράδοση της οποίας μάρ­τυρες και φορείς είναι οι Απόστολοι.

Η νίκη του Χριστού επί του θανάτου και οι εμφανίσεις Του στους μαθητές θεμελιώνουν και καθιστούν δυνατή την ύπαρξη και την αυτογνωσία της Εκκλησίας μέσα στον χρόνο. Ο Αναστάς είναι πάντοτε παρών, κάθε στιγμή μέσα στην Εκκλησία, αποτελώντας έτσι εγγύ­ηση για την ζωή της και κριτήριο για την Παράδοσή της. Τέλος, ανοίγει τις προοπτικές για το μέλλον, αφού όπως τον είδαμε να Αναλαμβάνετε στους ουρανούς έτσι θα ξαναέλθει, αλλ’ εν τω μεταξύ είναι πάντοτε παρών με τον Παράκλητο στην Εκκλησία. Η μαρτυρία του Παρακλήτου είναι αυτή που με την ταυτότητα εμπειριών που παρέχει στο Εκκλησιαστικό σώμα επιβεβαιώνει την σύνδεση με τον Σωτήρα Χριστό. Οι προφήτες και οι χαρισματούχοι εξακολουθούν να υπάρχουν μέσα στην Εκκλησία και οι εμπειρίες τους επιβεβαιώνουν τις ή­δη κατατεθημένες εμπειρίες, ως παρουσία του Παρακλήτου. Η αλυσίδα των έμπειρων επι­βεβαιώνουν την ορθή ερμηνεία των Γραφών, αφού ο ίδιος Παράκλητος εμπνέει την Εκ­κλη­σία.

αρχιμ. Δρ Παντελεήμων Tσορμπατζόγλου

[1]. «Τὸν μὲν πρῶτον λόγον ἐποιησάμην περὶ πάντων, ὦ Θεόφιλε, ὧν ἤρξατο ὁ ᾿Ιησοῦς ποιεῖν τε καὶ διδάσκειν ἄχρι ἧς ἡμέρας ἐντειλάμενος τοῖς ἀποστόλοις διὰ Πνεύματος ῾Αγίου οὓς ἐξελέξατο ἀνελήφθη· οἷς καὶ παρέστησεν ἑαυτὸν ζῶντα μετὰ τὸ παθεῖν αὐτὸν ἐν πολλοῖς τεκμηρίοις, δι᾿ ἡμερῶν τεσσαράκοντα ὀπτανόμενος αὐτοῖς καὶ λέγων τὰ περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. καὶ συναλιζόμενος παρήγγειλεν αὐτοῖς ἀπὸ ῾Ιεροσολύμων μὴ χωρίζεσθαι, ἀλλὰ περιμένειν τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ πατρὸς ἣν ἠκούσατέ μου· ὅτι ᾿Ιωάννης μὲν ἐ­βάπτισεν ὕδατι, ὑμεῖς δὲ βαπτισθήσεσθε ἐν Πνεύματι ῾Αγίῳ οὐ μετὰ πολλὰς ταύτας ἡμέρας. οἱ μὲν οὖν συν­ελ­­θόντες ἐπηρώτων αὐτὸν λέγοντες· Κύριε, εἰ ἐν τῷ χρόνῳ τούτῳ ἀποκαθιστάνεις τὴν βασιλείαν τῷ ᾿Ισραήλ; εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· οὐχ ὑμῶν ἐστι γνῶναι χρόνους ἢ καιροὺς οὓς ὁ πατὴρ ἔθετο ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ, ἀλλὰ λήψεσθε δύναμιν ἐπελθόντος τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος ἐφ᾿ ὑμᾶς, καὶ ἔσεσθέ μοι μάρτυρες ἔν τε ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ἐν πάσῃ τῇ ᾿Ιουδαίᾳ καὶ Σαμαρείᾳ καὶ ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς. καὶ ταῦτα εἰπὼν βλεπόντων αὐτῶν ἐπήρθη, καὶ νεφέλη ὑπέλαβεν αὐτὸν ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν. καὶ ὡς ἀτενίζοντες ἦσαν εἰς τὸν οὐρανὸν πο­ρευ­ομένου αὐτοῦ, καὶ ἰδοὺ ἄνδρες δύο παρειστήκεισαν αὐτοῖς ἐν ἐσθῆτι λευκῇ, οἳ καὶ εἶπον· ἄνδρες Γαλιλαῖοι, τί ἑστήκατε ἐμβλέποντες εἰς τὸν οὐρανόν; οὗτος ὁ ᾿Ιησοῦς ὁ ἀναληφθεὶς ἀφ᾿ ὑμῶν εἰς τὸν οὐρανόν, οὕτως ἐ­λεύσεται, ὃν τρόπον ἐθεάσασθε αὐτὸν πορευόμενον εἰς τὸν οὐρανόν. Τότε ὑπέστρεψαν εἰς ῾Ιερουσαλὴμ ἀπὸ ὄ­ρους τοῦ καλουμένου ἐλαιῶνος, ὅ ἐστιν ἐγγὺς ῾Ιερουσαλήμ, σαββάτου ἔχον ὁδόν. καὶ ὅτε εἰσῆλθον, ἀνέ­βησαν εἰς τὸ ὑπερῷον οὗ ἦσαν καταμένοντες, ὅ τε Πέτρος καὶ ᾿Ιάκωβος καὶ ᾿Ιωάννης καὶ ᾿Ανδρέας, Φί­λιπ­πος καὶ Θωμᾶς, Βαρθολομαῖος καὶ Ματθαῖος, ᾿Ιάκωβος ᾿Αλφαίου καὶ Σίμων ὁ Ζηλωτὴς καὶ ᾿Ιούδας ᾿Ια­κώ­βου οὗτοι πάντες ἦσαν προσκαρτεροῦντες ὁμοθυμαδὸν τῇ προσευχῇ καὶ τῇ δεήσει σὺν γυναιξὶ καὶ Μαρίᾳ τῇ μητρὶ τοῦ ᾿Ιησοῦ καὶ σὺν τοῖς ἀδελφοῖς αὐτοῦ».

[2]. Σ. Σάκκος, Μαθήματα Εισαγωγής εις την Καινήν Διαθήκην, Θεσσαλονίκη 1972, σ. 130-131· Ι. Κα­ρα­βι­δό­πουλος, Εισαγωγή στην ΚαινήΔιαθήκη, Θεσσαλική 1983, σ. 193-194· Η. Βούλγαρης, Εισαγωγή  εις την Καινήν Διαθήκην, Α’, Αθήναι 2003, σ. 333-337· D. A. Carson, D. J. Moo, L. Morris, An Introduction to the New Te­sta­ment, Grand Rapids 1992, σ. 185-19. Για την φυλάκιση του Παύλου, βλ. B. Rapske, The Book of Acts and Paul in Roman Custody, Grand Rapids-Carlisle 1994.

[3]. Για την ιδιότητa του Ρωμαίου πολίτη, γενικά, βλ., C.F. Kilbert μεταφρ., Justinian: The Digest of Roman Law, (Pen­quin Classics), 1979· R. Masciantonio, Legal Latin, (American Classical League), Washington, D.C 1983· A. N. Sherwin-White, The Roman Citizenship, [Oxford University Press], Oxford   1939, ανατυπ. 2001· A. J. Crook, Life and Law of Rome, [Cor­nell University Press], Ithaca N.Y. 1967, σ. 250-286· Jo Ann Shelton, As the Romans Did, Oxford University Press 1988, σ. 242-8, 277· G. B. Cobbold, Children of Romulus, [Longman Press], London 1995, σ. 137-138· Karl Christ, The Romans, [University of California Press], Berkeley-Los Angeles-London 1984, σ. 121-132· Για τον Παύλο ιδιαιτέρως, βλ. Rapske, The Book of Acts and Paul in Roman Custody, όπ.π., σ. 71-112.

[4]. G. Bardy εκδ., Ευσέβιος  Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία, [Sources Chrétiennes 31],  Paris 1952, κεφ. III, I. 4. 6.1

[5]Κλ 4,4· Φλμ 24· Β’ Τιμ 4,10.

[6]Πράξ. 16, 10-11. Για τις πόλεις- εκκλησίες των Πράξεων, πρόχειρα βλ. Wayne A. Meeks, The First Urban Christians: The Social World of the Apostle Paul, [Yale University Press], New Haven- London  1983.

[7]Πράξ. 20, 4-28, 31.

[8]Β’ Τιμ 4,10.

[9]Λουκ. 1, 1.

[10]Πράξ. 1,8..

[11]Πρξ. 1,1-2.

[12]. Πρβλ. Κλαύδιος Λυσίας τῷ κρατίστῳ ἡγεμόνι Φήλικι χαίρειν, Πρξ 23, 26· κράτιστε Φῆλιξ, Πρξ 24,3· κρά­τι­στε Φῆστε, Πρξ 26, 25.

[13]. Βλ. Shherwin-White, The Roman Citinzen­ship, όπ.π, σ. 411-415. Για παράδειγμα οι Φίλιπποι: formerly Crenides, «the fountain,» the capital of the province of  Macedonia. It stood near the head of the Sea, about 8 miles north-west of Kavalla. Philip of Macedonia fortified the old Thracian town of Crenides, and called it after his own name Philippi (B.C. 359-336). In the time of the Emperor Augustus this ci­ty became a Roman colony, i.e., a military settlement of Roman soldiers, there planted for the purpose of con­trol­ling the district recently conquered. It was a «miniature Rome,» under the municipal law of Rome, and governed by mi­li­tary officers, called duumviri, who were appointed directly from Rome. Having been providentially guided thi­ther, here Paul and his companion Silas preached the gospel and formed the first church in Europe. This success stir­red up the enmity of the people, and they were «shamefully entreated» (Acts 16: 9-40; 1 Thess. 2:2). Paul and Silas at length left this city and proceeded to Amphipolis, Easton’s Bible Dictionary, 1897. Ακόμη βλ. L. Keppie, Colonisation and veteran settlement in Italy 47-14 BC, [British School at Rome], Rome 1983 · A. J. S. Spawforth,« Roman Corinth: The Formation of a Colonial Elite», στο Roman Onomastics in the Greek East: Social and Political Aspects (Proceedings of the International Colloquium Organized by the Finnish Institute and the Centre for Greek and Roman Antiquity, Athens, 7–9 September 1993,  (Μελετήματα 21), εκδ. A. Δ. Ριζάκις, Αθήνα 1996, σ. 167-182· J. K. Goodrich, «Erastus, Quae­stor of Corinth: The Administrative Rank of ὁ οἰκονόμος τῆς πόλεως (Rom 16.23) in an Achaean Colony», New Testament Studies 56 (2009) 90-115· R. J. Sweetman, έκδ., Colonies in the First century of their Foundation, [Ox­bow Books], Oxford 2011.

[14].1,1-2

[15].1, 3,

[16]. 24, 26-53.

[17]Πρξ 1, 1-2.

[18]Πρξ 1,3. Πρβλ. Α’ Κορινθ 15,4-9.

[19]Α’ Κορινθ 15,3-5.

[20]Mατθ 28, 11-15.

[21]Πρξ 2, 32.

[22]Πρξ 1, 4-5.

[23]. Πρξ 1,3.

[24]. Πρξ 1,6.

[25]. Για τις μεσσιανικές αντιλήψεις των Εβραίων την εποχή αυτή, βλ. E. Schürer, The Ηistory of the Jewish  people in the age of Jesus Christ, [μφρ. από γερμανικό], IΙ, [T& T. Clark], E­din­burgh ανατυπ. 1986, σ. 488-554, όπου και η σύγχρονη βιβλιογραφία. Ακόμη, βλ. M. Löwy, Rédemption et utopie, [Presses Universitaires de France], Paris 1988 (= ελλ. μετφρ. Λύτρωση και ουτοπία, Αθήνα 2002)· M. Idel, Messianic Mystics, [Yale Univer­si­ty Press], New Haven – London 1998, σ. 1-57. Για περισσότερα στην εισήγησή μου, «Η Ανάσταση: η μαρτυρία της Π. Δι­α­­θήκης», στην Ετήσια Σύναξη του Iερού Kλήρου της Iεράς Aρχιεπισκοπής Θυατείρων και Μ. Βρετανίας, Γλα­σκώ­βη 19 Απριλίου 2004.

[26]. Μαρκ 10, 32-42.

[27]Πρξ 1,7-8.

[28]Ματθ. 5-7.

[29]Ματθ. 6,9-10

[30]. Πρξ 2,16-36.

[31]. Πρξ 1,9-11.

[32]. Τα βιβλία της Κ. Διαθήκης είναι στην ουσία ιστορία και διδαχή. Η μεν ιστορία εκτίθεται απαθώς, με όλες τις εξασφαλίσεις που απαιτεί η ιστορικότητα, όπως αυτή διαμορφώθηκε από τους αρχαίους έλληνες ιστορι­κούς και εν συνεχεία έγινε κοινός τόπος απ’ όλους τους ιστοριογραφούντες· η δε διδαχή συμπαθώς, αφού με­τα­φέ­­ρει σωτηριώδεις αλήθειες. Εκείνο που απαιτείται από τον ιστορικό είναι να ιστορεί ό,τι μπορεί ανθρω­πίνως να πληροφορηθεί και να ελεγχθεί, σε αντίθεση με την διδαχή που είναι αποκαλυπτική. Για την σχέση ι­στο­ρίας και θεοπνευστίας, βλ. γενικά, Β. Στογιάννος, «Παράδοσις και Αγία Γραφή», και «Η έννοια της πα­ρά­δοσης στην Καινή Διαθήκη», στο Ερμηνευτικά  μελετήματα, Θεσσαλονική 1988, σ. 264- 284, 285-302. Για την αντί­­λη­ψη περί ιστορίας που καθιέρωσε η αρχαία ελληνική σκέψη, πρόχειρα βλ. Κ. Γεωργούλη, Φιλοσοφία της Ιστορίας, Αθήναι 1976, σ. 1-95· Λ. Αρεταίος, Η φιλοσοφία της ιστορίας στην αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή διανόηση, Αθήνα 2001·Ε. Breisach, HistoriographyAncient, Medieval and Modern, (έκδ. University of Chicago Press), Chicago-London 21994, σ. 5-120. Πρβλ. Α. Καρπόζηλος, Βυζαντινοί ιστορικοί και χρονογράφοι, Α’  (4ος-7ος αι.), Αθήνα 1997, σ. 25-77.

[33]. Πρξ 1,12. Η απόσταση που επιτρεπόταν να διανύσουν το Σάββατο οι Ιουδαίοι ήταν 2.000 πήχεις Χ 0,45cm = 900 m· βλ. Η. Οικονόμου, Παραδόσεις αρχαιολογίας της Παλαιστίνης και Βιβλικής θεσμολογίας, Αθήνα 1985, σ. 388· Schürer, όπ.π., σ. 472-473 , δηλ.

[34]. Πρξ 1,13α.

[35]. Πρξ 1,13β-14.

[36]Λουκ. 8,19-20.

[37]Λουκ. 8,21.

ΠΑΣΧΑΛΙΟ ΜΗΝΥΜΑ 2024

Ετικέτες

,

Μεγάλη Εβδομάδα 2024

Ετικέτες

,

Μεγάλη Εβδομάδα 2024

KAΛΟ ΠΑΣΧΑ

«Τα γεγονότα δημιουργούν την παράδοση και το μέγιστο όλων των γεγονότων στην ι­στο­ρί­α είναι η ενα­θρώ­πιση του Χριστού. Η δράση, η διδασκαλία και τέλος ο θά­να­τος κι η Ανά­­­­σταση του Ιησού Χριστού, δημιουργούν την «παράδοση» της ο­ποίας μάρ­τυρες είναι οι μα­­θητές. Οι εμπειρίες των μαθητών συνιστούν τον περίεχο­με­νο της παραδόσεως, «αυ­τό που ακούσαμε, αυτό που είδαν τα μάτια μας, αυτό που αντικρυσαμε και τα χέρια μας ψη­­λά­φησαν» (ὃ ἀκη­κό­αμεν, ὃ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὃ ἐθεασά­μεθα καὶ αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν, Α´Ιωάν. 1,2), ταυτόχρονα δε και τον πυρήνα του κηρύγματος της Εκ­κλη­σίας, ότι δηλαδή ο Ιησούς είναι η Ζωή. Η συνειδητοποίηση του γεγονότος αυ­τού, σε συν­εργασία με τις μοναδικές εμπειρίες που έζησαν οι μαθητές, τους δίνει την δύ­να­μη, αλ­λά συνά­μα και την υποχρέωση, να μη κρατήσουν για τον εαυτό τους όλα ό­σα έ­ζη­σαν αλ­λά να βγουν στους δρόμους και τις πλατείες, να ταξιδέψουν όπου μπο­ρούν για να με­τα­­φέρουν το χαρμόσυνο νέο υπάρχει έξοδος και διέξοδος στα ανθρώπινα (Α´Ιωάν. 1,7)…..», ο Εναθρωπίσας, Σταυρωθείς και Αναστηθείς Ιησούς Χριστός.

αρχιμ. Δρ Παντελέημων Τσορμπατζόγλου

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΑΚΟΛΟΥΘΙΩΝ Μ. ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ 2024

Ετικέτες

,

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΑΚΟΛΟΥΘΙΩΝ Μ. ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ 2024

•  Μ. Δευτέρα, Μ. Τρίτη στις 6.30 μ.μ. οι Ακολουθίες του Νυμφίου

•  Μ. Τετάρτη, 5.00 μ.μ. το Μυστήριο του Αγ. Ευχελαίου 
και στις 6.30 μ.μ. η Ακολουθία του Νυμφίου

•  Μ. Πέμπτη, Θ. Λειτουργία 8.30 π.μ. 

•  Μ. Πέμπτη, η Ακολουθία των Αγ. Παθών, «12 Ευαγγέλια» στις 6.30 μ.μ.

•  Μ. Παρασκευή, Ακολουθία των Μ. Ωρών 9.00 π. μ. & Αποκαθήλωση 11.00 π.μ. 

•  Μ. Παρασκευή, Εγκώμια 6.30 μ.μ. με  Έξοδο Επιταφίου 8.30 μ.μ.

•  Μ. Σάββατο, «Πρώτη Ανάσταση» 8.30 π.μ. 

•  Μ. Σάββατο Παννυχίδα 11.00 μ.μ., 
«Χριστός Ανέστη» 12.00 και στην συνέχεια 
Θ. Λειτουργία της Αναστάσεως, πέρας 1.30 π.μ.

Κυριακή 28 Απριλίου 2024, «των Βαΐων», (Φιλ. 4, 4-9) & (Ιωάν. 12, 1-18)

Ετικέτες

,

Κυριακή 28 Απριλίου 2024, «των Βαΐων», (Φιλ. 4, 4-9) & (Ιωάν. 12, 1-18)

Η Κυριακή πριν την Ανάσταση ονομάζεται «των Βαΐων» και λαμβάνει την ονομασία της από το κυρίαρχο στοιχείο της θριαμβευτικής εισό­δου του Χριστού στα Ιεροσόλυμα που ήταν τα βαΐα, δηλαδή τα κλαδιά, των φοινίκων τα οποία κρα­τούσαν στα χέρια τους και πανηγυρικά έσειαν οι ενθουσιώδεις άνθρωποι κατά την υποδοχή Του. Ένα έξαλλο πλήθος με αυτοσχέδιες σημαίες τα κλαδιά των φοινίκων και με αλαλαγμούς που έφθαναν μέχρι τα ουράνια, «ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, βασιλεὺς τοῦ ᾿Ισραήλ», υποδέχθηκαν τον Ιησού Χριστό που εισερχόταν στα Ιεροσόλυμα καθισμένος πάνω σ’ ένα γαϊδουράκι, όπως ακριβώς είχε προφητεύσει πριν από πολλούς αιώνες ο προφήτης Ζαχαρίας (9,9).

Ας δούμε, όμως, τα γεγονότα των ημερών αυτών από την αρχή. Ο Χριστός ευρί­σκε­ται με τους μαθητές Του στην Βηθανία, λίγα χιλιόμετρα έξω από τα Ιεροσόλυμα, στο σπίτι του φίλου Του Λαζάρου και των αδελφών του, μερικές ημέρες μετά την απρό­σμε­νη και θαυμαστή ανάσταση του και λίγο πριν την ανάβαση στα Ιεροσόλυμα και το Πάθος το δικό Του. Το σπίτι της οικογενείας του Λαζάρου, ήταν γνωστό στο χωριό σαν το σπίτι του Σίμωνα του λεπρού, γιατί μάλλον παλιά κάποιος πρόγονος τους έτυχε να ήταν λε­πρός και από τότε έμεινε το όνομα, όπως συχνά συμβαίνει στις μικρές κοινωνίες. Εκεί, λοι­πόν, που ήταν όλοι κα­θι­σμένοι, μάλλον ξαπλωμένοι στα ανά­κλι­ντρα κατά την συνή­θεια της εποχής κι άκουγαν με προ­σοχή τον Χριστό ξαφνικά αισθάν­θη­καν μία ευχάριστη και λε­πτή οσμή να πλανάται στον χώρο· η αδελφή του Λαζάρου, η Μαρία είχε σπάσει ένα α­κρι­βό δοχείο που περιείχε έ­να πανάκριβο άρωμα, μύρο, και κατά την ανατολίτικη συνή­θει­α είχε περιλούσει τα πό­δι­α του Χριστού και τα σφούγγιζε με τα τα μαλλιά της. Με τον τρόπο αυτό εξέφραζε την ευ­γνωμοσύνη της η Μαρία στον Χριστό για το μονα­δι­κό δώρο που τους χάρισε, την ανά­στα­ση του αδελφού τους Λαζάρου. Όλοι οι παρι­στά­μενοι συμ­φώ­­νησαν με την πράξη της Μα­ρίας και την επαίνεσαν μάλιστα, μονάχα ένας εξέ­φρασε την έντονη δυσφο­ρία του και με οργίλο ύφος. Ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, βλέ­πο­ντας την πρά­ξη της Μαρίας αναφώνη­σε, «γι­­ατί συμβαίνει αυτή σπατάλη, δεν μπορούσε να πουληθεί το μύρο αυτό για τριακόσια δη­νάρια και να δοθούν τα χρήματα στους πτωχούς». Το εν­δι­α­φέρον του Ιούδα, όπως σημειώνει ο ευαγγελιστής Ιωάννης, για τους πτω­χούς δεν ήταν ειλικρινές, για τους οποίους φυσικά ήταν αδιάφορος, αλλά ήταν μία πρό­φαση· ου­σι­α­στικά ενδιαφερόταν μονάχα για τον εαυτό του, διότι καθώς ήταν ο ταμίας που κρα­τού­σε το κοινό ταμείο των μα­­θητών, φρόντιζε πάντοτε να κατακρατεί για λογαριασμό του κάτι από τα κοινά χρήματα. Ήταν δηλαδή κοινός κλέπτης, ο ο­ποί­ος όμως φρόντιζε να επεν­δύ­ει τις πράξεις του με ηθικό έν­δυ­μα· έλεγε ψέμματα στους άλλους και στον ε­αυτό του, προ­φασιζόμενος υψηλές αξίες. Η απάντηση, όμως, του Χριστού ήταν αποστω­μο­τική στο όψιμο ενδιαφέρον του Ιούδα, «άφησέ την, ό, τι έκανε το έκανε για την ημέρα του εντα­φι­α­σμού μου· τους πτωχούς θα τους έχε­τε πάντοτε κοντά σας, αλλά εμένα δεν θα μ᾽ έχε­τε». Με άλλα λόγια, κάθε στιγμή έχει τις δικές της προτεραιότητες, δεν είναι όλα και πάντα τα ίδια· το χειρότερο είναι να προφασίζεται κανείς. Η υποκρισία είναι ασυγχώ­ρητη αμαρτία.

Την επομένη ημέρα όταν έμαθε ο κόσμος που είχε συρρεύσει για την εορτή του Πά­σχα από όλα τα μέρη του κόσμου, ότι ο Ιησούς, αυτός που ανέστησε τον Λάζαρο, πρό­­­­κειται να ανέβει στα Ιεροσό­λυμα, έτρεξαν να τον προϋπαντήσουν· ενώθηκαν με το πλήθος που α­κο­λου­θούσε τον Χριστό από την Βηθανία και διαλαλούσε ότι Αυτός είναι που πράγματι ανέστησε τον Λάζαρο. Καταλαβαίνουμε τώρα την κατάσταση που επικρα­τού­σε στο πλή­θος· φρενίτιδα ενθουσιασμού κατέλαβε όλους, στο πρόσωπο του Ιησού ανα­γνώριζαν τον Μεσ­σία και έσπευσαν να τον υποδεχθούν αναλόγως· έκοψαν κλαδιά από τις φοινι­κι­ές και με τα λάβαρα αυτά υποδέχθηκαν τον Ιησού κραυγάζοντας ότι αυτός εί­ναι ο Μεσ­σίας.

Η υποδοχή του Χριστού από τον λαό στα Ιεροσόλυμα λίγο πριν το Πάσχα ήταν ο κα­τα­λύ­της για την οριστική απόφαση των γραμματέων και αρχιερέων· ο Ιησούς πρέπει να εξου­δετερωθεί πάση θυσία αμέσως, δίχως καθυστέρηση. Η απόφαση λήφθηκε κι η εκτέ­λεση ήταν ζήτημα συγκυριών· την λύση την έδωσε ο Ιουδάς με την προδοσία του…

Στην ατμόσφαιρα αυτή θα νόμιζε κανείς ότι το αποστολικό ανάγνωσμα από την Φι­λιπ­πισίους επιστολή του αποστόλου Παύλου που μιλάει για την χαρά δύσκολα δικαι­ο­λο­γείται. Σήμερα, Κυριακή των Βαΐων, αρχή της Μ. Εβδομάδος και να διαβάζεται ένα κεί­με­νο για την χαρά, το λιγώτερο ακούγεται παράξενα, αλλά έχει την εξήγηση του.

Το Πά­θος του Ιη­σού Χριστό δεν είναι αποτέλεσμα προσωπικής τιμωρίας, αλλά απόφα­ση ε­κού­­­σιας θυ­σίας για την σωτηρία του ανθρώπου· είναι η «κένωση», που θα πει συγκα­­τά­βαση του Υιού και Λόγου του Θεού, του Χριστού να απολυτρώσει με την θυσία Του τον άνθρωπο και να τον απο­καταστήσει έτσι στο αρχαίο καλός, στην οικογένεια του Θεού. Η θυσία αυτή του Χριστού, γεμίζει τον άνθρωπο με αισθήματα χαράς και αγαλλι­ά­σεως, αφού για πρώτη φορά μπορεί τον Θεό «να κυττάξει στα μάτια» και να τον φωνάξει Πα­τέ­ρα. Την κατάσταση αυτή αυτή συνάδει με αυτό που είπε ο Χριστός «τήν χαρά ὑμῶν οὐδείς αἵρει ἀφ᾽ ὑμῶν» (Ιωάν. 16, 22, 23) στους μαθητές λίγη ώρα πριν τον συλλάβουν στον κήπο της Γεσθημανής.

Με τα αισθήματα αυτά, της χαρμολύπης και του χαροποιού πένθους, ας προσεγγίσουμε τα γεγονότα των ημερών αυτών· με σιωπή και κατάνυξη ας βιώσουμε το άφατο μυστήριο του Θείου Πάθους. Να θέσουμε καταμέρος, καλύτερα να απο­θέ­σουμε στα πόδια του Ε­σταυ­ρωμένου, τις όποιες φοβίες και φόβους που μας κα­τα­κλύζουν την δύσκολη εποχή μας· να Τον ατενίσουμε με εμπιστοσύνη και να Τον ικετεύ­σου­με με όλη την θέρμη της καρ­διάς μας· «Κύριε, Σώσε μας, όπως γνωρίζεις και δείξε μας τον τρόπο να το κατα­νο­ή­σουμε. Συγχώρεσέ μας που ξεχνούμε ότι η κάθε μέρα είναι δική σου μέρα και πνιγόμαστε στις έγνοιες και τις αμφιβολίες!».

Aρχιμανδρίτης Παντελεήμων Τσορμπατζόγλου, ΔρΘ


«…Χαίρετε ἐν Κυρίῳ πάντοτε· πάλιν ἐρῶ, χαίρετε. τὸ ἐπιεικὲς ὑμῶν γνωσθήτω πᾶσιν ἀνθρώποις. ὁ Κύριος ἐγγύς.Μηδὲν μεριμνᾶτε, ἀλλ’ ἐν παντὶ τῇ προσευχῇ καὶ τῇ δεήσει μετὰ εὐχαριστίας τὰ αἰτήματα ὑμῶν γνωριζέσθω πρὸς τὸν Θεόν.Καὶ ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν φρουρήσει τὰς καρδίας ὑμῶν καὶ τὰ νοήματα ὑμῶν ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ.Τὸ λοιπόν, ἀδελφοί, ὅσα ἐστὶν ἀληθῆ, ὅσα σεμνά, ὅσα δίκαια, ὅσα ἁγνά, ὅσα προσφιλῆ, ὅσα εὔφημα, εἴ τις ἀρετὴ καὶ εἴ τις ἔπαινος, ταῦτα λογίζεσθε·ἃ καὶ ἐμάθετε καὶ παρελάβετε καὶ ἠκούσατε καὶ εἴδετε ἐν ἐμοί, ταῦτα πράσσετε· καὶ ὁ Θεὸς τῆς εἰρήνης ἔσται μεθ’ ὑμῶν…»

Νεοελληνική απόδοση«…Να είστε πάντοτε χαρούμενοι μέ τήν χαρά τοῦ Κυρίου· πάλι θα πω: να χαίρετε! Η επιείκειά σας ας γίνει γνωστή σε όλους τους ανθρώπους. Ο Κύριος είναι κοντά. Για τίποτα μη μεριμνάτε, αλλά όλα τα αιτήματά σας με την προσευχή και την δέηση, μαζί με ευχαριστία, να κάνετε γνωστά στον Θεό.Και η ειρήνη του Θεού που υπερέχει κάθε νου θα φρουρήσει τις καρδιές σας και τα διανοήματά σας στον Ιησού Χριστό.Λοιπόν, αδελφοί, όσα είναι αληθινά, όσα σεμνά, όσα δίκαια, όσα αγνά, όσα προσφιλή, όσα έχουν καλή φήμη, αν υπάρχει κάποια αρετή και αν υπάρχει κάποιος έπαινος, αυτά να συλλογίζεστε.Και αυτά που μάθατε και παραλάβατε και ακούσατε και είδατε σ’ εμένα, αυτά να πράττετε. και ο Θεός της ειρήνης θα είναι μαζί σας…».


Φώτης Κόντογλου, «Χαρμολύπη, ή το Χαροποιόν Πένθος», Ελληνική Δημιουργία, τ.61, 1950

Αληθινή κι’ όχι ψεύτικη χαρά νοιώθει μονάχα όποιος έχει τον Χριστό μέσα του, κ’ είναι ταπεινός, πράος, γεμάτος αγάπη. Αληθινή χαρά έχει μονάχα εκείνος που ξαναγεννήθηκε στην αληθινή ζωή του Χριστού. Κι’αυτή η αληθινή χαρά βγαίνει από καρδιά που πονά και θλίβεται για τον Χριστό, και βρέχεται από το παρηγορητικό δάκρυο το οποίο δεν το γνωρίζουνε οι άλλοι άνθρωποι, κατά τον άγιο λόγο που είπε το στόμα του Κυρίου : «Μακάριοι οι πενθούντες, ότι αυτοί παρακληθήσονται» (Ματθ. Ε’. 4), «Καλότυχοι όσοι είναι λυπημένοι, γιατί αυτοί θα παρηγορηθούνε.» Κι’ αλλού λέγει : «Καλότυχοι όσοι κλαίτε τώρα, γιατί θα γελάσετε.» (Λουκ. ΣΤ’. 21). Όποιος λυπάται και υποφέρνει για τον Χριστό, πέρνει παρηγοριά ουράνια και ειρήνη αθόλωτη. Παράκληση δεν θα πει παρακάλεσμα, αλλά παρηγοριά. Γι’ αυτό και το Άγιον Πνεύμα λέγεται Παράκλητος, δηλαδή Παρηγορητής, επειδή όποιος το πάρει, παρηγοριέται σε κάθε θλίψη του και βεβαιώνεται και δεν φοβάται τίποτα. Κι’ αυτή η βεβαιότητα που δέχεται μυστικά, τον κάνει να χαίρεται πνευματικά. Και πάλι λέγει ο Κύριος παρακάτω στην επί του Όρους ομιλία : «Μακάριοι εστέ όταν ονειδίσωσιν υμάς και διώξωσι και είπωσι παν πονηρόν ρήμα ψευδόμενοι ένεκεν εμού,» (Ματθ. Ε’, 11). Και κατά τον μυστικό Δείπνο είπε στους Αγίους Αποστόλους: «Αμήν αμήν λέγω υμίν ότι κλαύσετε και θρηνήσετε υμείς, ο δε κόσμος χαρήσεται· υμείς δε λυπηθήσεσθε, αλλ’ η λύπη υμών εις χαράν γενήσεται.» (Ιω.ιστ’ 20). Όλα τα άλλα που τα λένε χαρές οι άνθρωποι, δεν είναι αληθινές χαρές· μια είναι η αληθινή χαρά, τούτη η η πονεμένη χαρά του Χριστού, που ξαγοράζεται με τη θλίψη, για τούτο κι’ ο Κύριος τη λέγει «πεπληρωμένη», δηλ. τέλεια, αληθινή, σίγουρη. (Ιω. ιστ’ 25). Κι’ ο άγιος Παύλος στις Επιστολές του λέγει πολλά γι’αυτή τη βλογημένη θλίψη που είναι συμπλεγμένη με τη χαρά: «Η λύπη για τον Θεό, λέγει, φέρνει αμετάνοιωτη μετάνοια για τη σωτηρία (δηλ. η λύπη που νοιώθει όποιος πιστεύει στον Θεό, κάνει ώστε εκείνος ο άνθρωπος να μετανοιώσει και να σωθεί, χωρίς να αλλάξει γνώμη και να γυρίσει πίσω στην αμαρτία), ενώ η λύπη του κόσμου φέρνει τον θάνατο.» (Κορινθ. Β’ ζ’10). Κι’ αλλού λέγει πως οι χριστιανοί φαίνουνται στους ασεβείς πως είναι λυπημένοι, μα στ’ αληθινά χαίρουνται :»ως λυπούμενοι αεί δε χαίροντες, ως πτωχοί πολλούς δε πλουτίζοντες, ως μηδέν έχοντες και πάντα κατέχοντες,» (Κορινθ. Β’ στ’ 10). Απ’ αυτή την παντοτινή χαρά φτερωμένος ο άγιος Παύλος, γράφει ολοένα στους μαθητάδες του : «Χαίρετε εν Κυρίω πάντοτε!» (Φιλιπ. δ’ 4). «Πάλιν χαρήτε.» (Φιλιπ. β’28). «Παντοτε χαίρετε.» (Θεσσαλ. ε. 16). «Λοιπόν, αδελφοί, χαίρετε.» (Κορινθ. Β’. ζ 16)…..

http://www.myriobiblos.gr/texts/greek/theotokos_2002_kontoglou2.html


Κυριακή 28 Απριλίου 2024, «των Βαΐων», (Ιωάν. 12, 1-18)

  Λίγες ημέρες πριν τον εορτασμό του Πάσχα, μόλις έξι, ο Ιησούς με τους μαθητές του  βρέ­θηκαν στην Βηθανία, μία κώμη τρία χιλιόμετρα μακρυά από τα Ιεροσόλυμα, προ­κειμένου να επισκεφθούν το σπίτι του φίλου Του Λαζάρου, τον οποίο είχε πριν λίγες η­μέ­ρες είχε αναστήσει εκ των νεκρών. H χαρά των αδελφών του Λαζάρου για την επί­σκε­ψη του Χριστού, του μεγάλου ευεργέτη της οικογενείας τους, ήταν απερίγραπτη και για να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους παρέθεσαν μεγάλο δείπνο στο οποίο η Μαρία, η αδελφή του Λαζάρου, έσπασε ένα δοχείο με μύρο από νάρδο (σε υγρή μορφή=πιστική) μεγάλης α­ξί­ας και μ᾽ αυτό περιέλουσε και έπλυνε τα πόδια του Χριστού και τα σκούπισε με τα μαλλιά της, σύμφωνα με την συνήθεια της Ανατολής, προκειμένου να εκφράσει έτσι την άφατη ευγνωμοσύνη της προς τον Κύριο για την σωτηρία του αδελφού της. Η πράξη αυ­τή αν και απέσπασε την επιδοκιμασία όλων των παρισταμένων, άφησε όμως ασυ­γκί­νητο τον Ιούδα τον Ισκα­ρι­ώτη που εκείνη την ώρα θυμήθηκε τους φτωχούς και βρήκε ευ­καιρία να κάνει κήρυγμα περί φιλανθρωπίας και αυτό διότι, όπως εξηγεί ο ευ­αγ­γε­λι­στής, εν­δια­­φε­­ρόταν μόνον για τα χρήματα μιας και αυτός διαχειριζόταν το κοινό ταμείο, το οποίο και κατέκλεβε.

Εδώ θα πρέπει να υπογραμμίσουμε την παρανόηση που γίνεται μεταξύ της Μαρίας της αδελφής του Λαζάρου και της άλλης άγνωστης αμαρτωλής γυναίκας που έλουσε κι αυτή τα πόδια του Ιησού με μύρο στο σπίτι του Σίμωνος του Φαρισαίου (Λουκ. 7, 36-50)· η πρώτη περίπτωση είναι λίγο πριν το Πάθος και η δεύτερη στην αρχή της δράσεως του Χρι­στού.

Στο άκουσμα της παρουσίας του Ιησού στο σπίτι του Λαζάρου κόσμος πολύς συν­ά­χθη­κε, άλλοι για να δουν τον Χριστό από κοντά κι άλλοι για να ικανοποιήσουν την πε­ρι­ε­ρ­γειά τους, να δουν πως είναι ένας νεκρός να ξαναγυρνά στους ζωντανούς, όπως ήταν ο Λάζαρος. Η κοσμοσυρροή δεν σταματούσε με αποτέλεσμα να προκαλέσει μεγάλη ανα­στάτωση στους αρ­χι­ερείς και να κριθεί ως άκρως επικίνδυνη διότι λίγα μόλις χι­λιό­μετρα α­πό τα Ιεροσόλυμα ο μεγάλος εχθρός τους συγκέντρωνε τόσο κόσμο και ίσως προ­κα­λού­σε την επέμβαση των Ρωμαίων και τότε ήταν που έλαβαν την μεγάλη απόφαση να εξο­ντώ­σουν όχι μόνο τον Χριστό, αλλά και τον Λάζαρο γιατί ήταν η ζωντανή από­δει­ξη της δυνάμεως του Χριστού.

Την επαύριο, ο κόσμος που είχε συγκεντωθεί στα Ιεροσόλυμα για την επικείμενη εορτή του Πάσχα όταν άκουσε ότι έρχεται ο Χριστός αυτός που ανέστησε τον Λάζαρο, έσπευσε να τον προ­ϋ­παντήσει με κλαδιά που έκοψαν από τους φοίνικες και ζητωκραυγά­ζο­ντας ότι αυτός είναι ο βασιλιάς του Ισραήλ. Ο κόσμος είχε κατάλαβει αυτό που φοβό­ντουσαν οι αρχιερείς, ότι ο Ιησούς από την Ναζαρέτ είναι ο Μεσσίας· η διαπίστωση αυτή θο­ρύ­βη­σε τα μέγιστα τους αρχιερείς και τότε αποφάσισαν το ταχύτερο δυνατό να δώ­σουν τέλος σ᾽ αυτή την ιστορία, φονεύοντας τον Ιησού, και καραδοκούσαν για την κα­τάλ­ληλη ευ­και­­ρία, την οποία σύντομα θα την πρόσφερε ο Ιούδας ο Ισκαριώτης.

Στο σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα γίνεται κατάδηλο με τα μελανώτερα χρώματα το χάσμα της σκέψεως και της συμπεριφοράς ανάμεσα στον απλό λαό, με πρώτη την αδελ­φή του Λαζάρου την Μαρία που θυσιάζει ό, τι πιο πολύτιμο είχε, ένα άρωμα αξίας τρια­κοσίων δηναρίων και των λοιπών ανθρώπων που μπορούν να δουν με τα μάτια της καρδιάς τους και να διακρίνουν στο πρόσωπο του Ιησού τον Μεσσία που περίμεναν μια ζωή, αφού ανασταίνει νεκρούς, τον Λάζαρο, και από την άλλη τους αρχιερείς που βλέ­πουν να κλονίζονται τα συμφέροντά τους. Η διαφορά αυτή ήταν καθοριστική για την έκ­βα­ση της υποθέσεως «Ιησούς» για τους αρχιερείς, διότι κατά την διαπίστωση του Πο­ντί­ου Πιλάτου, «παρέδωσαν τον Χριστό για λόγους φθόνου και μόνον», (Ματθ. 27,18). Η μαρ­τυρία όμως του λαού ήταν αναντίλεκτη επειδή ήταν παρόντες στην ανάσταση του Λα­­ζάρου και αυτό που έζησαν δεν μπορούσαν με καμμία δύναμη να το ξεχάσουν, για τον λόγο αυτό και με τον πιο θριαμβευτικό τρόπο έδειχναν την ευγνωμοσύνη τους, φω­νά­­­ζοντας «ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, βασιλεὺς τοῦ ᾿Ισραήλ».

Την ένταση των γεγονότων των ημερών εκείνων εκφραζει με τον καλύτερο τρόπο το α­πο­­λυτίκιο της ημέρας το οποίο σε μετάφραση έχει ως εξής: «Επειδή ήθελες Χριστέ και Θε­­­έ μας να αποδεί­ξεις, προ της σταυρικής Σου Θυσίας, ότι είναι βέβαιη η ανά­στα­­ση ό­λων των νεκρών, γιαυτό ανέστησες εκ νεκρών τον Λάζαρο. Γιαυτό και εμείς, μι­μού­­­μενοι τα παι­διά κρα­τού­με στα χέρια μας τα σύμβολα της νίκης και βοώμε προς Εσένα, τον νικητή του θα­νά­του: ας είσαι ευλογημένος Συ, που έρχεσαι απεσταλμένος από τον Κύριο».

Aρχιμανδρίτης Παντελεήμων Τσορμπατζόγλου, ΔρΘ